Δυναστεία των Χωρεσμίων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χωρεσμιακή Αυτοκρατορία
خوارزمشاهیان
Khwārazmshāhiyān
1077 – 1231
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Η Χωρεσμιακή Αυτοκρατορία το 1217
Πρωτεύουσα Γκουργκάντζ (1077-1212)
Σαμαρκάνδη (1212–1220)
Γκάζνα (1220–1221)
Ταυρίδα (1225–1231)
Γλώσσες Περσικά
Κιπτσακικά
Θρησκεία Σουνιτικό Ισλάμ
Πολίτευμα Ολιγαρχία
Σάχης ή Σουλτάνος Ανούς Τιγκίν Γκαρτσάι (πρώτος)
Τζαλάλ αντ-Ντιν Μινγκμπουρνού (τελευταίος)
Ιστορία
 -  Ίδρυση 1077
 -  Κατάλυση 1231

Η Δυναστεία των Χωρεσμίων ήταν μαμελουκική τουρκική σουνιτική δυναστεία, με κυρίαρχη την περσική κουλτούρα.

Η δυναστεία κυβέρνησε το "Μεγάλο Ιράν" (το Ιράν και την ευρύτερη επικράτεια των γειτονικών εδαφών όπου επικράτησε η ιρανική κουλτούρα) κατά τη διάρκεια της Ύστερης Μεσαιωνικής Περιόδου, από το 1077 έως το 1231 μ.Χ., πρώτα ως υποτελής των Σελτζούκων Τούρκων, κατόπιν των Μογγόλων Καρά Κιτάι (ή Χιτάνων), και αργότερα με ανεξάρτητους κυβερνήτες, μέχρι τις μεγάλες μογγολικές εισβολές του 13ου αιώνα. Η δυναστεία ιδρύθηκε από τον Ανούς Τιγκίν Γκαρτσάι, Τούρκο πρώην σκλάβο (Mαμελούκο) των Σελτζούκων σουλτάνων, που διορίστηκε κυβερνήτης της Χωρεσμίας. Ο γιος του, Κουτμπ αντ-Ντιν Μουχάμμαντ Α΄, έγινε ο πρώτος κληρονομικός σάχης της Χωρεσμίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ημερομηνία ίδρυσης της δυναστείας των Χωρεσμίων παραμένει υπό αμφισβήτηση. Κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης το 1017, Χωρέσμιοι επαναστάτες δολοφόνησαν τον ανεξάρτητο ηγέτη της Χωρεσμίας, Αμπούλ Αμπάς Μαμούν της ιρανικής δυναστείας των Μαμουνιδών, και τη σύζυγό του, Χουρρά-γι Καλτζί, αδελφή του σουλτάνου των Γαζναβιδών, Μαχμούντ. Σε απάντηση, ο Μαχμούντ απαίτησε την υποτέλεια του Μαμούν. Ο στρατός όμως της Χωρεσμίας στασίασε και δολοφόνησε τον Μαμούν, ανεβάζοντας στο θρόνο τον ανηψιό του, Αμπούλ-Χάριθ Μουχάμμαντ. Ο Μαχμούντ των Γαζναβιδών άδραξε την ευκαιρία και έχοντάς το ως πρόσχημα εισέβαλε, κατέλαβε και προσάρτησε στο κράτος του την περιοχή της Χωρεσμίας. Το γεγονός σήμανε το τέλος της δυναστείας των Μαμουνιδών, η δε Χωρεσμία αποτέλεσε επαρχία της Αυτοκρατορίας των Γαζναβιδών από το 1017 έως το 1034. Το 1077 η εξουσία της επαρχίας, που ανήκε από το 1042/43 στους Σελτζούκους, πέρασε στα χέρια του Ανούς Τιγκίν Γκαρτσάι, ενός πρώην Τούρκου σκλάβου και υποτελούς του Σελτζούκου σουλτάνου. Το 1141, ο Σελτζούκος σουλτάνος Αχμέντ Σαντζάρ ηττήθηκε από τους Μογγόλους Καρά Κιτάι στη μάχη του Κατβάν, και ο εγγονός τού Ανούς Τιγκίν, Αλά αντ-Ντιν Ατσίζ, έγινε υποτελής του ηγέτη των Καρά Κιτάι, Γιελού Ντάσι.

Ο Σελτζούκος σουλτάνος Αχμέντ Σαντζάρ απεβίωσε το 1156. Καθώς το σελτζουκικό κράτος περιερχόταν σε χάος, οι Χωρέσμιοι σάχες επέκτειναν τα εδάφη τους στο νότο. Το 1194, ο τελευταίος σουλτάνος της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Σελτζούκων, Τογρούλ Γ΄, ηττήθηκε και σκοτώθηκε από τον ηγέτη των Χωρεσμίων, Αλά αντ-Ντιν Τεκίς, που κατέκτησε τμήματα του Χορασάν και δυτικού Ιράν. Το 1200, ο Τεκίς πέθανε και τον διαδέχθηκε ο υιός του, Αλά αντ-Ντιν Μουχάμμαντ, που ξεκίνησε μια σύγκρουση με τους Γκουρίδες και ηττήθηκε από αυτούς στον ποταμό Αμού Ντάρια το 1204. Μετά τη λεηλασία της Χωρεσμίας, ο Μουχάμμαντ απευθύνθηκε για βοήθεια στους επικυρίαρχούς του, Καρά Κιτάι, που τού έστειλαν στρατό. Με τις ενισχύσεις αυτές, ο Μουχάμμαντ κέρδισε μια νίκη εναντίον των Γκουριδών στο Χεζαράσπ (1204) και τούς εκδίωξε από τη Χωρεσμία.

Η συμμαχία του Αλά αντ-Ντιν Μουχάμμαντ με τους επικυρίαρχούς του δεν κράτησε πολύ. Ξεκίνησε ξανά μια σύγκρουση, αυτή τη φορά με τη βοήθεια των Καραχανιδών Τούρκων, και νίκησε έναν στρατό των Καρά Κιτάι στο Ταλάς (1210), αλλά άφησε τη Σαμαρκάνδη να καταληφθεί από τους Καρά Κιτάι. Το 1212 o Αλά αντ-Ντιν Μουχάμμαντ ανέτρεψε τους Καραχανίδες και το 1215 τους Γκουρίδες. Το 1212, άλλαξε την πρωτεύουσά του από την πόλη Γκουργκάντζ στη Σαμαρκάνδη. Έτσι, ενσωμάτωσε σχεδόν το σύνολο της Υπερωξιανής και το μισό περίπου και περισσότερο σημερινό Αφγανιστάν στην αυτοκρατορία του, η οποία, μετά από περαιτέρω κατακτήσεις στη δυτική Περσία (μέχρι το 1217), εκτεινόταν από τον ποταμό Συρ Ντάρια μέχρι την οροσειρά του Ζάγρου, και από τα βόρεια τμήματα του Ινδοκούς (ελληνικά: Ινδοκαύκασος) μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Μέχρι το 1218, η αυτοκρατορία είχε πληθυσμό 5 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Μογγολική εισβολή και κατάρρευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1218, ο Τζένγκις Χαν απέστειλε μια εμπορική αντιπροσωπεία στο κράτος των Χωρεσμίων, αλλά ο κυβερνήτης της πόλης Οτράρ (πόλη-φάντασμα στο σημερινό Καζακστάν, σημαντική εκείνη την εποχή πόλη των Χωρεσμίων, πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού), υποπτευόμενος ότι ήταν κατάσκοποι, κατέσχεσε τα αγαθά τους και τους εκτέλεσε. Ο Τζένγκις Χαν απαίτησε επανορθώσεις, αλλά ο σάχης των Χωρεσμίων αρνήθηκε να πληρώσει. Ως αποτέλεσμα, ο περίφημος ηγέτης των Μογγόλων ανταπέδωσε εισβάλλοντας με έναν στρατό 200.000 ανδρών σε πολλά μέτωπα. Τον Φεβρουάριο του 1220 ο μογγολικός στρατός διέσχισε τον Αμού Ντάρια. Οι Μογγόλοι εκθεμελίωσαν τις πόλεις Μπουχάρα και Γκουργκάντζ, καθώς και την πρωτεύουσα των Χωρεσμίων, Σαμαρκάνδη. Ο σάχης των Χωρεσμίων, καταδιωκόμενος ανηλεώς από μογγολικά αποσπάσματα, κατέφυγε σε ένα νησί στην Κασπία Θάλασσα όπου και πέθανε λίγες εβδομάδες αργότερα.

Ο γιος τού Αλά αντ-Ντιν Μουχάμμαντ, Τζαλάλ αντ-Ντιν Μινγκμπουρνού, έγινε ο νέος σουλτάνος (απέρριψε τον τίτλο του σάχη). Επιχείρησε να καταφύγει στην Ινδία, αλλά οι Μογγόλοι τον πρόλαβαν πριν φτάσει εκεί, και στη μάχη του Ινδού ποταμού που ακολούθησε, τον νίκησαν. Ο Τζαλάλ κατάφερε όμως να δραπετεύσει και αναζήτησε άσυλο στο Σουλτανάτο του Δελχί. Παρόλα αυτά ο σουλτάνος του Δελχί, Ιλτουμίς, τού αρνήθηκε το άσυλο, μένοντας πιστός στη σχέση του με τους Αββασίδες χαλίφηδες. Επιστρέφοντας στην Περσία ο Τζαλάλ, συγκέντρωσε στρατό και επανίδρυσε ένα βασίλειο. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν παγίωσε την εξουσία του, περνώντας το υπόλοιπο της ζωής του αγωνιζόμενος εναντίον των Μογγόλων, των Σελτζούκων του Ικονίου, και των διεκδικητών του θρόνου του. Τελικώς, απώλεσε την εξουσία του στην Περσία σε μάχη εναντίον των Μογγόλων στην οροσειρά Ελμπούρζ νοτίως της Κασπίας Θάλασσας.

Δραπετεύοντας αρχικώς στον Καύκασο, ο Τζαλάλ αντ-Ντιν Μινγκμπουρνού επιτέθηκε στη συνέχεια και κατέλαβε το Αζερμπαϊτζάν το 1225, ορίζοντας ως πρωτεύουσά του την Ταυρίδα. Το 1226 επιτέθηκε στη Γεωργία και λεηλάτησε την Τιφλίδα. Συνεχίζοντας την πορεία του μέσα από τα υψίπεδα της Αρμενίας, συγκρούστηκε με τους Αγιουβίδες, καταλαμβάνοντας την πόλη Αχλάτ κατά μήκος των δυτικών ακτών της λίμνης Βαν. Οι Αγιουβίδες αναζήτησαν τότε τη βοήθεια του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του Ικονίου. Οι Σελτζούκοι του σουλτάνου Καϊκουμπάντ Α΄, μαζί με τους Αγιουβίδες, νίκησαν τον Τζαλάλ και τους συμμάχους του, στο Ερζιντζάν στον Άνω Ευφράτη στη μάχη του Γιασσιτσεμέν (τοποθεσία δυτικά του Ερζιντζάν) το 1230. Ο Τζαλάλ δραπέτευσε μετά την ήττα του στο Ντιγιαρμπακίρ, ενώ οι Μογγόλοι κατέλαβαν το Αζερμπαϊτζάν στη σύγχυση που ακουλούθησε. Ο Τζαλάλ δολοφονήθηκε τελικώς το 1231 από Κούρδους ληστές των εθνικών οδών, τερματίζοντας έτσι την ένδοξη δυναστεία των Χωρεσμίων.

Οι Χωρέσμιοι Τούρκοι ως μισθοφόροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που οι Μογγόλοι είχαν καταστρέψει την Χωρεσμιακή Αυτοκρατορία το 1220, πολλοί Χωρέσμιοι Τούρκοι επιβίωσαν εργαζόμενοι ως μισθοφόροι στο βόρειο Ιράκ. Οι ακόλουθοι του σουλτάνου Τζαλάν αντ-Ντιν Μινγκμπουρνού παρέμειναν πιστοί σε αυτόν ακόμα και μετά το θάνατό του το 1231, και επέδραμαν στα εδάφη των Σελτζούκων στην Τζαζίρα (Άνω Μεσοποταμία) και τη Συρία για τα επόμενα αρκετά χρόνια, αποκαλώντας τους εαυτούς τους Οι Χβαρεσμίγια. Ο Αγιουβίδης σουλτάνος Αγιούμπ ας-Σάλιχ, στην Αίγυπτο, προσέλαβε αργότερα τις υπηρεσίες τους εναντίον του θείου του, Ισμαΐλ ας-Σάλιχ. Οι Χβαραζμίγια τότε κατευθύνθηκαν νότια, από το Ιράκ προς την Αίγυπτο, εισβάλλοντας στις 11 Ιουλίου 1244 στην Ιερουσαλήμ, που τότε την κατείχαν οι Σταυροφόροι. Η ακρόπολη της πόλης, ο "Πύργος του Δαβίδ", παραδόθηκε στις 23 Αυγούστου τις ίδιας χρονιάς και ο χριστιανικός πληθυσμός εκδιώχθηκε από την πόλη. Αυτό προκάλεσε μια κίνηση στην Ευρώπη για την πραγματοποίηση της Ζ΄ Σταυροφορίας, αλλά οι Σταυροφόροι δεν θα κατάφερναν ποτέ ξανά ν΄ ανακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Μετά την κατάληψή της από τις δυνάμεις των Χωρέσμιων μισθοφόρων, η πόλη παρέμεινε υπό μουσουλμανικό έλεγχο μέχρι το 1917, όταν οι Βρετανοί την ανέκτησαν από τους Οθωμανούς.

Οι δυνάμεις των Χωρεσμίων συνέχισαν μετά την Ιερουσαλήμ νότια, και στις 17 Οκτωβρίου πολέμησαν στο πλευρό των Αγιουβιδών στη μάχη της Χαρμπίγια, βορειοανατολικά της Γάζας, εξολοθρεύοντας τα απαομεινάρια του σταυροφορικού χριστιανικού στρατού εκεί, κάπου 1.200 ιππότες. Ήταν η μεγαλύτερη μάχη για τους Σταυροφόρους μετά τη μάχη του Χαττίν το 1187. Τα απομεινάρια των μουσουλμάνων Χωρεσμίων υπηρέτησαν στην Αίγυπτο ως Μαμελούκοι μισθοφόροι μέχρι που ηττήθηκαν τελικώς από τον Αγιουβίδη αρχικώς και αργότερα ανεξάρτητο εμίρη της Χομς, Ιμπραχίμ αλ-Μανσούρ, κάποια χρόνια αργότερα. Όσοι εξ αυτών αιχμαλωτίστηκαν, αργότερα αφομοιώθηκαν από τους Μογγόλους, σχηματίζοντας τη σύγχρονη μογγολική φυλή "Σαρτούουλ" (Sartuul).