Βραχοτσοπανάκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βραχοτσοπανάκος
Ενήλικος βραχοτσοπανάκος
Ενήλικος βραχοτσοπανάκος
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Σιττίδες (Sittidae) Lesson, 1828
Υποοικογένεια: Σιττίνες (Sittinae)
Γένος: Σίττη [ii] (Sitta) Linnaeus, 1758 F
Είδος: S. neumayer
Διώνυμο
Sitta neumayer (Σίττη νοϊμάγερ) [ii]
Michahelles, 1830
Υποείδη

Sitta neumayer neumayer
Sitta neumayer plumbea
Sitta neumayer rupicola
Sitta neumayer syriaca
Sitta neumayer tschitscherini

Ο Βραχοτσοπανάκος (ορθότ. βραχοτσομπανάκος)[i] είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σιττιδών, ένας από τους τσοπανάκους[i] (γένος Sitta) που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sitta neumayer και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[1][2][3][iii]

  • Στον ελλαδικό χώρο απαντά το υποείδος Sitta neumayer neumayer Michahelles, 1830,[1] με πιθανή την παρουσία διαφορετικού υποείδους στη Λέσβο. Το συγκεκριμένο taxon δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη με βεβαιότητα, διότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Εικάζεται ότι ανήκει στο υποείδος Sitta neumayer zarudnyi Buturlin, 1907, ωστόσο δεν έχει γίνει αποδεκτό από την πλειονότητα των ταξινομικών φορέων.[4] Το πιθανότερο είναι να ανήκει στην ευρύτερη μικρασιατική γκάμα των πληθυσμών του Sitta neumayer syriaca Temminck, 1835, κάτι που γίνεται αποδεκτό από πολλούς ταξινομικούς φορείς (Howard & Moore, Clements, ITIS, κ.α.)

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σταθερή → [5]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Sitta, προέρχεται από τον αρχαίο ελληνικό όρο σίττα. Πρόκειται για επιφώνημα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί στην αρχαιότητα για να καθοδηγούν τα ποίμνια («ουκ από τας κράνας σίττ’ αμνίδες» Θεόκρ., «σίτθ’ α Κυμαίθα, ποτί τον λόφον» Θεόκρ.).[6] Προφανώς, πρόκειται για ονοματοποιημένο όρο, δηλαδή καταγραφή του ήχου που παρήγαγαν με το στόμα τους οι ποιμένες για να καλούν τα κοπάδια, πιθανότατα το διαπεραστικό σφύριγμα που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα. Παραλλαγές αυτού του φωνήματος είναι τα, επίσης αρχαία, επιφωνήματα ψίττα και ψύττα.[6] Μάλιστα, η λέξη συνδέεται με τον νεοελληνικό διαλεκτικό τύπο σίττα ή σίτα, που χρησιμοποιείται για την ονομασία της κατσίκας.[6]

Τον όρο «εκλογίευσαν» οι Αριστοτέλης, Ησύχιος κ.α. χρησιμοποιώντας τη λέξη σίττη αντί για το ίδιο το επιφώνημα έτσι, ώστε να γίνεται αναφορά στο πτηνό.[7] Τον όρο, δανείστηκε κατόπιν η λατινική (από το 1544)[7] και, στη συνέχεια, επιστράφηκε στη νεοελληνική γλώσσα ως αντιδάνεια λέξη.[6]

  • Με άλλα λόγια, ο όρος σίττα δεν αποτελεί, παρά, τη -γραπτή- καταγραφή ενός σφυρίγματος (sic).

Ο εκλατινισμένος όρος neumayer στην επιστημονική ονομασία του είδους αναφέρεται στον Αυστριακό βοτανικό και συλλέκτη Φ. Νοϊμάγερ (Franz Neumayer, 1791-1842), προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε το πτηνό.

Τόσο η αγγλική (Rock nuthatch ) όσο και η ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού παραπέμπουν στα προτιμώμενα ενδιαιτήματά του.[8]

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό ζωολόγο Κ. Μικαέλες (Georg Christian Karl Wilhelm Michahelles 1807 – 1834), υπό τη σημερινή του ονομασία (Ραγκούσα –σημ. Ντουμπρόβνικ, 1830).[8]

Συνδέεται φυλογενετικά με το είδος S. tephronota, με τα δύο taxa, συχνά, να θεωρούνται παρακλάδι της «ομάδας» «S. europaea». Πιθανότατα, κατέστησαν πλήρως οικολογικά απομονωμένα το ένα με το άλλο, όταν απομονώθηκαν γεωγραφικά, με το S. neumayer να προσαρμόζεται στο μεσογειακό κλίμα και το S. tephronota σε περισσότερο ηπειρωτικές συνθήκες (με ψυχρότερους χειμώνες και θερμότερα καλοκαίρια), που ευνοούσαν μεγαλύτερο μέγεθος σώματος και ράμφους.[8]

Επίσης, η τραχειά φωνή και λεπτομέρειες στο φώλιασμα, δεικνύουν ιδιαίτερα στενή σχέση με το είδος S. cashmirensis.[8]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει περιορισμένο φάσμα κατανομής σε περιοχές του Παλαιού Κόσμου (Παλαιαρκτική οικοζώνη). Σε αυτές τις περιοχές εξάπλωσης απαντά αποκλειστικά ως επιδημητικό πτηνό.

Στην Ευρώπη, απαντά μόνον από τις Δαλματικές ακτές και ανατολικότερα προς Ν. Βαλκάνια.

Στην Ασία, παρομοίως, η κατανομή περιορίζεται στην Τουρκία, σε κάποιες χώρες του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής, φθάνοντας μέχρι το Ιράν, όπου και βρίσκεται το ανατολικότερο όριο του φάσματος κατανομής.[9]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Sitta neumayer neumayer ΝΑ Ευρώπη, από Δ Κροατία, νότια προς Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Ν Σερβία, Αλβανία, Ν Βόρεια Μακεδονία, Ν Βουλγαρία και Ελλάδα Αποτελεί το κυριότερο υποείδος στο οποίο αναφέρεται η περιγραφή (βλ. Μορφολογία)
2 Sitta neumayer plumbea ΝΚ Ιράν (όρη στο Ν Κερμάν) Ενδημικό στην περιοχή. Μοιάζει με το 5, αλλά έχει γκρίζα κάτω επιφάνεια σώματος
3 Sitta neumayer rupicola Β και ΒΑ Τουρκία (ανατολικά της Κωνσταντινούπολης μέχρι βόρεια της λεκάνης του Αράς), Ν Γεωργία (νότια του Ν Καυκάσου), Αρμενία, ΝΔ και ΒΑ Αζερμπαϊτζάν, νότια προς Β Ιράκ και ΒΔ και Β Ιράν
4 Sitta neumayer syriaca Λέσβος ;, Δ και Ν Μικρά Ασία (ανατολικά του Ταύρου), ΒΔ Συρία (νότια προς Δαμασκό), Λίβανος και απώτατο Β Ισραήλ (Όρος Ερμών) Κάποιοι ερευνητές το διασπούν στο ομώνυμο υποείδος και το -όχι ευρέως αποδεκτό- S. n. zarudnyi[8]
5 Sitta neumayer tschitscherini Δ και ΔΚ Ιράν στην οροσειρά Ζάγκρος (από Κερμανσάχ, νοτιοανατολικά προς Φαρς) και όρη νότια του Κομ (νοτιοανατολικά προς όρη Αναράκ) Λιγότερο γκρι στην άνω επιφάνεια από το 1, με πολύ «αχνή» οφθαλμική λωρίδα[10]

Πηγές:[1][9][11] (σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βραχοτσοπανάκος είναι αυστηρά καθιστικό είδος, στους περισσότερους πληθυσμούς, εκτός από κάποια μετα-αναπαραγωγική διασπορά νεαρών ατόμων, κυρίως υψομετρική (π.χ. Βουλγαρία και Ισραήλ).[11]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, από τη Σλοβενία.[5]

Στην Ελλάδα, ο βραχοτσοπανάκος απαντά ως επιδημητικό πτηνό στην βόρεια και κεντρική χώρα, καθώς και στην Πελοπόννησο και σε μερικά νησιά.[12][13] Από την Κρήτη αναφέρεται ότι, είχε παρατηρηθεί παλαιότερα,[14][15] ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως τυχαίος επισκέπτης.[16]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βραχοτσοπανάκος διαβιοί σε βραχώδεις περιοχές, δηλαδή εντελώς διαφορετικά ενδιαιτήματατα από τον συγγενικό δεντροτσοπανάκο, κάτι που διευκολύνει την αναγνώριση των δύο ειδών μεταξύ τους. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται πετρώδεις πλαγιές, γκρεμοί και φαράγγια, συνήθως σε ξηρές, άνυδρες θέσεις, από τις ακτές μέχρι τα 1.000-2.500 μ.[17]

Στην Ελλάδα, ο βραχοτσοπανάκος απαντά, αντίστοιχα, σε βραχώδεις ορεινές πλαγιές, πετρώδεις λόφους και παρόμοια ενδιαιτήματα (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[12]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος δεντροτσοπανάκος

Ο βραχοτσοπανάκος ανήκει σε μια οικογένεια πτηνών που χαρακτηρίζονται από μεγάλο -σε σχέση με το σώμα- κεφάλι, σχεδόν ανύπαρκτο λαιμό,[18] κοντή ουρά, ισχυρότατο ράμφος και πόδια. Συνήθως εμφανίζουν γκρίζα ή κυανογκρίζα άνω επιφάνεια σώματος και μαύρη οφθαλμική λωρίδα, που εκτείνεται από τη βάση του ράμφους μέχρι τον αυχένα.

Μοιάζει πολύ με τον δεντροτσοπανάκο, αλλά ο λάρυγγας, το στήθος, η κάτω επιφάνεια σώματος και οι πλευρές έχουν υπόλευκο ή καθαρά λευκό χρώμα και, μόνον αχνές, ωχροσκωριόχρωμες αποχρώσεις στην περιοχή της αμάρας. Το στιβαρό ράμφος είναι ελάχιστα μακρύτερο από του δεντροτσοπανάκου, πολύ μυτερό -σαν στιλέτο (sic), σκούρο γκρι, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια είναι ανοικτά καφετί ή γκριζωπά. Η περιοχή των πηδαλιωδών φτερών της ουράς δεν φέρει μελανό χρώμα,[19] ούτε και λευκά στίγματα.[20]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (12-) 13,5 έως 14,5 (-15,5) εκατοστά
  • Βάρος: 24 έως 37,5 γραμμάρια

Πηγές:[10][17][19][20][21][22][23][24][25][26]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βραχοτσοπανάκος θεωρείται εντομοφάγο πτηνό, αν και το διαιτολόγιο περιλαμβάνει και μικρή ποσότητα φυτικού υλικού. Ιδιαίτερη προτίμηση δείχνει στις αράχνες και σε κάποια έντομα, κυρίως κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Τον χειμώνα μπορεί να τρέφεται με σαλιγκάρια και φυτικό υλικό, κυρίως σπέρματα. Τα νεαρά άτομα τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με ιπτάμενα έντομα που επιλέγουν οι γονείς τους, τα οποία συλλαμβάνονται εν πτήσει.

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως οι δεντροτσοπανάκοι, οι βραχοτσοπανάκοι κινούνται με γρήγορες και απότομες κινήσεις και μικρά, διαδοχικά άλματα αλλά, αντίθετα με εκείνους, μόνο στα βράχια και τις μεγάλες πέτρες. Όταν το περιβάλλον είναι κατάλληλο (π.χ. Ελλάδα) απαντούν σε ικανοποιητικούς αριθμούς, δηλώνοντας την παρουσία τους λόγω της δυνατής φωνής τους, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.[15]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βραχοτσοπανάκος έχει πολύ δυνατό, διαπεραστικό και υψίσυχνο κάλεσμα που, τις περισσότερες φορές προδίδει την παρουσία του στον χώρο. Το κάλεσμα αυτό μοιάζει με σφύριγμα και ερμηνεύει, εν πολλοίς, την ονομασία του γένους (βλ. Ονοματολογία). Το τραγούδι του μοιάζει με του δεντροτσοπανάκου, αλλά είναι λιγότερο μελωδικό,[20] το οποίο αρθρώνει από εκτεθειμένη θέση (perching). Γενικά, είναι πολύ πιο θορυβώδης από αυτόν.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Sitta neumayer syriaca
Χαρακτηριστική φωλιά βραχοτσοπανάκου

Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή: Μάρτιο με Απρίλιο (Ισραήλ), Απρίλιο (Ιράν), μέσα Απριλίου με τέλη Μαΐου (Ελλάδα).[26] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο, σπανιότερα δύο φορές.[27]

Η φωλιά κατασκευάζεται στην κοιλότητα ή ρηχή ρωγμή κάποιου βράχου, σπανιότερα στην κουφάλα ενός δένδρου και διαφέρει αρκετά από εκείνη του δεντροτσοπανάκου. Η βάση της φωλιάς βρίσκεται μέσα στη ρωγμή αλλά το μεγαλύτερο τμήμα της (15-19 εκ.) εξέχει από αυτήν. Το δομικό υλικό είναι σκληρή λάσπη και το σχήμα της είναι σφαιρικό ή σφαιροειδές (σαν «φλάσκα»), αλλά η άκρη εμφανίζει κωνική προέκταση (2,5 εκ), όπου βρίσκεται η στενή είσοδος. Το εσωτερικό της φωλιάς επιστρώνεται με βρύα, τρίχες, μαλλί και πολλά, μικρά φτερά. Η διάρκεια κατασκευής μπορεί να φθάσει τις 10 ημέρες.[27]

Η γέννα αποτελείται από 6 έως 10 (-13) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 20,6 Χ 15,3 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, διαρκεί 15-18 ημέρες,[26] αλλά παρατείνεται σε κακές καιρικές συνθήκες.[27] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 23-25 ημέρες.[26]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του και των λίγων κινδύνων που αντιμετωπίζει. δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[5][28]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βραχοτσοπανάκος στη Λέσβο

Ο βραχοτσοπανάκος απαντά σε μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής επικράτειας, όπου αναπληρώνει τον δεντροτσοπανάκο στις βραχώδεις περιοχές, αλλά απουσιάζει από τις περισσότερες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.

Παρόλο που δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, απαντά σε μεγάλα νησιά του Ιονίου (Κέρκυρα, Λευκάδα, Ζάκυνθο),[15] ενώ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το taxon της Λέσβου, από συστηματική άποψη (βλ. Εισαγωγή και Πίνακα υποειδών). Για την Κρήτη υπάρχουν ελάχιστες αναφορές από το 1994, όχι όμως από τις Κυκλάδες.[15]

Προτιμά τις βραχώδεις ασβεστολιθικές θέσεις για φώλιασμα, αλλά συχνά επισκέπτεται παλιές κατοικίες ή ερείπια. Υψομετρικά, κινείται σε πεδινές περιοχές κάτω από τα 800 μ., αλλά έχει καταγραφεί σε ορεινές θέσεις, στα 1.600 μ. (Πελοπόννησος).[15]

Η Ελλάδα φιλοξενεί τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη,[29] αλλά τα στοιχεία παραμένουν ελλιπή (ΝΕ).[30]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο ο Βραχοτσοπανάκος απαντά και με τις ονομασίες: Σφυριχτής (Αττική), Τσοπανάκι και Τσοπανοπούλι.[31]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Παρόλο που στην ελληνική βιβλιογραφία έχει επικρατήσει η γραφή χωρίς μ, εν τούτοις είναι ορθότερος ο όρος δεντροτσομπανάκος με βάση την ετυμολογία της λέξης: [ΕΤΥΜ. δεντροτσομπανάκος < τσομπανάκος < τσομπάνης < çoban (τουρκ.) < περσ. Soban < goban «βουκόλος»].[32]

ii. ^ Για την ορθότητα της γραφής με δύο -τ- βλ. Ονοματολογία

iii. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (4th ed.) ταξινομική. Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 646
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=563027
  3. Howard & Moore (4th ed.)
  4. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EN&avibaseid=7655BCC3&sec=summary&ssver=1
  5. 5,0 5,1 5,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22711205/0
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 ΠΛΜ, 54:435
  7. 7,0 7,1 http://www.hbw.com/species/eurasian-nuthatch-sitta-europaea
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 http://www.hbw.com/species/western-rock-nuthatch-sitta-neumayer
  9. 9,0 9,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711205
  10. 10,0 10,1 Heinzel et al, p. 312
  11. 11,0 11,1 http://ibc.lynxeds.com/species/western-rock-nuthatch-sitta-neumayer
  12. 12,0 12,1 Όντρια (Ι), σ. 181
  13. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 161
  14. Σφήκας, σ. 70
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 Handrinos & Akriotis, p. 272
  16. Σφήκας, σ. 98
  17. 17,0 17,1 Mullarney et al, p. 350
  18. Mullarney et al, p. 348
  19. 19,0 19,1 Όντρια, σ. 181
  20. 20,0 20,1 20,2 Bruun, p. 272
  21. Flegg, p. 210
  22. Perrins, p. 184
  23. http://www.ibercajalav.net
  24. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  25. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2015. 
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 planetofbirds.com
  27. 27,0 27,1 27,2 Harrison, p. 288
  28. birdlife.org
  29. http://www.iucnredlist.org/details/22711205/0
  30. Χανδρινός Γιώργος (Ι)
  31. Απαλοδήμος, σ. 26
  32. Μπαμπινιώτης, σ. 1813

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • del Hoyo, Josep, Elliott, Andrew; Sargatal, Jordi; Christie, David A (eds.). Sittidae. Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
  • Snow, David; Perrins, Christopher M (editors) (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition 2. Oxford: Oxford University Press. pp. 1037–1040. ISBN 0198501889.