Πρίγκηπος
Συντεταγμένες: 40°51′28″N 29°07′12″E / 40.85778°N 29.12000°E
Πρίγκηπος | |
---|---|
Χώρα | Τουρκία |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία Κωνσταντινούπολης |
Έκταση | 5,4 km² |
Πληθυσμός | 7.335 |
Ταχυδρομικός κώδικας | 34970 |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 40°51′28″N 29°7′12″E |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Πρίγκηπος (τουρκ. Büyükada = μεγαλονήσι) είναι το μεγαλύτερο από την ομώνυμη εξ αυτού συστάδα των εννιά Πριγκηπονήσων της Προποντίδας. Απέχει 11 περίπου ναυτικά μίλια N.ΝA. από τη Γέφυρα Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, ενάμισι από τα απέναντι παράλια και μόλις μισό μίλι από την γειτονική Χάλκη. Έχει έκταση 5,4 τ.χλμ. και συνολικό πληθυσμό 7.335 κατοίκους.
Είναι η κατ' εξοχήν Πριγκηπόνησος, από την οποία πήραν το όνομά τους όλα τα Πριγκηπόννησα. Ως «Νήσος του Πρίγκηπος» αναφέρεται από βυζαντινούς χρονικογράφους από τις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ.
Αρχαία εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τάφοι και νομίσματα, τα οποία κατά καιρούς βρέθηκαν στο νησί, αποδεικνύουν την ύπαρξη αρχαίου οικισμού, του οποίου ο χώρος δεν έχει ερευνηθεί. Πιθανότατα βρισκόταν κοντά στα αρχαία μεταλλεία, όπου μεταγενέστερα χτίστηκε το βυζαντινό χωριό «Καρυές». Το πιο χαρακτηριστικό εύρημα είναι ο λεγόμενος «Θησαυρός της Πριγκήπου», που ανακαλύφθηκε τυχαία στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Αποτελείται από αρχαία νομίσματα διαφόρων περιόδων: αρχαϊκά ήλεκτρα της Κυζίκου του 6ου αιώνα π.Χ. και χρυσούς στατήρες της Λαμψάκου και του Παντικάπαιου.
Το νησί αναφέρεται από τον Αριστοτέλη ως «η κυρίως Δημόνησος», μιας και «Δημόνησοι» αποκαλούνταν στην αρχαιότητα τα Πριγκηπόνησα, από κάποιον πρώτο οικιστή ονόματι «Δημόνησο». Ο γεωγράφος Αρτεμίδωρος, το 100 π.Χ., την ονομάζει «Πιτυώδη», δηλαδή πευκόφυτο, ενώ ο Πλίνιος Σεκούνδος το 23 π.Χ. την αποκαλεί «Μεγάλην Προποντίδα Νήσον». Τέλος, ο Ησύχιος ο Μιλήσιος, τον 6ο αιώνα μ.Χ., την αποκαλεί «Πιτυούσα». Προφανώς, το όνομα αυτό είχε επικρατήσει για πολλούς αιώνες λόγω της σχετικής δασώδους βλάστησης.
Χριστιανική εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα του 6ου αιώνα το νησί υπήρξε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄ Κουροπαλάτη, ο οποίος το 569 έκτισε ανάκτορο και μονή κοντά στο λιμάνι, σύμφωνα με τους βυζαντινούς ιστορικούς Γ. Κεδρηνό, Λέοντα Γραμματικό και Θεοφάνη.[1] Το παλάτι αυτό του Ιουστίνου υπήρξε η αιτία να αποκληθεί το νησί: «Νήσος του Πρίγκηπος», ονομασία που διατήρησε μέχρι σήμερα. Κατά πάσα πιθανότητα το ανάκτορο του Ιουστίνου βρισκόταν στα πέριξ του σημερινού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου, όπως προκύπτει από ανασκαφικά ευρήματα.
Σε όλη τη βυζαντινή περίοδο η Πρίγκηπος υπήρξε εύκολη λεία για τους κατά καιρούς επιδρομείς που πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Άραβες, Σλάβοι, Λατίνοι και Ρως λεηλάτησαν τις Καρυές ή Καρυά, που αποτελούσε το μοναδικό οικισμό του νησιού. Βρισκόταν στον όρμο του Αγίου Νικολάου, στα ανατολικά παράλια του νησιού και τον κατοικούσαν φτωχοί αλιείς. Κοντά στις Καρυές λειτουργούσε μεγαλοπρεπής γυναικεία μονή, τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα. Οι Καρυές και η μονή πυρπολήθηκαν από Λατίνους σταυροφόρους το 1182, σε αντίποινα των σφαγών και λεηλασιών που είχαν υποστεί οι ομόδοξοί τους έμποροι στην Πόλη από το βυζαντινό όχλο. Οι φλόγες που κατέκαυσαν το χωριό και το μοναστήρι υψώνονταν σε τέτοιο ύψος που φαίνονταν από την Κωνσταντινούπολη.
Το 14ο αιώνα ο φιλόδοξος ναύαρχος του βυζαντινού στόλου Μεγαδούκας Αλέξιος Απόκαυκος έκτισε τρεις ψηλούς πύργους στο νησί. Τα ερείπιά τους υπήρχαν ως τα τέλη του 19ου αιώνα στη θέση κάτω Πηγάδι της χώρας. Στους πύργους υπήρχε φρουρά τριάντα ανδρών, η οποία αμύνθηκε σθεναρά στην πολιορκία της Πριγκήπου από τον Μωάμεθ Β΄ στις 17 Απριλίου 1453. Παραδόθηκε μόνο όταν οι πολιορκητές άναψαν πυρ εξωτερικά, το ύψος του οποίου ξεπερνούσε το ύψος των πύργων και τους κατέπνιγε. Τότε ο Μωάμεθ τους μεν άνδρες της φρουράς τους θανάτωσε όλους, τους δε κατοίκους πούλησε ως σκλάβους ερημώνοντας το νησί.
Εξόριστοι στην Πρίγκηπο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη μακροχρόνια βυζαντινή εποχή πολλές γνωστές προσωπικότητες έζησαν ως εξόριστοι στην Πρίγκηπο. Στα χρόνια του Μέγα Κωνσταντίνου εξορίστηκε στην Πρίγκηπο ο αρχιεπίσκοπος της Μεγάλης Αρμενίας, Ναρσής Α΄. Στα χρόνια του Ιουστινιανού περιορίστηκε προσωρινά στο νησί ο έκπτωτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου εξορίστηκε στην Πρίγκηπο ο συνωμότης Αταλάριχος, νόθος γιος του αυτοκράτορα. Στα χρόνια της εικονομαχίας εξορίστηκε στη γυναικεία μονή του νησιού η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία. Επίσης, ο Λέων Ε΄ Αρμένιος εξόρισε εδώ τον υπέρμαχο των εικόνων Θεόδωρο Στουδίτη με μαθητές και συγγενείς του. Μια σπηλιά στους βράχους της ακτής, κάτω από ένα παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, υποδεικνυόταν ως ο τόπος φυλάκισης του Θεοδώρου. Στη γυναικεία μονή της Πριγκήπου έζησε έγκλειστη η πριγκίπισσα Ευφροσύνη, θυγατέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ', από το 797 που ήταν μόλις επτά ετών μέχρι την ενηλικίωσή της και ξανά από το 842 ως το τέλος της ζωής της. Εξόριστες έζησαν επίσης εδώ οι αυτοκράτειρες Ζωή Πορφυρογέννητη, κόρη του Κωνσταντίνου Η΄, το 1042 και η Άννα Δαλασσινή το 1072.
Οθωμανική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σουλτάνος παραχώρησε την επικαρπία των Πριγκηπονήσων στον Καπουδάν πασά, τον αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου. Αυτός έκτισε έναν πύργο, του οποίου τα ερείπια σώζονταν κοντά στον Άγιο Νικόλαο ως το 1980. Τον 16ο αιώνα ο Γάλλος περιηγητής Pierre Gylli αναφέρει ότι εκτός από τις αρχαίες Καρυές, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στα βορειοανατολικά του νησιού ένας νέος οικισμός, η σημερινή «Χώρα». Το 1545 σε οθωμανικό έγγραφο σημειώνονται στην Πρίγκηπο τρεις οικισμοί:
- Kariye-i Rumiyan: η κυρίως Χώρα.
- Kariye-i Kariye: οι παλιές Καρυές, στις οποίες κατοικούσαν 49 μόνο κάτοικοι.
- Kariye-i Serifiyan: άγνωστος σήμερα μικρός οικισμός που βρισκόταν μάλλον στην εύφορη κοιλάδα του Νιζαμιού.
Από μεταγενέστερη απογραφή, στην οποία καταγράφονται όλα τα ονόματα των κατοίκων, προκύπτει ότι στο νησί ζούσαν μόνον Έλληνες. Οι Καρυές σταδιακά εγκαταλείπονται. Το τελικό πλήγμα στην παλιά πόλη προήλθε είτε από πυρκαγιά που την κατέκαυσε στα τέλη του 16ου αιώνα είτε από ένα μεγάλο σεισμό, στον οποίο καταποντίστηκε τμήμα του παράλιου οικισμού μαζί με το ναό του Αγίου Νικολάου. Οι συμφορές αυτές ανάγκασαν τους λίγους εναπομείναντες κατοίκους να μετακομίσουν οριστικά στη Χώρα. Έκτοτε στους οθωμανικούς κώδικες η θέση σημειώνεται ως: «Batimis manastir» δηλαδή: «βυθισμένο μοναστήρι».
Το 1547 αναφέρεται για πρώτη φορά ο σημερινός ενοριακός ναός της Χώρας, ο Άγιος Δημήτριος. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση υπήρχε και ένας παλιότερος ενοριακός ναός, του Αγίου Ιωάννου, ο οποίος κατεδαφίστηκε το 1924 από τις τουρκικές αρχές. Ήταν κοιμητηριακός ναός. Τέλος, παλιές εκκλησίες της Χώρας Πριγκήπου αναφέρονται: η Θεοτόκος Ελεούσα και η Αγία Φωτεινή, από την οποία έχει απομείνει μόνον το ομώνυμο αγίασμα.
Το 17ο αιώνα η Χώρα απλωνόταν γύρω από τους τρεις βυζαντινούς πύργους και τον τεράστιο αιωνόβιο πλάτανο. Υπήρχαν κωπήλατα καΐκια που εκτελούσαν τη συγκοινωνία με την Πόλη και τα υπόλοιπα Πριγκηπόνησα, τα οποία άραζαν στην αποβάθρα του Αγίου Δημητρίου. Στην περιοχή των Καρυών είχε ιδρυθεί η μονή Αγίου Νικολάου. Επίσης, υπήρχε η μονή του Χριστού, κοντά στη Χώρα.
Στα μέσα του 18ου αιώνα ο μοναχός Ησαΐας έκτισε τη μονή Αγίου Γεωργίου Κουδουνά στην κορυφή του υψηλότερου βουνού της Πριγκήπου, πάνω στα ερείπια βυζαντινών κτισμάτων. Ανάμεσά τους υπήρχε και μια θέση που οι κάτοικοι ονόμαζαν «Άγιος Γεώργιος», από κάποιο παλιό ξωκλήσι. Ο ελληνικός χαρακτήρας του νησιού είναι πασίδηλος και το αναφέρουν όλοι οι περιηγητές. Ο μοναδικός Τούρκος που κατοικούσε στο νησί ήταν ο γραμματέας του κυβερνήτη.[2]
19ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα μέσα του 19ου αιώνα μια πυρκαγιά κατέκαυσε τις παλιές γειτονιές της Χώρας, που βρίσκονταν γύρω από τον πλάτανο. Στη συνέχεια η πόλη ανοικοδομείται και σταδιακά αποκτά πιο αρχοντική όψη. Αρχίζει να εξελίσσεται σε παραθεριστικό θέρετρο των πλούσιων κατοίκων της Πόλης. Η παλιά κοινωνία των ψαράδων και των οινοπαραγωγών μετατρέπεται σε κοσμική κοινωνία. Στην παραλία περπατούν στολισμένες κυρίες της καλής κοινωνίας, στα μαγαζιά συχνάζουν εύποροι έμποροι και καπεταναίοι, όχι μόνον Έλληνες, αλλά και Αρμένηδες, Εβραίοι και Ευρωπαίοι. Επίσης, πρέσβεις και πρόξενοι μεγάλων χωρών με τις οικογένειές τους. Θέρετρα και βίλες κατακλύζουν τη βορειοδυτική περιοχή ως τη Χρυσή Γλώσσα και λαμπρά μέγαρα την ανατολική ως τον Άγιο Νικόλαο.
Παράλληλα, η τοπική κοινότητα κτίζει και συντηρεί σχολεία αγοριών και κοριτσιών, ανακαινίζει τους ναούς, φροντίζει για τους ανήμπορους, τους γέροντες και τα ορφανά και γενικά λειτουργεί ένα σύστημα κοινωνικής μέριμνας. Επίσης, λειτουργούσαν δύο ιδιωτικά σχολεία: του Φωτίου και του Τριανταφυλλίδου με 42 μαθητές. Με το τέλος του αιώνα στην Πρίγκηπο κατοικούσαν 15.000 κάτοικοι, κυρίως Έλληνες. Το τέλος της «ανέμελης» αυτής περιόδου θα ξεκινήσει με την έναρξη των βαλκανικών πολέμων, το 1912.[3]
Νεότερη εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την περίοδο της ανακωχής (1918-22) ακολουθούν τα γεγονότα του 1922. Η Πρίγκηπος δέχεται εκατοντάδες πρόσφυγες και ορφανά, που φιλοξενήθηκαν στο Ορφανοτροφείο της μονής του Χριστού. Την επιστροφή των Τούρκων το 1923, ακολουθεί η σταδιακή αποχώρηση πολλών Ελλήνων και η υποχρεωτική απαλλοτρίωση από το τουρκικό κράτος των ιδιοκτησιών τους που θεωρήθηκαν εγκαταλελειμμένες. Τότε εγκαθίστανται οι πρώτοι Τούρκοι μόνιμοι κάτοικοι στο νησί.
Το 1924 η Πρίγκηπος γίνεται έδρα της νέας μητρόπολης Πριγκηποννήσων, η οποία ιδρύθηκε τότε αποσπώντας τα νησιά από τη μητρόπολη Χαλκηδόνος, στην οποία ανήκαν παλαιόθεν. Όμως, αυτό δεν βοηθάει και πολύ τη ζωή της τοπικής κοινωνίας. Το 1926 κατεδαφίζεται αυθαιρέτως από τους Τούρκους ο μικρός παλαιός ναός του Αγίου Ιωάννη. Επίσης, απαλλοτριώνεται και γκρεμίζεται ένα τμήμα της Παναγίας Ελεούσας και γενικά γίνεται κάθε προσπάθεια ώστε να γίνει δύσκολη η ζωή της ελληνικής μειονότητας. Μεταπολεμικά απαλλοτριώθηκαν πολλές εκτάσεις της μονής του Χριστού και το Ορφανοτροφείο που συντηρούσε η μονή αναγκάστηκε να κλείσει.[4]
Τα γεγονότα του 1955 με το πογκρόμ των ελληνικών εμπορικών μαγαζιών της Πόλης και του 1964 με τις απελάσεις, δείχνουν το δρόμο και στους Έλληνες της Πριγκήπου. Δηλαδή, ότι μόνη λύση είναι η αναχώρηση από την πατρίδα τους και εγκατάσταση στην Ελλάδα. Από τους 430 μαθητές και μαθήτριες που είχαν τα σχολεία του νησιού το 1908, μόλις 117 φοιτούσαν το 1961. Το 1970 είχαν απομείνει 55 και το 1980 μόνο 11.
Το μεγαλόπρεπο λιθόχτιστο σχολικό κτίριο έχει πλέον εγκαταλειφθεί, έπειτα από τις ζημιές που έπαθε στο σεισμό του 1999. Άλλωστε οι Έλληνες μαθητές σήμερα φτάνουν τους 20, ενώ το 2010 ήταν μολίς 5, και οι μόνιμοι Έλληνες κάτοικοι τους 520 στο σύνολο των 7335 κατοίκων της νήσου. Στην κεντρική αγορά της Χώρας, που κάποτε ήταν αποκλειστικά ελληνική, υπαρχούν περίπου 10 μαγαζιά μόνο ελληνικής ιδιοκτησίας.
Το καλοκαίρι του 2009, δέκα ακριβώς χρόνια μετά από το σεισμό του 1999, ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου λειτούργησε και πάλι (έχοντας πλέον ολοκληρωθεί οι εργασίες για την αποκατάσταση των ζημιών). Οι ενορίες στο νησί ειναι 2. Συγκεκριμένα:
- Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Δημητρίου, με 300 ενορίτες
- Ιερός Ναός Παναγίας, με 200 ενορίτες
Τα μοναστήρια του νησιού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γκαλερί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Αεροφωτογραφία του νησιού
-
Έπαυλη Οθωμανικής περιόδου
-
Έπαυλη Οθωμανικής περιόδου
-
Δρομάκι στο νησί και Οθωμανικές κατοικίες
-
Δρομάκι και κατοικίες
-
Το σπίτι που κατοικήθηκε σε μία περίοδο από τον Λέων Τρότσκι (Απρίλιος 1929 – Ιούλιος 1933)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Liesl Schillinger (July 8, 2011). «A Turkish Idyll Lost in Time». New York Times. http://travel.nytimes.com/2011/07/10/travel/buyukada-near-istanbul-is-an-island-idyll.html.
- ↑ «Büyükada Pier». Buyukada Island Travel Guide. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2011.
Today’s masonry structure constructed in a place of former wooden pier, built at Büyükada in 1899, was designed by Mihran Azaryan.
- ↑ «Buyukada Istanbul». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2018.
- ↑ Greek Orthodox orphanage, Europe’s largest wooden building, awaits salvation off Istanbul
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ακύλα Μήλλα, Πριγκηπόνησα, εκδ. ΤΑ ΝΕΑ, 2008, ISBN 978-960-6731-91-4