Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χάσκοβο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°56′N 25°34′E / 41.933°N 25.567°E / 41.933; 25.567


Χάσκοβο

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Χάσκοβο
41°56′5″N 25°33′20″E
ΧώραΒουλγαρία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος του Χάσκοβο[1]
Διοίκηση
 • ΔήμαρχοςΓκεόργκι Ιβάνοφ (από 1999)
Έκταση95,182 km²
Υψόμετρο203 μέτρα
Πληθυσμός69.687 (15  Ιουνίου 2024)[2]
Ταχ. κωδ.6300
Τηλ. κωδ.038
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Χάσκοβο (βουλγαρικά: Хасково) είναι πόλη της νότιας Βουλγαρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και την Τουρκία. Το πολεοδομικό συγκρότημα του Χάσκοβο είναι το έβδομο μεγαλύτερο στη Βουλγαρία και έχει πληθυσμό 184.731 κατοίκους. Η πόλη έχει πληθυσμό 75.336 κατοίκους (2012) και είναι η δωδέκατη πολυπληθέστερη πόλη της χώρας.

Ο πρώτος οικισμός που βρέθηκε στο Χάσκοβο είναι από το 5.000 π.Χ. περίπου. Το Χάσκοβο γιόρτασε τα χιλιοστά του γενέθλια ως πόλης το 1985. Για να τιμηθεί η επέτειος ανεγέρθηκε ένας νέος πύργος ρολογιού στο κέντρο της πόλης.

Λόγω της σχετικής εγγύτητας του στο Αιγαίο Πέλαγος το κλίμα το καλοκαίρι μοιάζει πολύ με το Μεσογειακό, ενώ το χειμώνα, ιδιαίτερα με τους ψυχρούς ανέμους που έρχονται από το βορρά, οι θερμοκρασίες πέφτουν σε επίπεδα ηπειρωτικού κλίματος. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι περίπου 13,7 °C. Οι χειμώνες είναι ψυχροί, αλλά όχι με τόσα χιόνια όσο στα δυτικά και βόρεια τμήματα της χώρας. Το καλοκαίρι στο Χάσκοβο αρχίζει στα μέσα Μαΐου και διαρκεί μέχρι τον Οκτώβριο.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η σημερινή ονομασία προήλθε από την Αραβική λέξη "χας" (κατοχή). Άλλοι ότι προέρχεται από την Τουρκική λέξη "χας", που έχει ρίζες στην έννοια "καθαρό". Το αρχαίο Θρακικό όνομα του οικισμού ήταν Μάρσα, με το οποίο ήταν γνωστή μέχρι το 1782. Το 1830 ήταν γνωστή με το Τουρκικό της όνομα Χάσκιοϊ. Η Βουλγαρική (και κοινή Σλαβική) κατάληξη "-οβο" αντικατέστησε το Τουρκικό "κιοϊ", όταν η πόλη περιήλθε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βουλγαρία.

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους η περιοχή του Χάσκοβο κατοικήθηκε αρχικά πριν από επτά χιλιάδες χρόνια. Μέσα και γύρω από το Χάσκοβο σώζονται στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη μακραίωνη ιστορία του κατά την προϊστορική, τη Θρακική, την Ελληνική, τη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο. Τον 9ο αιώνα, κατά την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία χτίστηκε στο Χάσκοβο ένα κάστρο, που γρήγορα μετασχηματίστηκε σε πόλη. Η πόλη βρισκόταν στο κέντρο μιας αρκετά μεγάλης περιοχής ανάμεσα στα ποτάμια Κλοκότνιτσα, Χαρμάνλισκα και Έβρο. Τη Μεσαιωνική περίοδο ήταν γνωστή για το γειτονικό της παζάρι του Ουζούτζοβο, ξακουστό σε όλη τη Βουλγαρία.

Μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική κυριαρχία το 1878 η περιοχή του Χάσκοβο έγινε γνωστή για την παραγωγή υψηλής ποιότητας καπνού. Σήμερα όμως δεν υπάρχει στην περιοχή παραγωγή τσιγάρων, καθώς η κάποτε μεγάλη καπνοβιομηχανία "Χάσκοβο-ΒΤ" έκλεισε το 2005. Σήμερα οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις παράγουν τρόφιμα, μηχανήματα και υφάσματα.

Θέα της πόλης

Ο πληθυσμός του Χάσκοβο ήταν 14.191 το 1887. Από τότε άρχισε να αυξάνει, κυρίως λόγω μεταναστών από τις αγροτικές περιοχές και τις γύρω μικρότερες πόλεις. Έφτασε στο μέγιστό του την περίοδο 1987-1991, όταν ξεπέρασε τις 90.000. Τον Ιανουάριο του 2012 ο πληθυσμός του Χάσκοβο ήταν 75.641 μέσα στα όρια της πόλης. Ο Δήμος του Χάσκοβο, με τα υπαγόμενα σε αυτόν παρακείμενα χωριά, είχε πληθυσμό 93.305 κατοίκων.

Εθνική και θρησκευτική σύνθεση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της απογραφής του 2011, τα άτομα, που δήλωσαν την εθνική τους ταυτότητα, κατανέμονταν ως εξής :

  • Βούλγαροι: 54.869 (79,3%)
  • Τούρκοι: 12.507 (18,1%)
  • Ρομά: 691 (1,0%)
  • Άλλοι: 400 (0,8%)
  • Απροσδιόριστοι: 709 (0,7%)

ενώ 7.221 δεν δήλωσαν καμία εθνική ταυτότητα.

Στο Δήμο του Χάσκοβο 63.963 δηλώθηκαν ως Βούλγαροι, 16.890 ως Τούρκοι, 3.859 ως Ρομά και 8.984 δεν δήλωσαν τη εθνικότητά τους. Οι περισσότεροι από τους 28.444 Τούρκους (12,5 %) της Επαρχίας του Χάσκοβο είναι συγκεντρωμένοι στην πόλη και στο δήμο, ενώ οι Βούλγαροι είναι αναλογικά περισσότεροι στην επαρχία παρά στην πόλη.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι περίπου 80% και οι Μουσουλμάνοι 20%.

Θέατρο Ιβάν Ντίμοφ (1921)
Μνημείο της Παναγίας, το υψηλότερο μνημείο της Παναγίας στον κόσμο

Τα σημαντικότερα πολιτιστικά αξιοθέατα στο Χάσκοβο είναι το πρόσφατα ανακαινισμένο θέατρο Ιβάν Ντίμοφ, το Ιστορικό Μουσείο και μια πινακοθήκη. Το 1395 χτίστηκε το Εσκί Τζαμί (Παλιό Τζαμί), ένα από τα πρώτα στα Βαλκάνια. Ενδιαφέρον έχει ο μιναρές του, που είναι ελαφρά κεκλιμένος.Στο γειτονικό πάρκο Κενάνα γίνεται το ετήσιο Πολύχρωμο φολκλορικό φεστιβάλ Θρακικού Τραγουδιού και Χορού. Το Χάσκοβο έχει πρόσφατα επενδύσει στην ανακαίνιση του κέντρου της πόλης, με την κατασκευή διάφορων γλυπτών και σιντριβανιών.

Μνημείο της Αγίας Θεομήτορος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνημείο είναι αφιερωμένο στην Παναγία και τα αποκαλυπτήρια του έγιναν το 2003. Με συνολικό ύψος 32 μέτρων (από τα οποια το άγαλμα 14 μέτρα) το μνημείο έχει πιστοποιηθεί από το Βιβλίο Γκίνες ως το ψηλότερο άγαλμα της Παναγίας με το Βρέφος Ιησού στον κόσμο.

Η Παναγία είναι η παραδοσιακή πολιούχος του Χάσκοβο. Η Εκκλησία της Αγίας Θεομήτορος, της εποχής της Εθνικής Βουλγαρικής Αναγέννησης, που ανεγέρθηκε μεταξύ 1832 και 1837, ήταν ο πρώτος καθεδρικός του Χάσκοβο τη νεότερη εποχή. Η γιορτή της Γέννησης της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου είναι η σημαντικότερη της πόλης. Η πρώτη καταγραφή οργανωμένου εορτασμού χρονολογείται από το 1896 και η γιορτή ανακηρύχθηκε επίσημα Ημέρα του Χάσκοβο το 1993.

Η κατασκευή του Μνημείου της Αγίας Θεομήτορος ξεκίνησε από την ιδέα του δήμαρχου Γκεόργκι Ιβάνοφ και η πρότασή του εγκρίθηκε ομόφωνα από το δημοτικό συμβούλιο του Χάσκοβο το Σεπτέμβριο του 2002. Το απαιτούμενο ποσό των 300.000 λέβα (€150,000) εξασφαλίσθηκε απο δωρεές πολιτών του Χάσκοβο. Τυπώθηκαν 10.000 καρτ ποστάλ με την εικόνα του μελλοντικού μνημείου και πωλήθηκαν προς 5 λέβα (€2.50) και όλο το ποσό που συγκεντρώθηκε διατέθηκε για την κατασκευή. Ως χώρος κατασκευής επιλέχθηκε ο λόφος Γιαμάτσα νοτιοδυτικά της πόλης, έτσι ώστε το μνημείο να είναι ορατό από όλη την πόλη ακόμη και τη νύχτα.

Το άγαλμα της Παναγίας, που εγκαταστάθηκε στο μνημείο ήταν έργο αρκετών γλυπτών, μεταξύ αυτών του Πέτιο Αλεξάντροφ και Νικόλα Στογιάνοφ, και το υλικό του πολυμερικό σκυρόδεμα. Όλο το μνημείο ζυγίζει 80 τόνους, ενώ το άγαλμα 20. Το βάθρο του μνημείου περιέχει το μικρό Βουλγαρικό Ορθόδοξο Παρεκκλήσι της Γέννησης της Θεοτόκου, το εσωτερικό του οποίου μοιάζει με αρχαία εκκλησία και διαθέτει πέτρινη αγία τράπεζα. Ένας μεγάλος ανάγλυφος σταυρός στην μπροστινή πλευρά του βάθρου δείχνει την είσοδο του παρεκκλησιού.

Τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου της Αγίας Θεομήτορος στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 και εγκαινιάστηκε από τον Αρσένιο, Μητροπολίτη της Φιλιππούπολης. Η αίτηση του μνημείου στο βιβλίο Γκίνες έγινε δεκτή και περιλήφθηκε στην έκδοσή του του 2004, καθώς και στις επόμενες. Γρήγορα το μνημείο έγινε ένα από τα σύμβολα του Χάσκοβο μαζί με το μεσαιωνικό κλειδί στο θυρεό του. Από το 2009 έχει επίσης συμπεριληφθεί ως Νο 72 στα 100 Τουριστικά Αξιοθέατα της Βουλγαρίας.

Το 2010 δίπλα στο Άγαλμα της Παναγίας κατασκευάστηκε ένα καμπαναριό. Με ύψος σχεδόν 30 μέτρων , είναι ένα από τα ψηλότερα στα Βαλκάνια. Το κοσμούν 8 καμπάνες διαφόρων μεγεθών. Είναι ανοιχτό για τους τουρίστες και το ψηλότερο σημείο του προσφέρει μαγευτική θέα της πόλης.

Τάφος του Αλεξάντροβο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σκηνή κυνηγιού στην τοιχογραφία του κύριου θαλάμου

Ο Τάφος του Αλεξάντροβο ανακαλύφθηκε το 2000, κατά τη διάρκεια ανασκαφής του Θρακικού ταφικού τύμβου "Ροσάβα Τσούκα", που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του χωριού Αλεξάντροβο, 20 χιλιόμετρα από την πόλη του Χάσκοβο. Ο Θρακικός τάφος είναι μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις που έγιναν ποτέ στη Βουλγαρία.

Κατασκευάσθηκε το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. ως τελευταία κατοικία ενός πλούσιου Θράκα ηγεμόνα, του οποίου δε γνωρίζουμε το όνομα.

Οι τοιχογραφίες του τάφου είναι μοναδικές και σχετικά καλά διατηρημένες. Αξιόλογη είναι επίσης η αρχιτεκτονική του τάφου. Ο ταφικός τύμβος Ροσάβα Τσούκα έχει ύψος περίπου 15 μέτρα, με διάμετρο 70 μέτρα. Ο τάφος έχει ένα διάδρομο 15 μέτρων και η είσοδός του είναι ανατολικά. Ο διάδρομος οδηγεί σε ένα ορθογώνιο θάλαμο, που είναι 1,92 Χ 1,50 μέτρα. Πέρα από αυτό το θάλαμο υπάρχει και ένας άλλος κυκλικός με διάμετρο 3,3 και ύψος 3,4 μέτρα. Ο θάλαμος έχει σχήμα καμπάνας, που αρχίζει από το δάπεδό του. Στη νότια πλευρά υπάρχει μια πέτρινη λ΄σρνακα, που είχε ήδη συληθεί κατά την αρχαιότητα.

Πιστεύεται ότι ο τάφος είχε δύο περιόδους χρήσης, καθώς υπάρχουν δύο επίπεδα δαπέδου στον κυκλικό θάλαμο, το ένα από ογκόλιθους και το άλλο από συμπιεσμένο πηλό.

Ο Τάφος του Αλεξάντροβο είναι ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του είδους του και οι μοναδικές τοιχογραφίες του με ποικιλία θεμάτων καλύπτουν όλο τον τάφο, από το διάδρομο μέχρι τους δύο ταφικούς θαλάμους.

Οι πιο σύνθετες από τις τοιχογραφίες βρίσκονται στον κυκλικό θάλαμο. Σχηματίζουν έξι οριζόντιες λωρίδες διαφορετικού ύψους, η μία πάνω από την άλλη. Οι παραστάσεις απεικονίζουν σκηνές κυνηγιού.

Το 2009 άνοιξε, πολύ κοντά στον τάφο, το Μουσείο Θρακικής Τέχνης της Ανατολικής Ροδόπης με την οικονομική βοήθεια της Ιαπωνικής κυβέρνησης. Στα εγκαίνια του μουσειακού συγκροτήματος ήταν παρόντες ο Πρίγκιπας Ακισίνο της Ιαπωνίας και ο Πρόεδρος της Βουλγαρίας Γκεόργκι Παρβάνοφ. Στο μουσείο υπάρχει ακριβές αντίγραφο του Τάφου του Αλεξάντροβο, το οποίο, σε αντίθεση με τον αυθεντικό τάφο, είναι εύκολα προσπελάσιμο στο κοινό.

Εκκλησία της Ανάληψης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Εκκλησία της Ανάληψης βρίσκεται στο χωρίο Ουζούντζοβο του Δήμου του Χάσκοβο, 10 περίπου χιλιόμετρα από την πόλη. Χτισμένη ως τζαμί κατά την Οθωμανική εποχή, ανακατασκευάστηκε ως εκκλησία το 1906.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση οι Οθωμανοί κατακτητές κατέστρεψαν το προϋπάρχον χωριό και την εκκλησία του. Κατ' εντολή του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ χτίστηκε τότε ένα καραβανσεράι για ταξιδεύοντες εμπόρους, γύρω από το οποίο δημιουργήθηκε ένας Τουρκικός οικισμός, ονόματι Ουζούντσα Οβα (Ουζούντζοβο). Ο πασίγνωστος Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφθηκε το Ουζούντζοβο στο τέλος του 17ου αιώνα και έγραψε τα ακόλουθα :

"Αργότερα περάσαμε την πόλη του Χαρμανλί και μετά από 5 ώρες φτάσαμε στην πόλη Ουζούντσα Οβα, στο μέσο μιας μεγάλης πεδιάδας στην εδαφική περιφέρεια του Τσιρμέν. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο καραβανσεράι σαν φρούριο, που όμοιό του μπορεί να θεωρηθεί μόνο το σεράι στο Τατάρ Πάζαρτζικ, χτισμένο από το Μακτούλ Ιμπραήμ πασά. Με βάση την αντοχή του αυτό το συγκεκριμένο κτίριο είναι ίσως ισχυρότερο από εκείνο στο Πάζαρτζικ. Υπάρχουν 80 κατοικίες, άνετες εσωτερικά και εξωτερικά, με μία μεγάλη αυλή - είναι ένα επιβλητικό καραβανσεράι. Η πόλη έχει ένα τζαμί, μερικά μικρά πανδοχεία, μία πολύβουη αγορά με δύο σιδερένιες πύλες, που μοιάζουν με πύλες φρουρίου, καθώς καλύπτονται με γαλαζωπό μόλυβδο. Υπάρχουν επίσης εκατό χαμόσπιτα, αλλά όχι νερό".

Έρευνα του Ιμπραχίμ Ταταρλί σε Οθωμανικά θρησκευτικά κτίρια και επιγραφές δείχνουν ότι το τζαμί σχεδίασε ο περίφημος Οθωμανός αρχιτέκτονας Μιμάρ Σινάν. Ο Αυστριακός ιστορικός Χάμερ επιβεβαιώνει αυτό τον ισχυρισμό με έγγραφα που δείχνουν ότι ο Σινάν είχε εξασφαλίσει το 1593 30.000 γρόσια για την κατασκευή τζαμιού, καραβανσεράι, ιμαρέτ και λουτρών στο μετέπειτα Ουντζούνοβο. Βούλγαροι μελετητές, όπως ο Ιβάν Μπογκντάνοφ αμφισβητούν την ανάμειξη του Σινάν, καθώς το Ουντζούνοβο είχε καθιερωθεί ως έδρα θρησκευτικού δικαστή (κατή) από το 1566.

Μετά την Απελευθέρωση της Βουλγαρίας το 1878 ο Τουρκικός πληθυσμός του Ουντζούνοβο μετεγκαταστάθηκε. Το καραβανσεράι και τα άλλα δημόσια κτίρια κατεδαφίστηκαν, εκτός μόνο από το τζαμί και μία από τις πύλες του καραβανσεράι. Το τζαμί αφέθηκε στην τύχη του, μέχρι που κατέρρευσε η εκκλησία του χωριού του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Μην έχοντας χρήματα για νέο κτίριο το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Ουντζούνοβο αποφάσισε να μετατρέψει το τζαμί σε εκκλησία. Για το σκοπό αυτό η Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση παραχώρησε στην ενορία το τζαμί για χρήση ως εκκλησιαστική περιουσία. Οι κάτοικοι του Ουντζούνοβο όμως διαφώνησαν με την ιδέα και αποφάσισαν να κατεδαφιστεί το τζαμί και να χρησιμοποιηθούν τα δομικά του υλικά για τη νέα εκκλησία. Μετά από τρίχρονη δημόσια συζήτηση επικράτησε η ιδέα ότι το τζαμί έπρεπε να διατηρηθεί για τις επόμενες γενιές και εν μέρει να ανακατασκευαστεί. Το 1906 εγκαινιάσθηκε επίσημα ως εκκλησία. Αφού η εκκλησία υπέστη μετασκευή έναν αιώνα αργότερα, ο Μητροπολίτης Νικολάι της Φιλιππούπολης την εγκαινίασε εκ νέου στις 9 Σεπτεμβρίου 2007.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]