Σβαρνίστρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σβαρνίστρα
Νεαρή σβαρνίστρα στα ενδιαιτήματά της
Νεαρή σβαρνίστρα στα ενδιαιτήματά της
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Σιττίδες (Sittidae) (Vigors, 1825) [iv])
Υποοικογένεια: Τοιχοδρομαδίνες (Tichodromadinae) [1]
Γένος: Τοιχοδρόμη [i] (Tichodroma) Illiger, 1811 F
Είδος: Τ. muraria
Διώνυμο
Tichodroma muraria (Τοιχοδρόμη η τοιχεία) [ii]
(Linnaeus, 1766)
Υποείδη

Tichodroma muraria muraria
Tichodroma muraria nepalensis

Η Σβαρνίστρα [iii] είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σιττιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tichodroma muraria και περιλαμβάνει 2 υποείδη. [2][3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Tichodroma muraria muraria (Linnaeus, 1766). [4]

  • Η σβαρνίστρα είναι από τα λίγα πουλιά που μπορούν να μετακινούνται με άνεση σε κάθετα βράχια και, μάλιστα, σε σημεία χωρίς εμφανές ανάγλυφο (βλ. Πουλί-αναρριχητής).

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σταθερή → [5]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Tichodroma, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής Τοιχοδρόμη, [6] η οποία παραπέμπει στα ενδιαιτήματα του πτηνού. Η συγκεκριμένη ονομασία έχει ως ετυμολογική βάση τη λέξη τοίχος «οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατακόρυφου επιπέδου» [7] -και όχι τείχος «ψηλό, κτιστό οχύρωμα, συνήθως αμυντικής χρήσης. [8] Το β’ συνθετικό –δρόμος < διδράσκω «δραπετεύω» [9] (πρβλ. δρομή «τρέξιμο» < δρομώ «τρέχω, πορεύομαι»), [10] παραπέμπει στη χαρακτηριστική γρήγορη κίνηση του πτηνού στα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα (βλ. και Βιότοπος). Παράγωγο του όρου αποτελεί το επίθετο τοίχειος, -α, -ον «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τοίχο». [11]

  • Η λέξη τοίχος δεν αντιπροσωπεύει μόνον τα τεχνητά, δευτερεύοντα ενδιαιτήματα του πτηνού (λ.χ. ερείπια, παλιές οικοδομές), αλλά και τα πρωτεύοντα οικοσυστήματά του, δηλαδή τις κάθετες ορθοπλαγιές. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη χρήση της ίδιας λέξης στη σύγχρονη αναρριχητική ορολογία και, μάλιστα, σημαίνει επακριβώς την κατακόρυφη, 90° ορθοπλαγιά, με λίγες εμφανείς σχισμές και, συνήθως, υψηλού βαθμού δυσκολία.

Ο όρος muraria (αρσ. murarius) στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι λατινικός, προέρχεται από το mūrus «τοίχος» [12] και σημαίνει τοίχειος, -α, -ον (βλ. παραπάνω). Επομένως, και τα δύο συνθετικά του διωνύμου του πτηνού έχουν ως ρίζα τη λέξη τοίχος.

Η αγγλική ονομασία του πτηνού, wallcreeper «αυτός που αναρριχάται στους τοίχους», αποδίδει εύστοχα τις ιδιαίτερες ικανότητες του πτηνού στα ενδιαιτήματά του.

  • Η ελληνική λαϊκή ονομασία σχετίζεται, όχι με την πρωτογενή ερμηνεία του όρου καθότι, σβαρνίζω, σημαίνει «θρυμματίζω τους βώλους χώματος, βωλοκοπώ», με τη χρήση σβάρνας, ενός ειδικού γεωργικού εργαλείου. Στην περίπτωση του πτηνού, η ονομασία σχετίζεται με τη δευτερογενή ερμηνεία του ρήματος «περνώ από σειρά θέσεων, αδιακρίτως», εξ ου και η φράση «τούς πήρε σβάρνα όλους στο πέρασμά του». [13] Επομένως, η ονομασία σχετίζεται με την αδιάκοπη κίνηση του πτηνού πάνω στα βράχια που, «τα παίρνει σβάρνα» αναζητώντας την τροφή του.

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, αλλά υπό την ονομασία Certhia muraria (Ν. Ευρώπη, 1766). [14] Μεταφέρθηκε στο γένος Tichodroma από τον Γερμανό ζωολόγο Γ. Ίλιγκερ (Johann Karl Wilhelm Illiger, 1775 – 1813).

Μερικές φορές, τοποθετείται στη μονοτυπική οικογένεια Tichodromadidae Swainson, 1827, επειδή διαφέρει σε κάποια μορφολογικά χαρακτηριστικά και ηθολογικά στοιχεία από τις σίττες (τσομπανάκους). Ωστόσο, η συγκεκριμένη ταξινόμηση δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτή και, περαιτέρω μελέτες κρίνονται απαραίτητες. Όμως, οι διαφορές αυτές κρίνονται αρκετές για την τοποθέτηση του γένους στην ξεχωριστή υποοικογένεια Tichodromadinae. [15] [iv]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Tichodroma muraria

Το είδος εμφανίζει ευρύ αλλά διακεκομμένο φάσμα κατανομής, λόγω της ορεινής φύσης των ενδιαιτημάτων του, σε επικράτειες του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Ινδομαλαϊκή). Σε όλες τις περιοχές εξάπλωσης απαντά κυρίως ως επιδημητικό πτηνό, σε στενό εύρος γεωγραφικών πλατών.

Στην Ευρώπη, απαντά από την Ισπανία και τη Γαλλία στα δυτικά και, διαμέσου της Κορσικής και της Ιταλίας, μέχρι τη Ρουμανία και την Ελλάδα στα ανατολικά, με βόριο όριο τις ορεινές περιοχές της Ν. Πολωνίας. Η κατανομή του ακολουθεί τις μεγάλες ευρωπαϊκές οροσειρές, από τη Σιέρρα Νεβάδα της Ισπανίας μέχρι τη νότια Πίνδο και τις προεκτάσεις της στην Ελλάδα.

Στην Ασία, η κατανομή είναι ευρύτερη και συμπαγέστερη, από την Τρανσκαυκασία και ανατολικότερα, διαμέσου της μεγάλης ορεινής ζώνης της Κ. Ασίας στα νότια του Καζακστάν και των Ιμαλαΐων, μέχρι την απώτατη Α.Κίνα στα ανατολικά. Τα νότια όρια της ασιατικής επικρατείας, λόγω της φύσης των ενδιαιτημάτων του είδους, είναι μόλις στη Β. Ινδία και την Ινδοκίνα. [16]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Tichodroma muraria muraria Ν και Α Ευρώπη, Ν και Α Τουρκία, Τρανσκαυκασία, Β και Δ Ιράν (Όρη Ζάγκρος και Ελμπούρζ) Καθιστικό, μικρές μετακινήσεις στα νότια
2 Tichodroma muraria nepalensis Α Ιράν (Κερμάν, Χοραζάν), Τουρκμενιστάν και Αφγανιστάν, ανατολικά προς Καζακστάν (Τιεν Σαν), Ιμαλάια, Β και Κ Κίνα, Δ Μογγολία Καθιστικό, μικρές μετακινήσεις στα νότια

Πηγές: [17][18][19] (σημ. με έντονα γράμματα το είδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σβαρνίστρα είναι κυρίως επιδημητικό (καθιστικό) είδος, με τους περισσότερους πληθυσμούς να πραγματοποιούν ταξίδια μικρών αποστάσεων ή υψομετρικές μετακινήσεις. Οι καταγραφές κάποιων ατόμων σε μεγαλύτερες αποστάσεις (μέχρι 100 χλμ.), κατά πάσα πιθανότητα, οφείλονται σε παράσυρσή τους από τις καιρικές συνθήκες (άνεμος, κ.ο.κ.). Πάντως, η φθινοπωρινή μετακίνηση είναι τακτική και, προφανώς, ανεξάρτητη από τις καιρικές συνθήκες, ως επί το πλείστον μεταξύ Οκτωβρίου και Απριλίου. [20]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο και την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Μάλτα, το Μαρόκο, την Αλγερία και την Ιορδανία. [21]

Στην Ελλάδα, η σβαρνίστρα απαντά κυρίως ως επιδημητικό πτηνό στη βόρεια και κεντρική χώρα, ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει και στα νότια. [22][23] Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης. [24]

  • Κάποιες παλαιότερες χειμερινές καταγραφές (Οκτώβριος-Μάρτιος) της σβαρνίστρας, δείχνουν μικρών αποστάσεων ή υψομετρικές μετακινήσεις. Μερικές από αυτές τις αναφορές, περιλαμβάνουν αρκετές περιοχές σε νησιά (Κύθηρα, Ζάκυνθος, Χίος κ.α.), αλλά και απρόσμενες παρατηρήσεις σε πολυσύχναστους χώρους (λ.χ. Μυστράς, Δελφοί, Ναύπλιο), [25] προφανώς λόγω της παρουσίας ερειπίων ή/και τειχών.

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σβαρνίστρα είναι πτηνό εξειδικευμένων οικοσυστημάτων, καθώς φωλιάζει και αναζητεί την τροφή της αποκλειστικά σε απρόσιτες ορεινές βραχώδεις περιοχές, ορθοπλαγιές και, μάλιστα, σε «σπασμένα», παγετωνικά πετρώδη εδάφη, διάσπαρτα με μικρά βράχια και κοτρώνες. Αυτοί οι διάσπαρτοι λίθοι προέρχονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων, από θραύση μεγάλων βράχων, λόγω συστολής και διαστολής του πάγου που εμπεριέχεται στις ρωγμές τους. Επίσης, σε υγρές ή δροσερές θέσεις, κοντά σε καταρράκτες, κοίτες ποταμών (Νεπάλ), [26] στοές, σπήλαια και δολίνες. [27]

Οι βιότοποι αναπαραγωγής του είδους βρίσκονται, γενικά, σε μεγάλα υψόμετρα (αλπική ζώνη), σε πετρώματα που περιλαμβάνουν κυρίως ασβεστόλιθους, γνεύσιους και κρυσταλλικούς σχιστόλιθους. Το ύψος της ορθοπλαγιάς δεν αποτελεί σημαντικό κριτήριο, καθώς μπορεί να φωλιάζει σε γκρεμούς ψηλότερους από 1.000 μ., αλλά και σε «τοίχους», με λιγότερο από 40 μ. ύψος. Στην περιοχή της Μεσογείου απαντά σε, σχετικά, υγρά φαράγγια και βραχώδεις περιοχές με διάσπαρτη βλάστηση Juniperus phoenicea και δενδρολίβανου. Οι θέσεις που είναι εκτεθειμένες σε ισχυρούς ανέμους, σπάνια κατοικούνται. Τον χειμώνα κατεβαίνει σε περιοχές μικρότερου υψομέτρου και απαντά σε πύργους, κάστρα, αρχαιολογικά και μεσαιωνικά μνημεία, ερειπωμένα κτήρια και λατομεία. [28]

Η υψομετρική κατανομή των θέσεων φωλιάσματος στην Ευρώπη, είναι περίπου μεταξύ 400 - 2.500 μ. Στην Ασία, ωστόσο, οι φωλιές βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερα υψόμετρα. Στο Νεπάλ, δεν είναι ασυνήθιστο να φωλιάζει μεταξύ 3.350-4.400 μ., ενώ έχει παρατηρηθεί να κινείται στα 5.000 μ. [29] Παρόλο που είναι καθιστικό είδος, τον χειμώνα «κατεβαίνει» σε θέσεις με ηπιότερο καιρό, ακόμη και αστικές, αρκεί να βρίσκονται σε κάποιο υψόμετρο.

  • Το είδος αγαπάει ιδιαίτερα τις κάθετες ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές με «καθαρό» βράχο, ιδανικές για αναρρίχηση. Δεν είναι σπάνιο, σε κάποιες περιοχές, να παρατηρείται σε αστικά αναρριχητικά πεδία, μέσου ή μεγάλου υψομέτρου (λ.χ. στο Φόραρλμπεργκ της Γερμανίας).

Στην Ελλάδα, η σβαρνίστρα απαντά το καλοκαίρι πάνω από το όριο των δένδρων (tree limit), σε βραχώδεις ορεινές πλαγιές, ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει σε πετρώδεις κοιλάδες και πρόποδες λόφων, ενώ συχνάζει και σε παλαιά κτήρια. [30] Στα βόρεια «κατεβαίνουν» μέχρι τα 500 μ., αλλά ειδικά στη Στερεά και την Πελοπόννησο, οι σβαρνίστρες απαντούν κοντά στις υψηλές κορυφές από τα 1.900 μέχρι τα 2.400 μ. [31] (βλ. και κατάσταση στην Ελλάδα).

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που η σβαρνίστρα δεν παρατηρείται συχνά, λόγω των ορεινών ενδιαιτημάτων της, ωστόσο, είναι εύκολα αναγνωρίσιμη λόγω κάποιων μορφολογικών της στοιχείων και, κυρίως, λόγω της χαρακτηριστικής της κίνησης πάνω στα βράχια.

Με μέγεθος μεγαλύτερο από τον συγγενικό βραχοτσοπανάκο, η σβαρνίστρα είναι όμορφο πτηνό που ξεχωρίζει από το μακρύ, μυτερό σαν στιλέτο και κυρτό ράμφος, την γκρίζα άνω επιφάνεια του σώματος και τη σκουρόμαυρη κάτω επιφάνεια στις περιοχές του λαιμού και του στήθους, στο αναπαραγωγικό πτέρωμα του αρσενικού, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι συγκεκριμένες περιοχές γίνονται λευκωπές. Ωστόσο, το πλέον διακριτό μορφολογικό της στοιχείο είναι οι πτέρυγες, πλατιές και στρογγυλεμένες, με μεγάλες σκουροκόκκινες περιοχές στα καλυπτήρια και τη βάση των ερετικών φτερών και καφέμαυρες περιοχές στις άκρες των τελευταίων. Τα πρωτεύοντα ερετικά φέρουν λευκές κηλίδες, μεγάλες προς την άκρη και μικρές προς τη βάση τους. Αυτές οι κηλίδες κάνουν έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο κόκκινο χρώμα, ενώ όλη η πτέρυγα φαίνεται έντονα στο γκρίζο φόντο των βράχων, αν και μόνον όταν είναι ανοικτή. Η ουρά είναι κοντή και φέρει, επίσης, λευκές κηλίδες στις άκρες των πηδαλιωδών φτερών. Ο οφθαλμός περιβάλλεται από αχνό, λευκό οφθαλμικό δακτύλιο, ενώ τα πόδια είναι σκούρα γκρι με πολύ μακριά νύχια που βοηθούν στην αγκίστρωση στα βράχια.

Τα θηλυκά είναι παρόμοια σε παρουσιαστικό, αλλά έχουν πάντοτε λευκόγκριζη την περιοχή του λαιμού και του στήθους, με μικρή γκριζόμαυρη κηλίδα. [32]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (15-) 15,5 έως 16,5(-17) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 30 εκατοστά
  • Βάρος: 17 έως 19 γραμμάρια

Πηγές: [33][34][35][36][37][38][39][40][41][42][43][44][45][46]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρσενική σβαρνίστρα στο αναπαραγωγικό της πτέρωμα

Η σβαρνίστρα τρέφεται αποκλειστικά με ασπόνδυλα. Η σύνθεση του διαιτολογίου δεν έχει διερευνηθεί πλήρως, αλλά αποτελείται κυρίως από μικρά έως μεσαίου μεγέθους έντομα, αράχνες και φαλάγγια. Η λεία συλλαμβάνεται μέσω του λεπτού ράμφους από τις ρωγμές των βράχων ή από το έδαφος. Οι συνεχείς κινήσεις των πτερύγων που χαρακτηρίζουν το πτηνό, προφανώς σκοπεύουν στον αιφνιδιασμό του θηράματός και την έξοδό του από τη σχισμή. Η μέθοδος των σύντομων πτήσεων, όπως κάνουν οι μυγοχάφτες, για κάποια ιπτάμενα έντομα, συχνά, δεν φαίνεται να έχουν επιτυχία. Πολλές φορές, οι σβαρνίστρες αναποδογυρίζουν μικρές πέτρες για να αποκαλύψουν τη λεία τους. Τα μικρά και μαλακά έντομα «λογχίζονται» απ’ ευθείας με τη μακριά και μυτερή γλώσσα τους, ενώ τα μεγαλύτερα και σκληρότερα θρυμματίζονται με το ράμφος πριν καταναλωθούν. Όταν πίνουν, οι σβαρνίστρες προτιμούν την ενστάλαξη νερού κατ’ ευθείαν στο στόμα, από κάποια πηγή νερού που βρίσκεται ψηλότερα από το σώμα τους.

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σβαρνίστρες είναι εδαφικά πτηνά ολόκληρο το έτος, καθώς υπερασπίζονται τόσο τον ζωτικό τους χώρο στις φωλιές αλλά και τον χειμώνα, με την εδαφική επιθετικότητα των δύο φύλων να αυξάνει κατά τους χειμερινούς μήνες. Μερικά είδη πτηνών, όπως ο καρβουνιάρης, συνήθως, γίνονται ανεκτά, όχι όμως και άτομα του ιδίου είδους. Οι εναέριες μάχες που επακολουθούν μπορεί να είναι βίαιες και να προκληθεί σοβαρός τραυματισμός.

Είναι ημερόβια πουλιά και αφήνουν τις θέσεις κουρνιάσματος νωρίς το πρωί, αναζητώντας την τροφή τους μέχρι το ηλιοβασίλεμα, αλλά τον χειμώνα, η δραστηριότητα αρχίζει πολύ αργότερα και λήγει νωρίτερα. Η ενεργός φάση αναζήτησης τροφής διακόπτεται συχνά για ανάπαυση και περιποίηση (preening), αλλά μόνο για σύντομα διαστήματα. Οι σβαρνίστρες κάνουν, συχνά, ηλιοθεραπεία με απλωμένη την ουρά και τις πτέρυγες, σε ένα γείσο βράχου, εκτεθειμένο στον ήλιο. Επίσης, κάνουν αμμόλουτρα ή και μπάνιο σε μικρά ρυάκια, δραστηριότητες σημαντικές για την προσωπική υγιεινή τους. Στην εμφάνιση αρπακτικών πτηνών, η σβαρνίστρα αντιδρά, συνήθως, με πλήρη ακινησία (freezing) έτσι, ώστε να μην ξεχωρίζει πάνω στα βράχια.

Πουλί-αναρριχητής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ηθολογίας της σβαρνίστρας είναι η ικανότητα κίνησης στον βράχο. Όπως προαναφέρθηκε, αγαπάει ιδιαίτερα τις κάθετες ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές με «καθαρό» βράχο, ιδανικές για αναρρίχηση, γι’ αυτό άλλωστε απαντά και σε αναρριχητικά πεδία. Μάλιστα, η χαρακτηριστική κίνηση, «πάνω-κάτω» στο μέτωπο του βράχου, διαφοροποιεί τη σβαρνίστρα από άλλα είδη που ζουν σε παρόμοια ενδιαιτήματα, όπως ο γαλαζοκότσυφας ή ο βραχοτσοπανάκος, δεδομένου ότι οι τελευταίοι μετακινούνται σε εύκολα, σχετικά επίπεδα σημεία ή σε προεξοχές. Αντίθετα, η σβαρνίστρα κινείται στο κάθετο, χωρίς εμφανές ανάγλυφο, «γλειμμένο» μέρος του βράχου, χρησιμοποιώντας τεχνικές των αναρριχητών. Συνήθως ανοίγει τα πόδια πολύ έτσι, ώστε να μετακινεί το κέντρο βάρους του σώματος προς τον βράχο, ενώ η ουρά δεν χρησιμοποιείται τόσο για στήριξη, αντίθετα με τα μακριά νύχια που εκμεταλλεύονται το ανάγλυφο. Όταν χρειαστεί να κάνει μεγαλύτερα πηδήματα από πατάρι σε πατάρι, τότε χρησιμοποιεί και τις πτέρυγες για στήριξη, που τις ανοίγει διάπλατα.

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πλατιές και στρογγυλεμένες πτέρυγες, βοηθούν τη σβαρνίστρα να εκτελεί εξαιρετικά επιδέξιους ελιγμούς, σαν της πεταλούδας (butterfly-like), καθώς και να κερδίζει ύψος πολύ γρήγορα, εκμεταλλευόμενη τα θερμικά, ανοδικά ρεύματα που σχηματίζονται κατά μήκος των ορθοπλαγιών. Αλλά και η κάθοδος επιτελείται εκπληκτικά γρήγορα, με σφιχτά διπλωμένες τις πτέρυγες, ενώ λίγο πριν την προσγείωση εκτελεί διαδικασία πέδησης με επέκταση των πτερύγων και της ουράς. Η κάθοδος αυτή, ιδιαίτερα όταν φέρνει λεία στη φωλιά, έχει περιγραφεί χαρακτηριστικά, ως «πτώση με αλεξίπτωτο» (sic).

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Tichodroma muraria

Η αναπαραγωγή του είδους δεν έχει μελετηθεί καλά, λόγω της δυσκολίας παρακολούθησης του πτηνού, στους ορεινούς οικοτόπους του. Πιθανώς, ωριμάζει σεξουαλικά από το τέλος του 1ου έτους της ζωής του και, μάλλον, είναι μονογαμικό είδος, με τα ζευγάρια να σχηματίζονται, ήδη, από τον χειμώνα. Η περίοδος φωλιάσματος, συνήθως, ξεκινάει στα μέσα Μαρτίου, αλλά μπορεί να παραταθεί μέχρι τα μέσα Ιουνίου στις περιοχές μεγάλου υψομέτρου (μέχρι τον Ιούλιο στα Ιμαλάια). Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική σεζόν. [47]

Στις περιοχές φωλιάσματος (βλ. Βιότοπος) η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό -το αρσενικό πιθανόν να συμμετέχει- σε μια κοιλότητα, σχισμή ή σπηλιά και, συχνά, είναι βαθιά κρυμμένη, μέχρι μισό μέτρο από την είσοδο της σχισμής. Αυτό γίνεται για να προστατευθεί από τα αρπακτικά που συχνάζουν στην περιοχή, κυρίως από τις νυφίτσες και τα κουνάβια. Έχει σχήμα κυπέλλου και κατασκευάζεται από βρύα, λειχήνες και ρίζες, [48] ενώ επιστρώνεται με φτερά, τρίχες και μαλλί προβάτου εάν είναι διαθέσιμο. Επειδή είναι προσεγμένη κατασκευή μπορεί να χρειαστούν 10-20 ημέρες για την αποπεράτωσή της.

Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) υποελλειπτικά και μυτερά αβγά, διαστάσεων 20,9 Χ 14,6 χιλιοστών. [49] Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του προτελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 18 έως 19 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 21 με 26 ημέρες, περίπου. [50][51]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, λόγω των λίγων κινδύνων που αντιμετωπίζει, χάριν του απόμακρου των ενδιαιτημάτων του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [52][53]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της φύσης των ενδιαιτημάτων της, η σβαρνίστρα φωλιάζει μόνον σποραδικά σε τμήματα της ηπειρωτικής επικράτειας, ακολουθώντας τη ραχοκοκκαλιά της Πίνδου, μέχρι τον Παρνασσό στη Στερεά Ελλάδα, στον Χελμό και τον Ταΰγετο στην Πελοπόννησο και στον Όλυμπο. Μάλιστα, ο Ταΰγετος αποτελεί το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης του είδους σε όλη τη Δ. Παλαιαρκτική οικοζώνη. [54]

Πάντως, για την Ελλάδα τα στοιχεία παραμένουν ελλιπή (ΝΕ). [55]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο η Σβαρνίστρα απαντά και με τις ονομασίες: Κοκκινοτσοπανάκος, Τοιχοδρόμος (ΕΟΕ) [56] και Βραχοβάτης (Κύπρος). [57]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Για την ονομασία του γένους βλ. Ονοματολογία

ii. ^ Οι όροι τοίχειος, τοιχεία, τοίχειον υπάρχουν στην ελληνική βιβλιογραφία (βλ. και Ονοματολογία) [58]

iii. ^ Για την προτίμηση της συγκεκριμένης ονομασίας, βλ. ονοματολογία

iv. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (3th ed.) ταξινομική. Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 647
  2. Howard and Moore, p. 647
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=563471
  4. Howard and Moore, p. 647
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/22711234/0
  6. ΠΛΜ, 57:286, 492
  7. ΠΛΜ, 57:493
  8. ΠΛΜ, 57:286, 437
  9. ΠΛΜ, 21:429
  10. ΠΛΜ, 21:460
  11. ΠΛΜ, 57:492
  12. Valpy, p. 476
  13. ΠΛΜ, 53:464
  14. http://www.hbw.com/species/wallcreeper-tichodroma-muraria
  15. Howard and Moore, p. 647
  16. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711234
  17. Howard and Moore, p. 647
  18. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711234
  19. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2015. 
  20. planetofbirs.com
  21. http://www.iucnredlist.org/details/full/22711234/0
  22. Όντρια (Ι), σ. 181
  23. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 161
  24. Σφήκας, σ. 88
  25. Handrinos & Akriotis, p. 273
  26. Grimmet et al, p. 196
  27. planetofbirs.com
  28. Bruun, p. 274
  29. Grimmet et al, p. 196
  30. Όντρια (Ι), σ. 181
  31. Handrinos & Akriotis, p. 273
  32. Mullarney et al, p. 350-1
  33. Grimmet et al, p. 196
  34. Harrison & Greensmith, p. 322
  35. Flegg, p. 210
  36. Heinzel et al, p. 314
  37. Perrins, p. 182
  38. Bruun, p. 274
  39. Όντρια, σ. 181
  40. Scott & Forrest, p. 170
  41. Singer, p. 327
  42. Mullarney et al, p. 350-1
  43. http://www.ibercajalav.net
  44. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  45. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2015. 
  46. planetofbirds.com
  47. Harrison, p. 289
  48. Harrison, p. 289
  49. Harrison, p. 289
  50. Harrison, p. 289
  51. Perrins, p. 182
  52. http://www.iucnredlist.org/details/full/22711234/0
  53. birdlife.org
  54. Handrinos & Akriotis, p. 273
  55. Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 341
  56. Απαλοδήμος, σ. 50
  57. http://avibase.bsc-eoc.org/
  58. ΠΛΜ, 57:492

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Burnie, David (2001). Animal: The Definitive Visual Guide to the World's Wildlife. London: Dorling Kindersley. p. 342. ISBN 9780789477644.
  • Clements, J.F.; Schulenberg, S.; Iliff, M.J.; Sullivan, B.L.; Wood, C.L.; Roberson, D. (2012). The Clements Checklist. Cornell Lab of Ornithology. Retrieved July 2015.
  • del Hoyo, Josep, Elliott, Andrew; Sargatal, Jordi; Christie, David A (eds.). Sittidae. Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).