Συμπαράγοντας (βιοχημεία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το σύμπλοκο ηλεκτρική αφυδρογονάση (succinate dehydrogenase) που εμφανίζει πολλούς συμπαράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της ομάδας φλαβίνης, των κέντρων σιδήρου-θείου και της αίμης.

Ένας συμπαράγοντας (cofactor) είναι μια μη πρωτεϊνούχος χημική ένωση, ή μεταλλικό ιόν που απαιτείται για τον ρόλο ενός ένζυμου ως καταλύτη (καταλύτης είναι μια ουσία που αυξάνει τον ρυθμό μιας χημικής αντίδρασης). Οι συμπαράγοντες μπορούν να θεωρηθούν βοηθητικά μόρια που βοηθούν στους βιοχημικούς μετασχηματισμούς. Οι ρυθμοί με τους οποίους συμβαίνουν αυτοί χαρακτηρίζονται σε μια περιοχή μελέτης που ονομάζεται κινητική ενζύμων. Οι συμπαράγοντες τυπικά διαφέρουν από τους προσδέτες (ligands) στο ότι συχνά αντλούν τη λειτουργία τους παραμένοντας δεσμευμένοι. Οι συμπαράγοντες μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο τύπους: ανόργανα ιόντα και σύνθετα οργανικά μόρια που ονομάζονται συνένζυμα (coenzymes).[1] Τα συνένζυμα προέρχονται κυρίως από βιταμίνες και άλλα οργανικά θρεπτικά συστατικά σε μικρές ποσότητες. (Ορισμένοι επιστήμονες περιορίζουν τη χρήση του όρου "συμπαράγοντας" για ανόργανες ουσίες.Εδώ περιλαμβάνονται και οι δύο τύποι.[2][3]) Τα συνένζυμα χωρίζονται περαιτέρω σε δύο τύπους. Η πρώτη ονομάζεται προσθετική ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα συνένζυμο που είναι στενά (ή και ομοιοπολικά) και μόνιμα συνδεδεμένο με μια πρωτεΐνη.[4] Ο δεύτερος τύπος συνενζύμων ονομάζονται συνυποστρώματα και συνδέονται παροδικά με την πρωτεΐνη. Τα συνυποστρώματα μπορεί να απελευθερωθούν από μια πρωτεΐνη σε κάποιο σημείο και στη συνέχεια να επανασυνδεθούν αργότερα. Τόσο οι προσθετικές ομάδες όσο και τα συνυποστρώματα έχουν την ίδια λειτουργία, η οποία είναι να διευκολύνουν την αντίδραση ενζύμων και πρωτεϊνών. Ένα ανενεργό ένζυμο χωρίς τον συμπαράγοντα ονομάζεται αποένζυμο (apoenzyme), ενώ το πλήρες ένζυμο με συμπαράγοντα ονομάζεται ολοένζυμο (holoenzyme).[5] Η IUPAC ορίζει το συνένζυμο λίγο διαφορετικά, δηλαδή ως μια οργανική μη πρωτεϊνική ένωση χαμηλού μοριακού βάρους, που συνδέεται χαλαρά, συμμετέχοντας σε ενζυμικές αντιδράσεις ως διασπώμενος φορέας χημικών ομάδων ή ηλεκτρονίων. Μια προσθετική ομάδα ορίζεται ως μια στενά συνδεδεμένη, μη πολυπεπτιδική μονάδα σε μια πρωτεΐνη που αναγεννάται σε κάθε ενζυματικό κύκλο εργασιών..[6])

Ορισμένα ένζυμα ή σύμπλοκα ενζύμων απαιτούν αρκετούς συμπαράγοντες. Για παράδειγμα, το πολυενζυμικό σύμπλεγμα πυροσταφυλική αφυδρογονάση (pyruvate dehydrogenase)[7] στη διασταύρωση της γλυκόλυσης και του κύκλου του κιτρικού οξέος απαιτεί πέντε οργανικούς συμπαράγοντες και ένα μεταλλικό ιόν: χαλαρά συνδεδεμένη πυροφωσφορική θειαμίνη (thiamine pyrophosphate, TPP), ομοιοπολικά συνδεδεμένη λιποαμίδιο (lipoamide) και φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (flavin adenine dinucleotide, FAD), συνυποστρώματα νικοτιναμίδo-αδένινο-δινουκλεοτίδιο (nicotinamide adenine dinucleotide, NAD+) και συνένζυμο Α (coenzyme A, CoA) και ένα μεταλλικό ιόν (Mg2+).[8] Οι οργανικοί συμπαράγοντες είναι συχνά βιταμίνες ή παρασκευάζονται από βιταμίνες. Πολλοί περιέχουν το νουκλεοτίδιο μονοφωσφορική αδενοσίνη (AMP) ως μέρος των δομών τους, όπως ATP, συνένζυμο Α, δινουκλεοτίδιο αδενίνης φλαβίνης και Νικοτιναμιδο- αδένινο- δινουκλεοτίδιο (NAD+). Αυτή η κοινή δομή μπορεί να αντανακλά μια κοινή εξελικτική προέλευση ως μέρος των ριβοενζύμων σε έναν αρχαίο κόσμο RNA. Έχει προταθεί ότι το τμήμα AMP του μορίου μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ένα είδος λαβής μέσω της οποίας το ένζυμο μπορεί να πιάσει το συνένζυμο για να το αλλάξει μεταξύ διαφορετικών καταλυτικών κέντρων.[9]

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συμπαράγοντες μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: οργανικούς συμπαράγοντες, όπως φλαβίνες ή αίμη και ανόργανους συμπαράγοντες, όπως τα μεταλλικά ιόντα Mg2+, Cu+, Mn2+ και σύμπλοκα σιδήρου-θείου. Οι οργανικοί συμπαράγοντες μερικές φορές χωρίζονται περαιτέρω σε συνένζυμα και προσθετικές ομάδες. Ο όρος συνένζυμο αναφέρεται ειδικά σε ένζυμα και, ως εκ τούτου, στις λειτουργικές ιδιότητες μιας πρωτεΐνης. Από την άλλη πλευρά, η "προσθετική ομάδα" δίνει έμφαση στη φύση της δέσμευσης ενός συμπαράγοντα σε μια πρωτεΐνη (σφιχτή ή ομοιοπολική) και, ως εκ τούτου, αναφέρεται σε μια δομική ιδιότητα. Διαφορετικές πηγές δίνουν ελαφρώς διαφορετικούς ορισμούς των συνενζύμων, των συμπαραγόντων και των προσθετικών ομάδων. Μερικοί θεωρούν τα στενά συνδεδεμένα οργανικά μόρια ως προσθετικές ομάδες και όχι ως συνένζυμα, ενώ άλλοι ορίζουν όλα τα μη πρωτεϊνικά οργανικά μόρια που χρειάζονται για την ενζυμική δραστηριότητα ως συνένζυμα και ταξινομούν εκείνα που είναι στενά συνδεδεμένα ως προσθετικές ομάδες συνενζύμων. Αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται συχνά χαλαρά. Μια επιστολή του 1980 στο Trends in Biochemistry Sciences σημείωσε τη σύγχυση στη βιβλιογραφία και την ουσιαστικά αυθαίρετη διάκριση μεταξύ προσθετικών ομάδων και ομάδων συνενζύμων και πρότεινε το ακόλουθο σχήμα. Εδώ, οι συμπαράγοντες ορίστηκαν ως μια πρόσθετη ουσία εκτός από την πρωτεΐνη και το υπόστρωμα που απαιτείται για την ενζυμική δραστηριότητα και μια προσθετική ομάδα ως ουσία που υφίσταται ολόκληρο τον καταλυτικό κύκλο συνδεδεμένη με ένα μόνο μόριο ενζύμου . Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να καταλήξει σε έναν ενιαίο και περιεκτικό ορισμό του συνενζύμου και πρότεινε να διαγραφεί αυτός ο όρος από τη χρήση στη βιβλιογραφία.[10]

Ανόργανοι συμπαράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταλλικά ιόντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μεταλλικά ιόντα είναι κοινοί συμπαράγοντες.[11] Η μελέτη αυτών των συμπαραγόντων εμπίπτει στον τομέα της βιοοργανικής χημείας. Στη διατροφή, ο κατάλογος των βασικών ιχνοστοιχείων αντικατοπτρίζει τον ρόλο τους ως συμπαράγοντες. Στους ανθρώπους αυτός ο κατάλογος περιλαμβάνει συνήθως σίδηρο, μαγνήσιο, μαγγάνιο, κοβάλτιο, χαλκό, ψευδάργυρο και μολυβδαίνιο.[12]. Αν και η ανεπάρκεια χρωμίου προκαλεί προδιαβήτη, κανένα ανθρώπινο ένζυμο που χρησιμοποιεί αυτό το μέταλλο ως συμπαράγοντα δεν έχει εντοπιστεί.[13][14] Το ιώδιο είναι επίσης ένα απαραίτητο ιχνοστοιχείο, αλλά αυτό το στοιχείο χρησιμοποιείται ως μέρος της δομής της θυρεοειδικών ορμονών παρά ως συμπαράγοντας ενζύμου.[15] Το ασβέστιο είναι μια άλλη ειδική περίπτωση, καθώς απαιτείται ως συστατικό της ανθρώπινης διατροφής και απαιτείται για την πλήρη δραστηριότητα πολλών ενζύμων, όπως η συνθάση του μονοξειδίου του αζώτου, οι φωσφατάσες πρωτεϊνών και η αδενυλική κινάση (adenylate kinase), αλλά το ασβέστιο ενεργοποιεί αυτά τα ένζυμα στην αλλοστερική ρύθμιση, συχνά δεσμεύοντας αυτά τα ένζυμα σε σύμπλοκο με καλμοδουλίνη.[16] Το ασβέστιο είναι, επομένως, ένα μόριο κυτταρικής σηματοδότησης και δεν θεωρείται συνήθως συμπαράγοντας των ενζύμων που ρυθμίζει.[17] Άλλοι οργανισμοί απαιτούν πρόσθετα μέταλλα ως συμπαράγοντες ενζύμων, όπως βανάδιο στην αζωτογονάση (nitrogenase) των βακτηρίων αζωτοδέσμευσης του γένους Azotobacter,[18] βολφράμιο στην οξειδοαναγωγάση της φερεδοξίνης αλδεΰδης (aldehyde ferredoxin oxidoreductase) των θερμόφιλων αρχαίων Pyrococcus furiosus,[19] και ακόμη κάδμιο στην ανθρακική ανυδράση από τα θαλάσσια διάτομα Thalassiosira weissflogii.[20][21] Σε πολλές περιπτώσεις, ο συμπαράγοντας περιλαμβάνει και ανόργανο και οργανικό. Ένα ποικίλο σύνολο παραδειγμάτων είναι οι πρωτεΐνες της αίμης, που αποτελούνται από έναν δακτύλιο πορφυρίνης που συνδυάζεται με σίδηρο.[22]

Ιόν Παραδείγματα ενζύμων που περιέχουν αυτό το ιόν
Cu2+ Κυτοχρωμική οξειδάση (Cytochrome oxidase)
Fe2+ ή Fe3+ Καταλάση
Κυτόχρωμα (μέσω αίμης)
Νιτρογονάση
Υδρογονάση
Μαγνήσιο Γλύκοζο-6-φωσφατάση
Εξοκινάση
DNA πολυμεράση
Μαγγάνιο Αργινάση
Μολυβδαίνιο Νιτρική αναγωγάση
Νιτρογονάση
Ξανθινοξειδάση
Νικέλιο Ουρεάση
Ψευδάργυρος Αφυδρογονάση της αλκοόλης
Ανθρακική ανυδράση
DNA πολυμεράση
Ένα απλό σύμπλοκο [Fe2S2] που περιέχει δύο άτομα σιδήρου και δύο άτομα θείου, που συνδυάζονται από τέσσερα υπολείμματα πρωτεϊνικής κυστεΐνης.

Σύμπλοκα σιδήρου-θείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σύμπλοκα σιδήρου-θείου είναι σύμπλοκα ατόμων σιδήρου και θείου που συγκρατούνται στις πρωτεΐνες από υπολείμματα κυστεϊνυλίου. Παίζουν τόσο δομικούς όσο και λειτουργικούς ρόλους, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς ηλεκτρονίων, της ανίχνευσης οξειδοαναγωγής και ως δομικές μονάδες.[23]

Οργανικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι οργανικοί συμπαράγοντες είναι μικρά οργανικά μόρια (συνήθως μοριακής μάζας μικρότερης από 1000 Da) που μπορούν είτε να είναι χαλαρά είτε στενά συνδεδεμένα με το ένζυμο και να συμμετέχουν άμεσα στην αντίδραση.[5][24][25][26] Στην τελευταία περίπτωση, όταν είναι δύσκολο να αφαιρεθεί χωρίς μετουσίωση του ενζύμου, μπορεί να ονομαστεί προσθετική ομάδα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν υπάρχει έντονη διαίρεση μεταξύ χαλαρά και στενά συνδεδεμένων συμπαραγόντων.[5] Πράγματι, πολλοί συμπαράγοντες όπως το NAD+ μπορεί να είναι στενά συνδεδεμένο σε ορισμένα ένζυμα, ενώ είναι χαλαρά συνδεδεμένο σε άλλα.[5] Ένα άλλο παράδειγμα είναι η πυροφωσφορική θειαμίνη (thiamine pyrophosphate, TPP), η οποία είναι στενά συνδεδεμένη στην τρανσκετολάση, ή την πυροσταφυλική αποκαρβοξυλάση, ενώ είναι λιγότερο στενά συνδεδεμένη στην πυροσταφυλική αφυδρογονάση.[27] Άλλα συνένζυμα, το φλαβινο-αδενινο δινουκλεοτίδιο (flavin adenine dinucleotide, FAD), η βιοτίνη και λιποαμίδιο, για παράδειγμα, είναι στενά συνδεδεμένα.[28] Οι στενά συνδεδεμένοι συμπαράγοντες, γενικά, αναγεννώνται κατά τη διάρκεια του ίδιου κύκλου αντίδρασης, ενώ οι χαλαρά συνδεδεμένοι συμπαράγοντες μπορούν να αναγεννηθούν σε μια επακόλουθη αντίδραση που καταλύεται από ένα διαφορετικό ένζυμο. Στην τελευταία περίπτωση, ο συμπαράγοντας μπορεί επίσης να θεωρηθεί υπόστρωμα ή συν-υπόστρωμα. Οι βιταμίνες μπορούν να χρησιμεύσουν ως πρόδρομοι σε πολλούς οργανικούς συμπαράγοντες (π.χ. βιταμίνες Β1, Β2, Β6, Β12, νιασίνη, φυλλικό οξύ) ή ως συνένζυμα τα ίδια (π.χ., βιταμίνη C). Ωστόσο, οι βιταμίνες έχουν και άλλες λειτουργίες στο σώμα.[29] Πολλοί οργανικοί συμπαράγοντες περιέχουν επίσης ένα νουκλεοτίδιο, όπως οι φορείς ηλεκτρονίων νικοτινάμιδο-αδένινο-δινουκλεοτίδιο (Nicotinamide adenine dinucleotide, NAD) και το φλαβινο-αδένινο-δινουκλεοτίδιο (flavin adenine dinucleotide FAD), και το συνένζυμο Α, που φέρει ακυλομάδες. Οι περισσότεροι από αυτούς τους συμπαράγοντες βρίσκονται σε μια τεράστια ποικιλία ειδών και μερικοί είναι καθολικοί για όλες τις μορφές ζωής. Μια εξαίρεση σε αυτή την ευρεία κατανομή είναι μια ομάδα μοναδικών συμπαραγόντων που εξελίχθηκαν σε μεθανογόνα, οι οποίοι περιορίζονται στην ομάδα των αρχαίων.[30]

Βιταμίνες και παράγωγα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμπαράγοντας Βιταμίνη Πρόσθετο συστατικό Χημικές ομάδες που μεταφέρθηκαν Κατανομή
Πυροφωσφορική θειαμίνη[31] Θειαμίνη (B1) Πυροφωφορικά Ομάδες δευτεροταγούς άνθρακα, διάσπαση α Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
NAD+ και NADP+[32] νιασίνη (B3) ADP ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Φωσφορική πυριδοξάλη[33] Πυριδοξίνη (B6) Κανένα Άμινο- και καρβοξυλο- ομάδες Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Μεθυλκοβαλαμίνη[34] Vitamin B12 Μεθυλομάδα Ακυλομάδες Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Βιταμίνη Β12[5] Βιταμίνη Β12 (B12) Κανένα Υδρογόνο, αλκυλομάδες Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Βιοτίνη[35] Βιοτίνη (H) Κανένα CO2 Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Συνένζυμο Α[36] Παντοθενικό οξύ (B5) ADP Ακετυλομάδα και άλλες ακυλομάδες Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Τετραϋδροφολικό οξύ[37] Φυλλικό οξύ (B9) Γλουταμινικά υπολείμματα Μεθυλομάδα, φορμυλομάδα, μεθυλένιο και φορμιμινομάδες Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Μενακινόνη[38] Βιταμίνη Κ Κανένα Καρβονυλομάδα και ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Ασκορβικό οξύ[39] Βιταμίνη C Κανένα Ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Φλαβινομονονουκλεοτίδιο[40] Ριβοφλαβίνη (B2) Κανένα Ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο[40] Ριβοφλαβίνη (B2) ADP Ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Συνένζυμο F420[41] Ριβοφλαβίνη (B2) Αμινοξέα Ηλεκτρόνια Μεθανογόνα και κάποια βακτήρια

Μη βιταμίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμπαράγοντας Χημικές ομάδες που μεταφέρονται Κατανομή
Τριφωσφορική αδενοσίνη[42] Φωσφορική ομάδα Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
S-αδενοσυλομεθειονίνη[43] Μεθυλομάδα Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Συνένζυμο Β[44] Ηλεκτρόνια Μεθανογόνα
Συνένζυμο Μ[45][46] Μεθυλομάδα Μεθανογόνα
Συνέζυμο Q[47] Ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Τριφωσφορική κυτιδίνη[48] Διακυλογλυκερόλες και ομάδες κεφαλής λιπιδίων Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Γλουταθειόνη[49][50] Ηλεκτρόνια Κάποια βακτήρια και κυρίως ευκαρυωτικά κύτταρα
Αίμη[51] Ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Λιποαμίδιο [5] Ηλεκτρόνια, ακυλομάδες Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Μεθανοφουράνιο[52] φορμυλομάδα Μεθανογόνα
Μολυβδοπτερίνη[53][54] Άτομα οξυγόνου Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Σάκχαρα νουκλεοτιδίων[55] Μονοσακχαρίτες Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
3'-φωσφοαδενοσίνη-5'-φωσφοθεϊκή[56] Θειική ομάδα Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Κινόνη πυρρολοκινολίνης[57] Ηλεκτρόνια Βακτήρια
Τετραϋδροβιοπτερίνη[58] Άτομα οξυγόνου και Ηλεκτρόνια Βακτήρια, αρχαία και ευκαρυωτικά κύτταρα
Τετραϋδρομεθανοπτερίνη[59] Μεθυλομάδα Μεθανογόνα

Συμπαράγοντες ως μεταβολικά ενδιάμεσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αντιδράσεις οξειδοαναγωγής του νικοτιναμιδο-αδενινινο-δινουκλεοτιδίου (NAD).

Ο μεταβολισμός περιλαμβάνει μια τεράστια ποικιλία χημικών αντιδράσεων, αλλά οι περισσότερες εμπίπτουν σε μερικούς βασικούς τύπους αντιδράσεων που περιλαμβάνουν τη μεταφορά χαρακτηριστικών ομάδων.[60] Αυτή η κοινή χημεία επιτρέπει στα κύτταρα να χρησιμοποιούν ένα μικρό σύνολο μεταβολικών ενδιαμέσων για να μεταφέρουν χημικές ομάδες μεταξύ διαφορετικών αντιδράσεων.[61] Αυτά τα ενδιάμεσα μεταφοράς ομάδων είναι οι χαλαρά συνδεδεμένοι οργανικοί συμπαράγοντες, που συχνά ονομάζονται συνένζυμα. Κάθε κατηγορία αντίδρασης μεταφοράς ομάδας πραγματοποιείται από έναν συγκεκριμένο συμπαράγοντα, ο οποίος είναι το υπόστρωμα για ένα σύνολο ενζύμων που τον παράγουν και ένα σύνολο ενζύμων που τον καταναλώνουν. Ένα παράδειγμα αυτού είναι οι αφυδρογονάσες που χρησιμοποιούν το NAD+ ως συμπαράγοντα. Εδώ, εκατοντάδες διαφορετικοί τύποι ενζύμων αφαιρούν ηλεκτρόνια από τα υποστρώματά τους και ανάγουν το NAD+ σε NADH. Αυτός ο αναγμένος συμπαράγοντας είναι στη συνέχεια ένα υπόστρωμα για οποιαδήποτε από τις αναγωγάσες στο κύτταρο που απαιτεί ηλεκτρόνια για την αναγωγή των υποστρωμάτων τους.[32] Επομένως, αυτοί οι συμπαράγοντες ανακυκλώνονται συνεχώς ως μέρος του μεταβολισμού. Για παράδειγμα, η συνολική ποσότητα ATP στο ανθρώπινο σώμα είναι περίπου 0,1 mol. Αυτό το ATP διασπάται συνεχώς σε ADP και στη συνέχεια μετατρέπεται ξανά σε ATP. Έτσι, ανά πάσα στιγμή, η συνολική ποσότητα ATP + ADP παραμένει αρκετά σταθερή. Η ενέργεια που χρησιμοποιείται από τα ανθρώπινα κύτταρα απαιτεί την υδρόλυση 100 έως 150 mol ATP ημερησίως, που είναι περίπου 50 έως 75 kg. Σε τυπικές καταστάσεις, οι άνθρωποι καταναλώνουν το σωματικό τους βάρος σε ATP κατά τη διάρκεια της ημέρας.[62] Αυτό σημαίνει ότι κάθε μόριο ATP ανακυκλώνεται 1000 έως 1500 φορές την ημέρα.

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω πληροφορίες: Αβιογένεση

Οργανικοί συμπαράγοντες, όπως ATP και NADH, υπάρχουν σε όλες τις γνωστές μορφές ζωής και αποτελούν βασικό μέρος του μεταβολισμού. Μια τέτοια καθολική διατήρηση δείχνει ότι αυτά τα μόρια εξελίχθηκαν πολύ νωρίς στην ανάπτυξη των ζωντανών όντων.[63] Τουλάχιστον κάποιοι από το σημερινό σύνολο συμπαραγόντων μπορεί, επομένως, να ήταν παρόντες στον τελευταίο παγκόσμιο πρόγονο, ο οποίος έζησε περίπου 4 δισεκατομμύρια χρόνια πριν.[64][65] Οι οργανικοί συμπαράγοντες μπορεί να ήταν παρόντες ακόμη και νωρίτερα στην ιστορία της ζωής στη Γη.[66] Το νουκλεοτίδιο αδενοσίνη υπάρχει σε συμπαράγοντες που καταλύουν πολλές βασικές μεταβολικές αντιδράσεις όπως η μεταφορά ομάδων μεθυλίου, ακυλίου και φωσφορυλίου, καθώς και αντιδράσεις οξειδοαναγωγής. Αυτό το πανταχού παρόν χημικό ικρίωμα έχει, ως εκ τούτου, προταθεί ότι είναι ένα υπόλειμμα του κόσμου του RNA, με τα πρώιμα ριβοένζυμα να εξελίσσονται για να δεσμεύουν ένα περιορισμένο σύνολο νουκλεοτιδίων και σχετικών ενώσεων.[67][68] Οι συμπαράγοντες που βασίζονται στην αδενοσίνη πιστεύεται ότι δρούσαν ως εναλλάξιμοι προσαρμογείς που επέτρεψαν σε ένζυμα και ριβοένζυμα να δεσμεύουν νέους συμπαράγοντες μέσω μικρών τροποποιήσεων σε υπάρχουσες περιοχές δέσμευσης αδενοσίνης, οι οποίες αρχικά είχαν εξελιχθεί για να δεσμεύουν έναν διαφορετικό συμπαράγοντα.[9] Αυτή η διαδικασία προσαρμογής μιας προ-εξελιγμένης δομής για μια νέα χρήση είναι γνωστή ως εξαρμογή (exaptation). Μια υπολογιστική μέθοδος, η IPRO, προέβλεψε πρόσφατα μεταλλάξεις που άλλαξαν πειραματικά την εξειδίκευση του συμπαράγοντα της αναγωγάσης ξυλόζης Candida boidinii από NADPH σε NADH.[69]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος οργανικός συμπαράγοντας που ανακαλύφθηκε ήταν το NAD+, ο οποίος αναγνωρίστηκε από τους Arthur Harden και William Young το 1906.[70] Παρατήρησαν ότι η προσθήκη βρασμένου και φιλτραρισμένου εκχυλίσματος ζύμης επιτάχυνε πολύ την αλκοολική ζύμωση σε άβραστα εκχυλίσματα ζύμης. Ονόμασαν τον άγνωστο παράγοντα που ευθύνεται για αυτό το αποτέλεσμα συζύμωση. Μέσω ενός μακρού και δύσκολου καθαρισμού από εκχυλίσματα ζύμης, αυτός ο σταθερός στη θερμότητα παράγοντας αναγνωρίστηκε ως φωσφορικό σάκχαρο νουκλεοτιδίου από τον Hans von Euler-Chelpin.[71] Άλλοι συμπαράγοντες εντοπίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, με το ATP να απομονώνεται το 1929 από τον Karl Lohmann.[72] και το συνένζυμο Α που ανακαλύφθηκε το 1945 από τον Fritz Albert Lipmann.[73] Οι λειτουργίες αυτών των μορίων ήταν στην αρχή μυστηριώδεις, αλλά, το 1936, ο Otto Heinrich Warburg αναγνώρισε τη λειτουργία του NAD+ στη μεταφορά υδριδίου.[74] Αυτή η ανακάλυψη ακολουθήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1940 από την εργασία του Herman Kalckar, ο οποίος καθιέρωσε τη σχέση μεταξύ της οξείδωσης των σακχάρων και της παραγωγής ATP.[75] Αυτό επιβεβαίωσε τον κεντρικό ρόλο του ATP στη μεταφορά ενέργειας που είχε προταθεί από τον Fritz Albert Lipmann το 1941.[76] Αργότερα, το 1949, οι Morris Friedkin και Albert L. Lehninger απέδειξαν ότι το NAD+ συνέδεε τις μεταβολικές οδούς όπως ο κύκλος του κιτρικού οξέος και η σύνθεση του ATP.[77]

Συμπαράγοντες που προέρχονται από πρωτεΐνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε έναν αριθμό ενζύμων, το τμήμα που δρα ως συμπαράγοντας σχηματίζεται από μετα-μεταφραστική τροποποίηση ενός μέρους της πρωτεϊνικής αλληλουχίας. Αυτό συχνά αντικαθιστά την ανάγκη για έναν εξωτερικό δεσμευτικό παράγοντα, όπως ένα μεταλλικό ιόν, για τη λειτουργία της πρωτεΐνης. Πιθανές τροποποιήσεις θα μπορούσαν να είναι η οξείδωση αρωματικών υπολειμμάτων, η σύνδεση μεταξύ των υπολειμμάτων, η διάσπαση ή ο σχηματισμός δακτυλίου.[78] Αυτές οι αλλαγές διαφέρουν από άλλες μετα-μεταφραστικές τροποποιήσεις των πρωτεϊνών, όπως η φωσφορυλίωση, η μεθυλίωση ή η γλυκοζυλίωση στο ότι τα αμινοξέα τυπικά αποκτούν νέες λειτουργίες. Αυτό αυξάνει τη λειτουργικότητα της πρωτεΐνης. Τα μη τροποποιημένα αμινοξέα τυπικά περιορίζονται σε αντιδράσεις οξέος-βάσης και η αλλοίωση των υπολειμμάτων μπορεί να δώσει στην πρωτεΐνη ηλεκτροφιλικές θέσεις ή την ικανότητα να σταθεροποιούν τις ελεύθερες ρίζες.[78] Παραδείγματα παραγωγής συμπαράγοντα περιλαμβάνουν τρυπτοφυλλκινόνη της τρυπτοφάνης (tryptophan tryptophylquinone, TTQ), που προέρχεται από δύο πλευρικές αλυσίδες τρυπτοφάνης [79] και την 4-μεθυλιδενο-ιμιδαζολο-5-όνη (MIO), που προέρχεται από ένα μοτίβο Ala-Ser-Gly.[80] Ο χαρακτηρισμός των συμπαραγόντων που προέρχονται από πρωτεΐνες διεξάγεται χρησιμοποιώντας κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ και φασματοσκοπία μάζας. Τα δομικά δεδομένα είναι απαραίτητα επειδή η αλληλούχιση δεν αναγνωρίζει εύκολα τις αλλοιωμένες θέσεις.

Μη ενζυματικοί συμπαράγοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος χρησιμοποιείται σε άλλους τομείς της βιολογίας για να αναφέρεται ευρύτερα σε μόρια μη πρωτεϊνών (ή ακόμα και πρωτεϊνών) που ενεργοποιούν, αναστέλλουν ή απαιτούνται για τη λειτουργία της πρωτεΐνης. Για παράδειγμα, τα προσδέματα όπως ορμόνες που συνδέονται και ενεργοποιούν τους υποδοχείς των πρωτεϊνών ονομάζονται συμπαράγοντες ή συνενεργοποιητές, ενώ τα μόρια που αναστέλλουν τις πρωτεΐνες υποδοχέα ονομάζονται συγκαταστολείς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η οικογένεια υποδοχέων συζευγμένων με πρωτεΐνη G, οι οποίοι βρίσκονται συχνά σε αισθητήριους νευρώνες. Η σύνδεση προσδέματος με τους υποδοχείς ενεργοποιεί την πρωτεΐνη G, η οποία στη συνέχεια ενεργοποιεί ένα ένζυμο για να ενεργοποιήσει τον τελεστή.[81] Προκειμένου να αποφευχθεί η σύγχυση, έχει προταθεί ότι τέτοιες πρωτεΐνες που έχουν μεσολαβήσει για ενεργοποίηση ή καταστολή από δέσμευση προσδέτη να αναφέρονται ως συνρυθμιστές.[82]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hasim, Onn H.; Adnan, Nor Azila (2010). «Coenzyme, Cofactor and Prosthetic Group — Ambiguous Biochemical Jargon». Biochemical Education 22 (2): 93–94. doi:10.1016/0307-4412(94)90088-4. http://eprints.um.edu.my/3450/1/Coenzyme%2C_cofactor_and_prosthetic_group%C3%A2%E2%82%AC%E2%80%9Dambiguous_biochemical_jargon.pdf. 
  2. «coenzymes and cofactors». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Αυγούστου 1999. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2007. 
  3. «Enzyme Cofactors». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαΐου 2003. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2007. 
  4. Nelson, David L.· Cox, Michael M. (2008). Lehninger Principles of Biochemistry (Fifth έκδοση). New York: W.H. Freeman and Company. σελ. 184. ISBN 978-1429224161.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Sauke, David J.· Metzler, David E.· Metzler, Carol M. (2001). Biochemistry: the chemical reactions of living cellsΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή (2nd έκδοση). San Diego: Harcourt/Academic Press. ISBN 978-0-12-492540-3.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  6. de Bolster, M. W. G. (1997). GLOSSARY OF TERMS USED IN BIOINORGANIC CHEMISTRY (PDF). Pure & Appl. Chem. 
  7. Jordan, Frank· Patel, Mulchand S. (2004). Thiamine: catalytic mechanisms in normal and disease states. New York, N.Y: Marcel Dekker. σελ. 588. ISBN 978-0-8247-4062-7.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  8. «Pyruvate Dehydrogenase Complex». Chemistry LibreTexts. 2013-10-02. https://chem.libretexts.org/Core/Biological_Chemistry/Metabolism/Catabolism/Pyruvate_Dehydrogenase_Complex. Ανακτήθηκε στις 2017-05-10. 
  9. 9,0 9,1 «Adenine recognition: a motif present in ATP-, CoA-, NAD-, NADP-, and FAD-dependent proteins». Proteins 44 (3): 282–91. August 2001. doi:10.1002/prot.1093. PMID 11455601. 
  10. Bryce (March 1979). «SAM – semantics and misunderstandings». Trends Biochem. Sci. 4 (3): N62–N63. doi:10.1016/0968-0004(79)90255-X. 
  11. «Biochemistry: Enzymes: Classification and catalysis (Cofactors)». vle.du.ac.in. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2018. [νεκρός σύνδεσμος]
  12. «Physiology and metabolism of essential trace elements: an outline». Clinics in Endocrinology and Metabolism 14 (3): 513–43. August 1985. doi:10.1016/S0300-595X(85)80005-0. PMID 3905079. 
  13. «Is chromium a trace essential metal?». BioFactors 11 (3): 149–62. 2000. doi:10.1002/biof.5520110301. PMID 10875302. 
  14. «The biochemistry of chromium». The Journal of Nutrition 130 (4): 715–8. April 2000. doi:10.1093/jn/130.4.715. PMID 10736319. 
  15. «Iodine metabolism and thyroid physiology: current concepts». Thyroid 7 (2): 177–81. April 1997. doi:10.1089/thy.1997.7.177. PMID 9133680. 
  16. «Calcium signaling». Cell 131 (6): 1047–58. 2007. doi:10.1016/j.cell.2007.11.028. PMID 18083096. 
  17. «Ca2+ signaling and intracellular Ca2+ binding proteins». Journal of Biochemistry 120 (4): 685–98. October 1996. doi:10.1093/oxfordjournals.jbchem.a021466. PMID 8947828. 
  18. «The vanadium-containing nitrogenase of Azotobacter». BioFactors 1 (2): 111–6. July 1988. PMID 3076437. 
  19. «Structure of a hyperthermophilic tungstopterin enzyme, aldehyde ferredoxin oxidoreductase». Science 267 (5203): 1463–9. March 1995. doi:10.1126/science.7878465. PMID 7878465. Bibcode1995Sci...267.1463C. 
  20. «A biological function for cadmium in marine diatoms». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 97 (9): 4627–31. April 2000. doi:10.1073/pnas.090091397. PMID 10781068. Bibcode2000PNAS...97.4627L. 
  21. «Biochemistry: a cadmium enzyme from a marine diatom». Nature 435 (7038): 42. 2005. doi:10.1038/435042a. PMID 15875011. Bibcode2005Natur.435...42L. 
  22. «Structural analysis of heme proteins: implications for design and prediction». BMC Structural Biology 11: 13. March 2011. doi:10.1186/1472-6807-11-13. PMID 21371326. 
  23. «Iron-sulfur protein folds, iron-sulfur chemistry, and evolution». J. Biol. Inorg. Chem. 13 (2): 157–70. February 2008. doi:10.1007/s00775-007-0318-7. PMID 17992543. 
  24. Palmer, Trevor (1981). Understanding enzymesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. New York: Horwood. ISBN 978-0-85312-307-1.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  25. Cox, Michael· Lehninger, Albert L· Nelson, David R. (2000). Lehninger principles of biochemistryΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή (3rd έκδοση). New York: Worth Publishers. ISBN 978-1-57259-153-0.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  26. Farrell, Shawn O.· Campbell, Mary K. (2009). Biochemistry (6th έκδοση). Pacific Grove: Brooks Cole. ISBN 978-0-495-39041-1.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  27. «Studies on the nature of the binding of thiamine pyrophosphate to enzymes». The Journal of Biological Chemistry 243 (11): 3009–19. June 1968. doi:10.1016/S0021-9258(18)93372-7. PMID 4968184. http://www.jbc.org/content/243/11/3009. 
  28. «Conservation of the Enzyme–Coenzyme Interfaces in FAD and NADP Binding Adrenodoxin Reductase-A Ubiquitous Enzyme». Journal of Molecular Evolution 85 (5–6): 205–218. December 2017. doi:10.1007/s00239-017-9821-9. PMID 29177972. Bibcode2017JMolE..85..205H. 
  29. «Vitamins: not just for enzymes». Curr Opin Investig Drugs 7 (10): 912–5. 2006. PMID 17086936. 
  30. «Novel biochemistry of methanogenesis». The Journal of Biological Chemistry 263 (17): 7913–6. June 1988. doi:10.1016/S0021-9258(18)68417-0. PMID 3131330. 
  31. «Structure, mechanism and catalytic duality of thiamine-dependent enzymes». Cell. Mol. Life Sci. 64 (7–8): 892–905. 2007. doi:10.1007/s00018-007-6423-5. PMID 17429582. 
  32. 32,0 32,1 «The power to reduce: pyridine nucleotides—small molecules with a multitude of functions». Biochem. J. 402 (2): 205–18. 2007. doi:10.1042/BJ20061638. PMID 17295611. 
  33. «Pyridoxal phosphate enzymes: mechanistic, structural, and evolutionary considerations». Annu. Rev. Biochem. 73: 383–415. 2004. doi:10.1146/annurev.biochem.73.011303.074021. PMID 15189147. 
  34. «The many faces of vitamin B12: catalysis by cobalamin-dependent enzymes». Annu. Rev. Biochem. 72: 209–47. 2003. doi:10.1146/annurev.biochem.72.121801.161828. PMID 14527323. https://digitalcommons.unl.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1458&context=biochemfacpub. 
  35. «The biotin enzyme family: conserved structural motifs and domain rearrangements». Curr. Protein Pept. Sci. 4 (3): 217–29. 2003. doi:10.2174/1389203033487199. PMID 12769720. 
  36. «Coenzyme A: back in action». Prog. Lipid Res. 44 (2–3): 125–53. 2005. doi:10.1016/j.plipres.2005.04.001. PMID 15893380. 
  37. «Folic acid». Critical Reviews in Clinical Laboratory Sciences 38 (3): 183–223. June 2001. doi:10.1080/20014091084209. PMID 11451208. 
  38. «Microbial ubiquinones: multiple roles in respiration, gene regulation and oxidative stress management». Microbiology 145 (8): 1817–30. August 1999. doi:10.1099/13500872-145-8-1817. PMID 10463148. http://mic.sgmjournals.org/cgi/reprint/145/8/1817.pdf. 
  39. «Vitamin C. Biosynthesis, recycling and degradation in mammals». FEBS J. 274 (1): 1–22. 2007. doi:10.1111/j.1742-4658.2006.05607.x. PMID 17222174. 
  40. 40,0 40,1 «Flavoenzymes». Curr Opin Chem Biol 11 (2): 195–202. 2007. doi:10.1016/j.cbpa.2007.01.010. PMID 17275397. 
  41. «Riboflavin analogs and inhibitors of riboflavin biosynthesis». Appl. Microbiol. Biotechnol. 71 (3): 265–75. 2006. doi:10.1007/s00253-006-0421-7. PMID 16607521. 
  42. Bugg, Tim (1997). An introduction to enzyme and coenzyme chemistry. Oxford: Blackwell Science. σελίδες 95. ISBN 978-0-86542-793-8.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  43. «S-Adenosylmethionine and methylation». FASEB Journal 10 (4): 471–80. March 1996. doi:10.1096/fasebj.10.4.8647346. PMID 8647346. 
  44. «Structure of component B (7-mercaptoheptanoylthreonine phosphate) of the methylcoenzyme M methylreductase system of Methanobacterium thermoautotrophicum». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 83 (12): 4238–42. June 1986. doi:10.1073/pnas.83.12.4238. PMID 3086878. Bibcode1986PNAS...83.4238N. 
  45. «Structure and methylation of coenzyme M(HSCH2CH2SO3)». The Journal of Biological Chemistry 249 (15): 4879–85. August 1974. doi:10.1016/S0021-9258(19)42403-4. PMID 4367810. 
  46. «Specificity and biological distribution of coenzyme M (2-mercaptoethanesulfonic acid)». Journal of Bacteriology 137 (1): 256–63. January 1979. doi:10.1128/JB.137.1.256-263.1979. PMID 104960. 
  47. «Biochemical functions of coenzyme Q10». Journal of the American College of Nutrition 20 (6): 591–8. December 2001. doi:10.1080/07315724.2001.10719063. PMID 11771674. http://www.jacn.org/cgi/content/full/20/6/591. 
  48. Buchanan, Bob B.· Gruissem, Wilhelm· Jones, Russell L. (2000). Biochemistry & molecular biology of plantsΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή (1st έκδοση). American society of plant physiology. ISBN 978-0-943088-39-6.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  49. Grill D, Tausz T, De Kok LJ (2001). Significance of glutathione in plant adaptation to the environment. Springer. ISBN 978-1-4020-0178-9. 
  50. «Glutathione». Annual Review of Biochemistry 52: 711–60. 1983. doi:10.1146/annurev.bi.52.070183.003431. PMID 6137189. 
  51. «Biology of heme in health and disease». Curr. Med. Chem. 11 (8): 981–6. 2004. doi:10.2174/0929867043455521. PMID 15078160. 
  52. «The active species of 'CO2' utilized by formylmethanofuran dehydrogenase from methanogenic Archaea». European Journal of Biochemistry 248 (3): 919–24. September 1997. doi:10.1111/j.1432-1033.1997.00919.x. PMID 9342247. 
  53. «Molybdoenzymes and molybdenum cofactor in plants». Journal of Experimental Botany 53 (375): 1689–98. August 2002. doi:10.1093/jxb/erf038. PMID 12147719. 
  54. «Cell biology of molybdenum». Biochim. Biophys. Acta 1763 (7): 621–35. 2006. doi:10.1016/j.bbamcr.2006.03.013. PMID 16784786. 
  55. «Comparative biochemistry of nucleotide-linked sugars». Progress in Clinical and Biological Research 23: 595–600. 1978. PMID 351635. 
  56. «Structure and function of sulfotransferases». Archives of Biochemistry and Biophysics 390 (2): 149–57. June 2001. doi:10.1006/abbi.2001.2368. PMID 11396917. https://zenodo.org/record/1229406. 
  57. «A novel coenzyme from bacterial primary alcohol dehydrogenases». Nature 280 (5725): 843–4. August 1979. doi:10.1038/280843a0. PMID 471057. Bibcode1979Natur.280..843S. 
  58. «Tetrahydrobiopterin biosynthesis, regeneration and functions». The Biochemical Journal 347 (1): 1–16. April 2000. doi:10.1042/0264-6021:3470001. PMID 10727395. 
  59. «Unusual coenzymes of methanogenesis». Annual Review of Biochemistry 59: 355–94. 1990. doi:10.1146/annurev.bi.59.070190.002035. PMID 2115763. 
  60. «The Ninth Sir Hans Krebs Lecture. Compartmentation and communication in living systems. Ligand conduction: a general catalytic principle in chemical, osmotic and chemiosmotic reaction systems». European Journal of Biochemistry 95 (1): 1–20. March 1979. doi:10.1111/j.1432-1033.1979.tb12934.x. PMID 378655. 
  61. «Mechanisms of enzyme-catalyzed group transfer reactions». Annual Review of Biochemistry 47: 1031–78. 1978. doi:10.1146/annurev.bi.47.070178.005123. PMID 354490. 
  62. «Estimating ATP resynthesis during a marathon run: a method to introduce metabolism». Advan. Physiol. Edu. 25 (2): 70–1. 2001. http://advan.physiology.org/cgi/content/full/25/2/70. 
  63. «Ribozyme catalysis of metabolism in the RNA world». Chemistry & Biodiversity 4 (4): 633–55. 2007. doi:10.1002/cbdv.200790055. PMID 17443876. 
  64. Koch AL (1998). How did bacteria come to be?. Advances in Microbial Physiology. 40. σελίδες 353–99. doi:10.1016/S0065-2911(08)60135-6. ISBN 9780120277407. PMID 9889982. 
  65. «The emergence of major cellular processes in evolution». FEBS Letters 390 (2): 119–23. July 1996. doi:10.1016/0014-5793(96)00631-X. PMID 8706840. 
  66. «Coenzymes as fossils of an earlier metabolic state». Journal of Molecular Evolution 7 (2): 101–4. March 1976. doi:10.1007/BF01732468. PMID 1263263. Bibcode1976JMolE...7..101W. 
  67. «The tyranny of adenosine recognition among RNA aptamers to coenzyme A». BMC Evol. Biol. 3: 26. 2003. doi:10.1186/1471-2148-3-26. PMID 14687414. 
  68. «Coenzymes as coribozymes». Biochimie 84 (9): 877–88. 2002. doi:10.1016/S0300-9084(02)01404-9. PMID 12458080. 
  69. «Computational design of Candida boidinii xylose reductase for altered cofactor specificity». Protein Science 18 (10): 2125–38. October 2009. doi:10.1002/pro.227. PMID 19693930. 
  70. «The Alcoholic Ferment of Yeast-Juice». Proceedings of the Royal Society B: Biological Sciences 78 (526): 369–75. 24 October 1906. doi:10.1098/rspb.1906.0070. 
  71. «Fermentation of sugars and fermentative enzymes: Nobel Lecture, May 23, 1930» (PDF). Nobel Foundation. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2007. 
  72. Lohmann K (August 1929). «Über die Pyrophosphatfraktion im Muskel». Naturwissenschaften 17 (31): 624–5. doi:10.1007/BF01506215. Bibcode1929NW.....17..624.. 
  73. Lipmann F (1 September 1945). «Acetylation of sulfanilamide by liver homogenates and extracts». J. Biol. Chem. 160 (1): 173–90. doi:10.1016/S0021-9258(18)43110-9. 
  74. «Pyridin, the hydrogen-transferring component of the fermentation enzymes (pyridine nucleotide)». Biochemische Zeitschrift 287: E79–E88. 1936. doi:10.1002/hlca.193601901199. 
  75. «Origins of the concept oxidative phosphorylation». Molecular and Cellular Biochemistry 5 (1–2): 55–63. November 1974. doi:10.1007/BF01874172. PMID 4279328. 
  76. Lipmann F (1941). «Metabolic generation and utilization of phosphate bond energy». A Source Book in Chemistry, 1900-1950. Adv Enzymol. 1. σελίδες 99–162. doi:10.4159/harvard.9780674366701.c141. ISBN 9780674366701. 
  77. «Esterification of inorganic phosphate coupled to electron transport between dihydrodiphosphopyridine nucleotide and oxygen». J. Biol. Chem. 178 (2): 611–23. 1949. doi:10.1016/S0021-9258(18)56879-4. PMID 18116985. http://www.jbc.org/cgi/reprint/178/2/611. 
  78. 78,0 78,1 «Protein-Derived Cofactors. Expanding the Scope of Post-Translational Modifications†». Biochemistry 46 (18): 5283–5292. 2007. doi:10.1021/bi700468t. PMID 17439161. 
  79. «Posttranslational biosynthesis of the protein-derived cofactor tryptophan tryptophylquinone». Annual Review of Biochemistry 82: 531–50. 2013. doi:10.1146/annurev-biochem-051110-133601. PMID 23746262. 
  80. «A new member of the 4-methylideneimidazole-5-one-containing aminomutase family from the enediyne kedarcidin biosynthetic pathway». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 110 (20): 8069–74. May 2013. doi:10.1073/pnas.1304733110. PMID 23633564. Bibcode2013PNAS..110.8069H. 
  81. Lodish, Harvey· Berk, Arnold· Zipursky, S. Lawrence· Matsudaira, Paul· Baltimore, David· Darnell, James (1 Ιανουαρίου 2000). «G Protein–Coupled Receptors and Their Effectors». Molecular Cell Biology (4th έκδοση). 
  82. «Coactivators and corepressors: what's in a name?». Molecular Endocrinology 22 (10): 2213–4. October 2008. doi:10.1210/me.2008-0201. PMID 18701638. 

Παραπέρα μελέτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]