Επίθεση στην Ταμπόρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 5°01′00″S 32°48′00″E / 5.0167°S 32.8000°E / -5.0167; 32.8000

Επίθεση στην Ταμπόρα
στην Εκστρατεία της Ανατολικής Αφρικής κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Χάρτης της επίθεσης στην Ταμπόρα.
ΧρονολογίαΑπρίλιος – Σεπτέμβριος 1916
ΤόποςΤαμπόρα (πόλη), Γερμανική Ανατολική Αφρική
(σημερινή Τανζανία)
ΈκβασηΝίκη των Συμμάχων
Αντιμαχόμενοι

Βέλγιο

Ηγετικά πρόσωπα
Charles Tombeur
Frederik-Valdemar Olsen
Philippe Molitor
Charles Crewe
Δυνάμεις
Force Publique:
- 12.000 στρατιώτες[Σημ. 2]
Lakeforce:
- 2.800 στρατιώτες
- 10.000 αχθοφόροι[Σημ. 3]
Schutztruppe:[Σημ. 4]
- π. 8.000 στρατιώτες[Σημ. 5]
- Άγνωστος αριθμός αχθοφόρων

Η Επίθεση στην Ταμπόρα (Απρίλιος – Σεπτέμβριος 1916)[1] ήταν μια Αγγλο-Βελγική επίθεση εντός της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής, η οποία έληξε με τη Μάχη της Ταμπόρα στα βορειο-δυτικά της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής (σημερινή Τανζανία), ήταν τμήμα της Εκστρατείας στην Ανατολική Αφρική κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δυνάμεις από το Βελγικό Κονγκό πέρασαν τα σύνορα με τη Γερμανική Ανατολική Αφρική και κατέλαβαν την παραλίμνια πόλη Κιγκόμα και την πόλη Ταμπόρα (τη μεγαλύτερη πόλη στο εσωτερικό της Γερμανικής αποικίας). Τον Αύγουστο μία μικρότερη Δύναμη Λίμνης (Lake Force)[Σημ. 6] υπό τις διαταγές του Νοτιοαφρικανού Ταξίαρχου Crewe,[Σημ. 7] εξαπέλυσε μία παράλληλη επίθεση από την Ουγκάντα, στοχεύοντας την κατάληψη της Ταμπόρα.[Σημ. 8][2] Η ολοκλήρωση της επίθεσης στην Ταμπόρα όχι μόνο άφησε μεγάλο τμήμα της επικράτειας Ρουάντα-Ουρούντι υπό Βελγική στρατιωτική κατοχή, αλλά έδωσε στους Συμμάχους και τον έλεγχο της σημαντικής κεντρικής σιδηροδρομικής γραμμής Tanganjikabahn.[3][4]

Προαγγελία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κεντρική Σιδηροδρομική Γραμμή (Αγγλ.: Central Line – Γερμ.:Tanganjikabahn) της Τανγκανίκας (1914).

Η Γερμανική Αποικία της Ανατολικής Αφρικής ήταν απειλή για το ουδέτερο Βελγικό Κονγκό, αλλά η Βελγική κυβέρνηση, ήλπιζε να συνεχίσει την ουδετερότητά της στην Αφρική. Η Force Publique[Σημ. 9] αναγκάστηκε να υιοθετήσει αμυντική στρατηγική μέχρι τις 15 Αυγούστου 1914, όταν τα Γερμανικά πλοία στη Λίμνη Τανγκανίκα βομβάρδισαν το λιμάνι του Μοκολόμπου (Mokolobu) και εν συνεχεία μία εβδομάδα αργότερα, το φυλάκιο Λουκούγκα (Lukuga) (που σύντομα θα γίνει γνωστό ως Άλμπερβιλ [Albertville]).[5][6] Στις 24 Σεπτεμβρίου 1914 οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Νήσο Κουίτζουι (Kwijwi Island) και κατ'αυτόν τον τρόπο τον έλεγχο της Λίμνης Κίβου (Lake Kivu).[7] Στις 23 Οκτωβρίου 1914, το ατμόπλοιο Hedwig von Wissmann[Σημ. 10] βύθισε το Βελγικό Alexandre Delcommune στη Λίμνη Τανγκανίκα, πλησίον της Μτόα (Mtoa).[8] Το Νοέμβριο του ιδίου έτους, δύο Γερμανικά πλοία βύθισαν το ατμόπλοιο Cecil Rhodes, στη Λίμνη Τανγκανίκα.

Μετά τη Βρετανική επίθεση στη βορειοανατολική περιοχή της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής και την απόβαση στην Τάνγκα το 1914, το 1915, τα δυτικά της αποικίας θεωρήθηκαν από τη Γερμανική διοίκηση, ως πιο επείγοντα για θέατρο επιχειρήσεων. Ο Στρατηγός φον Λέτοβ-Φόρμπεκ, είχε ορίσει τρία ζωτικής σημασίας στρατηγικά σημεία για τον έλεγχο της Δύσης· τη ναυσιπλοΐα στη Λίμνη Τανγκανίκα, την κορυφή του κεντρικού σιδηροδρόμου στην Κιγκόμα και την ασφάλεια των βασικών προμηθειών τροφίμων του στρατού, στην περιοχή Neu Langenburg (στο σημερινό Τουκούγιου).

Ανακτώντας τον έλεγχο της Λίμνης Τανγκανίκα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη από τον Μάρτιο του 1915, ο στρατηγός Charles Tombeur είχε ζητήσει από τη Βελγική κυβέρνηση έναν μικρό στόλο, ένα υποβρύχιο και υδροπλάνα, αρχικά ο Βέλγος υπουργός Jules Renkin αρνήθηκε αυτό το αίτημα, αλλά τον Ιούνιο οι Βρετανοί δεσμεύτηκαν να υποστηρίξουν τους Βέλγους στην ανάκτηση του ελέγχου της λίμνης. Τα HMS Mimi and Toutou —δύο Βρετανικά μηχανοκίνητα σκάφη,[Σημ. 11] τα οποία μεταφέρθηκαν στη Νότια Αφρική και από εκεί σιδηροδρομικώς, μέσω ποταμού και συρόμενα μέσα από την Αφρικανική ζούγκλα, στη Λίμνη Τανγκανίκα— καθελκύστηκαν στη λίμνη στα τέλη Δεκεμβρίου του 1915.[9] Δύο ναυτικές συμπλοκές έγιναν μεταξύ στοιχείων του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού (Royal Navy), της Force Publique και της Γερμανικής Kaiserliche Marine. Κατά την πρώτη κίνηση, στις 26 Δεκεμβρίου 1915 το Kingani πλήγηκε και καταλήφθηκε, γινόμενο το HMS Fifi. Στη δεύτερη σύγκρουση, αρχές Φεβρουαρίου του 1916, ο μικρός στολίσκος[Σημ. 12] κατατρόπωσαν και βύθισαν το ατμόπλοιο Hedwig von Wissmann. Η Γερμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε στη λίμνη, ένα τρίτο μεγάλο και βαριά εξοπλισμένο σκάφος, το Graf von Goetzen.[Σημ. 13]

Η Βελγική αεροπορική βάση επί της δυτικής ακτής πλησίον του Αλμπερβίλ στις 10 Ιουνίου 1916, η Force Publique έστειλε το Short Admiralty Type 827 αεροσκάφος — για βομβιστική επιδρομή επί του Graf von Goetzen καθώς αυτό ήταν αγκυροβολημένο στο λιμένα της Κιγκόμα.[Σημ. 14][10] Το Graf von Goetzen δέχθηκε επίθεση από ένα από τα αεροπλάνα των Βέλγων, αλλά δεν υπέστη σοβαρή ζημία. Ο πόλεμος στη λίμνη, σε αυτό το στάδιο, είχε φτάσει σε τέλμα. Ωστόσο, ο πόλεμος στη ξηρά σημείωνε πρόοδο, κυρίως υπέρ των Συμμάχων, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1916, απέκοψαν τη σιδηροδρομική σύνδεση και απείλησαν να απομονώσουν εντελώς την Κιγκόμα.

Κατάληψη των Ρουάντα, Ουρούντι και Κιγκόμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Απρίλιο του 1916 δύο φάλαγγες της Force Publique προωθήθηκαν στην Ταμπόρα. Η πρώτη φάλαγγα (Brigade Nord), υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Philippe François Joseph Molitor, διέσχισε τα σύνορα της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής βορείως της Λίμνης Κίβου και στις 6 Μαΐου 1916, κατέλαβε το Κιγκάλι. Μετά την κατάληψη της Ρουάντα τον Μάιο του 1916 από τις Βελγικο-Κονγκολέζικες δυνάμεις, στις 24 Ιουνίου, η ταξιαρχία προωθήθηκε στο Μπιχαραμούλο (Biharamulo). Στις 30 Ιουλίου 1916, μετά από σκληρή μάχη στην περιφέρεια Ουσούουι (Ussuwi), η ταξιαρχία έφθασε στη Λίμνη Βικτώρια πλησίον της Μουάνζα, συμπεριλαμβανομένης μιας αιματηρής συμπλοκής στο Κάτο (Kato) στις 2 Ιουλίου.[11] Το Σέιντ Μάικλ (St. Michaël, η σημερινή Καχάμα (Kahama)) καταλήφθηκε στις 21 Αυγούστου 1916.[12]

Η Brigade Sud στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κιγκόμα, Αύγουστος 1916.

Η Δεύτερη φάλαγγα (Brigade Sud) κατέλαβε την Ουζουμπούρα (Usumbura) στις 6 Ιουνίου και την Γκιτέγκα (Gitega) στις 16 Ιουνίου. Στις αρχές Ιουλίου προωθήθηκαν νότια από την Ουζουμπούρα (Usumbura) κατά μήκος των ακτών της Λίμνης Τανγκανίκα. Το Βελγικό πλοίο Netta έπλεε κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής για την υποστήριξη της χερσαίας επίθεσης, αυτή η ναυτική παρουσία, οδήγησε στις παράκτιες πόλεις του Ρουμόνγκε (Rumonge) και της Νυάνζα (Nyanza), που είχαν εγκαταληφθεί από την Schutztruppe. Στις 18 Ιουλίου, οι οχυρώσεις στην Κιγκόμα, βομβαρδίστηκαν από δύο από τα Βελγικά πλωτά αεροπλάνα και πυρπολήθηκε μια αποθήκη καυσίμων. Στις 19 Ιουλίου, τραβήχτηκαν αεροφωτογραφίες και ερίφθησαν από αέρος, προπαγανδιστικά φυλλάδια επάνω από την παλιά πόλη Ουτζίτζι (Ujiji), τυπωμένα στα Σουαχίλι, ώστε να προετοιμαστεί ο τοπικός πληθυσμός για την επικείμενη άφιξη των Συμμαχικών στρατευμάτων. Η Δεύτερη φάλαγγα (Brigade Sud) κατέλαβε στις 24 Ιουλίου, το φρούριο στην Κασούλου (Kasulu). Προκειμένου να αποφευχθεί η κατάληψη του Graf von Goetzen στα χέρια των Συμμάχων, ο στρατηγός Λέτοβ-Φόρμπεκ διέταξε ώστε το πλοίο να βυθιστεί.[Σημ. 15]

Επισκευασθείσα γέφυρα πάνω από τον Ποταμό Μαλαγκαράσι (Malagarasi River), Σεπτέμβριος 1916.

Στις 27 Ιουλίου το Netta βομβάρδισε στόχους νοτίως της Κιγκόμα. Αργότερα, την ίδια ημέρα, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν μία σιδηροδρομική γέφυρα πλησίον του λιμένα, προελαύνοντας από τα βόρεια και τα ανατολικά, απειλώντας να απομονώσουν εντελώς την Κιγκόμα. Αυτό οδήγησε τον Gustav Zimmer, τον Γερμανό ναυτικό διοικητή στη λίμνη, να υποχωρήσει από την πόλη και να κατευθυνθεί νότια μέσω του σιδηροδρόμου και χρησιμοποιώντας το Wami, ένα ατμόπλοιο που είχε σταλεί σιδηροδρομικώς από το Νταρ ες Σαλάαμ. Στις 28 Ιουλίου, το Netta αιφνιδίασε το Γερμανικό πλοιάριο Wami, καθώς αυτό αποβίβαζε στρατεύματα και προμήθειες, το πλήρωμά του έκλεισε όλα του τα στεγανά και το βύθισε. Στις 29 Ιουλίου η Brigade Sud κατέλαβε το λιμάνι της Κιγκόμα, τον τερματικό σταθμό της στρατηγικής σιδηροδρομικής γραμμής από το Νταρ ες Σαλάαμ που περνούσε μέσω της Ταμπόρα στην Κιγκόμα και στις 2 Αυγούστου, το Ουτζίτζι (Ujiji) ήταν υπό Συμμαχικό έλεγχο. Μετά την απόσυρση των Γερμανών από τη λίμνη, ο έλεγχος της επιφάνειας της Λίμνης Τανγκανίκα πέρασε στους Βρετανούς και τους Βέλγους.[13]

Στις αρχές Αυγούστου του 1916 και οι δύο φάλαγγες, ξεκίνησαν τις συγκλίνουσες πορείες των προς την Ταμπόρα. Η μικρότερη Βρετανική δύναμη (η Δύναμη Λίμνης), υπό την αιγίδα του Νοτιοαφρικανού Ταξίαρχου (Brigadier General) Charles Crewe, πήρε τη Μουάνζα (Mwanza) στις 14 Ιουλίου 1916 και τη Σινυάνγκα (Shinyanga) στις 28 Αυγούστου. Ο Crewe βρισκόταν σε αγώνα δρόμου με τις Βελγικές δυνάμεις προκειμένου να φτάσει πρώτος στην Ταμπόρα, αλλά η Βρετανική Δύναμη Λίμνης, επιβραδύνθηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων εφοδιασμού.[Σημ. 16][Σημ. 17]

Μάχη της Ταμπόρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μάχη της Ταμπόρα
Βελγο-Κονγκολέζικα στρατεύματα της Force Publique μετά από της Μάχη της Ταμπόρα, 19 Σεπτεμβρίου 1916.

Η Southern Brigade την οποία διοικούσε ο Συνταγματάρχης Frederik Valdemar Olsen προέλασε προς την Ταμπόρα ακολουθώντας την Κεντρική Σιδηροδρομική Γραμμή (Central Line ή Tanganjikabahn), την οποία είχαν καταστρέψει οι Γερμανοί καθώς υποχωρούσαν προς τα ανατολικά.[Σημ. 18][14] Η Ταμπόρα ήταν μία ανοιχτή πεδιάδα που περιβαλλόταν από λόφους και που ο Γερμανός Υποστράτηγος Κουρτ Βάλε (Kurt Wahle) τους χρησιμοποίησε, προκειμένου να αναπτύξει την άμυνά του. Η Southern Brigade πήρε τον έλεγχο του Γερμανικού σιδηροδρομικού σταθμού στο Ουσόκε (Usoke) στις 30 Αυγούστου 1916, σε απάντηση, ο Βάλε έστειλε ενισχύσεις σιδηροδρομικώς από την Ταμπόρα στο Ουσόκε.

Η Γερμανική Schutztruppen, στις 2-3 Σεπτεμβρίου, εξαπέλυσε αντεπίθεση στο Ουσόκε, η οποία απωθήθηκε από την Force Publique. Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο Υποστράτηγος Βάλε εξαπέλυσε άλλη μία αντεπίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ουσόκε, αυτή τη φορά είχε φορτώσει σε μία από της σιδηροδρομικές άμαξες, ένα ναυτικό πυροβόλο (10,5 cm SK L/40 naval gun). Αμφότερες οι πλευρές, υπέστησαν σημαντικές απώλειες, βομβαρδίστηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός, η Force Publique εξαπέλυσε μία επίθεση και οι Γερμανοί απωθήθηκαν.[15]

Όταν κάμφθηκε και η τελευταία αντίσταση στο Ουσόκε (δυτικά της Ταμπόρα), στις 8 Σεπτεμβρίου οι Βέλγοι προωθήθηκαν ώστε να φθάσουν στις Γερμανικές άμυνες της Ταμπόρα στο Ιλολανγκούρου (Ilolanguru). Η Νότια ταξιαρχία, ηγήθηκε των επιθετικών ενεργειών για τις επόμενες τέσσερεις ημέρες, πλησιάζοντας προς την Ταμπόρα, από τα δυτικά. Ο Βάλε εδραίωσε τις βασικές του θέσεις στην Ιτάγκα (Itaga), βόρεια της Ταμπόρα. Από τις 10–12 Σεπτεμβρίου η Βόρεια ταξιαρχία συνάντησε ισχυρή Γερμανική αντίσταση στους λόφους της Ιτάγκα, όπου υπέστησαν σημαντικές απώλειες.[Σημ. 19][16][17] Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι δυνάμεις του Βάλε είχαν μειωθεί σε 1.100 τουφέκια και η λιποταξίες των ασκάρι στρατιωτών του πολλαπλασιάστηκαν. Διέλυσε τη ναυτική μονάδα που είχε υπό τις διαταγές του και ανακατένειμε αυτούς τους στρατιώτες αναμεταξύ των πεδινών του δυνάμεων.

Στις 16 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί υπέκλεψαν μία επιστολή του Crewe προς τον Συνταγματάρχη Molitor (Βόρεια ταξιαρχία), όπου δήλωνε ότι η κύρια επίθεση από τα βόρεια είχε προγραμματιστεί για τις 19 Σεπτεμβρίου.[18] Μετά από σκληρές μάχες, ο Γερμανικός στρατός υποχώρησε προς τα νοτιοανατολικά, σε τρεις φάλαγγες, αρχικά οι δύο ακολουθώντας το σιδηρόδρομο και η μία με σκοπό να πάει από την Ταμπόρα προς το Σικόνγκε (Sikonge).

Οι πολιτικές αρχές της Ταμπόρα παραδόθηκαν στις 19 Σεπτεμβρίου 1916, δυνάμεις της Force Publique.[19] Οι Βέλγοι απελευθέρωσαν περί τους 200 Συμμαχικούς αιχμαλώτους πολέμου (κυρίως Βέλγους και Βρετανούς) και συνέλαβαν 228 Γερμανούς στρατιώτες. Η Force Publique έχασε 1.300 στρατώτες. Στις 3 Οκτωβρίου, αφότου οι Σύμμαχοι είχαν πλέον εδραιώσει τον έλεγχο στην περιοχή των Μεγάλων Αφρικανικών Λιμνών, διαλύθηκε η Δύναμη Λίμνης (Lake Force). Οι φάλαγγες του Βάλε, εν αναμονή μίας Συμμαχικής καταδίωξης, υποχωρούσαν με ταχύ βηματισμό προς την Ιρίνγκα και το Μαχένγκε, σε μία προσπάθεια να επανενωθεί με τον Λέτοβ. Ο Στρατηγός Βάλε, βρέθηκε σε ανεξερεύνητα και ακατοίκητα εδάφη, χωρίς νερό και τρόφιμα στην κατοχή του.[Σημ. 20][Σημ. 21]

Επακόλουθα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βέλγο-Κονγκολέζικα στρατεύματα βαδίζοντας μέσα στην Κιλόσα, προετοιμαζόμενα για την Επίθεση στο Μαχένγκε, Ιούλιος 1917.

Μετά την επίθεση της Ταμπόρα, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και του Βελγίου συμφώνησαν στις 19 Ιανουαρίου 1917, ότι η τελευταία θα υποχωρούσε την πλειοψηφία των δυνάμεών της στη Ρουάντα και το Ουρούντι —2.000 στρατιώτες απέμειναν για να εξασφαλίσουν τα κατεχόμενα, όπως πρότεινε ο Στρατηγός Σματς— και για να φέρει προς ένα τέλος, τα στρατεύματα της εκστρατείας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική. Στις 25 Φεβρουαρίου 1917 δόθηκε στους Βρετανούς ο έλεγχος της Ταμπόρα. Στις 25 Φεβρουαρίου 1917, παραχωρήθηκε στους Βρετανούς ο έλεγχος της Ταμπόρα.[20]

Λόγω της συνεχιζόμενης Γερμανικής αντίστασης[Σημ. 22] και στη αυξανόμενη εμπειρία τους στις τακτικές του ανταρτοπόλεμου, οι δυνάμεις της Force Publique τον Ιούλιο του 1917, μετά από αίτημα της Βρετανικής κυβέρνησης, μετατέθηκαν στην περιοχή Ντοντόμα-Κιλόσα και τον Σεπτέμβριο του 1917, βάδισαν προς το Μαχένγκε.[Σημ. 23] Μετά την επίθεση στο Μαχένγκε και της κατάληψή του τον Οκτώβριο του 1917, ο Βελγο-Κονγκολέζικος στρατός ήλεγχε μέσες-άκρες, περί το ένα τρίτο της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής.[22] Στα τέλη του 1917, μέρος των μονάδων που κατέλαβαν το Μαχένγκε στάλθηκαν στην κεντρική σιδηροδρομική γραμμή για αναδιάταξη στην Κίλουα (Kilwa) και το Λίντι (Lindi).[23]

Στρατιωτική ανάλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στρατηγική των Γερμανικών δυνάμεων, με επικεφαλής τον Υποστράτηγο (γερμ. Generalmajor) Πάουλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ, ήταν να εκτρέψει Συμμαχικούς πόρους από το Δυτικό Μέτωπο στην Αφρική. Η στρατηγική του μετά το 1916, πέτυχε μόνο μικτά αποτελέσματα, όταν οι Συμμαχικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με τα στρατεύματα της Νοτίου Αφρικής, τη Βελγο-Κονγκολέζικη Force Publique και Πορτογαλικά αποικιακά στρατεύματα.[Σημ. 24][24] Η εκστρατεία στην Αφρική κατανάλωσε σημαντικά ποσά χρημάτων και πολεμικό υλικό που θα μπορούσαν να είχαν πάει σε άλλα μέτωπα.[Σημ. 25][25][26][27] Ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ επέστρεψε στη Γερμανία στις αρχές Μαρτίου του 1919, με τιμές ήρωα, ηγούμενος 120 αξιωματικών της Schutztruppe σε μία νικηφόρο παρέλαση, κάτω από την Πύλη του Βραδεμβούργου και η οποία είχε διακοσμηθεί προς τιμήν τους.[28] Ο κύριος στόχος της Βελγικής κυβέρνησης ήταν να υπερασπισθεί το Βελγικό Κονγκό και να πάρει τον έλεγχο της Λίμνης Τανγκανίκα. Ο Charles Tombeur τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον τίτλο του Βαρόνου.[29] Ο Γιαν Σματς το 1919, έγινε Πρωθυπουργός στη Νότιο Αφρική και δόθηκε στη Νότιο Αφρική εντολή διαταγής 3ου βαθμού (Class C mandate) πάνω στη Γερμανική Νότιο-Δυτική Αφρική (μετέπειτα Ναμίμπια).

Διεθνή πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Επίθεση στην Ταμπόρα, αύξησε τη διαπραγματευτική δύναμη της εξόριστης Βελγικής κυβέρνησης και ήταν για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του Βελγίου μετά τον πόλεμο.[30] Κατά τις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις της Διάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού, ο Βέλγος Υπουργός Αποικιών, Jules Renkin, προσπάθησε να ανταλλάξει εδαφικά κέρδη στη Γερμανική Ανατολική Αφρική για την κατανομή της Πορτογαλίας στη βόρεια Αγκόλα, για να αποκτήσει το Βελγικό Κονγκό μια μεγαλύτερη ακτογραμμή.[31]

Μετά τον πόλεμο, όπως περιγράφεται στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία αναγκάστηκε τελικά να παραχωρήσει τον «έλεγχο» της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής στις Συμμαχικές Δυνάμεις. Εκτός από τη Ρουάντα-Ουρούντι (η οποία ανατέθηκε στο Βέλγιο)[Σημ. 26] και το μικρό Τρίγωνο Κιόνγκα (ανατέθηκε στην Πορτογαλική Μοζαμβίκη), το έδαφος μεταβιβάστηκε στον Βρετανικό έλεγχο. Η Τανγκανίκα υιοθετήθηκε από τους Βρετανούς ως το όνομα για το τμήμα της πρώην Γερμανικής αποικίας στην Ανατολική Αφρική.[32]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο Wintgens ήταν Γερμανός Λοχαγός υπό τις διαταγές του Υποστράτηγου Βάλε.
  2. (Αριθμοί των Βέλγων) Η Force Publique υπό τον Tombeur τον Μάιο του 1916, είχε παρατάξει για την επίθεση 719 Ευρωπαίους και 11.698 Αφρικανούς στρατιώτες.[Παρ. Σημ. 1]
  3. Τον Μάιο του 1916, η Lake Force έστειλε 5.000 αχθοφόρους να υπηρετήσουν με τη Brigade Nord της Force Publique.[Παρ. Σημ. 2]
  4. Schutztruppe (Γερμανικά: ˈʃʊtsˌtʁʊpə κυριολ. «δύναμη προστασίας»), ήταν η επίσημη ονομασία των αποικιακών στρατευμάτων στα Αφρικανικά εδάφη της Γερμανικής Αποικιακής Αυτοκρατορίας, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1918. Παρόμοια με άλλα αποικιακά στρατεύματα, τα Schutztruppen αποτελούνταν από εθελοντές Ευρωπαίους υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, όπως επίσης από ιατρούς και κτηνιάτρους. Οι περισσότερες κατεταγμένες σειρές είχαν στρατολογηθεί από τις αυτόχθονες κοινότητες εντός των Γερμανικών αποικιών ή κι'από άλλες περιοχές της Αφρικής.[Παρ. Σημ. 3]
  5. (Αριθμοί των Γερμανών) Οι Βρετανοί εκτιμούσαν τον Απρίλιο του 1916 πως περίπου 373 Ευρωπαίοι και 7.650 Αφρικανοί στρατιώτες Schutztruppe δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή μεταξύ Ταμπόρα, Μουάνζα, Κίβου και Ουτζίτζι.[Παρ. Σημ. 4]
  6. Η Lake ForceLakeforce) ήταν μία μονάδα του Βρετανικού Στρατού τοποθετημένη στο Προτεκτοράτο της Ουγκάντα στη δυτική όχθη της Λίμνης Βικτώρια υπό της διαταγές του Ταξίαρχου Sir Charles Crewe το 1916, κατά τη διάρκεια της Εκστρατείας στην Ανατολική Αφρική κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914–18). Αριθμούσε 2.800 στρατιώτες και 10.000 αχθοφόρους.[Παρ. Σημ. 5]
  7. Ο ταξίαρχος (Ταξ/χος) είναι βαθμός ανώτατου αξιωματικού, είναι ο πιο καινούριος βαθμός αξιωματικού στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις: καθιερώθηκε, αρχικά στον Στρατό Ξηράς, την περίοδο 1945 - 1946, υπό την επιρροή Βρετανών και Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων, ως ενδιάμεσος ανάμεσα στον συνταγματάρχη και τον υποστράτηγο. Στον Στρατό Ξηράς ο ταξίαρχος είναι ανώτερος του συνταγματάρχη και κατώτερος του υποστράτηγου. Στην Ελλάδα είναι ο ελάχιστος βαθμός ο οποίος απαιτείται για την απονομή της Διαμνημονεύσεως Ηγεσίας Σχηματισμού — Μεγάλης Μονάδας.
  8. Το σχέδιο του Tombeur ένα χρόνο πριν, ήταν να εξαπολύσει ικανοποιητικό αριθμό πιέσεων, οι οποίες αισίως θα εύρισκαν πρακτική εφαρμογή.
  9. Η Force Publique (Γαλλικά: [fɔʁs pyblik], Αγγλικά: Public Force, Γερμανικά: Openbare Weermacht) από το 1885 (όταν η περιοχή ήταν γνωστή ως το Ελεύθερο κράτος του Κονγκό), ήταν μια χωροφυλακή (gendarmerie) και στρατιωτική δύναμη στη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, κατά την περίοδο της Βελγικής αποικιακής κυριαρχίας (Βελγικό Κονγκό - 1908 έως 1960). Μετά την ανεξαρτησία, η FP επαναπροσδιορίστηκε ως Εθνικός Στρατός του Κονγκό ή ANC.
  10. Το πλήρωμα και ο οπλισμός του Hedwig von Wissman προέρχονταν από το βοηθητικό καταδρομικό SMS Möwe.
  11. Τα μηχανοκίνητα σκάφη, είχαν κατασκευαστεί από την εταιρεία John I. Thornycroft & Company για την εκπλήρωση προπολεμικής παραγγελίας προς την Ελληνική κυβέρνηση.[Παρ. Σημ. 6][Παρ. Σημ. 7]
  12. Τα Mimi, Fifi και Dix-Tonne, ήταν πετρελαιοκίνητες φορτηγίδες εξοπλισμένες με δύο πυροβόλα από την κανονιοφόρο Netta.
  13. Η πλειοψηφία του πληρώματος και του οπλισμού του πλοίου Graf von Goetzen προερχόταν από το ελαφρύ καταδρομικό SMS Königsberg.
  14. Αρχές Ιανουαρίου του 1916 αναχώρησε το Anversville από το Falmouth της Κορνουάλης, για την εκστρατεία του στο Βελγικό Κονγκό, μεταφέροντας τέσσερεις πιλότους μαζί και τέσσερα άοπλα και αποσυναρμολογούμενα υδροπλάνα επί του σκάφους.
  15. Οι Γερμανοί μηχανικοί αποφάσισαν ότι θα προσπαθούσαν να διευκολύνουν μια μετέπειτα διάσωση, φόρτωσαν το πλοίο με άμμο και κάλυψαν όλες τις μηχανές του με παχύ στρώμα γράσου πριν το βυθίσουν προσεκτικά στις 26 Ιουλίου. Οι Βέλγοι ανέλκυσαν εν μέρει το Graf von Goetzen το 1918, αλλά αποτελείωσαν το εγχείρημά τους όταν η Κιγκόμα εκχωρήθηκε στους Βρετανούς. Οι τελευταίοι διέσωσαν το πλοίο το 1926 και το χρησιμοποίησαν ως επιβατηγό και φορτηγό πλοίο στη Λίμνη Τανγκανίκα.
  16. Το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, υπήρχε σφοδρή βροχόπτωση (εποχή των βροχών).
  17. Η Ανατολική Αφρική δεν ενδείκνυτο για έφιππα στρατεύματα, τελικώς, τα περισσότερα ιπποειδή θα υποκύψουν στη μύγα τσε-τσε.
  18. Οι Γερμανοί φρόντισαν επίσης να μη μείνουν πίσω τρένα ή / και άλλος εξοπλισμός στους σταθμούς που καταλήφθηκαν.
  19. Η Βόρεια Ταξιαρχία (Brigade Nord), υπό τον Αντισυνταγματάρχη Armand Huyghé, κατέλαβε τους λόφους, αλλά ο Βάλε έστειλε ενισχύσεις σιδηροδρομικώς, απωθώντας τη Force Publique την επομένη.
  20. Ο Βάλε είχε προετοιμάσει μία χωματερή εφοδίων στον κεντρικό σιδηρόδρομο πλησίον του Μαλόνγκουε (Malongwe), αλλά υποχρεώθηκε να αφήσει τα περισσότερα από τα τρόφιμα λόγω έλλειψης αχθοφόρων, 600 Ινδοί αιχμάλωτοι πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν για να κουβαλήσουν πυρομαχικά και φαρμακευτικές προμήθειες.
  21. Η οικονομία της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής, ήταν έως τα τέλη του 1916, ως επί το πλείστον αυτάρκης, όταν ο Στρατηγός Βάλε έχασε την πρόσβαση με τις κύριες τροφοπαραγωγικές περιοχές πέριξ του Neu Langenburg (σημερινό Τουκούγιου (Tukuyu)).
  22. Συμπεριλαμβανομένης μιας επιδρομής, με στόχο την Ταμπόρα, υπό τη διοίκηση του λοχαγού Wintgens και του υπολοχαγού Naumann τον Μάιο του 1917. Ο λοχαγός Wintgens αιχμαλωτίστηκε νοτίως της Ταμπόρα από την Force Publique (Βόρεια Ταξιαρχία) στις 24 Μαΐου. Ο υπολοχαγός Naumann και οι υπόλοιποι 600 άνδρες, βάδισαν βόρεια-βορειοανατολικά στην σιδηροδρομική γραμμή της Ουσαμπάρα (Usambara Railway), όπου τον Σεπτέμβριο του 1917, ακινητοποίησαν ένα τραίνο πλησίον του Κάχε (Kahe).[21]
  23. Ο Στρατηγός Jacob van Deventer επινόησε το σχέδιο για τους Βέλγους να προχωρήσουν στο Μαχένγκε από την Κιλόσα και ήταν επικεφαλής αυτής της κοινής συμμαχικής επίθεσης.
  24. Τον Μάρτιο του 1916 η Πορτογαλία μπήκε επίσημα στον πόλεμο. Η Πορτογαλία έστειλε το δεύτερο εκστρατευτικό της σώμα στην Ανατολική Αφρική υπό τον Ταγματάρχη José Luís de Moura Mendes και στις 10 Απριλίου 1916 κατάφερε να καταλάβει το Τρίγωνο Κιόνγκα —το οποίο πίστευαν ότι τους είχαν αφαιρέσει οι Γερμανοί το 1885—, εντός του έτους, ο φοβ Λέτοβ-Φόρμπεκ το ανακατέλαβε.
  25. Από Γερμανικής πλευράς, ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ ανεφοδιάστηκε από την πατρίδα το 1915 από το εμπορικό Rubens και το 1916 από το Marie. Μια τελευταία προσπάθεια ανεφοδιασμού της Schutztruppe έγινε στις 21 Νοεμβρίου 1917, από ένα αερόπλοιο από το Jamboli στη Βουλγαρία.
  26. Στις 20 Οκτωβρίου 1924, η Ρουάντα-Ουρούντι (1924–1945), η οποία αποτελούσε τη σημερινή Ρουάντα και το Μπουρούντι, έγιναν εδάφη εντολής διαταγής στη Βελγική Κοινωνία των Εθνών, έχοντας ως πρωτεύουσα την Ουζουμπούρα.
Παραπομπές Σημειώσεων
  1. Strachan
  2. Strachan
  3. Gann, L.H.· Duignan, Peter (1977). The Rulers of German Africa, 1884-1914. Palo Alto: Stanford University Press. σελ. 116. 
  4. Strachan
  5. Hew Strachan, The First World War, Volume 1: To Arms (Oxford University Press, 2001), 616–19.
  6. Spencer. Encyclopedia of World War I. σελ. 668. 
  7. Paice. Tip & Run. σελ. 101. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Tucker 2014, σελ. 1529.
  2. Strachan, H. (2001). The First World War: To Arms. I. New York: Oxford University Press.
  3. 1916–1917 Tabora-Mahenge, The Congo and the war, klm-mra.be
  4. Paice, E. (2009) [2007]. Tip and Run: The Untold Tragedy of the Great War in Africa (Phoenix ed.). London: Weidenfeld & Nicolson. (ISBN 978-0-7538-2349-1).
  5. on 22 August 1914
  6. East and Central Africa. 1914-1918-online. International Encyclopedia of the First World War, Freie Universität Berlin
  7. Strachan, H. (2001). The First World War: To Arms. I. New York: Oxford University Press. p. 585. (ISBN 978-0-19-926191-8).
  8. Paice, Edward (2008). Tip & Run: The Untold Tragedy of the Great War in Africa. Phoenix. p.22. (ISBN 978-0-7538-2349-1).
  9. Foden, Giles (2005). Mimi and Toutou Go Forth: The Bizarre Battle for Lake Tanganyika. Penguin. pp. 184–5. (ISBN 9780141946573).
  10. Aimé Behaeghe First Pilot in Central Africa in Cross&Cocade 2008 Vol. 39, Nr. 1 Αρχειοθετήθηκε March 3, 2016, στο Wayback Machine. (PDF; 12.9 MB); The Times from 16. June 1916, P. 8
  11. Stiénon, C. (1918). La campagne anglo-belge de l'Afrique Orientale Allemande. pp. 135-137.
  12. "MOLITOR (Philippe François Joseph)". Biographie Belge d'Outre-Mer. VII. Brussels: Academie Royale des Sciences d'Outre-Mer. 1968.
  13. Foden, Giles (2005). Mimi and Toutou Go Forth: The Bizarre Battle for Lake Tanganyika. Penguin. (ISBN 9780141946573).
  14. Tucker, Spencer C., ed. (2014). World War I: The Definitive Encyclopedia and Document Collection (2nd ed.). Santa Barbara, CA: ABC-CLIO. pp. 1529-1530. (ISBN 978-1-85109-964-1).
  15. Stiénon, C. (1918). La campagne anglo-belge de l'Afrique Orientale Allemande. pp. 197-198.
  16. Stiénon, C. (1918). La campagne anglo-belge de l'Afrique Orientale Allemande. pp. 155-157.
  17. Delpierre, Georges (2002). "Tabora 1916: de la symbolique d'une victoire". Belgisch Tijdschrift voor Nieuwste Geschiedenis. p. 358.
  18. Strachan, H. (2001). The First World War: To Arms. I. New York: Oxford University Press. (ISBN 0-19-926191-1).
  19. WWI in Africa, be14-18.be
  20. Strachan, H. (2001). The First World War: To Arms. I. New York: Oxford University Press. p.p. 616–19. (ISBN 978-0-19-926191-8).
  21. The Times, History of the war, Πρότυπο:Vol., Printing House Square, London, 1919. pp. 48-49. archive.org
  22. David van Reybrouck. Congo: The Epic History of a People. HarperCollins, 2014.
  23. Strachan, H. (2001). The First World War: To Arms. I. New York: Oxford University Press. p. 634. (ISBN 978-0-19-926191-8).
  24. East and Central Africa. 1914-1918-online. International Encyclopedia of the First World War, Freie Universität Berlin
  25. Strachan, H. (2001). The First World War: To Arms. I. New York: Oxford University Press. p.431. (ISBN 978-0-19-926191-8).
  26. Holmes, Richard (2001). The Oxford Companion to Military History. Oxford University Press. p. 359. (ISBN 978-0-19-860696-3).
  27. Strachan, H. (2004). The First World War in Africa. Oxford: Oxford University Press. p. 642. (ISBN 978-0-19-925728-7)
  28. Farwell, Byron(1989). The Great War in Africa, 1914–1918. New York: W. W. Norton & Company. p. 355. (ISBN 0-393-30564-3).
  29. Delpierre, Georges (2002). "Tabora 1916: de la symbolique d'une victoire". Belgisch Tijdschrift voor Nieuwste Geschiedenis. p. 351-381.
  30. Strachan 2003, σελ. 585.
  31. Strachan 2004, σελ. 112.
  32. Strachan, H. (2001). The First World War: To Arms. I. New York: Oxford University Press. (ISBN 0-19-926191-1).

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόσθετη ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]