Ιουστινιανός (στρατηγός)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιουστινιανός
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Iustinianus (Λατινικά)
Γέννηση525
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος582
Κωνσταντινούπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
Οικογένεια
ΓονείςΓερμανός (ξάδελφος του Ιουστινιανού Α΄) και Πασάρα
ΑδέλφιαΙουστίνος (στρατηγός)
Ιουστίνη
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΒυζαντινο-Σασανιδικός Πόλεμος

Ο Ιουστινιανός (Ἰουστινιανός), (γεννήθηκε μετά το 525-582) ήταν Βυζαντινός αριστοκράτης και στρατηγός και μέλος της αυτοκρατορικής δυναστείας. Ως στρατιωτικός, είχε μια ξεχωριστή σταδιοδρομία στα Βαλκάνια και στην Ανατολή ενάντια στους Σασσανίδες Πέρσες. Στα μετέπειτα χρόνια του, σχεδίασε ανεπιτυχώς να γίνει αυτοκράτορας κατά του Τιβέριου Β΄ (574-582).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προέλευση και αρχική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιουστινιανός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη λίγο μετά το 525, ο δεύτερος γιος του Γερμανού και της Πασάρα, ξάδερφος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (527-565). Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Ιουστίνο και μια αδελφή, τη Ιουστίνα, που παντρεύτηκε τον στρατηγό Ιωάννη[1][2][3] .

Ο Ιουστινιανός διορίστηκε για πρώτη φορά σε στρατιωτική διοίκηση το 550, όταν μαζί με τον αδελφό του Ιουστίνο συνόδευσαν τον πατέρα τους στην προετοιμασία για την εκστρατεία εναντίον της Οστρογότθων Ιταλίας. Ο Γερμανός, όμως, πέθανε ξαφνικά το φθινόπωρο του 550, προτού ο στρατός εγκαταλείψει τα Βαλκάνια, όπου ετοιμαζόταν[3][4][5]. Μετά από αυτό, ο Ιουστινιανός και ο Ιωάννης (γαμπρός του Γερμανού) διατάχτηκαν να οδηγήσουν το στρατό προς τη Σαλόνα (σύγχρονο Σπλιτ, Κροατία), προετοιμάζοντας τον για να διασχίσει την Ιταλία ή μια πορεία προς τη Βενετία. Ο Ιωάννης παρέμεινε υπεύθυνος για το στρατό έως ότου έλθει ο Ναρσής, ο οποίος διορίστηκε ως ο νέος αρχηγός της εκστρατείας[6]. Στις αρχές του 552, ο Ιουστινιανός τέθηκε επικεφαλής μιας εκστρατείας εναντίον των Σλάβων που έκαναν επιδρομές στο Ιλλυρικό, και λίγο αργότερα, στάλθηκε μαζί με τον αδελφό του Ιουστίνο για να βοηθήσει τους Λομβαρδούς εναντίον των Γεπίδων. Τα δύο αδέλφια, ωστόσο, αναγκάστηκαν στην πορεία τους να επέμβουν σε μια εξέγερση στην πόλη της Ουλπιάνα και ποτέ δεν έφτασαν να βοηθήσουν τους Λομβαρδούς[3][4][7].

Καριέρα στην Ανατολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης των Βυζαντινο-Περσικών συνόρων

Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον Ιουστινιανό κατά τα επόμενα 20 χρόνια. Το 572, όμως, ανέβηκε στην τάξη των Πατρίκων και τοποθετήθηκε ως αρχηγός των δυνάμεων στον βορειοανατολικό τομέα των συνόρων της αυτοκρατορίας με την Περσία[3]. Από τη θέση αυτή υποστήριξε το ξέσπασμα της ιβηρικής και αρμενικής εξέγερσης κατά των Σασσανιδών, που οδήγησε στο ξέσπασμα μιας εικοσαετούς σύγκρουσης μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας[1][4].

Το 572 υποστήριξε τις αρμενικές δυνάμεις υπό τον Βαρτάνο Γ΄ Μαμικονιάν στην υπεράσπισή του Δούβιου και, όταν το φρούριο τελικά έπεσε, προσπάθησε για την ανακατάληψη του μέσα στο ίδιο έτος. Σύντομα, όμως, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη λόγω τριβής με τους Αρμένιους [8][9]. Στα τέλη του 574 ή στις αρχές του 575, διορίστηκε ως στρατηγός και γενικός διοικητής των βυζαντινών δυνάμεων στην Ανατολή. Σ 'αυτό το ρόλο, άρχισε να εκπαιδεύει τα πολυάριθμα νέα στρατεύματα που του έθεσε η Αυτοκρατορία και πραγματοποίησε μια ειρήνη με τον Σασσανίδη ηγεμόνα Αλαμούνδαρο (al-Mundhir)[9][10]. Η τριετής εκεχειρία σύντομα ολοκληρώθηκε για το μέτωπο της Μεσοποταμίας, αλλά αυτό δεν ισχύει για την Αρμενία[11].

Το καλοκαίρι 575 ή 576 ο Ιουστινιανός απέτυχε να εμποδίσει την είσοδο του περσικού στρατού, με επικεφαλής τον ίδιον τον Χοσρόη Α΄(531-579), μέσω της Περσαρμενίας. Όταν ο Χοσρόης μπήκε στη Βυζαντινή Καππαδοκία και προχώρησε προς την Καισάρεια, ο Ιουστινιανός συγκέντρωσε στρατό και μπλόκαρε τα περάσματα του βουνού που οδηγούσαν σε αυτό. Ο Χοσρόης αποσύρθηκε, καταλύοντας στην συνέχεια την Σεβάστεια[12][13]. Ο Ιουστινιανός ακολούθησε τον Χοσρόη και τον παγίδευσε δύο φορές, τη πρώτη φορά ο Χοσρόης και ο στρατός του διέφυγαν μόνο αφού εγκατέλειψαν το στρατόπεδο τους και όλα τα υπάρχοντά τους στους Βυζαντινούς, ενώ τη δεύτερη, οι βυζαντινοί νικήθηκαν σε νυχτερινή επίθεση στο στρατόπεδο τους κοντά στη Μελιτηνή, λόγω διαφωνίας μεταξύ των διοικητών του στρατού. Στη συνέχεια, οι Πέρσες κατέλαβαν τη Μελιτηνή και την έκαψαν[12][14]. Καθώς ο περσικός στρατός προετοιμαζόταν να διασχίσει τον Ευφράτη, οι δυνάμεις του Ιουστινιανού έφτασαν εκεί και τους μπλόκαραν. Την επόμενη μέρα, οι δύο στρατοί κατέληξαν σε θέση μάχης κοντά στη Μελιτινή , αλλά δεν συγκρούστηκαν. Οι Πέρσες προσπάθησαν να διασχίσουν τον ποταμό μυστικά, αλλά εντοπίστηκαν και δέχτηκαν επίθεση από τους Βυζαντινούς κατά τη διάρκεια της διεκπεραίωσης του ποταμού. Οι Πέρσες είχαν πολλά θύματα, ενώ οι Βυζαντινοί κατέλαβαν μεγάλη λεία, συμπεριλαμβανομένων 24 ελεφάντων πολέμου που στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη[1][12][15].

Τον επόμενο χειμώνα, ο Ιουστινιανός προχώρησε βαθιά στην περσική επικράτεια, μέσω της Ατροπατηνής, και νίκησε τους Πέρσες στις νότιες ακτές της Κασπίας Θάλασσας. Παρ 'όλα αυτά, δεν ήταν σε θέση να ανακτήσει τον έλεγχο της Περσαρμενίας[4][16]. Το 576/577, ο Πέρσης στρατηγός Ταμχοσρόης (Tamkhusro) εισέβαλε στην Αρμενία, όπου νίκησε τους Βυζαντινούς υπό τον Ιουστινιανό. Αργότερα, ο Ταμχοσρόης και ο Αδααρμάνης (Adarmahan) ξεκίνησαν επιδρομή στη βυζαντινή επαρχία της Οσρόης. Οι Πέρσες απειλούσαν την πόλη της Κωνσταντίνας, αλλά υποχώρησαν όταν φάνηκε ο Ιουστινιανός με τον βυζαντινό στρατό. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο βυζαντινός αντιβασιλέας, ο Καίσαρ Τιβέριος, διόρισε τον Μαυρίκιο ως διάδοχο του Ιουστινιανού[17][18].

Τα τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα, σύμφωνα με αναφορές αποκλειστικά στις δυτικές πηγές, ο Ιουστινιανός συναντήθηκε με την αυτοκράτειρα Σοφία για να μιλήσουν για τη διαδοχή του συζύγου της, Ιουστίνου Β΄(565-578), η υγεία του οποίου επιδεινώνονταν ταχέως. Συμφώνησαν να δολοφονήσουν τον κληρονόμο του Ιουστίνου, τον Καίσαρα Τιβέριο, και ο Ιουστινιανός να ανέβει στον θρόνο. Ο Τιβέριος, όμως, ανακάλυψε την πλοκή, οπότε ο Ιουστινιανός ζήτησε συγχώρηση και πρόσφερε 1.500 λίμπρες χρυσού ως σημάδι μεταμέλειας[1][4][18]. Σύντομα όμως, μεταξύ 579 και 581, η Σοφία και ο Ιουστινιανός σχεδίαζαν και πάλι νέα συνωμοσία. Και αυτή η συνωμοσία αποκαλύφθηκε, αλλά ο Ιουστινιανός έλαβε πάλι χάρη[4][18].

Ο Ιουστινιανός είχε μια κόρη και ένα γιο, που είναι πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γερμανό, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη του Τιβέριου Χαριτώ. Ο Ιουστινιανός πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 582[1][3].


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Kaegi 1991, σελ. 1083
  2. Martindale 1980, σελ. 505
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Martindale 1992, σελ. 744
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Venetis 2003
  5. Bury 1958, σελίδες 253–254
  6. Bury 1958, σελίδες 255–256
  7. Bury 1958, σελ. 304
  8. Greatrex & Lieu 2002, σελ. 149
  9. 9,0 9,1 Martindale 1992, σελ. 745
  10. Greatrex & Lieu 2002, σελίδες 151–153
  11. Martindale 1992, σελίδες 745–746
  12. 12,0 12,1 12,2 Martindale 1992, σελ. 746
  13. Greatrex & Lieu 2002, σελίδες 153–154
  14. Greatrex & Lieu 2002, σελίδες 154–156
  15. Greatrex & Lieu 2002, σελίδες 156–158
  16. Martindale 1992, σελίδες 746–747; Greatrex & Lieu 2002, σελ. 158
  17. Greatrex & Lieu 2002, σελ. 160
  18. 18,0 18,1 18,2 Martindale 1992, σελ. 747

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]