Πύρρουλας
Πύρρουλας | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρσενικός πύρρουλας
| ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Pyrrhula pyrrhula (Πύρρουλας ο πυρρός) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Pyrrhula pyrrhula caspica |
Ο Πύρρουλας είναι πτηνό της οικογενείας των Σπιζιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pyrrhula pyrrhula και περιλαμβάνει 12 υποείδη.[2]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Pyrrhula pyrrhula pyrrhula (Linnaeus, 1758).[2]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λατινική ονομασία του γένους Pyrrhula έχει ελληνική προέλευση και είναι η ακριβής απόδοση της λέξης Πύρρουλας, με σαφή αναφορά στην πυρρόχρωμη κάτω επιφάνεια του αρσενικού. Είναι πιθανόν, την ονομασία να έδωσε πρώτος ο Αριστοτέλης, ως Πυρραλίς.[3]
Συστηματική Ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, το 1758, ως Loxia pyrrhula. Η ταξινομική του έχει αρκετά προβλήματα, δεδομένου οτι δεν υπάρχουν ακόμη επαρκείς χρωμοσωμικές μελέτες για να είναι αρκετά ξεκάθαρη, με κύρια διαφωνία το, εάν το υποείδος Pyrrhula pyrrhula murina πρέπει να αναβαθμιστεί στο διακριτό είδος Pyrrhula murina ή να παραμείνει ως έχει, με πιθανότερη κατάληξη το πρώτο. Ωστόσο, μία δεκαετία περίπου μετά την εισηγμένη πρόταση (1993), υπάρχουν ακόμη διαφωνίες και, χρειάζονται περαιτέρω στοιχεία για να ληφθεί το τελικό συμπέρασμα.[4][5] Επίσης, το υποείδος Pyrrhula pyrrhula paphlagoniae, πιθανόν να διαγραφεί ως ξεχωριστό taxon, κατόπιν επισταμένης εξέτασης συλλεχθέντων δειγμάτων.[6]
Τέλος, όπως φαίνεται και από την γεωγραφική κατανομή, τα διάφορα υποείδη αλληλοεπικαλύπτονται σε αρκετές περιπτώσεις, δημιουργώντας επί πλέον προβλήματα στην κατάταξή τους.
Από την εξέταση ενός οστού που βρέθηκε σε στρωματώσεις του Τεταρτογενούς στη Ρώμη, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι, οι πρόγονοι του γένους έζησαν από το Μέσο Πλειστόκαινο και κατόπιν,[7][8] με πλησιέστερα συγγενικά είδη τα Carduelis tristis και Carpodacus purpureus.[9]
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πύρρουλας είναι αποκλειστικά ευρασιατικό είδος με εξάπλωση, σε γενικές γραμμές, όλη σχεδόν την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την ανατολική Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας, της Σιβηρίας και της χερσονήσου Καμτσάτκα. Τα νότια όρια της επικρατείας είναι περίπου στο ύψος της βόρειας Ισπανίας, τα Απέννινα, την βόρεια Ελλάδα και, μέσω της βόρειας Μικράς Ασίας μέχρι περιοχές στο βόρειο Ιράν και το Καζακστάν.
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής και μόνιμοι (επιδημητικοί) πληθυσμοί | Περιοχές διαχείμασης και μετανάστευσης |
---|---|---|---|
1 | Pyrrhula pyrrhula caspica | Β Ιράν, Αζερμπαϊτζάν και περιοχές γύρω από την Κασπία Θάλασσα | Επιδημητικό |
2 | Pyrrhula pyrrhula cassinii | Ν Κοριάκ, Καμτσάτκα, Β και Δ ακτές της Θάλασσας Οχότσκ, Β Κουρίλες | Ν και ΝΑ Ρωσία, Σαχαλίνη, Ιαπωνία και ΒΑ Κίνα |
3 | Pyrrhula pyrrhula cineracea | Δ, ΝΚ και Ε Σιβηρία, ποταμός Ομπ, όρη Αλτάι προς Β Μογγολία και περιοχές κοντά στη Βαϊκάλη, πιθανόν και ΒΑ Κίνα (Β Χεϊλονγιάνγκ) | Επιδημητικό |
4 | Pyrrhula pyrrhula europoea | Δ Ευρώπη από το ύψος της Δ και Κ Γαλλίας και βορειοδυτικά προς Βέλγιο, Ολλανδία, Β Γερμανία και Δ Δανία, νότια μέχρι Β Ιταλία | Επιδημητικό |
5 | Pyrrhula pyrrhula griseiventris | περιοχές Αμούρ-Ουσούρι, Σαχαλίνη, Κ και Ν Κουρίλες προς Ιαπωνία (Χοκάιντο, Χονσού) | ΒΑ Κίνα (Χεϊλονγιάνγκ νότια προς Λιαονίνγκ), Κορέα, Κ και Ν Ιαπωνία |
6 | Pyrrhula pyrrhula iberiae | Β Ιβηρική, Ν Γαλλία (κυρίως στα Πυρηναία) | Επιδημητικό |
7 | Pyrrhula pyrrhula murina | Νήσος Σάο Μιγκέλ (Αζόρες) | Επιδημητικό, πιθανόν να αναβαθμιστεί σε διακριτό είδος. Κινδυνεύει άμεσα (CE) και έχουν ληφθεί σοβαρά μέτρα προστασίας του [4] |
8 | Pyrrhula pyrrhula paphlagoniae | ΒΔ Μικρά Ασία (Ν Εύξεινος Πόντος | Επιδημητικό, πιθανόν να διαγραφεί ως ξεχωριστό υποείδος |
9 | Pyrrhula pyrrhula pileata | Βρετανικά νησιά | Επιδημητικό |
10 | Pyrrhula pyrrhula pyrrhula | Β, ΑΚ και ΝΑ Ευρώπη (Β Ελλάδα, Κ Ρουμανία), Ουκρανία, Καζακστάν, Δ και Κ Σιβηρία ανατολικά προς Γιακουτία και όρη Βερχογιάνσκ, Β Μογγολία και Βαϊκάλη | Ν Ευρώπη, ΝΔ και Κ Ασία |
11 | Pyrrhula pyrrhula rosacea | ανατολικές εσχατιές Ρωσίας, Σαχαλίνη, ΒΑ Κίνα, Κορέα | Α Κίνα, Ιαπωνία |
12 | Pyrrhula pyrrhula rossikowi | ΒΑ Μικρά Ασία, περιοχές Καυκάσου (εκτός από ΝΑ) και Τρανσκαυκασίας, ΒΔ Ιράν | Επιδημητικό |
Πηγές:[2][10] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πύρρουλας, όπως φαίνεται και από την γεωγραφική κατανομή των διαφόρων υποειδών, είναι άλλοτε μεταναστευτικό πτηνό και άλλοτε, στις περισσότερες περιπτώσεις, προτιμάει την τοπική μετακίνηση εντός των ορίων επικρατείας του (επιδημητικό).
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, το Γιβραλτάρ και τη Μάλτα, το Μαρόκο, την Αλγερία και την Τυνησία.[1]
Στην Ελλάδα, ο πύρρουλας φωλιάζει, ως αρκετά σπάνιο επιδημητικό πτηνό στη βόρεια χώρα, αλλά απαντώνται και άτομα που έρχονται κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση για να διαχειμάσουν, οπότε απαντάται και νοτιότερα.[11][12]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πύρρουλες έχουν ως κύριο ενδιαίτημα το δάσος κωνοφόρων, ιδιαίτερα εκείνο της ερυθρελάτης, αλλά και περιοχές με αραιά κωνοφόρα ή μικτά δάση με λίγη βλάστηση. Μπορεί επίσης να βρεθεί στις άκρες ξέφωτων και, κατά μήκος δασικών δρόμων και μονοπατιών. Συχνάζει επίσης σε πάρκα, κήπους και νεκροταφεία, ιδιαίτερα στις πόλεις, αρκεί να υπάρχουν κοντά κωνοφόρα σε περίπτωση ανάγκης [13], ενώ την άνοιξη, απαντά ακόμη και σε οπωρώνες ή περιβόλια.
Στην Ελλάδα, παρομοίως, απαντά σε ανάλογα ενδιαιτήματα (δασωμένες περιοχές και κωνοφόρα) της βόρειας χώρας.[14]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πύρρουλας είναι μικρό πτηνό που εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό, με το αρσενικό να διαφέρει αρκετά από το θηλυκό στο χρωματισμό του πτερώματος, στοιχείο που το καθιστά εύκολα αναγνωρίσιμο στην παρατήρηση πεδίου.
Το αρσενικό έχει γκρίζα-μπλε ράχη, ενώ το κάτω μέρος της κοιλιάς, η περιοχή της αμάρας και το ουροπύγιο είναι λευκά. Εκείνο όμως που διακρίνει τα αρσενικά, είναι το ιδιαίτερο, φωτεινό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα στα μάγουλα, το στήθος, την άνω κοιλιακή χώρα και τις πλευρές (flanks), που έχει δικαίως χαρακτηριστεί ως «χρώμα της φωτιάς» και έχει δώσει στο είδος τη λαϊκή του ονομασία. Οι ταρσοί έχουν χρώμα σκούρο καφέ.
Το θηλυκό έχει γκρίζα-καφετί ράχη, ενώ η περιοχή του στήθους, οι πλευρές και η κάτω επιφάνεια έχουν ένα ελαφρύ γκρι-καφέ χρώμα με μια πολύ μικρή απόχρωση του κόκκινου. Οι ταρσοί είναι μαυριδεροί.
Κατά τα άλλα, και τα δύο φύλα έχουν τη χαρακτηριστική «σκυπτική» (squat) στάση και το κοντό, παχύ και ισχυρό ράμφος των σπιζιδών που ζουν στα δάση κωνοφόρων και τρέφονται με σπέρματα κώνων. Όλο το εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού, η κορυφή του και η λαρυγγική περιοχή είναι μαύρα, ενώ οι πτέρυγες έχουν σκουρόγκριζα-μαυριδερή άνω επιφάνεια, με γκρίζα, γκριζόλευκη ή λευκή περιοχή -ανάλογα με το υποείδος- (wingbar) στα καλυπτήρια και κοντά στους ώμους, ιδιαίτερα διακριτή κατά την πτήση. Η ουρά αποτελείται από σκούρα γκρι πηδαλιώδη φτερά αλλά με μαύρα καλυπτήρια, ενώ το ράμφος και η ίριδα έχουν μαύρο χρώμα.
Στα νεαρά άτομα, η κορυφή του κεφαλιού δεν είναι μαύρη και το γενικότερο χρώμα του πτερώματος είναι ανοικτό καφέ.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (14-)15 έως 16(-17)εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 22 έως 26 εκατοστά
- Βάρος: 21 έως 27 γραμμάρια [15]
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πύρρουλας τρέφεται κυρίως με ημιώριμους και ώριμους σπόρους άγριων φυτών και δέντρων, καθώς και μπουμπούκια, ενώ κατά καιρούς τρώει βατόμουρα (Ribes sp.) και έντομα. Προτιμώνται κυρίως οι σπόροι της τσουκνίδας (Urtica sp.), της σημύδας (Betula sp.) και της ερυθρελάτης (Picea sp.), ενώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τρέφεται με τους σπόρους της πικραλίδας (Taraxacum sp.), της στελλάριας (Stellaria spp.) και της καπσέλας (Capsella bursa pastoris), του μη μου άπτου (Myosotis sp.), του ζοχού (Sonchus sp.), και διαφόρων Polygonaceae (Rumex sp., Persicaria sp.). Τέλος, τα μπουμπούκια των οπωροφόρων δένδρων τρώγονται μόνο τον χειμώνα και την άνοιξη.
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τόσο η πτήση, όσο και η κίνηση του πτηνού είναι αργές και εξαιρετικά προσεκτικές, με το πέταγμα να είναι «κυματιστό» (undulating), όπως πολλών δασόβιων στρουθιόμορφων. Είναι ημερόβιο και ελάχιστα εδαφικό, παρά το γεγονός ότι υπερασπίζεται την περιοχή φωλιάσματος. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής συμπεριφέρεται πολύ διακριτικά, αναζητώντας καταφύγιο σε φράχτες ή θάμνους, το χειμώνα, όμως, είναι εύκολο να παρατηρηθεί.
Σε όλες τις εποχές, εκτός από την εποχή αλλαγής πτερώματος, λαμβάνουν χώρα σκηνές ερωτοτροπίας κυρίως στα τέλη φθινοπώρου, οπότε σχηματίζονται μικρές ομάδες έως και δέκα άτομα, με τα μεγαλύτερα σμήνη να διαλύονται κατά την περίοδο από τα τέλη Φεβρουαρίου έως τις αρχές Μαρτίου και πάλι. Μερικά πουλιά, ωστόσο, περνούν τον χειμώνα μαζί, κυρίως παλιά ζευγάρια, που προτιμούν να μείνουν πιστά στο σύντροφό τους.
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πύρρουλες είναι μονογαμικά πουλιά, με τα ζευγάρια να σχηματίζονται εν μέρει πριν από την έναρξη του χειμώνα, αλλά τις περισσότερες φορές το Φεβρουάριο. Η σεξουαλική ωριμότητα αποκτάται από το 1ο έτος της ηλικίας και η αναπαραγωγική περίοδος είναι από τον Απρίλιο μέχρι το Μάιο, αλλά μπορεί να παραταθεί μέχρι τον Αύγουστο.
Μετά από το τελετουργικό ερωτοτροπίας και, εφόσον τα πουλιά έχουν επιλέξει ο ένας τον άλλο, υπάρχει η διαδικασία της «μίμησης νεοσσών» (infantilism), κατά την οποία το θηλυκό προσποιείται ότι είναι νεοσσός -προσκαλεί το αρσενικό με κραυγές μιμητισμού και με τρεμάμενα φτερά- που χρειάζεται σίτιση, με το αρσενικό να ανταποκρίνεται. Ωστόσο, αυτή η τελετουργία χρησιμοποιείται κυρίως για να πιστοποιηθεί η κυριαρχία του αρσενικού.
Το φώλιασμα γίνεται σε δάση με θαμνώδες υπόβαθρο, σε άκρες δασών, θαμνότοπους, κήπους, κατά μήκος φρακτών και φυτειών. Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό, συνήθως σε ένα απλό ή αγκαθωτό (Rubus sp.) θάμνο, ή πιο σπάνια σε ένα κωνοφόρο, 120-180 εκατοστά από το έδαφος. Είναι μία χαλαρή κατασκευή από λεπτά κλαδιά, βρύα και λειχήνες, με μία μικρότερη θολωτή κατασκευή στο εσωτερικό της, αποτελούμενη από ρίζες και τρίχες, ενώ τα υποείδη που ζουν στις βόρειες επικράτειες χρησιμοποιούν τριχωτούς λειχήνες.[16] Η κατασκευή ολοκληρώνεται στις 5-6 ημέρες.[17]
Η ωοτοκία πραγματοποιείται εφάπαξ στις βόρειες και ανατολικές περιοχές, όμως σε άλλες περιοχές μπορεί να γίνει δύο ή και τρεις φορές. Η γέννα αποτελείται από 4-5, σπάνια 7 αβγά, που εναποτίθενται μέρα παρά μέρα, συνήθως το πρωί. Η επώαση πραγματοποιείται από το θηλυκό, αρχίζει μετά την εναπόθεση και του τελευταίου αβγού, ενώ το αρσενικό την εφοδιάζει με τροφή και, διαρκεί 12-14 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, σιτίζονται και επιτηρούνται από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή για τις πρώτες 6 ημέρες, κατόπιν φέρνει τροφή και το θηλυκό. Οι νεοσσοί παραμένουν στη φωλιά για 12-18 ημέρες, ενώ ανεξαρτητοποιούνται στις 35 ημέρες, περίπου.[18]
Στην Ελλάδα, ο πύρρουλας είναι επιδημητικός κατά μεγάλο ποσοστό και φωλιάζει στη βόρεια χώρα, έρχονται όμως και άτομα κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση για διαχείμαση.[11][12]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος δεν φαίνεται να κινδυνεύει από κάποια συγκεκριμένη απειλή, γι’αυτό η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αν και υπάρχει μείωση των πληθυσμών του, λόγω απωλείας των ενδιαιτημάτων του.[1]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο ο Πύρρουλας απαντά και με τις ονομασίες Πύρρουλος και Πυρρούλας [3][19]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Pyrrhula pyrrhula στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 756-7
- ↑ 3,0 3,1 Απαλοδήμος, σ. 49
- ↑ 4,0 4,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2013.
- ↑ Howard and Moore, p. 757, note 2
- ↑ http://www.freewebs.com/guykirwan/Kirwan_28(1)_-_ssp_Turkey.pdf
- ↑ Bedetti
- ↑ Janossy
- ↑ Voous
- ↑ BirdLife International and NatureServe (2012). «Pyrrhula pyrrhula: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ 11,0 11,1 Όντρια, σ. 164-5
- ↑ 12,0 12,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 162
- ↑ Heinzel et al., p. 346
- ↑ Όντρια, σ. 165
- ↑ Perrins, p. 198
- ↑ Harrison, p. 301
- ↑ Bezzel
- ↑ Harrison, p. 302
- ↑ Όντρια, σ. 164
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 51 , λήμμα «Πύρρουλας»
- Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
- C. Bedetti: Update Middle Pleistocene fossil birds data from Quartaccio quarry (Vitinia, Roma, Italy). Dipartimento di Scienze della Terra, Università degli Studi di Roma „La Sapienza“, Roma, Italy - The World of Elephants - International Congress, Rome 2001, Weblink
- Einhard Bezzel: Kompendium der Vögel Mitteleuropas. Singvögel. Wiesbaden, 1993
- D. Janossy: Humeri of Central European smaller Passeriformes. Fragmenta Mineralogica et Paleontologica, 11: 85-112, 1983
- K. H. Voous: Distributional History of Eurasian Bullfinches, Genus Pyrrhula. The Condor, Vol. 51: 52-81, 1949, Weblink
- Ramos, J. 1995. The diet of the Azores Bullfinch Pyrrhula murina and floristic variation within its range. Biological Conservation 71: 237-249.
- Ramos, J. A. 1996. Action plan for the Azores Bullfinch (Pyrrhula murina). In: Heredia, B.; Rose, L.; Painter, M. (ed.), Globally threatened birds in Europe: action plans, pp. 347–352. Council of Europe and BirdLife International, Strasbourg.
- LIFE Priolo Project. 2007. Priolo: an endangered species, a threatened habitat.
- Teodósio, J. 2005. Ο Priolo e a Flor de Laranjeira. Pardela 24: 8-9.
- Teodósio, J. 2006. Monitorização uma ferramenta essencial. Pardela: 8-9.
- Ramos, J.; Farragola, A. J.; Hilton, G. 2005. Priolo census data analysis 1991-2005: preliminary report on action F6 of Project LIFE/Priolo, LIFE NAT/P/000013.
- SPEA. 2009. Species Guardian Action Update February 2009: Azores Bullfinch Pyrrhula murina 1st Progress report. Available at: #http://www.birdlife.org/extinction/pdfs/Azores_Bullfinch_Guardian_update_Feb09.pdf[νεκρός σύνδεσμος].
- Ceia, R.; Heleno, R.; Ramos, J. A. 2009. Summer abundance and ecological distribution of passerines in native and exotic forests in São Miguel, Azores. Ardeola 56(1): 25-39.
- Teodósio J.; Ceia, R.; Costa, L. 2009. Species Action Plan for the Azores Bullfinch Pyrrhula murina in the European Union. 19. Available at: http://ec.europa.eu/environment/nature/conservation/wildbirds/action_plans/docs/pyrrhula_murina.pdf.
- BirdLife International. 2009. Species factsheet: Pyrrhula murina. . Available at: http://www.birdlife.org.
- Ceia, R.S., Sampaio, H.L., Parejo, S.H., Heleno, R.H., Arosa, M.L., Ramos, J.A. and Hilton, G.M. 2011. Throwing the baby out with the bathwater: does laurel forest restoration remove a critical winter food supply for the critically endangered Azores bullfinch? Biological Invasions 13: 93-104
- Ceia, R. 2008. Monitorização da população de Priolo. Relatório da acção F6 do Projecto LIFE Priolo. Sociedade Portuguesa para ο Estudo das Aves, Lisboa.