Μεσαιωνικό θέατρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πανηγύρι στο χωριό, πίνακας με θεατρική παράσταση του Πίτερ Μπρίγκελ του νεότερου

Το μεσαιωνικό θέατρο αναφέρεται στα θεατρικά δρώμενα στην περίοδο μεταξύ της πτώσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 5ο αιώνα και της Αναγέννησης περίπου τον 15ο αιώνα. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, το αρχαίο θέατρο ξεχάστηκε: οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας καταδίκασαν την υποκριτική τέχνη και ηθοποιοί, μουσικοί και χορευτές αποκλείστηκαν από τις χριστιανικές κοινότητες. Το μεσαιωνικό θέατρο αναγεννήθηκε κατά τον 10 αιώνα μ.Χ. από δραματοποιήσεις εκκλησιαστικών ακολουθιών. Έτσι, τα κύρια θεατρικά είδη ήταν θρησκευτικά, εμπνευσμένα από το λειτουργικό δράμα κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας: τα Μυστήρια, τα Θαύματα και οι Ηθικές αλληγορίες. Παράλληλα με αυτά αναπτύχθηκαν και έργα κωμικά: οι φάρσες και οι μωρίες και στον Ύστερο μεσαίωνα οι μάσκες, μια μορφή αυλικής ψυχαγωγίας.[1]

Η έλλειψη σωζόμενων αρχείων και κειμένων μπορεί να εξηγηθεί από το χαμηλό ποσοστό αλφαβητισμού και το γεγονός ότι ο κλήρος αντιτάχθηκε στο θέατρο, επομένως υπάρχουν λίγες διαθέσιμες πηγές από τον πρώιμο Μεσαίωνα και τον ώριμο Μεσαίωνα. Ωστόσο, στα τέλη του Μεσαίωνα, οι παραστάσεις άρχισαν να γίνονται πιο εκκοσμικευμένες και σώζεται μεγαλύτερος αριθμός έργων.[2]

Η περίοδος 500–900 μ.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έπεσε σε σοβαρή παρακμή κατά τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ., η έδρα της ρωμαϊκής εξουσίας μετατοπίστηκε στην Κωνσταντινούπολη στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα σωζόμενα στοιχεία για το βυζαντινό θέατρο είναι ελάχιστα, είναι γνωστό ότι οι μίμοι, η παντομίμα, οι γελωτοποιοί, οι απαγγελίες από τραγωδίες και κωμωδίες, οι χοροί και άλλες διασκεδάσεις ήταν πολύ δημοφιλείς. Η Κωνσταντινούπολη είχε δύο θέατρα που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τον 5ο αιώνα μ.Χ. Ωστόσο, η πραγματική συμβολή των Βυζαντινών στη θεατρική ιστορία είναι η διατήρηση πολλών κλασικών ελληνικών κειμένων, τα οποία συγκεντρώθηκαν στην τεράστια εγκυκλοπαίδεια Σούδα, από την οποία προέρχονται πολλές πληροφορίες για το ελληνικό θέατρο. Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, κάθε μορφή μιμήσεως ήταν «κοινό διδασκαλείο ασελγείας, δημόσιο γυμνάσιο ακολασίας και καθέδρα λοιμών». Τον 6ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όλα τα θέατρα έκλεισαν οριστικά.[3]

Στη Δύση, επίσης τα θέατρα θεωρήθηκαν διαβολική απειλή για τον Χριστιανισμό. Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Τατιανός, ο Τερτυλλιανός και ο Αυγουστίνος χαρακτήρισαν τη σκηνή ως όργανο διαφθοράς, ενώ η υποκριτική θεωρήθηκε αμαρτωλή επειδή η μίμηση της ζωής θεωρήθηκε εμπαιγμός της δημιουργίας του Θεού. Κάτω από αυτές τις επιρροές, η εκκλησία προσπάθησε να καταστείλει τις θεατρικές παραστάσεις ψηφίζοντας νόμους που τις απαγόρευαν. Απαγορεύτηκε στους ηθοποιούς να έχουν επαφή με Χριστιανές γυναίκες, να έχουν σκλάβους ή να φορούν χρυσαφικά. Αφορίστηκαν επίσημα, αποκλείστηκαν από τα ιερά μυστήρια, όπως γάμος και ταφή, και δυσφημίστηκαν σε όλη την Ευρώπη. Για πολλούς αιώνες στη συνέχεια, οι κληρικοί απαγόρευαν σε περιοδεύοντες ηθοποιούς να παίξουν στην περιοχή δικαιοδοσία τους.

Εκτός αυτού, από τον 5ο αιώνα, η Δυτική Ευρώπη βυθίστηκε σε γενική αναταραχή με τις επιδρομές βαρβαρικών φύλων, η οποία διήρκεσε μέχρι τον δέκατο αιώνα. Έτσι, οι οργανωμένες θεατρικές δραστηριότητες εξαφανίστηκαν από τη Δυτική Ευρώπη. Επιβίωσαν όμως καλλιτέχνες όπως ζογκλέρ, ακροβάτες, εκπαιδευτές ζώων, ταχυδακτυλουργοί, παλαιστές, βάρδοι, τροβαδούροι και τρουβέροι, μενεστρέλοι και παραμυθάδες υμνητές ηρωικών κατορθωμάτων με συνοδεία μουσικής, που, μόνοι ή σε μικρές ομάδες, σε όλη την Ευρώπη έδιναν παραστάσεις όπου έβρισκαν κοινό και έβρισκαν περιστασιακά καταφύγιο στις βασιλικές ή δουκικές αυλές ή σε πλούσιους άρχοντες. Μια περαιτέρω, αν και μικρή, επιρροή στην ανάπτυξη του θεάτρου είχαν οι λαϊκές γιορτές και παγανιστικές τελετές, τις οποίες αρχικά η Εκκλησία πολέμησε και τελικά αποφάσισε να τις ενσωματώνει στο δικό της λειτουργικό ημερολόγιο με την καθιέρωση αντίστοιχων Χριστιανικών γιορτών στις ίδιες ημερομηνίες. Χαρακτηριστική αυτής της ανοχής ήταν η Γιορτή των ανόητων, που καταγράφηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία στα τέλη του 12ου αιώνα, κατά την οποία οι ρόλοι αντιστρέφονταν και οι κατώτεροι κληρικοί, φορώντας γκροτέσκες μάσκες και μεταμφιέσεις, αναλάμβαναν τα πρωτεία και εξέλεγαν έναν επίσκοπο-παρωδία.[4]

Θρησκευτικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τρείς Μυροφόρες στον άδειο τάφο. Από εικονογραφημένο χειρόγραφο στα τέλη του 12ου αιώνα.

Λειτουργικό δράμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, αντιμέτωποι με το πρόβλημα της εξήγησης της νέας θρησκείας σε έναν κυρίως αναλφάβητο πληθυσμό, οι ιερείς εκκλησιών στον Πρώιμο Μεσαίωνα άρχισαν να σκηνοθετούν δραματοποιημένες εκδοχές βιβλικών γεγονότων σε συγκεκριμένες ημέρες του χρόνου, συμβάλλοντας στη δημιουργία από τον 9ο αιώνα του λειτουργικού δράματος. Τα κείμενα ήταν στα λατινικά και παρουσιάζονταν από ιερείς μέσα στις εκκλησίες σε σημεία με υποτυπώδη σκηνικά, όπως η φάτνη του Χριστού, ο θρόνος του Πιλάτου, ο Άγιος Τάφος.[5]

Η Χροσβίτα (935-973), μια μοναχή από την Κάτω Σαξωνία, έγραψε έξι θεατρικά έργα με θρησκευτικά θέματα στο ύφος των κωμωδιών του Τερέντιου αλλά σε τροποποιημένη και εκχριστιανισμένη μορφή που απηχούσε τη ζωή των μαρτύρων, που είναι τα πρώτα δυτικά δράματα από τη μετακλασική εποχή. Το Πασχαλινό τροπάριο Quem-Quaeritis (Ποιόν αναζητείτε;), που χρονολογείται από περίπου το 925, προέρχεται από το μοναστήρι Βενεδικτίνων του Αγίου Γάλλου στις ελβετικές Άλπεις και δραματοποιεί αντιφωνικά την επίσκεψη των τριών Μυροφόρων παρθένων στον τάφο του Ιησού και την αναγγελία της Ανάστασης. Στο Regularis Concordia των Βενεδικτίνων μοναχών του Γουίντσεστερ γύρω στο 970, σώζονται σκηνικές οδηγίες. Το Μυστήριο του Αδάμ (ανωνύμου, περ.1150) είναι το παλαιότερο σωζόμενο στα παλαιά γαλλικά. Τα χορωδιακά κείμενα και οι σκηνικές οδηγίες είναι στα λατινικά, ενώ το προφορικό κείμενο του έργου είναι στην καθομιλουμένη, κομβικό σημείο για τη μεταγενέστερη εξέλιξη του είδους.[6]

Το είδος εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Έως τον 13ο αιώνα είχαν δραματοποιηθεί θέματα από τις λειτουργίες του Πάσχα και των Χριστουγέννων και παρουσιάζονταν ένα ή δύο έργα ετησίως.

Τα Μυστήρια και τα Θαύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παράσταση Μυστηρίου

Από τον 13ο αιώνα και μετά, η απαγόρευση στους κληρικούς να συμμετέχουν στα λειτουργικά δράματα είχε ως αποτέλεσμα την εξέλιξη του είδους στα Μυστήρια: η οργάνωση των παραστάσεων πέρασε στις επαγγελματικές συντεχνίες των πόλεων, τα έργα παρουσιάζονταν στην καθομιλουμένη και όχι στα λατινικά, βγήκαν από τις εκκλησίες αρχικά στο προαύλιο ή τα σκαλοπάτια των εκκλησιών και στη συνέχεια στις δημόσιες πλατείες και αγορές και η αντιφωνική ψαλμωδία αντικαταστάθηκε με διαλόγους. Οι θεατρίνοι φορούσαν ρούχα της εποχής. Έτσι, ο αυστηρά θρησκευτικός χαρακτήρας ατόνισε και προστέθηκαν μη βιβλικές περικοπές: θέματα τροφοδοτημένα από θρύλους και τη λαϊκή παράδοση καθώς και απόκρυφα στοιχεία. Συγχρόνως, εξελίχθηκαν τα Θαύματα, έργα με αφήγηση της ζωής, των θαυμάτων και του μαρτυρίου αγίων, με σκοπό την εκπαίδευση και ψυχαγωγία του αναλφάβητου πληθυσμού.[7]

Ηθικές αλληγορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, στην πορεία της εκκοσμίκευσης του δράματος εμφανίστηκαν οι Ηθικές αλληγορίες, αλληγορικά έργα στα οποία οι χαρακτήρες ήταν προσωποποιημένες αφηρημένες έννοιες που αντιπροσώπευαν κακίες ή αρετές, όπως τη λαγνεία, τη φιλαργυρία, τη φιλανθρωπία ή το έλεος και προσπαθούσαν να πείσουν τον πρωταγωνιστή να τις ακολουθήσει. Στο τέλος περιλάμβαναν ένα θαύμα, συνήθως της Παναγίας. Τα θέματα είναι ακόμη θρησκευτικά αλλά το περιεχόμενο δεν ήταν πλέον αυστηρά καθορισμένο και εμφανίζονται ερωτήματα τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά για την κατάσταση της κοινωνίας. Έτσι, συνέβαλαν αποφασιστικά στην απομάκρυνση του θεάτρου από το θρησκευτικό χαρακτήρα. Η γλώσσα ήταν η καθομιλουμένη και παίζονταν σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους.[8]

Κωμικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φάρσες και Μωρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάμεσα στα θρησκευτικά θεατρικά έργα, που μερικές φορές διαρκούσαν ημέρες, και για να διασκεδάσουν το κοινό, οι διοργανωτές άρχισαν να εισάγουν φάρσες, αρχικά αυτοσχέδια κωμικά έργα που σταδιακά αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα. Οι φάρσες και οι μωρίες αποτελούσαν το μεσαιωνικό κοσμικό θέατρο, απαλλαγμένα από τον θρησκευτικό χαρακτήρα.[9]

Η σκηνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σκηνή των παραστάσεων ποίκιλε: παίζονταν συνήθως στη μέση του δρόμου, αλλά στις μεγάλες πόλεις παίζονταν στις πλατείες σε σταθερή σκηνή ή σε άμαξες διαμορφωμένες σε σκηνή και μερικές φορές στα αρχοντικά ευγενών. Όλες οι μεσαιωνικές σκηνές ήταν προσωρινές και απομακρύνονταν όταν τελείωναν οι παραστάσεις. Οι ηθοποιοί ήταν κυρίως άνδρες και φορούσαν συνήθως μακριά, σκούρα ρούχα.

Τα σκηνικά, οι μηχανικές κατασκευές και τα κοστούμια παρείχαν μια πιο ρεαλιστική αναπαράσταση, ώστε το μήνυμα να γίνει πιο κατανοητό. Είτε σε σταθερή σκηνή, όπου υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες για να αναδειχθεί το θέαμα, είτε στη σκηνή άμαξας, οι περίτεχνες λεπτομέρειες και τα εφέ ενίσχυαν τη θεατρική εμπειρία του κοινού. Έτσι, καταπακτές και άλλα τεχνάσματα χρησιμοποιήθηκαν για να απεικονίσουν ιπτάμενους αγγέλους, τέρατα που εκτόξευαν φωτιά, θαυματουργές μεταμορφώσεις και μαρτύρια. [10]

Στο τέλος του Μεσαίωνα, στις βασιλικές και δουκικές αυλές εμφανίστηκαν οι μάσκες: μια μορφή εορταστικής αυλικής ψυχαγωγίας με φαντασμαγορικές παραστάσεις που συνδύαζαν όλες τις τέχνες του θεάματος: μουσική και τραγούδι, χορό, ποίηση, κοστούμια, θέατρο, ακόμη και πυροτεχνήματα.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]