Θεία Ευχαριστία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Θεία Κοινωνία)
Τράπεζα Ευχαριστίας σε Ορθόδοξη Εκκλησία

Η Θεία Ευχαριστία ή Θεία Κοινωνία (άλλες ονομασίες: Αγία Κοινωνία, Θεία Μετάληψη ή το Δείπνο του Κυρίου) αποτελεί το κυρίαρχο Μυστήριο ή τελετή[1] πολλών Χριστιανικών εκκλησιών. Κατά τη χριστιανική παράδοση αποτελεί θεοσύστατο μυστήριο, διότι στον Μυστικό δείπνο ο Ιησούς προεικόνισε το Μυστήριο, όπως περιγράφεται χαρακτηριστικά στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον[2]. Η Θεία Κοινωνία μεταλαμβάνεται συνήθως με ψωμί και κρασί, τα οποία συμβολίζουν[3] ή μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού[4] ή μετουσιώνονται[5] ή συμμετουσιώνονται[6] σε σώμα και αίμα Χριστού. Αυτός που μεταλαμβάνει τη Θεία Κοινωνία συμμετέχοντας στο μυστήριο, συμμετέχει στο κοινό σώμα της εκάστοτε εκκλησίας.

Ιστορική Αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εμφάνιση και ρόλος στη Χριστιανική κοινότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη χριστιανική εκκλησία του 1ου αιώνα ο όρος εὐχαριστία δεν είχε την ειδική έννοια που του αποδόθηκε αργότερα, αλλά σήμαινε «απόδοση ευχαριστιών, ευγνωμοσύνη», αλλά και ευχαριστήρια προσευχή προς τον Θεό. [7] Στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνται οι όροι «κυριακὸν δεῖπνον» («δείπνο του Κυρίου», ΜΠΚ) και «κλάση τοῦ ἄρτου» (το κόψιμο του ψωμιού), για να περιγράψουν το τελετουργικό γεύμα που ο Ιησούς Χριστός έδωσε εντολή στους μαθητές του να τηρούν λέγοντας: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».[8] Από τα τέλη του 1ου αιώνα, σύμφωνα με τη Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, φαίνεται ότι άρχισε να καθιερώνεται η ονομασία «ευχαριστία» με την τεχνική αυτή σημασία. [9] Προφανώς αυτό συνέβη καθώς οι προσευχές πριν από το αναμνηστικό δείπνο άρχιζαν συνήθως με τα λόγια: «Εὐχαριστοῦμέν σοι, πάτερ ἡμῶν».[10]

Κατά τα πρώτα αποστολικά χρόνια η Θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο της λατρευτικής ζωής των Χριστιανών. Με αυτή συνδέονταν όλες οι άλλες λατρευτικές και πνευματικές εκδηλώσεις της εκκλησίας. Στη Θεία Ευχαριστία συμμετείχαν όσοι ήσαν βαπτισμένοι, ενώ συνδυαζόταν με κοινή εστίαση των πιστών, τις λεγόμενες «αγάπες». Με βάση την Καινή Διαθήκη[11] η Θεία Ευχαριστία τελείτο συνήθως σε ιδιωτικές κατοικίες. Το εκκλησιαστικό γεγονός τελούνταν με συμμετοχή όλων των πιστών της εκάστοτε τοπικής εκκλησίας, με εξαίρεση ορισμένων ιουδαιοχριστιανικών ομάδων τις Μικράς Ασίας. Η Θεία Ευχαριστία περιείχε «κλάση» του άρτου, την «ευλογία» του ποτηρίου, αλλά και κατήχηση με ανάγνωση γραφών, προφητείες, προσευχές και ύμνους. Οι αγάπες κατά τον 2ο αιώνα διαχωρίστηκαν από την Θεία Ευχαριστία λόγω καταχρήσεων που παρουσιάστηκαν.

Αρχικά τελείτο καθημερινώς τις απογευματινές ώρες. Ήδη όμως κατά τον 1ο αιώνα ξεχώριζε η τελούμενη Θεία Ευχαριστία της Κυριακής. Μάλιστα κατά την Κυριακή τελούνταν δύο συνάξεις μια «εωθινή» και μια «εσπερινή» κατά την οποία και τελείτο η Θεία Ευχαριστία. Ο λόγος για τον οποίο όμως μεταφέρθηκε πρωί η σύναξη, σήμερα δεν βρίσκει πειστικές εξηγήσεις. Επικράτησε η άποψη πως η κατηγορία του Πλινίου κατά των Χριστιανών ως «μυστική εταιρία» και ο διωγμός που εξαπέλυσε οδήγησε την εκκλησία να μεταθέσει στην «εωθινή» σύναξη της Κυριακής τη Θεία Ευχαριστία και εν συνεχεία να καθιερωθεί. Αυτό όμως τελικά δε φαίνεται αρκετά πειστικό, αφού αυτή η μεταφορά τελικά δεν απάλλασσε από τις όποιες υποψίες τους χριστιανούς, που συνέχισαν την τέλεσή της.

Το λειτουργικό πλαίσιο της Θείας Ευχαριστίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τρόπος τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας κατά τον πρώτο αιώνα παραμένει σήμερα σχεδόν άγνωστος λόγω κυρίως «απόρρητης πειθαρχίας» (disciplina arcani) που επικρατούσε στους εκκλησιαστικούς κύκλους της εποχής, που είχαν μάλιστα οδηγήσει τους αντιπάλους και πολέμιους του χριστιανισμού σε δαιμονοποίηση του Ευχαριστιακού γεγονότος. Οι μόνες πληροφορίες που διαθέτουμε έχουν έμμεσο χαρακτήρα αναφορών, όπως ότι η λειτουργία που τελείτο είχε μέρη διδακτικό και μυστηριακό, εξού και οι κατηχούμενοι απαγορευόταν να παρακολουθήσουν. Σε μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα ο H. Lietzmann[12] θεωρεί πως πρέπει να γίνει μια διάκριση του Κυριακού δείπνου σε δύο τύπους, εκ των οποίων ο ένας ήταν δείπνος συναδελφώσεως και ενότητας των χριστιανών μεταξύ τους και προς τον Κύριο, ο δε άλλος ήταν μυστηριακός δείπνος σε ανάμνηση της θυσίας του Κυρίου. Έτσι ο πρώτος ταυτιζόταν προς τη συνεστίαση του Χριστού με του μαθητές του, που τελείτο από την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Παλαιστίνης, ενώ ο δεύτερος με το μυστικό δείπνο και τελείτο από τις Ελληνικές κοινότητες των χριστιανών.

Κατά το 2ο αιώνα υπάρχει σχετική γραμματεία η οποία συνδυασμένα μας δίνει κάποιες πληροφορίες. Κατά το πρώτο μέρος απαγγέλλονταν αναγνώσματα από προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης ή τους ψαλμούς, πραγματοποιείτο κήρυγμα του προεστώτος, αλλά και η ανάγνωση ευχών. Ο Τερτυλλιανός[13] υπαινίσσεται και απαγγελία ψαλμών και ύμνων. Στο μυστηριακό μέρος κατά τον Ιουστίνο, έχουμε ασπασμό ειρήνης, προσφορά τιμίων δώρων και ολοκληρωνόταν με την Θεία Ευχαριστία. Το «σώμα» το προσέφερε ο επίσκοπος, ενώ το «αίμα» με το Άγιο ποτήριο ο διάκονος. Το «σώμα» Κυρίου δύνατο να ληφθεί και μετά το πέρας της συνάξεως, όπως δύνατο να το λάβουν και όσοι δεν παρευρίσκονταν στην ευχαριστιακή σύναξη. Επίσης ο Ιουστίνος αναφέρει «κράση» δηλαδή ανάμιξη ύδατος και οίνου. Οι πιστοί όταν λάμβαναν τον άρτο ήσαν ιδιαίτερα προσεκτικοί, ώστε να μην πέσουν ψίχουλα, ενώ παραδοσιακά το αριστερό χέρι βρισκόταν σφιχτά κάτω από το δεξί.

Η Θεολογία της Θείας Ευχαριστίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορθόδοξη Εκκλησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεία Ευχαριστία σε Ορθόδοξη εκκλησία

Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί το σπουδαιότερο από τα Ιερά Μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θεωρείται ότι αποτελεί πρόγευση των εσχάτων, της Βασιλείας του Θεού. Στο παρελθόν όλα τα υπόλοιπα μυστήρια τελούνταν μέσα στη Θεία Ευχαριστία, από τον 12ο αιώνα και μετά όμως άρχισαν να τελούνται χωριστά[14].

Στη Θεία Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μετατρέπονται-μεταβάλλονται σε «σώμα και αίμα Κυρίου». Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο αποτελεί «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη αποθανείν αλλά ζην εν Χριστώ Ιησού δια παντός». Επίσης αναφέρει «την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπερ ημών των αμαρτιών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ έγειρε». Ο μεταλαμβάνων την θεία Ευχαριστία ενώνεται μυστικώς με τον ίδιο τον Ιησού Χριστό[15]. Ο λόγος που καλείται Θεία Ευχαριστία προκύπτει από δύο λόγους, αφενώς διότι ο Ιησούς Χριστός προτού τα παραδώσει Ευχαρίστησε τον Πατέρα και αφετέρου διότι είναι Ευχαριστία και εκ μέρους των πιστών [16]. Η Θεία Ευχαριστία κατά το ρηθέν του Ευαγγελιστή Ιωάννη αποτελεί για ένα ορθόδοξο το κέντρον της ζωής του[17]. Αυτή η λεγόμενη και «αναίμακτη» θυσία, προσφέρεται ως ιλαστήριος, ικετήριος, ευχαριστήριος θυσία προς την πραγματική αναίμακτον σταυρική θυσία του Χριστού, υπέρ πάντων των Αγίων, εξαιρέτως υπέρ της Υπεραγίας Θεοτόκου, των κεκοιμημένων και ζώντων και εν ασθενείες, των οδοιπορούντων, υπέρ πάντων και πασών. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός δε, χαρακτηρίζει τη μεταβολή ως ανερμήνευτον και ανεξερεύνητον[18]. Ο κάθε ορθόδοξος δε δύναται να μετέχει κατά βούληση αν δεν έχει προηγηθεί κάθαρση. Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει «...ο μεν γαρ εναγείς και ακάθαρτος ουδέ εν εορτή δίκαιος...ο δε καθαρός και δια μετανοίας ακριβούς αποσμηξάμενος και πλημελλήματα και εν εορτή και αεί δίκαιος...». Έτσι προ του «φοβερού βήματος του Χριστού» απαιτείται εξομολόγηση, μετάνοια και νηστεία.

Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τυπική Θεία Ευχαριστία σε Ρωμαιοκαθολική εκκλησία

Για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Θεία Ευχαριστία είναι η ίδια η θυσία του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, την οποία Εκείνος σύστησε για να διαιωνίσει (έως ότου έλθει) τη θυσία του Σταυρού, εμπιστευόμενος έτσι στην Εκκλησία του την ανάμνηση του Θανάτου και της Ανάστασής του. Είναι το σημείο της ενότητας, ο σύνδεσμος της αγάπης, το πασχαλινό συμπόσιο κατά το οποίο οι πιστοί λαβαίνουν το Χριστό. Είναι η πηγή και το αποκορύφωμα όλης της Χριστιανικής ζωής. Η Θεία Ευχαριστία εκτυλίσσεται σε δύο μεγάλα μέρη, που αποτελούν μια μόνη πράξη της Θείας Λατρείας: την ακολουθία του Λόγου, η οποία περιλαμβάνει την αναγγελία και την ακρόαση του Λόγου του Θεού, και την Ευχαριστιακή Ακολουθία, η οποία περιλαμβάνει την προσφορά του άρτου και του οίνου, την Ευχαριστιακή ευχή ή αναφορά, που εμπεριέχει τις λέξεις της καθαγίασης και τη θεία κοινωνία. Λειτουργός της τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας είναι ο Ιερέας (Επίσκοπος ή πρεσβύτερος), έγκυρα χειροτονημένος, ο οποίος ενεργεί στο πρόσωπο του Χριστού ως Κεφαλή και στο όνομα της Εκκλησίας. Απαραίτητα στοιχεία είναι η όστια, ο άζυμος άρτος από σιτάρι (βάσει του ότι η κλάση του άρτου έγινε την πρώτη ημέρα της εορτής των αζύμων Μκ 14:12-26 Λκ 22:7-23 Μτθ 26:6-21) και ο οίνος από σταφύλι.

Κατά την διάρκεια του μυστηρίου γίνεται μετουσίωση του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα του Χριστού. Μετουσίωση σημαίνει την μετατροπή όλης της ουσίας του άρτου στην ουσία του Σώματος του Χριστού και όλης της ουσίας του οίνου στην ουσία του Αίματός του. Αυτή η μετατροπή πραγματοποιείται κατά την ευχαριστιακή ευχή, διαμέσου της αποτελεσματικότητας της δράσης του Λόγου του Χριστού και της δράσης του Αγίου Πνεύματος. Για να λάβουν οι πιστοί την Θεία Κοινωνία επιβάλλεται να είναι πλήρως ενσωματωμένοι στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και να βρίσκονται σε κατάσταση χάρης, δηλαδή χωρίς θανάσιμη αμαρτία στη συνείδησή τους. Όποιος συνειδητοποιεί ότι έπραξε μια βαριά αμαρτία οφείλει να λάβει το Μυστήριο της Συμφιλίωσης πριν προσέλθει στη Θεία Κοινωνία. Είναι επίσης σημαντικό το πνεύμα της αυτοσυγκέντρωσης και της προσευχής, η τήρηση της νηστείας όπως καθορίζεται από την Εκκλησία και η ευπρέπεια του σώματος, ως σημείο σεβασμού προς τον Χριστό.

Προτεσταντικές εκκλησίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προετοιμασία για την Θεία Ευχαριστία σε μια Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής

Υπάρχουν διάφορες απόψεις για την Θεία Ευχαριστία μέσα στην προτεσταντική θεολογία. Ο πρωτεργάτης της Μεταρρύθμισης Μαρτίνος Λούθηρος, υιοθέτησε το διατυπωμένο ήδη από μεσαιωνικούς θεολόγους δόγμα της συμμετουσίωσης ή συν-ουσίωσης. Σύμφωνα με αυτό, ο Ιησούς, ως Θεάνθρωπος, λόγω της αδιάλυτης ένωσης των δύο φύσεων στο πρόσωπό του, είναι παρών στην τελετή της Θείας Ευχαριστίας, όχι με τη θεία μόνο φύση του, αλλά και με την ανθρώπινη, έτσι που ο άρτος και ο οίνος αποκτούν την ουσία του σώματος και του αίματός Του, χωρίς όμως να μετουσιώνονται, δηλαδή χωρίς να αποβάλλουν τη δική τους ιδιαίτερη υπόσταση.

Μια άλλη άποψη, που διατύπωσε ο σύγχρονος με τον Λούθηρο μεταρρυθμιστής Ζβίγγλιος, είναι ότι η Θεία Ευχαριστία είναι απλά ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου, και ότι ο οίνος και ο άρτος είναι σύμβολα του αίματος και του σώματος του Ιησού. Η διαφορά Λούθηρου και Ζβίγγλιου πάνω σ' αυτό το θέμα έγινε η αιτία για την πρώτη βασική διαίρεση στο προτεσταντικό κίνημα.

Ο καλβινιστικός κλάδος του Προτεσταντισμού, απορρίπτει και την μετουσίωση της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, και τις απόψεις του Λούθηρου και του Ζβίγγλιου. Ο Καλβίνος πίστευε ότι ο Ιησούς είναι πνευματικά παρών κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου και όχι σωματικά μέσα στον άρτο και στον οίνο. Μέσω της βρώσης και της πόσης αυτών, όμως, ο Ιησούς διεισδύει στην καρδιά του πιστού, και αυτός ανυψώνεται πνευματικά μέσω του Αγίου Πνεύματος στον ουρανό, όπου μετέρχεται σε αληθινή κοινωνία με τον Ιησού.

Σε πολλές εκκλησίες, διανέμονται σε όλη την συνάθροιση κομμάτια άρτου και μικρά ποτήρια με οίνο, από τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Σε άλλες πάλι εκκλησίες οι πιστοί προσέρχονται για να λάβουν τον άρτο και τον οίνο από τον λειτουργό της εκκλησίας.

Οι θεολογικές απόψεις των Ελληνικών ευαγγελικών εκκλησιών για την Θεία Ευχαριστία, διαφέρουν επίσης σε κάποια σημεία. Η Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής πιστεύει ότι ο οίνος και ο άρτος γίνονται σώμα και αίμα Χριστού πνευματικώς, δια της πίστεως και τελεί την Θεία Ευχαριστία κάθε Κυριακή με άζυμο άρτο[19]. Η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία πιστεύει πως είναι η τελετή της κοινωνίας μετά του Χριστού και μετά του λαού Αυτού, εν η δίδεται και λαμβάνεται ο άρτος και ο οίνος προς ευγνώμονα ανάμνησιν Εκείνου και της επί του Σταυρού θυσίας Αυτού, και την τελεί κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα, όπως κάνουν και οι υπόλοιπες Πρεσβυτεριανές εκκλησίες[20]. Οι Ελεύθερες Ευαγγελικές Εκκλησίες τελούν την Θεία Ευχαριστία κάθε Κυριακή και τονίζουν πως γίνεται σε ανάμνηση των παθημάτων του Ιησού Χριστού, και ότι δεν είναι μια μυστηριακή τελετή που σώζει ή αγιάζει, ούτε επανάληψη της θυσίας του Χριστού κατά την οποία γίνεται μετουσίωση, ενώ ο άρτος και το ποτήριο συμβολίζουν την ενότητα όλων των πιστών που μετέχουν σε σώμα Χριστού. Η Αποστολική Εκκλησία του Χριστού μιλάει για συμβολική χρήση του άρτου και του οίνου[21] και τελεί την Θεία Ευχαριστία κάθε πρώτη Κυριακή και κάθε τρίτη Πέμπτη του μήνα, στηριζόμενη στο γεγονός ότι κατά την Μεγάλη Πέμπτη ο Ιησούς Χριστός εγκαθίδρυσε την Θεία Ευχαριστία.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κάποιες Προτεσταντικές εκκλησίες, δεν δέχονται την έννοια του μυστηρίου για τις τελετές της εκκλησίας.
  2. Ματθαίον 26:26-28
  3. Σύμφωνα με μερίδα Προτεσταντικών εκκλησιών.
  4. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη εκκλησία.
  5. Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
  6. Σύμφωνα με τη Λουθηρανική εκκλησία.
  7. Ματθ. 15:36· Πράξ. 24:3
  8. 1 Κορ. 11:20· Λουκ. 22:19· 24:35· Πράξ. 2:46
  9. Διδαχή 9:1, 5
  10. Διδαχή 9:2, 3
  11. Πράξεις 12,12,17-21,18-Προς Ρωμαίους 16,5,23-Α΄Κορινθίους 16,19 κ.α.
  12. Messe und Herrenmahl,Bohn
  13. De anima 9
  14. «Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιω. Ζηζιούλα, Εκκλησιολογία». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2007. 
  15. Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατήχησις Δ, 3
  16. Ιωάννης Χρυσόστομος. Ευχή αναφοράς της Θείας Λειτουργίας
  17. Ιωάννου 6:53
  18. Έκδοσις Ορθοδόξου Πίστεως Δ΄,13
  19. «Αναφορά στην επίσημη σελίδα της Ελευθέρας Αποστολικής Εκκλησίας Πεντηκοστής: Η Θεία Ευχαριστία». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2010. 
  20. Ομολογία Πίστεως της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, άρθρον 22ον: Περί των τελετών
  21. Πηγή: Γνωριμία Με Τις Αρχές Της Εκκλησίας: Μνημόνευση Έργου του Κυρίου

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδόσεις Διήγηση, Αθήνα, 2002.
  • Ηλία Μηνιάτη, Οι Τρεις περι Πίστεως Λόγοι (Δογματική Ορθοδόξου Εκκλησίας), Εκδόσεις Επτάλοφος, Αθήνα.
  • The Anchor Bible Dictionary, Τόμος 4, 1992, Doubleday.
  • Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Εν Αθήναις, 1973/1999.
  • Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6η έκδ., 1959/1998, Εκδ. Παπαδημητρίου.
  • E.W. Bullinger, A Critical Lexicon and Concordance to the English and Greek New Testament, 1999, Kregel Publications.