Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιερά Μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα Ιερά Μυστήρια είναι αγιαστικές πράξεις, οι οποίες σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία είναι ορατά σημεία μέσω των οποίων μεταδίδεται η αόρατη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ονομάζονται μυστήρια επειδή η Θεία Χάρη που μεταδίδουν είναι πραγματική αλλά αόρατη και επειδή δεν επιτρέπεται να τα παρακολουθούν άπιστοι.[1] Δεν έχουν συγκεκριμένο αριθμό όμως, ως βασικότερα, ξεχωρίζουν επτά καθιερωμένα και μερικά ακόμη μη καθιερωμένα, χωρισμένα σε υποχρεωτικά και μη υποχρεωτικά, τα οποία επίσης υποδιαιρούνται σε επαναλαμβανόμενα και μη επαναλαμβανόμενα.

Υποχρεωτικά Μυστήρια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτά ο άνθρωπος οφείλει να συμμετέχει ώστε να νοείται ως μέλος της Εκκλησίας.[1][2][3]

Μη επαναλαμβανόμενα - Καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος αποτελεί την είσοδο του ανθρώπου στην Εκκλησία. Η χρήση του νερού συνδέεται με τον καθαρισμό, ενώ η τριπλή κατάδυση και ανάδυση εικονίζει την έμπρακτη συμμετοχή του νεοφώτιστου στην τριήμερη Ταφή και την Ανάσταση του Χριστού, αντίστοιχα.

Ειδική χάρη τοῦ Μυστηρίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με το βάπτισμα δίνεται στον βαπτιζόμενο άφεση όλων των αμαρτιών, δηλαδή ο βαπτιζόμενος αποκαθαίρεται από το προπατορικό και κάθε προσωπικό αμάρτημα.

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια κοινή πρακτική ήταν η βάπτιση σε ώριμη ηλικία, αφού προηγουμένως γινόταν η κατήχηση, η διδασκαλία των αρχών της χριστιανικής πίστης. Αργότερα, λόγω του μεγάλου ποσοστού παιδικής θνησιμότητας, υιοθετήθηκε ο νηπιοβαπτισμός και αντί του βαπτιζόμενου βρέφους στην ομολογία πίστης προβαίνει ο ανάδοχος, συμβολή του οποίου είναι η ύστερη κατήχηση του νέου μέλους της Εκκλησίας.

Η ορθόδοξη Εκκλησία έχει αναγνωρίσει το «αεροβάπτισμα» αν υπάρχει κίνδυνος απώλειας του νηπίου πριν βαπτιστεί. Αυτό μπορεί να το τελέσει οποιοσδήποτε πιστός ορθόδοξος υψώνοντας τρεις φορές το βρέφος και λέγοντας: Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού ... Αν το παιδί επιζήσει τελικά, θα πρέπει μετά να τελεστεί κανονικά το Βάπτισμα.[1]

Εφόσον το μυστήριο τελείται από κανονικό λειτουργό και σύμφωνα με τον ορθόδοξο τύπο της τριπλής κατάδυσης, θεωρείται έγκυρο και ανεξάλειπτο για όλο τον βίο του πιστού. Δεν επιτρέπεται αναβαπτισμός του, ακόμη και εάν επιστρέψει από σοβαρά αμαρτήματα ή ακόμη και από αίρεση.

Το Μυστήριο του Χρίσματος τελείται αμέσως μετά το Βάπτισμα με την επίχριση του βαπτιζόμενου με Άγιο Μύρο. Μέσω αυτού λαμβάνει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Ως καθιέρωση του Μυστηρίου θεωρείται η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, με μορφή περιστεριού, επί της κεφαλής του Ιησού κατά την ημέρα της βάπτισής του από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Πρακτική των Αποστόλων ήταν η τέλεση του Χρίσματος με επίθεση των χεριών τους πάνω στους πιστούς. Αργότερα η αύξηση των Χριστιανών, και η εκ τούτου αδυναμία των Αποστόλων να παρίστανται σε κάθε βάπτιση, τους οδήγησε να συμβουλεύσουν τους επισκόπους να αλείφουν τους πιστούς με λάδι. Οι επίσκοποι αγίαζαν το λάδι μετατρέποντάς το σε Άγιο Μύρο και το απέστελλαν στους κατά τόπους πρεσβυτέρους. Σήμερα η κάθε τοπική Εκκλησία κατασκευάζει σε ειδική τελετή Άγιο Μύρο. Η Εκκλησία της Ελλάδος σε ένδειξη σεβασμού το προμηθεύεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Επανάληψη του Χρίσματος προβλέπεται από την Εκκλησία, για κάθε μέλος της το οποίο επέστρεψε σε αυτήν, αφού πλανήθηκε στην αίρεση.

Στην παράδοση της Εκκλησίας, υπάρχει και μια ειδική τελετή Χρίσματος ενός χριστιανού μονάρχη, που τελείται παράλληλα με τη στέψη και την ενθρόνισή του, εξ ου και ἐλέῳ Θεοῦ μονάρχης.

Μη επαναλαμβανόμενα - Μη καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επαναλαμβανόμενα - Καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μυστήριο της Εξομολόγησης ή Μετάνοιας έχει ως βάση τα λόγια του Ιησού «᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.» Ματθ.18,18 «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.» Ιωαν.20.23 με τα οποία παραχώρησε τη χάρη της συγχώρησης των αμαρτιών στους Αποστόλους. Διά της αποστολικής διαδοχής, που υφίσταται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η χάρη αυτή μεταδόθηκε στους επισκόπους, οι οποίοι ορίζουν, με βάση την πνευματική τους επάρκεια, και πρεσβυτέρους για να τελούν την Εξομολόγηση. Βασική προϋπόθεση της συμμετοχής στο Μυστήριο της Εξομολόγησης είναι η ειλικρινής μετάνοια του ανθρώπου για την ανυπακοή στο θείο θέλημα. Στην Ορθοδοξία το Μυστήριο αυτό έχει ως σκοπό την αναγωγή του ανθρώπου στην αγαπητική του σχέση με τον Θεό.

Στο Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς Χριστός τέλεσε για πρώτη φορά το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, παραδίδοντάς το στους Αποστόλους και δι' αυτών στην Εκκλησία.

Στη Θεία Ευχαριστία ή Θεία Κοινωνία ή Μετάληψη τελείται ο καθαγιασμός των τίμιων δώρων, άρτου και οίνου, η μεταβολή τους σε Σώμα και Αίμα Χριστού και η μετάδοσή τους στους πιστούς. Είναι το μέγιστο των Μυστηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αυτό που καθαγιάζει την κοινωνία των συμμετεχόντων υπαλλάσοντάς την σε Σώμα Χριστού. Πρώτος μυσταγωγός της Θείας Ευχαριστίας υπήρξε ο Ιησούς Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο της Μεγάλης Πέμπτης, παραγγέλλοντας στους μαθητές του να την τελούν σε ανάμνησή του. Η τελετή του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας ονομάζεται Θεία Λειτουργία. Τα τέσσερα βασικότερα λειτουργικά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι:

Επαναλαμβανόμενα - Μη καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μνήμη νεκρών ή μνημόσυνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται το εκκλησιαστικό παρακλητικό τελετουργικό υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων χριστιανών. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης αναφέρει στα συγγράμματά του τη μνήμη των νεκρών ως "μυστήριον επί των ιερώς κεκοιμημένων". Η μνήμη των νεκρών αποτελεί ένα μέλος της λειτουργικής δομής του σώματος της εκκλησίας. Εκτός της νεκρώσιμης ακολουθίας και των ευχών κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας η εκκλησία πραγματοποιεί και δεήσεις για τα κεκοιμημένα μέλη, σε τακτές χρονικές περιόδους. Η αρχή αυτών των δεήσεων βρίσκεται στην Αγία Γραφή και μάλιστα ήδη από την Παλαιά Διαθήκη.

Μνημόσυνα τελούμε κατά:

  • την τρίτη ημέρα, επειδή ο Κύριος αναστήθηκε στις τρεις ημέρες, αλλά και προς προσφορά στην Αγία Τριάδα, της οποία οφείλουμε την ύπαρξη και τη ζωή.[4]
  • στις εννιά προς ενθύμηση των ζώντων[5], αλλά και προς ενθύμηση των εννέα ταγμάτων αγγέλων[4] και
  • στις 40 ημέρες διότι τόσο πένθησε ο ισραηλιτικός λαός τον θάνατο του Μωυσή, αλλά και προς ενθύμηση της αναλήψεως του Κυρίου.[6].

Αυτά τα χρονικά ορόσημα συνδέονται επίσης συμβολικά και πνευματικά με τη σπορά (ταφή), τη βλάστηση (τριήμερο), την ανάπτυξη (εννιαήμερο) και την ωρίμανση (σαρανταήμερο) του σιταριού, εκ του οποίου προέρχονται τα κόλλυβα, που είθισται να προσφέρονται στα μνημόσυνα.

Επίσης τελούνται και ετήσια μνημόσυνα. Το ετήσιο μνημόσυνο κατά τον Συμεών Θεσσαλονίκης φανερώνει ότι αυτός που εκοιμήθη ζει αιώνια και πως θα έρθει καιρός που θα αναστηθεί και πάλι, ενώ κατά τον Γρηγόριο τον θεολόγο και ως χρέος των φίλων για την ανάπαυση της ψυχής.[7]

Στην εκκλησία επίσης έχουν θεσπιστεί ετησίως και δύο Σάββατα, τα λεγόμενα ψυχοσάββατα, όπου τελείται Θεία Λειτουργία και ειδικό μνημόσυνο υπέρ των κεκοιμημένων.

Προαιρετικά Μυστήρια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μη επαναλαμβανόμενα - Καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το Μυστήριο του Γάμου υφίσταται ως η αιώνια πνευματική ένωση του άνδρα και της γυναίκας και ως σαρκική για τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους.

Ο γάμος δεν αποτελεί κατ’ αρχή επαναλαμβανόμενο μυστήριο, θεωρούμενος αδιάλυτος (Οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω). Κανονικά, δεύτερος γάμος δεν ευλογείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία, όμως, προκειμένου να διαφυλάξει τον άνθρωπο από χειρότερη διάπτωση και δρώντας κοινωνικά και «κατ’ οικονομίαν», θέσπισε τη λύση του γάμου, καθώς και ειδική τελετή για δεύτερο γάμο, τη γνωστή ως «ακολουθία είς δίγαμους», επιτρέποντας (υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις) συνολικά την τέλεση μέχρι τριών γάμων για τα μέλη της. Ωστόσο, οι ιεροί κανόνες επιβάλουν περιορισμούς και αυστηρές εκκλησιαστικές ποινές (στέρηση της Θείας Κοινωνίας για 2 χρόνια) για τους δίγαμους και ακόμα αυστηρότερες για τους τρίγαμους (στέρηση της Θείας Κοινωνίας για 5 χρόνια). Έτσι, ο δεύτερος γάμος οποιουδήποτε συζύγου αποτελεί στο εξής κώλυμα ιεροσύνης του ανδρός και συνεκδοχικά της γυναικός αυτού. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι στην «ακολουθία είς δίγαμους» δεν υπάρχουν οι χαρμόσυνες ευχές του πρώτου γάμου, αλλά έντονα καταθλιπτικά στοιχεία μετάνοιας που θυμίζουν κυριολεκτικά κηδείες. Σήμερα όμως, αυτή η ακολουθία δεν συνηθίζεται πλέον.

Εκτός της συμπλήρωσης τριών γάμων, το μοναχικό σχήμα γενικώς, αλλά και η ιεροσύνη ενός άνδρα, αποτελεί επίσης στο εξής κώλυμα γάμου αυτού, ακόμη και αν αργότερα επανέλθει στην τάξη των λαϊκών.

Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού εκλέγονταν και έγγαμοι Επίσκοποι, αλλά στη συνέχεια ο κανονισμός άλλαξε και σήμερα οι έγγαμοι κληρικοί δεν μπορούν να λάβουν τον τρίτο και τελικό βαθμό της ιεροσύνης, εκτός εάν ο πρεσβύτερος χηρεύσει ή επιλέξει τη μοναχική ζωή σε κοινή απόφαση με την πρεσβυτέρα του.

Η Ιεροσύνη ή Χειροτονία είναι το Μυστήριο, κατά το οποίο με την επίθεση των χεριών του επισκόπου στο χειροτονούμενο άρρενα μεταδίδεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν και του παρέχεται το δικαίωμα να ιερουργεί και να ποιμαίνει την Εκκλησία. Πέρα από τις πνευματικές προϋποθέσεις, μια βασική προϋπόθεση για τη λήψη της ιεροσύνης είναι η αγαμία των μη έγγαμων υποψηφίων, ενώ για τους έγγαμους είναι η αγαμία αμφότερων των συζύγων πριν και η μονογαμία μετά τον γάμο τους. Η αυστηρή επιλογή των υποψηφίων κληρικών είναι ανάλογη του υψηλού λειτουργήματος, που επιτελούν, λαμβάνοντας τη Χάρη και την Ευλογία να προσφέρουν τα ανάξια χέρια τους και να δανείζουν τη ρυπαρή γλώσσα τους στον Μεγάλο Αρχιερέα Ιησού Χριστό[8], το μόνο Αναμάρτητο, για την τέλεση όλων των μυστηρίων της Εκκλησίας.

Η προσωπική αρετή και αγιότητα του ιερέα που κατακτώνται με τον ασκητικό­ εκκλησιαστικό βίο του, αποτελούν την εγγύηση μιας ορθής και ουσιαστικής ποιμαντικής που δείχνει στο ποίμνιό του τον δρόμο προς τον Χριστό και την σωτηρία.[9]

Χειροτονία υποδιακόνου εις διάκονον
Χειροτονία διακόνου εις πρεσβύτερον
Χειροτονία πρεσβυτέρου εις επίσκοπον

Υπάρχουν τρεις διαδοχικοί βαθμοί της ιεροσύνης και, συνεπώς, διακρίνονται τρεις τελετές χειροτονίας (προαγωγής) κατά τους βαθμούς ιεροσύνης:

Βασική προϋπόθεση για την εισαγωγή ενός πιστού στην ιεροσύνη είναι η πρόχειρίσή του εις υποδιάκονον, η οποία λαμβάνει χώρα στο τέλος του όρθρου. Το μυστήριο της χειροτονίας και των τριών βαθμών τελείται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, σε διαφορετικά, όμως, σημεία αυτής. Η εις επίσκοπον χειροτονία ολοκληρώνεται μετά τον Τρισάγιο Ύμνο και πριν την ανάγνωση των περικοπών του Αποστόλου και του Ευαγγελίου. Έπειτα, η εις πρεσβύτερον χειροτονία τελείται μετά το Χερουβικό ύμνο και πριν την Μεγάλη Είσοδο. Τέλος, η εις διάκονον χειροτονία τελείται κατά τη διάρκεια των Διπτύχων και των Δεήσεων, μετά την εκφώνηση του αρχιερέως: "Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν". Η προαγωγή σε κάθε βαθμό προϋποθέτει τη λήψη του προηγούμενου και έτσι αποκλείεται κάποιος να λάβει δύο ή περισσότερες χειροτονίες αυθημερόν. Αντίθετα, η προχείριση ενός υποδιακόνου και η χειροτονία αυτού εις διάκονον μπορούν, να γίνουν κανονικά την ίδια ημέρα και αυτό είναι το συνηθέστερο.

Οι ιεροί κανόνες θέτουν τους όρους και τις προϋποθέσεις τέλεσης του μυστηρίου, όπως τα κωλύματα ιεροσύνης (και αρχιεροσύνης), τα κατώτατα όρια ηλικίας, τη σωματική καταλληλότητα, το πνευματικό και θεολογικό επίπεδο των υποψηφίων κ.ά. Η χειροτονία διακόνου και πρεσβυτέρου τελείται υποχρεωτικά από έναν επίσκοπο, ενώ για τη χειροτονία επισκόπου απαιτούνται τουλάχιστον τρεις ή κατ' ανάγκη δύο επίσκοποι, καθώς και η σύμφωνη γνώμη των απόντων ιεραρχών μιας τοπικής συνόδου.

Εφόσον το μυστήριο τελείται από κανονικούς λειτουργούς και σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, θεωρείται έγκυρο και ανεξάλειπτο για όλο τον βίο του πιστού, ακόμη και εάν καθαιρεθεί (παυθεί από τα ιερατικά του καθήκοντα) και δεν επιτρέπεται αναχειροτονία του.

Μη επαναλαμβανόμενα - Μη καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μοναχική κουρά αποκαλείται το μυστήριο της Ορθόδοξης Εκκλησίας το οποίο εισάγει το βαπτισμένο μέλος του σώματος της εκκλησίας σε διαρκή μετάνοια και αδιάκοπη μνεία και μνήμη του Θεού.[10] Θεωρείται ως βάπτισμα, όπου το μέλος της εκκλησίας ενδύεται με το αγγελικό σχήμα, συντελώντας ουσιαστικά μία αναγέννηση στον χώρο της θείας δόξας[11]. Συχνά επιλέγεται διαζευκτικά με τον γάμο, οπότε ο κειρόμενος μοναχός (ή η μοναχή) εγκαταλείπει τα εγκόσμια και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην Εκκλησία και τον Χριστό, δίνοντας όρκους παρθενίας, εγκράτειας, ακτημοσύνης, υπακοής και διαρκούς προσευχής προς τον Θεό.

Κατά την κουρά ενός μοναχού ή μιας μοναχής αποδίδεται σε αυτόν/αυτήν το Μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα του Μοναχού. Παρόλο, που διακεκριμένοι Πατέρες της Εκκλησίας κήρυτταν, ότι το αγγελικό σχήμα είναι μόνο ένα (εννοώντας το μεγάλο), τους τελευταίους αιώνες επικράτησε στην Ορθόδοξη μοναστική πρακτική η διάκριση τριών βαθμίδων του μοναχισμού. Οι δύο μικρότερες αποτελούν στάδια προετοιμασίας (στάδιο του "αρραβώνος") του μοναχού για το τρίτο και τελικό στάδιο (στάδιο του "γάμου"). Οι τρεις βαθμίδες του μοναχισμού (σύμφωνα με τις ακολουθίες κουράς, που περιέχονται στο Μεγάλο Ευχολόγιο) είναι οι εξής:

  • Ρασοφόρος Μοναχός,
  • Σταυροφόρος ή Μικρόσχημος Μοναχός
  • Μεγαλόσχημος Μοναχός

Επαναλαμβανόμενα - Καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου εδράζεται σε δύο χωρία της Καινής Διαθήκης. Το πρώτο είναι από την επιστολή του Ιακώβου του Αδελφοθέου «ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου• καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος• κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ.» Ιακ.5.14 και το δεύτερο από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο «καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον.» Μαρκ.6.13. Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω σκοπός του Ευχελαίου είναι η ίαση οποιασδήποτε ασθένειας, ως διαταραχή της αρμονικής λειτουργίας του σώματος, που κατά την ορθόδοξη θεολογία οφείλεται σε πνευματικά αίτια και κυρίως στη διαταραχή των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό.

Επαναλαμβανόμενα - Μη καθιερωμένα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγιασμός αποκαλείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία η ιερή τελετή του αγιασμού των υδάτων η οποία τηρήται εις ανάμνηση της βάπτισης του Χριστού. Ο Αγιασμός αποτελεί τη μετάδοση της αφθαρτοποιού Χάριτος στο νερό από το Άγιο Πνεύμα, ενώ στην εκκλησιαστική πράξη διαχωρίζεται σε δύο μορφές, τον Μεγάλο Αγιασμό που τελείται κατά τη δεσποτική εορτή των Θεοφανίων και τον Μικρό Αγιασμό, που δύναται να τελεσθεί όλες τις άλλες ημέρες.

  1. 1,0 1,1 1,2 π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου. «Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2017. 
  2. «Τι και ποιά είναι τα Μυστήρια της Εκκλησίας;». Ιερά Μητρόπολις Ηλείας. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2017. 
  3. «Τα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας». Καθεδρικός Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Φανερωμένης Χολαργού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2017. 
  4. 4,0 4,1 Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί του τέλους ημών..., τοα΄, τοβ΄, PG 155, 689C-692ABC
  5. Ν. Βασιλειάδης, ενθ.αν., σελ. 430
  6. ο.π.
  7. Ν. Βασιλειάδης, ενθ.αν., σελ. 431
  8. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου - Λόγος εἰς τὸ Κατὰ Ἴωάννην, 86, 4 (PG 59, 472)
  9. Μέγας, Βασίλειος. Επιστολή προς τους Κληρικούς της Νεοκαισαρείας. σελ. ΕΠΕ, Απαντα Μ. Βασιλείου, σ. 103. 
  10. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 499
  11. Lennant Ryden, Das leben des Heiligen narren Symeon von Leontios von Neapolis, Upsala 1963, page 131