Θέμα Καππαδοκίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της διοικητικής διαίρεσης του Βυζαντίου (έτος 950)

Το Θέμα Καππαδοκίας ήταν διοικητική διαίρεση του Βυζαντίου. Η γεωγραφική του έκταση κάλυπτε τα νότια της ιστορικής περιοχής της Καππαδοκίας. Ιδρύθηκε στις αρχές του 9ου αιώνα και συνέχισε να υπάρχει μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα.

Γεωγραφική θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θέμα Καππαδοκίας κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας. Στις αρχές του 10ου αιώνα συνόρευε προς βορειοδυτικά με το θέμα Βουκελλαρίων κατά μήκος της αλμυρής λίμνης Τουζ, και του Κιρσεχίρ. Προς βορά συνόρευε με το θέμα Αρμενιακών και αργότερα με το Χαρσιανόν, κατά μήκος του ποταμού Άλυ. Στα βορειανατολικά συνόρευε με την Καισάρεια και το φρούριο του Ροδεντού. Στα νότια σύνορα υψώνονταν η οροσειρά του Ταύρου και τα σύνορα του Χαλιφάτου των Μωαμεθανών της Κιλικίας. Προς ανατολάς συνόρευε με το θέμα Ανατολικών κατά μήκος της Λυκαονίας, από την περιοχή της Ηράκλειας μέχρι τη λίμνη Τουζ.[1][2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωγραφική θέση του θέματος της Καππαδοκίας βρίσκονταν ακριβώς επάνω στη διαδρομή των Αράβων που μέσα από τις Κιλίκιες πύλες εισέβαλαν στη Μικρά Ασία. Η περιοχή της Καππαδοκίας υπέφερε από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των ξένων. Οι πόλεις και τα φρούρια καταλήφθηκαν πολλές φορές, ενώ η ύπαιθρος καταστράφηκε και ο πληθυσμός εξολοθρεύτηκε.[1][3] Τα Τύανα, η Ηράκλεια, και η Φαουστινόπολη είχαν ήδη ισοπεδωθεί από τους Άραβες τον 9ο αιώνα. Η Ηράκλεια επανιδρύθηκε, αλλά ο πληθυσμός των δύο άλλων πόλεων κατέφυγε στα φρούρια της Νίγδης και του Λουλόν αντίστοιχα.[4]

Αρχικά το θέμα ανήκε στο θέμα Ανατολικών, αποσπάσθηκε όμως και έγινε αυτόνομο θέμα για την αντιμετώπιση του αραβικού κινδύνου. Αναφέρεται επίσημα το έτος 830.[1][5][6] Σύμφωνα με τους μουσουλμάνους γεωγράφους Ιμπν Κορδαβδέ και Ιμπν αλ-Φακί, το θέμα Καππαδοκίας ήταν οχυρωμένο με περισσότερα από είκοσι πόλεις και φρούρια, και διέθετε φρουρά δύναμης 4.000 ανδρών τον 9ο αιώνα.[1][7] Στην επικράτειά του βρίσκονταν τουλάχιστον τρία αυτοκρατορικά άπληκτα, μεγάλα στρατόπεδα για την συγκρότηση του θεματικού στρατού κατά τις επιστρατεύσεις. Αυτά ήταν η Κολωνεία (το σημερινό Ακσαράι), η Καισάρεια και ο Βαθύς Ρύαξ.[8] Ο στρατηγός του είχε το αρχηγείο του μάλλον στο φρούριο της Κορώνης και αργότερα ίσως στα Τύανα, έπαιρνε ετήσιο μισθό είκοσι λίβρες χρυσό, και συνήθως είχε τον βαθμό του πρωτοσπαθάριου, ή και του πατρικίου.[9][10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Kazhdan 1991, σελίδες 378–379.
  2. Pertusi 1952, σελ. 121; Gyftopoulou 2003, Chapter 2.
  3. Treadgold 1995, σελ. 209.
  4. Gyftopoulou 2003, Chapter 4.2.
  5. McGeer, Nesbitt & Oikonomides 2001, σελ. 116.
  6. Treadgold 1995, σελίδες 32, 65.
  7. Pertusi 1952, σελίδες 120–121; Treadgold 1995, σελίδες 67, 130, 134.
  8. Gyftopoulou 2003, Chapter 4.1.
  9. Pertusi 1952, σελ. 122.
  10. Gyftopoulou 2003, Chapter 3.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]