Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ
Φωτογραφία του ζωγράφου Θεόφιλου (1900)
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ (Ελληνικά)
Γέννηση1870 (περίπου)
Βαρειά Λέσβου
Θάνατος24 Μαρτίου 1934 (64 ετών)
Λέσβος
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταζωγράφος[1]
αγιογράφος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (πραγματικό όνομα: Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας[2]) (Βαρειά Λέσβου, 1870 - Μυτιλήνη, 22 ή 24 Μαρτίου 1934), γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν αυτοδίδακτος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος και αγιογράφος. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητα και η εικονογράφηση θρησκευτικών παραστάσεων και της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.[3]

Ο Περικλής από της Πνυκός Δικαιολογών χάριν της Ακροπόλεως δαπάνας, Μουσείο Θεόφιλου, Μυτιλήνη.

Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 18671870 στη Βαρειά Λέσβου. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.

Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστού­μια που έφτιαχνε ο ίδιος.[4]

Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορ­μή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.

Στη Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Στη Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι.[3] Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά το θάνατό του. Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στη Βαρειά. Τα έργα του υπέγραφε συνήθως χρησιμοποιώντας το επώνυμο της μητέρας του, ενώ το μοναδικό έργο που φέρει το κατά κόσμον όνομά του, έχει υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά» και είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου.[5]

Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση, στη Μυτιλήνη.

Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου. Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά που κάποτε τον έλεγαν «σοβατζή». Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη, τον «παρθένο μαθητή των αισθήσεων», ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη «έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο». Η έκθεση οφείλετο στον Τεριάντ, βαθύ πατριώτη και εμπνευστή κορυφαίων δημιουργών του 20ού αιώνα, που ανακάλυψε τον Θεόφιλο και προσέδωσε κύρος στο έργο του, κινώντας το ενδιαφέρον της Ευρώπης, των διανοουμένων της εποχής. Ο «εν ξιφήρεις» φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, την Αρετούσα.[6] Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης «οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας».[7]

  1. The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/148257. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  2. Ζαφειροπούλου, Βικτωρία (2007). Θεόφιλος. Αθήνα: Προσκήνιο. σελ. 104. ISBN 960-8318-38-6. 
  3. 3,0 3,1 Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρία· Καρακούση-Ορφανοπούλου, Λαμπρινή, επιμ. (2020). Η ανθρώπινη μορφή στην ελληνική ζωγραφική, 20ός αιώνας. Αθήνα: Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη. σελ. 23. ISBN 978-618-5201-10-4. 
  4. Ζέρβας, Θανάσης (22 Οκτωβρίου 1995). «Ο Θεόφιλος, Λεωνίδας κι εμείς Σπαρτιατάκια (αφήγηση του γερο-Γιάννη Τσιμπανάκου)». Η Θεσσαλία (Βόλος). 
  5. Ριτζαλέου, Μαρία. «Ψάχνει θησαυρούς του Θεόφιλου». Έθνος Online (ethnos.gr). Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2011. 
  6. «Έκθεση έργων του Θεόφιλου στο Λούβρο». Ιστορικό Λεύκωμα 1961. Αθήνα: Καθημερινή. 1997. σελ. 144. 
  7. Η Καθημερινή (Αθήνα). 3 Ιουνίου 1961. 

Συμπληρωματική βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]