Λιγεία (Πόε)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λιγεία
Εικονογράφηση της Λιγείας από τον Χάρι Κλαρκ, 1919.
ΣυγγραφέαςΈντγκαρ Άλλαν Πόε
ΤίτλοςLigeia
ΓλώσσαΑμερικανικά αγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1838
Ημερομηνία δημοσίευσης1838
Μορφήδιήγημα
Δημοσιεύθηκε στοTales of the Grotesque and Arabesque
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Λιγεία (πρωτότυπος τίτλος: Ligeia) είναι διήγημα του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, που δημοσιεύτηκε το 1838. [1]

Ο αφηγητής, μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Λιγείας, παντρεύεται μια άλλη γυναίκα, η οποία σύντομα αρρωσταίνει και, ελάχιστα υποστηριζόμενη από τον εθισμένο στο όπιο σύζυγο που δεν την αγαπά, πεθαίνει. Τη νύχτα πριν την ταφή της ανασταίνεται μετενσαρκωμένη στη Λιγεία.

Η ιστορία έχει ερμηνευθεί σαν αποκύημα μιας ταραγμένης ή ασταθούς φαντασίας ή σαν μια παραίσθηση που προκλήθηκε από το όπιο που καταναλώνει ο αφηγητής, ακόμη και σαν σάτιρα έργων γοτθικής μυθοπλασίας.[2]

Το διήγημα έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο. [3] [4]

Περίληψη πλοκής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την ιστορία αφηγείται ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής που δεν κατονομάζεται, ο οποίος γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τη Λιγεία. Θυμάται ότι τη συνάντησε «σε κάποια μεγάλη, παλιά, ερειπωμένη πόλη κοντά στον Ρήνο». Δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα για την ιστορία της, ούτε το όνομα της οικογένειάς της, αλλά θυμάται την όμορφη εμφάνισή της. Την περιγράφει πολύ όμορφη, ψηλή, με μαλλιά και μάτια μαύρα, δέρμα άσπρο, με βαθιά φωνή και απίστευτα ήρεμη και γαλήνια, κάτω από την ηρεμία της σιγόβραζε ένα ηφαίστειο πάθους. Ήταν επίσης έξυπνη και μορφωμένη.[5]

Εικονογράφηση του Μπάιαμ Σω, περίπου το 1909.

Παντρεύονται και η Λιγεία εντυπωσιάζει τον σύζυγό της με τις τεράστιες γνώσεις της στις φυσικές και μαθηματικές επιστήμες και την επάρκειά της στις κλασικές γλώσσες και στην «απαγορευμένη» σοφία. Ο αφηγητής αφήνεται στην καθοδήγησή της και μυείται σε όλες τις σφαίρες του πνευματικού. Γοητεύεται ιδιαίτερα από την ιδέα ότι όλη η ζωή είναι θέληση και ότι ο θάνατος οφείλεται μόνο στην έλλειψη δύναμης της θέλησης.[6]

Μετά από απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η Λιγεία αρρωσταίνει, παλεύει εσωτερικά με την ανθρώπινη θνησιμότητα και τελικά πεθαίνει αφήνοντας τον αφηγητή σε απόγνωση. Πριν πεθάνει συνθέτει ένα ποίημα, το «Σκουλήκι κατακτητής», ένα βίαιο ποίημα για το αναπόφευκτο και τη σκληρότητα του θανάτου - που προσωποποιείται ως ένα τεράστιο, αιματοβαμμένο σκουλήκι σε τάφο.[7]

Ο αφηγητής, θλιμμένος, δεν αντέχει άλλο στην παλιά πόλη του Ρήνου και αγοράζει και ανακαινίζει ένα παλιό αβαείο στην Αγγλία. Σύντομα συνάπτει έναν δεύτερο γάμο, χωρίς έρωτα, με την ξανθιά και γαλανομάτα Ροβένα, επίσης όμορφη αλλά πολύ διαφορετική από την πρώτη του γυναίκα. Την παντρεύεται χωρίς να μπορεί να ξεχάσει στιγμή τη Λιγεία και αντέχει τη νέα σχέση μόνο μέσα από την κατανάλωση όπιου.

Τον δεύτερο μήνα του γάμου, η Ροβένα αρχίζει να υποφέρει από άγχος και πυρετό. Εξαντλημένη από την αγωνία της, ελάχιστα υποστηριζόμενη από τον εθισμένο στο όπιο σύζυγο που δεν την αγαπά, η κατάστασή της επιδεινώνεται γρήγορα και λίγες μέρες αργότερα πεθαίνει. Προετοιμάζεται η ταφή της.

Καθώς ο αφηγητής αγρυπνεί όλη τη νύχτα δίπλα στη νεκρή, παρατηρεί μια σύντομη επιστροφή χρώματος στα μάγουλά της. Εμφανίζονται επανειλημμένα σημάδια αναζωογόνησης, πριν καταλήξει σε κατάσταση προφανούς θανάτου. Αυτή η τρομερή διαδικασία επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Καθώς ξημερώνει, και ο αφηγητής βρίσκεται συναισθηματικά εξουθενωμένος από την αγωνία της νύχτας, η Ροβένα ζωντανεύει για άλλη μια φορά, σηκώνεται από το νεκροκρέβατό της και περπατά στη μέση του δωματίου. Όταν την αγγίζει, οι επίδεσμοι του κεφαλιού της πέφτουν για να αποκαλύψουν τα μαλλιά και τα μάτια της που είναι μαύρα: η Ροβένα έχει μεταμορφωθεί και ο αφηγητής στο πρόσωπό της αναγνωρίζει τη Λιγεία, που η δύναμη της θέλησής της νίκησε τον θάνατο.[8]

Σχόλιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως συμβαίνει σε πολλές ιστορίες του Πόε, η Λιγεία κινείται ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα για να δημιουργήσει ένα απόκοσμο αποτέλεσμα. Ο αφηγητής παραδέχεται ότι έχει μειωμένη μνήμη και ότι είναι εθισμένος στο όπιο, επομένως ο αναγνώστης πρέπει να επιλέξει ποια σημεία της ιστορίας του είναι αληθινά και ποια φανταστικά. Αυτή η αναξιοπιστία δημιουργεί μια αβεβαιότητα που οδηγεί στην αναζήτηση απαντήσεων σε άλλες, πιο συγκεκριμένες, λεπτομέρειες της ιστορίας. Το τέλος με τη σκόπιμη χρήση του φανταστικού, αφήνει την ιστορία ανοιχτή σε διάφορες ερμηνείες.[1]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]