Το βαρέλι του Αμοντιλάδο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το βαρέλι του Αμοντιλάδο
Εικονογράφηση του Χάρυ Κλαρκ, 1919
ΣυγγραφέαςΈντγκαρ Άλλαν Πόε
ΤίτλοςThe Cask of Amontillado
ΓλώσσαΑμερικανικά αγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1846
Μορφήδιήγημα
Δημοσιεύθηκε στοTales of the Grotesque and Arabesque
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το βαρέλι του Αμοντιλάδο (πρωτότυπος τίτλος: The Cask of Amontillado) είναι διήγημα τρόμου του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1846 στο περιοδικό Godey's Lady's Book. Η ιστορία, που διαδραματίζεται σε μια ιταλική πόλη που δεν κατονομάζεται κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού και σε απροσδιόριστο χρόνο, αναφέρεται στη θανάσιμη εκδίκηση ενός άνδρα εναντίον ενός φίλου του που, όπως πιστεύει, τον είχε προσβάλει.[1]

Η ιστορία παρουσιάζεται από την οπτική γωνία του δολοφόνου, ο οποίος 50 χρόνια αργότερα παραμένει ασύλληπτος για το αποτρόπαιο έγκλημά του.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αφηγητής της ιστορίας, ο Μοντρεζόρ, αφηγείται σε ένα άτομο που γνωρίζει πολύ καλά αλλά που δεν κατονομάζεται, τον φρικτό τρόπο με τον οποίο εκδικήθηκε τον Φορτουνάτο, έναν γνωστό του ευγενή, για τις πολυάριθμες προκλήσεις και κάποια απροσδιόριστη προσβολή που του έκανε. [3]

Συναντώντας τον Φορτουνάτο κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, ενώ ο άντρας ήταν μεθυσμένος και μεταμφιεσμένος με στολή και καπέλο γελωτοποιού, ο Μοντρεζόρ τον παρασύρει σε μια παγίδα λέγοντάς του ότι έλαβε ένα βαρέλι με μια σπάνια σοδειά κρασιού αμοντιλάντο [4]αλλά δεν είναι σίγουρος ότι είναι γνήσιο και του ζητά να επιβεβαιώσει την ποιότητά του.[5]

Μαζί, πηγαίνουν στις υπόγειες στοές του μεγάρου του Μοντρεζόρ όπου περιπλανώνται στις υγρές υπόγειες αίθουσες. Ο Μοντρεζόρ του προσφέρει εκλεκτό κρασί για να τον κρατήσει μεθυσμένο. Ο Μοντρεζόρ προειδοποιεί τον Φορτουνάτο, που έχει άσχημο βήχα, για την υγρασία και του προτείνει να επιστρέψουν, αλλά αυτός επιμένει να συνεχίσουν υποστηρίζοντας ότι «δεν θα πεθάνει από βήχα».

Ο Φορτουνάτο και ο Μοντρεζόρ πίνουν στις υπόγειες στοές, εικονογράφηση από τον Άρθουρ Ράκχαμ (1935)

Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους, ο Μοντρεζόρ αναφέρει το οικογενειακό του οικόσημο: ένα πελώριο χρυσό πόδι σε μπλε φόντο που συνθλίβει ένα φίδι του οποίου τα δόντια είναι μπηγμένα στη φτέρνα του ποδιού, με το ρητό Nemo me impune lacessit (Κανείς δεν με προσβάλει ατιμώρητα). Κάποια στιγμή, ο Φορτουνάτο κάνει μια περίεργη χειρονομία και όταν ο Μοντρεζόρ φαίνεται να μην την αναγνωρίζει ο Φορτουνάτο ρωτά: «Δεν είσαι τέκτονας;» Ο Μοντρεζόρ λέει ότι είναι, και όταν ο Φορτουνάτο, δυσπιστώντας, ζητά ένα σημάδι, αυτός εμφανίζει ένα μυστρί που είχε πάνω του.

Τελικά φτάνουν σε μια εσοχή του τοίχου, όπου ο Μοντρεζόρ λέει στο θύμα του ότι το βαρέλι με το αμοντιλάδο είναι μέσα. Ο Φορτουνάτο μπαίνει μεθυσμένος και ανυποψίαστος και ως εκ τούτου δεν αντιστέκεται καθώς ο Μοντρεζόρ τον αλυσοδένει γρήγορα στον τοίχο. Στη συνέχεια, αποκαλύπτει κρυμμένες πέτρες και άλλα υλικά και αρχίζει να χτίζει την εσοχή χρησιμοποιώντας το μυστρί του, ενταφιάζοντας τον φίλο του ζωντανό. Μόλις το αντιλαμβάνεται αυτός, προσπαθεί μάταια να ελευθερωθεί από τις αλυσίδες του. Στη συνέχεια ουρλιάζει για βοήθεια, αλλά ο Μοντρεζόρ τον κοροϊδεύει μιμούμενος τις κραυγές του, γνωρίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί να τους ακούσει. Ο Φορτουνάτο γελάει αδύναμα και προσπαθεί να προσποιηθεί ότι είναι αντικείμενο αστεϊσμού και ότι ο κόσμος θα τον περιμένει. Καθώς ο Μοντρεζόρ χτίζει την τελευταία σειρά από πέτρες, ο Φορτουνάτο τον εκλιπαρεί «Για την αγάπη του Θεού, Μοντρεζόρ!» ικεσία στην οποία ο δολοφόνος του απαντά: «Ναι, για την αγάπη του Θεού!» Περιμένει για απάντηση, αλλά ακούει μόνο τα ηχούν τα κουδουνάκια του καπέλου του γελωτοποιού. Πριν τοποθετήσει την τελευταία πέτρα, ρίχνει μια αναμμένη δάδα μέσα από το κενό.[6]

Στις τελευταίες φράσεις, ο Μοντρεζόρ αποκαλύπτει ότι 50 χρόνια αργότερα, το πτώμα του Φορτουνάτο κρέμεται ακόμη από τις αλυσίδες του στη θέση όπου το άφησε. Ο δολοφόνος καταλήγει: In pace requiescat! (Αναπαύσου εν ειρήνη!).

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικονογράφηση του Άρθουρ Ράκχαμ (1935)
  • Το θέμα του διηγήματος είναι μια φρικτή προμελετημένη δολοφονία, που παρουσιάζεται από τη σκοπιά του εγκληματία. Το μυστήριο βρίσκεται στο κίνητρο της δολοφονίας, επειδή ο Μοντρεζόρ, ο αφηγητής, δεν διευκρινίζει ποτέ τους λόγους της πράξης του, εκτός από τις αόριστες αναφορές σε προσβολές και ύβρεις που θεωρεί ότι υπέστη από το θύμα του. Εξαιτίας αυτών των ασαφών κινήτρων, αρκετοί αναλυτές του έργου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Μοντρεζόρ πρέπει να θεωρηθεί ψυχικά διαταραγμένος, παρά το περίπλοκο σχέδιο που θέτει σε λειτουργία. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι ο Μοντρεζόρ, ο οποίος προέρχεται από μια οικογένεια που κάποτε ήταν σεβαστή αλλά η θέση του έχει ξεπέσει, ήθελε να τιμωρήσει τον Φορτουνάτο από ζήλια για την καλή του τύχη, που υποδεικνύεται από το ίδιο του το όνομα, και επειδή τον ξεπέρασε κοινωνικά. Η στάση επίσης του Φορτουνάτο δεν φανερώνει πουθενά πως κάποτε είχε προσβάλει τον Μοντρεζόρ.
  • Τα ονόματα Μοντρεζόρ (στα γαλλικά ο θησαυρός μου) και Φορτουνάτο (στα ιταλικά ο τυχερός) αναφέρονται στον πλούτο και η αντίστροφη πορεία της τύχης τους φαίνεται να υποδηλώνει μια αμοιβαία ψυχολογική ταύτιση μεταξύ θύματος και δολοφόνου.
  • Ο Μοντρεζόρ φαίνεται να απευθύνεται σε κάποιον που γνωρίζει καλά. Εφόσον το έγκλημα διαπράχθηκε πριν από περίπου 50 χρόνια, πρέπει τώρα να είναι ηλικιωμένος. Έτσι, είναι πιθανόν να μιλάει με κάποιον από τους απογόνους του ή να κάνει την τελευταία του εξομολόγηση σε έναν ιερέα.[6]
  • Το οικόσημο του Μοντρεζόρ, πόδι που συνθλίβει ένα φίδι που δαγκώνει τη φτέρνα του ίδιου ποδιού, θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει και να συνδέει τους δύο χαρακτήρες αλληγορικά, με τον Φορτουνάτο να συντρίβει τον Μοντρεζόρ κατά λάθος και ο τελευταίος να παίρνει εκδίκηση ενταφιάζοντάς τον ζωντανό αλλά και αντίστροφα.  
  • Έχει επίσης διατυπωθεί η άποψη ότι ο Φορτουνάτο είναι το alter ego του αφηγητή: Το θύμα, μέσα από τον τοίχο, σβήνει από έλλειψη οξυγόνου και ο εκδικητής απέξω αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ανασάνει, ωστόσο το αποδίδει στην υγρασία.[7]
  • Όπως και στα διηγήματα του 1843 Ο μαύρος γάτος και Μαρτυριάρα καρδιά και Ο Δαίμονας της διαστροφής (1845), ο Πόε μεταφέρει την ιστορία από την οπτική γωνία του δολοφόνου αλλά σε αντίθεση με αυτά, όπου αφενός ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι οι αφηγητές-δολοφόνοι είναι ψυχικά διαταραγμένοι και αφετέρου έχουν συλληφθεί και γράφουν την παραμονή της εκτέλεσής τους, εδώ ο δράστης δεν φαίνεται να παρουσιάζει ψυχική διαταραχή και παραμένει ασύλληπτος.
  • Παρόλο που το θέμα της ιστορίας είναι ένας φόνος, Το βαρέλι του Αμοντιλάδο δεν έχει αστυνομική πλοκή. Δεν γίνεται καμία έρευνα για το έγκλημα και ο ίδιος ο εγκληματίας εξηγεί πώς το διέπραξε, 50 χρόνια αργότερα. [3]

Έμπνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας θρύλος υποστηρίζει ότι η έμπνευση για το διήγημα προήλθε από μια ιστορία που είχε ακούσει ο Πόε όταν υπηρετούσε στο οχυρό Fort Independence στη Μασαχουσέτη το 1827.  Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, είδε ένα μνημείο του υπολοχαγού Ρόμπερτ Μάσι, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε μονομαχία την ημέρα των Χριστουγέννων του 1817 από τον υπολοχαγό Ντρέιν, μετά από παρεξήγηση κατά τη διάρκεια χαρτοπαιξίας. Ο μύθος αναφέρει ότι άλλοι αξιωματικοί εκδικήθηκαν τον Ντρέιν, τον μέθυσαν και τον παρέσυραν σε ένα μπουντρούμι, όπου τον αλυσοδέσανε σε έναν τοίχο και σφράγισαν το υπόγειο. Ωστόσο, αυτή η εκδοχή του θανάτου του Ντρέιν δεν ισχύει. Ο Ντρέιν οδηγήθηκε στο στρατοδικείο για τη δολοφονία και αθωώθηκε, έζησε μέχρι το 1846.[8]

Αλλά το διήγημα είναι κυρίως μια απάντηση στον λογοτεχνικό αντίπαλό του, Thomas Dunn English, ο οποίος το 1844 είχε δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα,The Power of the SF, το οποίο αναφερόταν σε μυστικές οργανώσεις και του οποίου το κύριο θέμα ήταν η εκδίκηση. Σ' αυτό το μυθιστόρημα ο κύριος χαρακτήρας που περιγράφεται ως αλκοολικός, ψεύτης και βίαιος σύζυγος, συγγραφέας του ποιήματος Το Μαύρο Κοράκι - αναφορά στο ποίημα του Πόε Το κοράκι - απεικόνιζε τον Πόε.

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το βαρέλι του Αμοντιλλιάδου, μετάφραση Γ. Ι. Φουσάρας, Νέα Εστία , 1943 [7]
  • Το βαρέλι του Αμοντιλάδο, μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις Αιγόκερως, 1999

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]