Μάχη του Κισάκι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 7°29′10″S 37°36′5″E / 7.48611°S 37.60139°E / -7.48611; 37.60139

Μάχη του Κισάκι
(Battle of Kisaki)
Εκστρατεία Ανατολικής Αφρικής
Χάρτης που απεικονίζει το θέατρο των επιχειρήσεων στην Ανατολική Αφρική, κατά τον Α΄ Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Χρονολογία7–11 Σεπτεμβρίου 1916
ΤόποςΚισάκι, Γερμανική Ανατολική Αφρική
ΈκβασηΑποφασιστική νίκη των Γερμανών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
2.200
1.700
Απώλειες
επί του παρόντος, δεν υπάρχουν στοιχεία
επί του παρόντος, δεν υπάρχουν στοιχεία

Η Μάχη του Κισάκι (Αγγλικά: Battle of Kisaki), ήταν μια αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων της Γερμανίας και της Ένωσης Νοτίου Αφρικής κοντά στην πόλη Κισάκι της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής,[Σημ. 1] στις 7-11 Σεπτεμβρίου 1916.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάουλ Έμιλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ διορίστηκε ως στρατιωτικός διοικητής της Γερμανικής Αποικιακής δύναμης, γνωστής ως δύναμη προστασίας Schutztruppe (αποικιακή δύναμη),[Σημ. 2] στη Γερμανική Ανατολική Αφρική στις 13 Απριλίου 1914. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, αγνόησε τις εντολές του Βερολίνου και του Κυβερνήτη του και άρπαξε την πρωτοβουλία να επιτεθεί στη Βρετανική πόλη Ταβέτα (στην Κένυα).[Σημ. 3] Αφού απέκρουσαν την επίθεση του υποστράτηγου Aitken στην Τάνγκα και το Λονγκίντο το Νοέμβριο του 1914, συγκέντρωσε τις δυνάμεις και τις προμήθειές του και κινήθηκε να παρενοχλήσει τις Βρετανικές σιδηροδρομικές επικοινωνίες στην Ανατολική Αφρική, βοηθώντας έτσι τη Γερμανική πολεμική προσπάθεια, με το να υπάρχουν απασχολημένα στην Ανατολική Αφρική, όσο το δυνατόν περισσότερα Βρετανικά στρατεύματα.

Τελικά, ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ κατάφερε να συγκεντρώσει μια δύναμη περίπου 12.000 στρατιωτών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήσαν εγγενείς Askari,[Σημ. 4][Υποσημ. 1][Υποσημ. 2] υπό την ηγεσία ενός αξιωματικού σώματος, υψηλών κινήτρων, τόσο Γερμανικής καταγωγής όσο και προέλευσης από τους Askari.

Το 1916, ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ είχε κατορθώσει να παρενοχλεί με επιτυχία τον Βρετανικό Κεντρικό Σιδηρόδρομο στην Ουγκάντα, χωρίς να αναγκαστεί σε συμπλοκή, την οποία ήταν βέβαιο πως θα έχανε, καθώς υστερούσε αριθμητικά, σε απελπιστικό βαθμό. Αφού εγκατέλειψε το Νταρ ες Σαλαάμ στους Βρετανούς, υπαναχώρησε σε μια τοποθεσία στα Ουλουγκούρου Όρη, η οποία ήταν εύκολα υπερασπίσημη. Ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ σχεδίαζε να κάνει μια στάση εκεί, επιτρέποντας στις προμήθειές του να μετακινηθούν νοτίως, πριν μεταβεί εκεί ο ίδιος με την κύρια δύναμη.

Ο Στρατηγός Γιαν Σματς αποδέσμευσε την 3η Μεραρχία Πεζικού, υπό την ηγεσία του Coen Brits και της 1ης Έφιππης Ταξιαρχίας, με επικεφαλής τον Nussey από την κύρια δύναμη της Νότιας Αφρικής στην Κεντρική Σιδηροδρομική Γραμμή και είχε σχεδιάσει ότι η έφιππη μεραρχία θα μπορούσε να υπερφαλαγγίσει τις Γερμανικές δυνάμεις, ενώ όταν η 3η Μεραρχία Πεζικού συνεπλάκη με τον εχθρό, παράλειψε να λάβει υπόψη της, το τραχύ-πετρώδες έδαφος.[1]

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γερμανικά Schutztruppen προετοίμασαν αμυντικές θέσεις έξω από την πόλη Κισάκι. 200 άνδρες τοποθετήθηκαν πέριξ της πόλης, 1.000 άνδρες κρατήθηκαν ως κινητή εφεδρεία στα δυτικά της, ενώ, άλλοι 1.000 άνδρες κρατήθηκαν ως εφεδρεία στην άλλη πλευρά του όρους.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1916, η 3η Μεραρχία Πεζικού πραγματοποίησε μετωπική επίθεση στις αμυντικές θέσεις των Schutztruppen. Το Γερμανικό Πεδινό Πυροβολικό και ο οπλισμός 4,1 ιντσών (100 mm), που είχε διασωθεί από το SMS Königsberg, κατέστρεψε τους σχηματισμούς της Νοτίου Αφρικής.

Η 1η Έφιππη Ταξιαρχία, αποπειράθηκε να ελιχθεί πλευρικά και ετοιμάστηκε να επιτεθεί στις Γερμανικές θέσεις. Ωστόσο, το επισφαλές έδαφος και η απώλεια της ασύρματης σύνδεσης με την 3η Μεραρχία Πεζικού, είχε ως αποτέλεσμα να φτάσουν στις 8 Σεπτεμβρίου.[1] Η εφεδρεία του φον Λέτοβ-Φόρμπεκ ήταν τοποθετημένη σε καλή θέση να πλήξει το ιππικό με πυροβόλα και τουφέκια και οι Νοτιοαφρικανοί άλλαξαν πορεία.

Ο Σματς ανακάλεσε την επίθεση στις 11 Σεπτεμβρίου και απέσυρε τις δυνάμεις του στον Κεντρικό Σιδηρόδρομο. Ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ είχε κερδίσει αρκετό χώρο για να ανασάνει, από τις βρετανικές δυνάμεις που τον κατεδίωκαν. Έτσι, στις 14 Σεπτεμβρίου εγκατέλειψε το Κισάκι και προχώρησε τις δυνάμεις του νοτίως, προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα βάση στο Μπέχο-Μπέχο.[1]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Οι οποίες πολεμούσαν υπό την αιγίδα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
  2. Schutztruppe (Γερμανικά: ˈʃʊtsˌtʁʊpə κυριολ. «δύναμη προστασίας»), ήταν η επίσημη ονομασία των αποικιακών στρατευμάτων στα Αφρικανικά εδάφη της Γερμανικής Αποικιακής Αυτοκρατορίας, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1918. Παρόμοια με άλλα αποικιακά στρατεύματα, τα Schutztruppen αποτελούνταν από εθελοντές Ευρωπαίους υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, όπως επίσης από ιατρούς και κτηνιάτρους. Οι περισσότερες καταταγμένες σειρές είχαν στρατολογηθεί από τις αυτόχθονες κοινότητες εντός των Γερμανικών αποικιών ή κι' από άλλες περιοχές της Αφρικής.[Παρ. Σημ. 1]
  3. Στις 15 Αυγούστου 1914, ο Λοχαγός Τομ φον Πρινς μετά από παρότρυνση του διοικητή του (τότε Αντισυνταγματάρχη) Πάουλ Έμιλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ, συνοδευόμενος από δυνάμεις Γερμανών και Askari, κατέλαβε (από τους Άγγλους) τη γειτονική πόλη Ταβέτα.[Παρ. Σημ. 2]
  4. O askari (πληθ. οι askaris), είναι η Αραβικής προέλευσης λέξη των Σουαχίλι για τον στρατιώτη ή τον αστυνομικό.[Παρ. Σημ. 3]

Παραπομπές Σημειώσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Gann, L.H.· Duignan, Peter (1977). The Rulers of German Africa, 1884-1914. Palo Alto: Stanford University Press. σελ. 116. 
  2. David F. Burg· Edward L. Purcell· L. Edward Purcell (5 Μαρτίου 2004). «15 August & 4 November 1914». United States of America: University Press of Kentucky. σελίδες 17 & 34. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2019. 
  3. J M Sinclair (1995). «Askari». Collins English Dictionary. Glasgow: HarperCollins Publishers. σελ. 89. ISBN 0-00-470677-3. 

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η λέξη άρχισε να διαχωρίζεται για μεν τον στρατιώτη σε askari, για δε τον αστυνομικό σε polici (προφέρεται: πολίσι).
  2. Στα Ελληνικά υπάρχει το ασκέρι, το οποίο προέρχεται από το Τουρκικό asker που σημαίνει:
    α. τακτικό ή άτακτο στρατιωτικό σώμα
    β. τα μέλη μιας οικογένειας (συνήθως πολυμελούς) και
    γ. πλήθος.[Παρ. Υποσημ. 1]

Παραπομπές Υποσημειώσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εμμ. Κριαράς (1995). «ασκέρι». Νέο Ελληνικό Λεξικό, Λεξικό της σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 192. ISBN 960-213-326-0. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 The First World War in Africa, Hew Strachan. Oxford University Press, 2004. (ISBN 978-0-19-925728-7).

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]