Το σύστημα του δρος Πίσσα και του καθηγητού Φτερά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το σύστημα του δρος Πίσσα και του καθηγητού Φτερά
ΣυγγραφέαςΈντγκαρ Άλλαν Πόε
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1845
Μορφήδιήγημα
Θέμαψυχιατρείο
ΤόποςΝότια Γαλλία

Το σύστημα του δρος Πίσσα και του καθηγητού Φτερά (πρωτότυπος τίτλος:The System of Doctor Tarr and Professor Fether) είναι διήγημα μαύρου χιούμορ του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό της Φιλαδέλφεια Graham's Magazine τον Νοέμβριο του 1845.[1]

Η ιστορία αναφέρεται στα παράξενα περιστατικά που βίωσε ο αφηγητής σε επίσκεψή του σε ένα πρωτοποριακό ψυχιατρείο στη νότια Γαλλία.

Το διήγημα έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.[2][3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την ιστορία διηγείται ένας ανώνυμος αφηγητής που επισκέπτεται ένα ψυχιατρικό ίδρυμα στη νότια Γαλλία, γνωστό για την επαναστατική νέα μέθοδο θεραπείας ψυχικών ασθενειών που εφαρμόζει, το «καταπραϋντικό σύστημα», που αποφεύγει τις τιμωρίες και πολύ σπάνια καταφεύγει στην απομόνωση ή τιμωρία των ασθενών. Ένας φίλος με τον οποίο ταξιδεύει τον συστήνει στον κύριο Μαγιάρ, τον διευθυντή και εμπνευστή του συστήματος, και φεύγει. Ο αφηγητής εκπλήσσεται όταν μαθαίνει ότι δεν εφαρμόζουν πια το «καταπραϋντικό σύστημα», καθώς έχει ακούσει για την επιτυχία και τη δημοτικότητά του, αλλά ο Μαγιάρ του λέει «να μην πιστεύει τίποτα από όσα ακούει και μόνο τα μισά από όσα βλέπει». Ο αφηγητής εκπλήσσεται αρκετά με αυτά που ακούει.

Ο αφηγητής περιηγείται στους χώρους του ιδρύματος και προσκαλείται σε δείπνο, στο οποίο συμμετέχουν περίπου τριάντα άλλα άτομα, σε ένα μεγάλο, πλούσιο φαγοπότι. Τότε συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά: Οι καλεσμένοι είναι ντυμένοι κάπως περίεργα: αν και τα ρούχα τους είναι καλοφτιαγμένα, δεν φαίνεται να ταιριάζουν με το περιβάλλον. Οι περισσότερες είναι γυναίκες και είναι «στολισμένες με άφθονα κοσμήματα, όπως δαχτυλίδια, βραχιόλια και σκουλαρίκια, και το στήθος και τα χέρια τους ήταν ντροπιαστικά γυμνά». Το τραπέζι και το δωμάτιο είναι διακοσμημένα με άφθονα αναμμένα κεριά. Το δείπνο συνοδεύεται επίσης από μουσικούς που παίζουν μουσικά όργανα και παρόλο που φαίνεται να διασκεδάζουν όλους τους άλλους παρευρισκόμενους, ο αφηγητής παρομοιάζει τη μουσική με φρικτούς θορύβους και λέει ότι όλα ήταν «περίεργα» στο δείπνο.[4]

Η συνομιλία καθώς τρώνε επικεντρώνεται στους ασθενείς που θεραπεύουν. Αναφέρουν στον αφηγητή τις παράξενες συμπεριφορές που έχουν δει, όπως ασθενείς που νόμιζαν ότι ήταν τσαγιέρα, γάιδαρος, τυρί, σαμπάνια, βάτραχος, καπνός, κολοκύθα που ήθελε να την μαγειρέψουν και άλλα. Ο Μαγιάρ προσπαθεί συχνά να τους ηρεμήσει και ο αφηγητής φαίνεται να ανησυχεί πολύ για τη συμπεριφορά και το παθιασμένο ύφος τους. Όταν επισημαίνει στον Μαγιάρ ότι οι συνδαιτημόνες τους μιμούνται τους τρελούς και έχουν παράξενη συμπεριφορά, ο τελευταίος το αποδίδει στο αλκοόλ και στη συμπεριφορά των ανθρώπων του νότου.

Στη συνέχεια μαθαίνει ότι έχουν αντικαταστήσει το «καταπραϋντικό σύστημα» με ένα πολύ πιο αυστηρό, το οποίο ο Μαγιάρ λέει ότι βασίζεται στο «σύστημα του δρα Πίσσα και του καθηγητή Φτερά». Ο αφηγητής ομολογεί ότι δεν τους γνωρίζει, προς έκπληξη των άλλων. Τελικά του εξηγούν γιατί εγκαταλείφθηκε το προηγούμενο σύστημα: ένα «μοναδικό» περιστατικό, λέει ο Μαγιάρ, συνέβη όταν οι ασθενείς, που ζούσαν με μεγάλη ελευθερία, εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και εξουδετέρωσαν τους φύλακες, γιατρούς και προσωπικό, σφετερίστηκαν τις θέσεις τους και τους έκλεισαν στα κελιά σαν τρελούς. Οι πραγματικοί τρελοί είχαν αρχηγό έναν άνδρα που ισχυριζόταν ότι είχε εφεύρει μια καλύτερη μέθοδο θεραπείας ψυχικών ασθενειών και που δεν επέτρεπε την είσοδο σε κανέναν επισκέπτη εκτός από «έναν πολύ ανόητο νεαρό κύριο, τον οποίο δεν είχαν κανένα λόγο να φοβούνται».

Ο αφηγητής ρωτά με ποιο τρόπο το προσωπικό του νοσοκομείου κατάφερε να ελευθερωθεί και να αποκαταστήσει την τάξη. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούγονται δυνατοί θόρυβοι και στην τραπεζαρία εισβάλλουν τέρατα που μοιάζουν με πιθήκους. Ήταν οι φύλακες, γιατροί και προσωπικό που ήταν καλυμμένοι με πίσσα και πούπουλα (το σύστημα του δρα Πίσσα και του καθηγητή Φτερά) που κατάφεραν τελικά να απελευθερωθούν...

Οι φύλακες βάζουν τώρα πίσω στα κελιά τους τους πραγματικούς ασθενείς, συμπεριλαμβανομένου του κ. Μαγιάρ - που κάποτε ήταν διευθυντής πριν τρελαθεί ο ίδιος.

Ο αφηγητής καταλήγει με μια δήλωση ότι έχει ψάξει παντού για τα γραπτά του «δρα Πίσσα» και του «καθηγητή Φτερά», αλλά δεν κατάφερε να ανακαλύψει πουθενά καμία αναφορά σ' αυτούς τους επιστήμονες.[5]

Το «καταπραϋντικό σύστημα»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύστημα του κ. Μαγιάρ αποφεύγει όλες τις τιμωρίες και δεν περιορίζει τους ψυχασθενείς. Τους παραχωρείται μεγάλη ελευθερία και δεν τους αναγκάζουν να φορούν νοσοκομειακές ρόμπες, αλλά αντίθετα τους «επιτρέπεται να περιφέρονται σε όλους τους χώρους με τη συνηθισμένη ενδυμασία λογικών ανθρώπων». Οι γιατροί αντιμετωπίζουν τους ασθενείς καταπραϋντικά χωρίς να αντικρούουν ποτέ τις φαντασιώσεις ή τις παραισθήσεις τους. Για παράδειγμα, εάν κάποιος πιστεύει ότι είναι κοτόπουλο, οι γιατροί τον αντιμετωπίζουν σαν κοτόπουλο, δίνοντάς του να φάει καλαμπόκι. Το σύστημα ήταν προφανώς πολύ δημοφιλές και ο κ. Μαγιάρ λέει ότι όλα τα ψυχιατρεία στη Γαλλία το έχουν υιοθετήσει. Ο αφηγητής παρατηρεί ότι μετά τη συντριβή της εξέγερσης των ψυχασθενών, το καταπραϋντικό σύστημα αποκαταστάθηκε στο ίδρυμα που επισκέφτηκε, αν και τροποποιήθηκε με τρόπο που αποσκοπεί στην αναμόρφωσή του και στην ασφάλεια.[6]

Διαπόμπευση άνδρα με πίσσα και φτερά

Πίσσα και φτερά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πίσσα και το φτερό ήταν μια μορφή δημόσιου βασανιστηρίου, τιμωρίας και διαπόμπευσης που χρησιμοποιήθηκε για την επιβολή ανεπίσημης δικαιοσύνης ή εκδίκησης. Με απαρχές από τη φεουδαρχική Ευρώπη και τις αποικίες της διατηρήθηκε έως την Πρώιμη σύγχρονη περίοδο, ιδιαίτερα στην Άγρια Δύση, ως επί το πλείστον σαν ένα είδος εκδίκησης του όχλου. Το θύμα καλύπτονταν με πίσσα και το κυλούσαν πάνω σε ένα σωρό από φτερά ώστε να κολλήσουν στην πίσσα.[7]

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία μπορεί να γίνει κατανοητή ως κριτική στις ιατρικές πρακτικές του 19ου αιώνα, καθώς την εποχή που γράφτηκε, η φροντίδα των ψυχικά ασθενών ήταν ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο κόσμος ζητούσε τη μεταρρύθμιση των ψυχιατρικών ιδρυμάτων επειδή οι ψυχικά άρρωστοι αντιμετωπίζονταν σαν κρατούμενοι. Ταυτόχρονα, είχε αυξηθεί ο αριθμός των αθωώσεων για λόγους παραφροσύνης, γεγονός που προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες επειδή επέτρεπε στους εγκληματίες να γλιτώσουν την τιμωρία.[8]

Ο γιατρός Πινέλ απελευθερώνει ψυχοπαθείς από τα δεσμά τους το 1795, πίνακας του Τόνι Ρομπέρ-Φλερύ.

Στη Γαλλία, μετά την επανάσταση στην ψυχιατρική που εισήγαγε ο Φιλίπ Πινέλ, το 1794 ως διευθυντής της Σαλπετρτιέρ ήταν ο πρώτος που κατήργησε τις αλυσίδες στα ψυχιατρικά άσυλα, δημιουργήθηκαν κέντρα ψυχικής υγείας στο Παρίσι καθώς και στις επαρχίες, όπως στη νότια Γαλλία στην Προβηγκία - ο γιατρός Guiaud στη Μασσαλία γευμάτιζε και δειπνούσε με τους ασθενείς του - που εφάρμοζαν ήπια θεραπεία με ικανοποιητικά αποτελέσματα.[9]

Επιπλέον, υπήρχαν ζωηρές συζητήσεις για τις «μεθόδους ηθικής μεταχείρισης». Ο Φρανσουά Λερέ, ο οποίος εργαζόταν σε ίδρυμα στο Παρίσι γύρω στο 1800, τόνιζε τη σημασία μιας ανθρωπιστικής και ορθολογικής προσέγγισης στη θεραπεία των ψυχικά ασθενών και πίστευε ότι οι εγκληματικά παράφρονες είναι άρρωστα άτομα που δεν μπορούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους.[10]

Στον κινηματογράφο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία διασκευάστηκε για την οθόνη το 1913 στο Le Système du docteur Goudron et du professeur Plume, μια ταινία του βωβού κινηματογράφου σε σκηνοθεσία Maurice Tourneur, γαλλικής παραγωγής.[11]

Το 2014 έγινε μια κινηματογραφική μεταφορά με τίτλο To άσυλο του τρόμου, σε σκηνοθεσία Μπραντ Άντερσον .[12]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το σύστημα του δρος Πίσσα και του καθηγητού Φτερά, μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης (στο βιβλίο «Το βαρέλι του Αμοντιλάδο», εκδόσεις Αιγόκερως, 1999. [13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]