Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο
![]() Με τη Μίλαν το 1959 | ||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο Βιγιάνο | |||||||||
Ημερ. γέννησης | 28 Ιουλίου 1925 | |||||||||
Τόπος γέννησης | Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη | |||||||||
Ημερ. θανάτου | 13 Νοεμβρίου 2002 (77 ετών) | |||||||||
Τόπος θανάτου | Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη | |||||||||
Ύψος | 1,78 μ. | |||||||||
Θέση | Μέσος | |||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1943–1954 | Πενιαρόλ | 227 | (88) | |||||||
1954–1960 | Μίλαν | 149 | (47) | |||||||
1960–1962 | Ρόμα | 39 | (3) | |||||||
Σύνολο | 415 | (138) | ||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1946–1954 | Ουρουγουάη | 21 | (9) | |||||||
1954–1958 | Ιταλία | 4 | (0) | |||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||
1974–1975 | Ουρουγουάη | |||||||||
1975–1976 | Πενιαρόλ | |||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino, ιταλική προφορά: [skjafˈfiːno] , 28 Ιουλίου 1925 – 13 Νοεμβρίου 2002) ήταν Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν ως επιθετικός μέσος. Ένας ιδιαίτερα επιδέξιος και δημιουργικός παίκτης, κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 με την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης. Θεωρούμενος ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της λατινοαμερικάνικης χώρας,[1][2][3] και από τους καλύτερους όλων των εποχών,[4][5] ψηφίστηκε 17ος του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS και κορυφαίος της χώρας του.[6][7]
Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο και άρχισε να παίζει στην ομάδα της γειτονιάς του Παλέρμο. Ο παππούς του, ήταν από τη Λιγουρία από την επαρχία της Γένοβας (Ιταλία), ενώ η μητέρα του είχε καταγωγή από την Παραγουάη. Ήταν από φτωχή οικογένεια και εργάστηκε στην εφηβεία του σε αρτοποιείο και σε εργοστάσιο αλουμινίου. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν επίσης διεθνής ποδοσφαιριστής και τον βοήθησε στα αρχικά βήματα της πορείας του. Πέρασε από την ομάδα νέων της Νασιονάλ και σε ηλικία 18 ετών πήγε στον κορυφαίο σύλλογο της Ουρουγουάης Πενιαρόλ που διέθετε εκείνη την περίοδο ισχυρότατη ομάδα.[5][8]
Καριέρα σε συλλόγους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Έκανε το πρώτη αγωνιστική του εμφάνιση το 1943 και στην πρώτη του χρονιά είχε 23 συμμετοχές σημειώνοντας 13 τέρματα κατακτώντας και το πρωτάθλημα.[9] Καθιερώθηκε αμέσως και τη δεύτερη σεζόν 1944–45 ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 19 γκολ, και πάλι πρωταθλητής με το σύλλογο.[10] Γνωστός ως "Πέπε" (πέπε στα ιταλικά σημαίνει πιπέρι, όνομα που του έδωσε ο αδερφός του επειδή ενέπνεε συναίσθημα ανησυχίας όταν έχει την μπάλα στα πόδια του), έζησε στιγμές καταξίωσης κατακτώντας με το σύλλογο της πρωτεύουσας τέσσερα ακόμα πρωταθλήματα στα επόμενα έξι χρόνια. Θεωρείται ο επικεφαλής του κουιντέτου Escuadrilla de la muerte (η ομάδα θανάτου) που το 1949 θεωρήθηκε ως η καλύτερη επιθετική σύνθεση στην ιστορία της Πενιαρόλ, η οποία σάρωσε το πρωτάθλημα της Ουρουγουάης με 16 νίκες και δύο ισοπαλίες, τέρματα 62–17, από τα οποία τα 13 του Σκιαφίνο. Διέθετε υψηλή τεχνική και η λεπτή σωματοδομή του του έδιναν δυνατότητα για περάσματα με τη μπάλα που σε πολλούς φαίνονταν αδύνατα.[11][12]
Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας (1954) μεταγράφηκε στη Μίλαν έναντι του ποσού των 51 εκατομμυρίων λιρετών, και έγινε η πιο ακριβή υπογραφή στην μέχρι τότε ποδοσφαιρική ιστορία.[4][13][14] Ήδη από το 1951 Ιταλικοί σύλλογοι όπως η Γιουβέντους και η Ρόμα επιχείρησαν τη μετακόμισή του στην Ιταλία αλλά απέτυχαν.[15] Έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι στην Ουρουγουάη στις 25 Ιουλίου 1954, εναντίον της Ρίβερ Πλέιτ της χώρας του σε αγώνα που έληξε με νίκη 6–1 και στο τέλος του οποίου αποθεώθηκε από τους οπαδούς της ομάδας.
Ξεκίνησε να παίζει στην ιταλική Σέριε Α τον Σεπτέμβριο του 1954.[8] Την πρώτη του χρονιά κατέκτησε και το πρώτο του πρωτάθλημα, ενώ σημείωσε και 15 γκολ.[16] Στο Μιλάνο μετά από ένα χρόνο απέκτησε διπλή ιθαγένεια και έτσι μπόρεσε να παίξει με την ιταλική εθνική ομάδα. Έφτασε στην Ιταλία σε ηλικία 29 ετών και έπαιξε σε υψηλό επίπεδο έως ότου ήταν 37 ετών. Η εξαιρετική ποιότητα και η ευφυΐα του επέτρεψαν να είναι στην κορυφή για πολλά χρόνια. Ο σύλλογος ήταν ήδη ισχυρός με την παρουσία του σουηδικού τρίου Gre-No-Li και επικεφαλής τον σούπερ σκόρερ Γκούναρ Νόρνταλ,[17] με την προσθήκη του Ουρουγουανού ισχυροποιήθηκε περαιτέρω φθάνοντας στον ημιτελικό του πρώτου Κυπέλλου Πρωταθλητριών την περίοδο 1955–1956, όπου αντιμετώπισε την Ρεάλ Μαδρίτης και έχασε με ένα γκολ διαφορά (4–2 στην ισπανική πρωτεύουσα με ένα τέρμα του Σκιαφίνο και νίκη χωρίς αντίκρυσμα με 2–1 στο Μιλάνο).[18] Με τη Μίλαν είχε τρεις τίτλους πρωταθλήματος, ένα Λατινικό Κύπελλο και έναν τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών στον οποίο έπεσε πάλι απέναντι στην Ρεάλ Μαδρίτης χάνοντας στην παράταση (2–3), σημειώνοντας ένα γκολ.[8][19] Το 1956 κατέκτησε το Λατινικό Κύπελλο (που ακόμα δεν είχε καταργηθεί) και στο οποίο συμμετείχαν οι κορυφαίοι σύλλογοι από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία (ένας από κάθε χώρα). Η Μίλαν νίκησε με 3–1 στον τελικό την Ατλέτικο Μαδρίτης, σε διοργάνωση που έγινε στο Μιλάνο με ένα γκολ του Σκιαφίνο στον τελικό.[20][21] Συνολικά με την ομάδα του Μιλάνου αγωνίστηκε σε 171 επίσημους αγώνες και σημείωσε 60 τέρματα.[22]
Δημοσκοπήσεις τον τοποθετούν ως το καλύτερο ξένο στην ιστορία της ομάδας του Μιλάνου και έναν από τα καλύτερους ξένους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου.[23] Τα χρονικά της εποχής και τα διαθέσιμα αρχειακά δεδομένα, δείχνουν ότι ήταν ο πραγματικός ηγέτης της ομάδας των "Ροσονέρι". Παρέμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1960, όταν μεταφέρθηκε στην Ρόμα, όπου ήταν και εκεί ήταν η ψυχή της ομάδας.[24] Με την ομάδα της πρωτεύουσας κατέκτησε το Fairs Cup (αργότερα θα ονομαστεί Κύπελλο ΟΥΕΦΑ) το 1961.[25]
Ο Σκιαφίνο ήταν ευέλικτος παίκτης, με λεπτή σωματική διάπλαση, κινούνταν συνήθως ως αριστερός εσωτερικός επιθετικός ή δεύτερος επιθετικός στην διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της καριέρας του, ιδίως με τις Πενιαρόλ και Μίλαν, ή ως επιθετικός μέσος και πλέι μέικερ, ρόλο που κατείχε συχνότερα καθώς προχωρούσε η καριέρα του.[26] Ήταν γνωστός για τη δημιουργική του ικανότητα, τις εξαιρετικές του πάσες, και για τη αίσθηση να διαβάζει το παιχνίδι, να οργανώσει τους συμπαίκτες του, να ενορχηστρώσει τις ευκαιρίες, να σκοράρει γκολ και να υπαγορεύσει το ρυθμό του παιχνιδιού της ομάδας του στο κέντρο.[27] Διέθετε εξαιρετική τεχνική ικανότητα, εύρος περασμάτων, υψηλή νοημοσύνη, αίσθηση θέσης και ηγετικές ικανότητες. Η εργατικότητα και η ομαδικότητα του παιχνιδιού του τον οδήγησαν και στην αμυντική του συμβολή. Το ευρύ φάσμα των δεξιοτήτων του επέτρεψε επίσης να παίξει ως ελεύθερος αμυντικός στο τέλος με τη Ρόμα, όταν αυτό ήταν απαραίτητο.[28][29]
Διεθνής καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σκιαφίνο έπαιξε για δύο εθνικές ομάδες. Πρώτα με την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης από το 1945 έως το 1954, και αργότερα με την Ιταλική εθνική από το 1954 έως το 1958. Συμμετείχε σε 21 αγώνες με την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης κάνοντας την αγωνιστική του πρεμιέρα στις 29 Δεκεμβρίου 1945 σε συνάντηση με την Αργεντινή (1–1), σημειώνοντας συνολικά εννέα γκολ και τέσσερα με την ιταλική εθνική ομάδα.[30]
Ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη νίκη της Ουρουγουάης στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, σημειώνοντας ένα γκολ στον τελικό και νικώντας τη Βραζιλία στο δικό της γήπεδο, στο λεγόμενο Maracanaço (Μαρακανάζο, το κάζο του Μαρακανά).[31][32] Ο αγώνας Βραζιλία - Ουρουγουάη δεν ήταν ακριβώς ο τελικός, κάτι που συνέβη για πρώτη και μοναδική φορά: σε αυτήν τη διοργάνωση είχε προγραμματιστεί ένας τελικός όμιλος. Παίχτηκε στην τρίτη και τελευταία συνάντηση, μετά τις σαρωτικές νίκες της Βραζιλίας στα δύο πρώτα παιχνίδια με 7–1 και 6–1, σε αντίθεση με την Ουρουγουάη που είχε μία νίκη και μία ισοπαλία - εναντίον της Σουηδίας (3–2) και της Ισπανίας (2–2). Για να γίνει πρωταθλήτρια, η ισοπαλία ήταν αρκετή για τη Βραζιλία. Την ώρα που οι δυο ομάδες ετοιμάζονταν για το τελευταίο τους παιχνίδι, η ατμόσφαιρα στη χώρα θύμιζε καρναβάλι, με την Ουρουγουάη να έχει μόλις 80 οπαδούς της στο γήπεδο.[33][34] Η εφημερίδα Gazeta Esportiva έγραφε στο πρωτοσέλιδο: "Αύριο νικάμε την Ουρουγουάη", και η Mundo δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία έχοντας λεζάντα στο πρωτοσέλιδο "Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές" παρέα με φωτογραφία της "σελεσάο" από προηγούμενο αγώνα.
Στο στρατόπεδο της Ουρουγουάης διατηρούσαν το κεφάλι χαμηλά, αλλά το φρόνημα υψηλά. Στο 47ο λεπτό (δεύτερο λεπτό του δεύτερου ημιχρόνου) ο Φριάσα σημείωσε το πρώτο γκολ της Βραζιλίας. Η garra όμως, η ψυχική δύναμη των Ουρουγουανών, αποδεικνύεται πολύ σκληρή για να λυγίσει ακόμα και μπροστά στο μεγαλύτερο πλήθος που έχει παρακολουθήσει ποδοσφαιρική συνάντηση, σε 200.000 παραληρούντες Βραζιλιάνους[35] (κάποιες αναφορές του προηγούμενου αιώνα αναφέρουν μεγαλύτερους αριθμούς, όπως 202.772 εισιτήρια [36]). Στο πρώτο ημίχρονο διατηρήθηκε το 0–0 και ο Σκιαφίνο έχασε δύο αξιοσημείωτες ευκαιρίες.[15] Ο εμβληματικός αρχηγός, Ομπντούλιο Βαρέλα πήρε τη μπάλα από τα δίχτυα και λέγοντας "Ωραία, τώρα πάμε να νικήσουμε", έδωσε το σύνθημα της αντεπίθεσης.[37] Οι φιλοξενούμενοι δεν υποχώρησαν και συνέχισαν το ομαλό παιχνίδι τους, καθοδηγούμενοι και από τον Σκιαφίνο. Στα 66ο λεπτό μετά από μια γρήγορη κάθοδο από τα άκρα, ο Αλσίντες Γκίντζια έδωσε ασίστ στον "Πέπε", ο οποίος νίκησε τον τερματοφύλακα Μπαρμπόζα. Στο 79ο λεπτό ο Γκίντζια ολοκλήρωσε μόνος του το τελικό αποτέλεσμα.[38][39] Το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο που ο Εδουάρδο Γκαλεάνο έγραψε χαρακτηριστικά: «Οι ετοιμοθάνατοι καθυστέρησαν το θάνατό τους και τα μωρά βιάστηκαν να γεννηθούν. Ρίο ντε Ζανέιρο 16 Ιουλίου 1950 στάδιο Μαρακανά: Την προηγούμενη δεν κοιμήθηκε κανείς, την επομένη δεν ήθελε κανείς να ξυπνήσει!» [40] Είχε γίνει επίσημα γνωστό ότι είχε σημειώσει πέντε γκολ στον αγώνα της εθνικής απέναντι στη Βολιβία (8–0) επίδοση ρεκόρ για Παγκόσμιο Κύπελλο, που τελικά σχεδόν μισό αιώνα μετά διαπιστώθηκε από τη FIFA ότι τρία γκολ δεν ήταν δικά του (με τη σύμφωνη γνώμη του ίδιου).[41] και με βάση την αρχική θεώρηση ήταν δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης.[15] Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα του Κυπέλλου.[42] Έπαιξε επίσης στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, σημειώνοντας δύο τέρματα και βοηθώντας την εθνική του να τερματίσει στην τέταρτη θέση, χάνοντας στον ημιτελικό της διοργάνωσης στην παράταση από την Ουγγαρία με 4–2.[14][43]
Με την απόκτηση της ιταλικής υπηκοότητας, αγωνίστηκε και σε τέσσερις αγώνες με την εθνική ομάδα της νοτιοευρωπαϊκής χώρας.[9] Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας ακολούθησε καριέρα προπονητή για μόνο δύο χρόνια, κερδίζοντας την τρίτη θέση με την εθνική Ουρουγουάης στο Κόπα Αμέρικα του 1975.[26]
Τίτλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Πενιαρόλ
- Πρωτάθλημα Ουρουγουάης (Primera División Uruguay) (6) : 1944, 1945, 1949, 1951, 1953, 1954
- Μίλαν
- Πρωτάθλημα Ιταλίας (3) : 1954–55, 1956–57, 1958–59
- Λατινικό Κύπελλο : 1956
- Ρόμα
- Inter-Cities Fairs Cup (μετέπειτα Κύπελλο UEFA): 1961
- Εθνική Ουρουγουάης
- Παγκόσμιο Κύπελλο : 1950
Ατομικές διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Καλύτερη ομάδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου : 1950
- IFFHS : 17ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα
- IFFHS : 6ος καλύτερος Νοτιοαμερικάνος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα
- IFFHS : Καλύτερος παίκτης της Ουρουγουάης του 20ού αιώνα
- World Soccer περιοδικό : Οι 100 μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές όλων των εποχών
- IFFHS legends
- Πρώτος σκόρερ Λατινικού Κυπέλλου : 1956
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ «The Ten Best Uruguayan Soccer Players in History». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «Adiós a un grande». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «ESPN : Fates of the 1950 World Cup finalists». Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2020.
- ↑ 4,0 4,1 «Uruguay mourn Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2020.
- ↑ 5,0 5,1 «FIFA : Pepe, Dios y Diablo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
- ↑ «IFFHS Century Elections». Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2020.
- ↑ «IFFHS' Players and Keepers of the Century for many countries». Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2021.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 «Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2020.
- ↑ 9,0 9,1 «Juan Schiaffino (Uruguay)». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «Juan Alberto Schiaffino: Italian-Uruguayan Football Player». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ «La Garra y El Magnifico: Juan Alberto Schiaffino's Brilliance in Uruguay & Italy». Ανακτήθηκε στις 12 Μαΐου 2021.
- ↑ «La escuadrilla de la muerte». Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2020.
- ↑ «Addio geniale Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ 14,0 14,1 «The Invincibles vs The Invincibles: Hungary and Uruguay in the 1954 World Cup». Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2023.
- ↑ 15,0 15,1 15,2 «The man who broke Brazilian hearts and the world transfer record». Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2020.
- ↑ «I NOSTRI PALLONI D'ORO DAL 1900 AL 2022». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Σεπτεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2023.
- ↑ «10 huge moments in AC Milan's history as club celebrate 120th birthday». Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2021.
- ↑ «Milan Stagione 1955/56». Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2020.
- ↑ «Champions League: Η «χρυσή βίβλος» και όλοι οι τελικοί της διοργάνωσης». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2020.
- ↑ «Latin Cup». Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2020.
- ↑ «LATIN CUP 1956 - AC MILAN». Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2021.
- ↑ «AC Milan : Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «Top 10 Latin American soccer players of all times». Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2020.
- ↑ «Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «World Cup Legends: Uruguay and Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ 26,0 26,1 «JUAN ALBERTO SCHIAFFINO AND THE DEMISE OF URUGUAY». Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2022.
- ↑ «Serie A's 15 Greatest Pass Masters». Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2023.
- ↑ «Juan Alberto Schiaffino». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «I migliori stranieri over 30 della storia della Serie A». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «Juan Alberto Schiaffino - International Appearances». Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «World Football: The 100 Greatest World Cup Players of All Time». Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2023.
- ↑ «The 100 greatest football moments of all time». Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ «Obdulio Varela and the Miracle of the Maracanazo». Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2020.
- ↑ «World Cup moments: Uruguay break the hearts of a nation in 1950». Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2020.
- ↑ «FIFA : The Maracanazo marvels in numbers». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2021.
- ↑ «Uruguay v Brazil, 16 July 1950». Ανακτήθηκε στις 21 Αυγούστου 2020.
- ↑ «Βραζιλία 1950: Όταν η Ουρουγουάη σίγησε το Μαρακανά». Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2021.
- ↑ «FIFA : Maracanazo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «Βραζιλία 1950: Το δράμα του Maracanazo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2020.
- ↑ «Σαν σήμερα, 16 Ιουλίου, η Εθνική Βραζιλίας προκαλεί αυτοκτονίες μετά τη συμφορά. 71 χρόνια μετά ουδείς έχει ξεχάσει!». Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2021.
- ↑ «Corriere della Sera : il giallo Schiaffino». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ «FIFA World Cup All Star teams». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.
- ↑ ««Έφυγε» ο θρύλος της Ουρουγουάης». Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2020.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Ουρουγουανοί ποδοσφαιριστές
- Μέσοι ποδοσφαιριστές
- Ποδοσφαιριστές Εθνικής Ουρουγουάης
- Ποδοσφαιριστές Παγκοσμίου Κυπέλλου 1950
- Ποδοσφαιριστές Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954
- Ποδοσφαιριστές Κλουμπ Ατλέτικο Πενιαρόλ
- Ποδοσφαιριστές Πριμέρα Ντιβιζιόν Ουρουγουάης
- Ποδοσφαιριστές ΑΚ Μίλαν
- Ποδοσφαιριστές Ρόμα
- Ποδοσφαιριστές Σέριε Α
- Ξένοι ποδοσφαιριστές στην Ιταλία
- Ουρουγουανοί ποδοσφαιριστές στο εξωτερικό
- Ουρουγουανοί προπονητές ποδοσφαίρου
- Προπονητές ποδοσφαίρου Εθνικής Ουρουγουάης
- Προπονητές ποδοσφαίρου Κλουμπ Ατλέτικο Πενιαρόλ
- Παίκτες νικητές Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου FIFA
- Ποδοσφαιριστές που έχουν αγωνιστεί σε δύο εθνικές ομάδες ανδρών ή περισσότερες