Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εξέγερση του Τιρόλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εξέγερση του Τιρόλου
Πόλεμος του Πέμπτου Συνασπισμού
Η Επιστροφή των Τιρολέζων παρτιζάνων το 1809, λάδι σε μουσαμά του Φραντς Ντεφρέγγερ, 1876.
Άλτε Νατσιονάλγκαλερι, Βερολίνο.
Χρονολογία8 Απριλίου - Δεκέμβριος 1809
ΤόποςΤιρόλο
ΈκβασηΝίκη των Γάλλων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Αντρέας Χόφερ
Ζαν-Γκαμπριέλ ντυ Σατλέρ
• Γιόζεφ Σπέκμπαχερ
• Γιοάχιμ Χάσπινγκερ
• Μάρτιν Τάιμερ φον Βίλνταου
• Πέτερ Μάιρ †
• Γιόζεφ Άιζενστεκεν
• Γιόχαν φον Κολμπ
Δυνάμεις
3.000 άνδρες
(Μάρτιος)

25.000 άνδρες
(Μάιος)

20.000 άνδρες
(Ιούλιος-Αύγουστος)

42.000 άνδρες
(Οκτώβριος-Νοέμβριος)
20.000 άνδρες
(ανώτατη δύναμη)

80.000 άνδρες
(συνολική δύναμη)
Απώλειες
5.000 νεκροί
2.500 νεκροί

Η Εξέγερση του Τιρόλου ήταν αντεπαναστατική εξέγερση[1] χωρικών της επαρχίας του Τιρόλου ενάντια στο Βασίλειο της Βαυαρίας, υποτελές κράτος της Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Ηττηθείσα το 1805, η Αυστριακή Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε σε παραχώρηση του Τιρόλου στη Βαυαρία. Ωστόσο, η αντικληρικαλική και συγκεντρωτική πολιτική του νέου καθεστώτος οδήγησε στην εκδήλωση εχθρικών αισθημάτων εκ μέρους της πλειονότητας του τυρολέζικου πληθυσμού. Το 1809, χαίροντας της υποστήριξης της Βιέννης, οι χωρικοί εξεγέρθηκαν. Υπό την ηγεσία του Αντρέας Χόφερ, πέτυχαν αριθμό νικών, απωθώντας, παράλληλα, αριθμό γαλλικών και βαυαρικών επιθέσεων, προτού, ωστόσο, τελικώς ηττηθούν έπειτα από πολύμηνης διάρκειας συγκρούσεις.

Η Κομητεία του Τιρόλου αποτελούσε κτήση των Αψβούργων από το 1363[2], διέθετε δική της Δίαιτα, (εντός της οποίας εκπροσωπούνταν τέσσερις τάξεις: οι ευγενείς, οι κληρικοί, οι αστοί και οι χωρικοί) η οποία και διοικούσε την ευρύτερη περιοχή, καθώς και έναν διοικητή επαρχίας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη δικαστική εξουσία, την υπεράσπιση της ευρύτερης περιοχής, το καθολικό θρήσκευμα, καθώς και τα δικαιώματα της επαρχίας. Η αυστριακή αρχή εκπροσωπείτο μέσω κυβερνήτη, τον οποίο όριζε ο αυτοκράτορας[3].

Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, το Τιρόλο αριθμούσε, συνολικά, 600.000 κατοίκους, εκ των οποίων ποσοστό της τάξεως του 4 % ανήκε στις τάξεις των ευγενών και των κληρικών, ποσοστό της τάξεως του 17 % ανήκε στην τάξη των αστών και ποσοστό της τάξεως του 78 % στην τάξη των χωρικών. Το βιωτικό επίπεδο εντός της επαρχίας ήταν σχετικά άνετο, ο θεσμός της δουλοπαροικίας είχε καταργηθεί προ αρκετών αιώνων, ενώ ποσοστό της τάξεως του 40 % επί του συνόλου των χωρικών ήσαν ιδιοκτήτες δικής τους έκτασης γης. Η περιοχή του Λάντεκ, μαζί με την κοιλάδα του Ινν, ήταν η πλέον άπορη, ενώ, αντιθέτως, οι κοιλάδες του Αδίγη και του Άισακ ήσαν οι πλέον εύπορες. Ο τοπικός πληθυσμός ήταν κυρίως γερμανόφωνος, ωστόσο περιελάμβανε, επίσης, σημαντικό αριθμό ιταλόφωνων, καθώς και μία μειονότητα λαδινόφωνων[4].

Ο τιρολέζικος πληθυσμός παρέμενε ιδιαιτέρως πιστός στον Καθολικισμό, γεγονός το οποίο οφείλετο, μεταξύ άλλων, στην παρουσία, εντός της ευρύτερης περιοχής, των Ιησουιτών κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, καθώς και στην εκκοσμίκευση της Πριγκιπικής Επισκοπής του Τρέντο και της Πριγκιπικής Επισκοπής του Μπρεσσανόνε, τα εδάφη των οποίων και προσαρτήθηκαν εντός της κομητείας το 1803. Ως αποτέλεσμα, αντιτάχθηκε στις αντικληρικαλικές και συγκεντρωτικές μεταρρυθμίσεις του Ιωσηφισμού, πολιτική την οποία υιοθέτησε ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία και οδήγησε την ευρύτερη περιοχή στα πρόθυρα της εξέγερσης. Η συγκεκριμένη πολιτική έλαβε τέλος κατά τη διάρκεια των περιόδων βασιλείας του Λεοπόλδου Β΄ και του Φραγκίσκου Β΄[5].

Οι Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εκπαίδευση Τιρολέζων ακροβολιστών (γερμανικά: Schützen), λάδι σε μουσαμά ανώνυμου ζωγράφου.

Με σημείο εκκίνησης σχετικό διάταγμα χρονολογούμενο στο 1511, οι Τιρολέζοι διέθεταν σχετική άδεια κατοχής πυροβόλων όπλων, ωστόσο, το σύνολο του ανδρικού πληθυσμού ηλικίας μεταξύ 18 και 60 ετών είχε την υποχρέωση σχηματισμού πολιτοφυλακής σε περίπτωση εχθρικής εισβολής. Η τελευταία σχηματίστηκε για πρώτη φορά το 1703, ημερομηνία κατά την οποία και απώθησε γαλλικές και βαυαρικές δυνάμεις στο Πόντλατσερ Μπρύκε, πλησίον του Λάντεκ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής. Έπειτα από την συγκεκριμένη επιτυχία, το συγκεκριμένο σύστημα πολιτοφυλακής αναπτύχθηκε περαιτέρω στην περιοχή του Τιρόλου, με το σύνολο του ανδρικού πληθυσμού ηλικίας μεταξύ 18 και 40 να επιστρατεύεται σε λόχους ακροβολιστών (γερμανικά: Schützen), ενώ εκείνοι ηλικίας μεταξύ 40 και 60 ετών ως εφεδρείες, εντός της εδαφικής πολιτοφυλακής (γερμανικά: Landsturm). Υποχρεούνταν να εκπαιδεύονται στην σκοποβολή κάθε Κυριακή, ενώ, παράλληλα, εξέλεγαν δικούς τους λοχαγούς και η χρησιμοποίησή τους δεν ήταν επιτρεπτή εντός περιοχών εκτός των ορίων της ευρύτερης περιοχής του Τιρόλου[6].

Οι πολιτοφυλακές σχηματίστηκαν εκ νέου με σημείο εκκίνησης το 1796, έπειτα από την Εκστρατεία της Ιταλίας. Το 1797, οι Τιρολέζοι ήρθαν αντιμέτωποι με τους Γάλλους, υπό την ηγεσία του στρατηγού Ζουμπέρ, τους οποίους και νίκησαν στην Τσέμπρα. Με σημείο εκκίνησης το 1799, προχώρησαν στην υιοθέτηση ενός είδους ενδυμασίας αφότου ορισμένοι εκ των πολιτοφυλάκων τους συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι και τουφεκίστηκαν από τους Γάλλους. Αρχικώς ετερόκλητες, ωστόσο, στη συνέχεια, γενικεύτηκαν, χαρακτηριζόμενες από έναν πράσινο γιακά, καθώς και ένα περιβραχιόνιο και μία κονκάρδα πράσινου και λευκού χρώματος. Το 1799, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκστρατείας της Ιταλίας, οι πολιτοφύλακες επιστρατεύθηκαν εκ νέου επί των ελβετικών συνόρων[7].

Χάρτης της περιοχής του Τιρόλου, το 1808.

Το 1805, κατά τη διάρκεια της περιόδου του Πολέμου του Τρίτου Συνασπισμού, αυστριακά στρατεύματα εστάλησαν στην ευρύτερη περιοχή του Τιρόλου, υπό την ηγεσία του αρχιδούκα Ιωάννη, νεότερου αδερφού του Αυτοκράτορα της Αυστρίας, Φραγκίσκου Α΄. Ωστόσο, έπειτα από τη νίκη του Ναπολέοντα στο Ουλμ, γαλλικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του στρατάρχη Νε εισήλθαν στα εδάφη του Τιρόλου, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Κατόπιν σχετικής διαταγής του αυτοκράτορα, ο αρχιδούκας Ιωάννης υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την περιοχή. Στη συνέχεια, οι Γάλλοι συνέτριψαν τους Τιρολέζους πολιτοφύλακες στο Σάρνιτς, ωστόσο, συνάντησαν ιδιαίτερη αντίσταση στο πέρασμα του Στρουμπ, πετυχαίνοντας, όμως, την ολοκληρωτική κατάληψη των εδαφών του Τιρόλου έως το τέλος του μηνός Νοεμβρίου. Εντός σχετικής διακήρυξης, ο αρχιδούκας Ιωάννης υποσχέθηκε στον τοπικό πληθυσμό πως η Αυστρία θα επέστρεφε εκ νέου προκειμένου να απελευθερώσει το Τιρόλο[8].

Στα τέλη του μηνός, τα γαλλικά στρατεύματα αντικαταστάθηκαν από βαυαρικά στρατεύματα. Στις 26 Δεκεμβρίου, η Αυστρία, έχοντας προηγουμένως ηττηθεί στο Άουστερλιτς, υπέγραψε τη Συνθήκη του Πρέσμπουργκ. Μέσω της συγκεκριμένης συνθήκης, η περιοχή του Τιρόλου ενσωματωνόταν στο Βασίλειο της Βαυαρίας, υποτελές κράτος της Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Ο βασιλέας Μαξιμιλιανός Α΄ Ιωσήφ της Βαυαρίας υποσχέθηκε πως το ήδη υπάρχον Σύνταγμα του Τιρόλου θα γινόταν σεβαστό, ωστόσο, εντός συντόμου χρονικού διαστήματος το νέο καθεστώς κατέστη αντιδημοφιλές. Αρχικώς, η φορολόγηση του τοπικού πληθυσμού αυξήθηκε κατά ποσοστό της τάξεως του 20 %, ενώ, παράλληλα, η εφαρμογή του ηπειρωτικού αποκλεισμού οδήγησε στην οικονομική εξαθλίωση της ευρύτερης περιοχής. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1806, το Τιρόλο έπαυσε επισήμως να υφίσταται ως οντότητα και διαιρέθηκε σε τρεις νομούς, ενώ ο θεσμός της Δίαιτας, καθώς και τα αξιώματα του διοικητή επαρχίας και του κυβερνήτη καταργήθηκαν. Υπεύθυνος της πολιτικής εξουσίας επί της περιοχής ήταν ο επίτροπος της αυλής, Άρκο, ο οποίος, ωστόσο, καθώς κρίθηκε ως υπερβολικά μετριοπαθής, αντικαταστάθηκε από τρεις άλλους επιτρόπους, τους Μαξιμίλιαν φον Λόντρον, Γκέοργκ φον Άρετιν και Γιόχαν φον Βέλσπεγκ, εκ των οποίων ο καθένας ήταν υπεύθυνος ενός νομού. Αξιωματούχοι προερχόμενοι από τη Βαυαρία εστάλησαν στο Τιρόλο, προκειμένου το τελευταίο να μετατραπεί σε μία περιοχή βαυαρικού χαρακτήρα[9].

Ωστόσο, σημαντικότερο αίτιο δυσαρέσκειας εκ μέρους του τοπικού πληθυσμού ήταν η αντικληρικαλική θρησκευτική πολιτική της Βαυαρίας. Συγκεκριμένα, αριθμός θρησκευτικών εορτών απαγορεύτηκαν, καθώς και προσκυνήματα και λιτανείες, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των χωρικών, μέσω της αύξησης του αριθμού των εργάσιμων ημερών. Με σημείο εκκίνησης το 1807, αριθμός μοναστηριών έπαυσαν τη λειτουργία τους, ενώ η περιουσία τους κατασχέθηκε. Ο κλήρος διαμαρτυρήθηκε, ενώ αριθμός ιερέων αρνήθηκαν να υπακούσουν, με αριθμό εξ'αυτών να συλλαμβάνονται από τις τοπικές αστυνομικές αρχές και να οδηγούνται σε εξορία. Το 1807, ξεκίνησε ο σχηματισμός των πρώτων ομάδων συνωμοτών εξεγερθέντων[10].

Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, η Βαυαρία ξεκίνησε εκστρατεία στρατολόγησης με απώτερο σκοπό την αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεών της. Αρχικώς, ένα τάγμα εθελοντών σχηματίστηκε, ωστόσο 300 άνδρες επί συνόλου 900 λιποτάκτησαν αφότου εστάλησαν στη Βαυαρία. Τον Ιανουάριο του 1809, η βαυαρική κυβέρνηση αποφάσισε την επιστράτευση στο Τιρόλο, συνολικά, 1.000 ανδρών ενόψει στρατιωτικής υπηρεσίας συνολικής διάρκειας έξι ετών, με τους κληθέντες να προέρχονται μέσω σχετικής κλήρωσης με τη χρήση ζαριών, ωστόσο, σχεδόν το σύνολο των νεαρών επιστρατευμένων λιποτάκτησαν και αναζήτησαν καταφύγιο στα γειτονικά βουνά[11].

Στις 1 Μαΐου 1808, η Βαυαρία υιοθέτησε νέο σύνταγμα, άμεση συνέπεια του οποίου ήταν οι τρεις τιρολέζικοι νομοί να απολέσουν τους ιδιαίτερους νόμους τους και, πλέον, να αντιμετωπίζονται ως κοινοί βαυαρικοί νομοί[11].

Η προετοιμασία της εξεγέρσεως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας επίγνωση της αντιδημοφιλίας του βαυαρικού κατοχικού καθεστώτος στο Τιρόλο, η Αυστρία πολλαπλασίασε τις επαφές της εντός της επαρχίας με σημείο εκκίνησης το 1808. Ιδιαιτέρως δεμένος με το Τιρόλο, περιοχή όπου ο ίδιος ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλής, ο αρχιδούκας Ιωάννης υπεραμύνθηκε σχεδίου τοπικής εξεγέρσεως, υποστηριζόμενης από την άφιξη αυστριακών στρατευμάτων[12].

Τρεις συνωμότες, οι Φραντς Νέσσινγκ, Πέτερ Χούμπερ και Αντρέας Χόφερ, μετέβησαν στη Βιέννη κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1809 με απώτερο σκοπό να παράσχουν ενημέρωση αναφορικά με την κατάσταση εντός της επαρχίας, ενώ, παράλληλα, αιτήθηκαν στρατεύματα, πολεμοφόδια, άρτια στρατιωτική επιμελητεία, καθώς και επαναφορά του προγενέστερου τυρολέζικου συντάγματος. Στις 3 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, αναχώρησαν για το Τιρόλο, έχοντας μαζί τους χρηματικά ποσά για τον εκ νέου σχηματισμό λόχων στρατού[12].

Το σχέδιο του αρχιδούκα Ιωάννη εγκρίθηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄, παρά την αντίθεση του αρχιδούκα Καρόλου και της αυτοκράτειρας Μαρία Λουίζα στο ενδεχόμενο μίας λαϊκής εξέγερσης. Ως ημερομηνία εκκίνησης της εξεγέρσεως, ορίστηκε η 12η Μαρτίου, προτού, ωστόσο, αναβληθεί για τον Απρίλιο. Οι συνωμότες, κατά κύριο λόγο ιδιοκτήτες πανδοχείων, ανέλαβαν, εκείνη την περίοδο, τον σχηματισμό ένοπλων ομάδων εξεγερθέντων, καθώς και την επιλογή κατά τόπους αρχηγών σε ολόκληρη την περιοχή του Τιρόλου. Μόνον το Τρέντο, στα νότια, φαινόταν ως λιγότερο διατεθειμένο να συνταχθεί υπέρ του σχεδίου εξεγέρσεως. Προκηρύξεις σχετικά με τον Πόλεμο της Ισπανίας και τον Πόλεμο της Βανδέας μοιράστηκαν από τον κλήρο στον τοπικό πληθυσμό με απώτερο σκοπό οι τελευταίοι να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα[12].

Οι βαυαρικές αστυνομικές αρχές είχαν ισχυρές υποψίες αναφορικά με τις πιθανότητες εξεγέρσεως, ενώ ορισμένοι συνωμότες, μεταξύ των οποίων ο Χόφερ, είχαν ταυτοποιηθεί, ωστόσο αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτητα των εξελίξεων. Εκείνη την περίοδο, η βαυαρική φρουρά του Τιρόλο αποτελείτο, συνολικά, από μόνον 3.000 στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατηγού Κίνκελ[12].

Η τιρολέζικη εξέγερση και η αυστριακή επίθεση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η εξέγερση, λάδι σε μουσαμά του Φραντς Ντεφρέγγερ, 1900.

Κατά τη διάρκεια του Απριλίου του 1809, ξέσπασε ο Πόλεμος του Πέμπτου Συνασπισμού. Κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταξύ της 8ης και της 9ης Απριλίου, τα μεσάνυχτα, αυστριακή στρατιά αποτελούμενη, συνολικά, από 7.000 άνδρες και 17 κανόνια εισήλθε στο Τιρόλο. Η συγκεκριμένη στρατιωτική δύναμη, χωρισμένη σε εννέα τάγματα, τελούσε υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Ζαν-Γκαμπριέλ ντυ Σατλέρ, συνεπικουρούμενου από τους στρατηγούς Φέννερ, Μάρσαλ και Μπούολ. Κατά το ξημέρωμα, οι Αυστριακοί εισήλθαν στην πόλη του Λιντς, όπου και έγιναν δεκτοί ως απελευθερωτές από τον τοπικό πληθυσμό. Μία άλλη φάλαγγα αποτελούμενη από ένα σύνταγμα και δύο τάγματα υπό την ηγεσία του αντισυνταγματάρχη Τάξις πραγματοποίησε επίθεση με ορμητήριο το Σάλτσμπουργκ. Πιεζόμενοι από τις πρώτες ομάδες εξεγερθέντων, οι Βαυαροί εκκένωσαν το Μπρούνεκ, δίχως, ωστόσο, να πετύχουν την καταστροφή της τοπικής γέφυρας κατά την υποχώρησή τους. Στις 10 Απριλίου, το Μπρίξεν δέχθηκε επίθεση από Τιρολέζους ακροβολιστές, ωστόσο οι Βαυαροί δέχθηκαν βοήθεια από 2.500 άνδρες γαλλικής φάλαγγας υπό την ηγεσία του στρατηγού Μπισόν. Στη συνέχεια, οι Γαλλοβαυαροί εκκένωσαν το Μπρίξεν και υποχώρησαν προς το Ίνσμπρουκ, στα βόρεια. Ωστόσο, καθοδόν, δέχθηκαν επίθεση από χωρικούς οι οποίοι και συνέλαβαν ως αιχμαλώτους 200 Βαυαρούς οι οποίοι ήσαν μέλη της οπισθοφυλακής. Μία δεύτερη γαλλική φάλαγγα, υπό την ηγεσία του στρατηγού Λεμουάν, η οποία είχε λάβει διαταγές να ακολουθήσει την πορεία εκείνης του στρατηγού Μπισόν, προτίμησε, τότε, να υποχωρήσει προς τα νότια, με κατεύθυνση το Τρέντο[13].

Στις 11 Απριλίου, ο Χόφερ νίκησε τους Βαυαρούς στο Στέρτσινγκ, καταλαμβάνοντας, στη συνέχεια, την ομώνυμη πόλη. Ωστόσο, οι Τιρολέζοι υποχρεώθηκαν στην εκκένωσή της ολίγες ώρες αργότερα, αφότου πληροφορήθηκαν την επερχόμενη άφιξη της φάλαγγας του Μπισόν. Όμως, οι Γαλλοβαυαροί δεν χρονοτρίβησαν, προτιμώντας να συνεχίσουν την πορεία τους με κατεύθυνση το Ίνσμπρουκ. Στις 12 Απριλίου, οι άνδρες του Χόφερ ήσαν σε θέση να ανακαταλάβουν το Στέρτσινγκ, δίχως να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση[14]. Παράλληλα, οι κάτοικοι των περιχώρων του Ίνσμπρουκ εξεγέρθηκαν, ενώ, στη συνέχεια, στις 12 Απριλίου, 6.000 χωρικοί επιτέθηκαν στην πρωτεύουσα του Τιρόλου. Οι Βαυαροί υπερασπιστές της συνθηκολόγησαν, ωστόσο ορισμένοι εξ'αυτών εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Στις 13 Απριλίου, κατά το ξημέρωμα, οι 2.500 Γάλλοι και οι 1.300 Βαυαροί στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατηγού Μπισόν κατέφθασαν εμπρός στο Ίνσμπρουκ, όπου και αντελήφθησαν πως η πόλη είχε καταληφθεί από τους εξεγερθέντες. Όντες περικυκλωμένοι και αντιλαμβανόμενος την κόπωση των ανδρών του, έπειτα από συνεχιζόμενες πιέσεις τις οποίες δέχθηκαν καθοδόν μέσων ενεδρών και κατολισθήσεων τις οποίες προκαλούσαν οι Τιρολέζοι, ο στρατηγός Μπισόν αποφάσισε να παραδοθεί. Ως αποτέλεσμα, εντός χρονικού διαστήματος μαχών διάρκειας μόνον τεσσάρων ημερών, συνολικά, 6.000 Γάλλοι και Βαυαροί στρατιώτες είχαν συλληφθεί ως αιχμάλωτοι από τους Τιρολέζους. Στις 13 Απριλίου, ο Μάρτιν Τάιμερ ανέλαβε την ηγεσία των εξεγερθέντων του Ίνσμπρουκ. Κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας, το Χαλλ ιν Τιρόλ κατελήφθη από τον Σπέκμπαχερ, ενώ η φρουρά του συνελήφθη ως αιχμάλωτη[15][16].

Από την πλευρά της, η αυστριακή αυτοκρατορική στρατιά συνέχισε την πορεία της με ορμητήριο τα ανατολικά του Τιρόλου. Στις 14 Απριλίου, εισήλθε στο Μπρίξεν και το Στέρτσινγκ. Παράλληλα, ο Σατλέρ απέστειλε τρία τάγματα προς τα νότια. Στις 16 Απριλίου, οι Αυστριακοί κατέφθασαν στο Ίνσμπρουκ, όπου ο τοπικός πληθυσμός τους υποδέχθηκε με θριαμβικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν ολόκληρο το Τιρόλο είχε ανακαταληφθεί από την Αυστρία. Οι Γιόζεφ φον Χόρμαϊρ και Άντον φον Ρέσμαν ανέλαβαν τη διοίκηση της επαρχίας, οι Βαυαροί αξιωματούχοι συνελήφθησαν ή εκδιώχθηκαν, ενώ, παράλληλα, λόχοι ακροβολιστών σχηματίστηκαν. Ολίγες ημέρες αργότερα, ο αντισυνταγματάρχης Τάξις ξεκίνησε τις πρώτες επιδρομές στη Βαυαρία, όπου επιτάξεις στα όρια της λεηλασίας έλαβαν χώρα[17].

Στα νότια, ο Γάλλος στρατηγός Μπαραγκέ ντ'Ιλιέ κατέλαβε το Τρέντο όντας επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης 10.000 ανδρών, ωστόσο υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Ιταλία έπειτα από την ήττα του στρατηγού Μπωαρναί στη Μάχη του Σατσίλε. Παράλληλα, οι Αυστριακοί βάδισαν με κατεύθυνση το ιταλικό τμήμα του Τιρόλου, όπου η εξέγερση ήταν μικρότερης κλίμακας. Στις 24 Απριλίου, συνάντησαν το γαλλικό στράτευμα του Μπαραγκέ ντ'Ιλιέ στο Βολάνο, όπου και έλαβε χώρα μάχη με αβέβαιη έκβαση. Στη συνέχεια, οι Γάλλοι συνέχισαν την υποχώρησή τους με κατεύθυνση την Ιταλία, ενώ οι Αυστριακοί κατέλαβαν το Ροβερέτο, ολοκληρώνοντας, με αυτό τον τρόπο, την ανακατάληψη του νότιο τμήματος του Τιρόλου[18]. Στα τέλη του Απριλίου, οι Βαυαροί δεν ήλεγχαν, πλέον, στο Τιρόλο παρά μόνον το φρούριο του Κούφσταϊν, το οποίο και βρισκόταν υπό καθεστώς πολιορκίας. Εκείνη την περίοδο, ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας προχώρησε στην έκδοση του μανιφέστου του Σέρντινγκ, μέσω του οποίου διακήρυσσε την πρόθεσή του για την ενσωμάτωση του Τιρόλου στην Αυστρία[19].

Ωστόσο, παρά το γεγονός πως η έκβαση της αυστριακής επίθεσης στο Τιρόλο ήταν επιτυχημένη, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε με την επίθεση εναντίον της Βαυαρίας. Συγκεκριμένα, στις 23 Απριλίου, το κύριο αυστριακό στρατιωτικό σώμα, υπό την ηγεσία του αρχιδούκα Καρόλου, ηττήθηκε από τον Ναπολέοντα στη Μάχη της Ρατισβόννης, με συνέπεια να υποχρεωθεί να διασχίσει εκ νέου τα σύνορα. Ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ήττας, στην Ιταλία, ο αρχιδούκας Ιωάννης υποχρεώθηκε, με τη σειρά του, σε υποχώρηση, παρά τη νίκη του στο Σατσίλε. Στη συνέχεια, 4.000 Γάλλοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατηγού Ρυσκά εισήλθαν στο Τιρόλο από τα νότια, όπου και κατέλαβαν το Τρέντο στις 4 Μαΐου. Ωστόσο, ένα αυστριακό σύνταγμα στρατού, καθώς και 4.000 Τιρολέζοι ακροβολιστές αντεπιτέθηκαν άμεσα, με αποτέλεσμα ο Ρυσκά να υποχρεωθεί σε υποχώρηση με κατεύθυνση την Ιταλία[20].

Πρώτη επίθεση του Λεφέβρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τιρολέζοι ήρωες, λάδι σε μουσαμά του Φραντς Ντεφρέγγερ, 1894[Σημείωση 1].

Έχοντας προηγουμένως απωθήσει τους Αυστριακούς στη Βαυαρία, οι Γάλλοι εισήλθαν στην Αυστρία. Στις 30 Απριλίου, κατέλαβαν το Σάλτσμπουργκ. Στις 13 Μαΐου, η Βιέννη, η αυστριακή πρωτεύουσα, κατελήφθη από τον Ναπολέοντα.

Στις 11 Μαΐου, 25.000 Βαυαροί υπό την ηγεσία του Αλσατού στρατάρχη Φρανσουά Ζοζέφ Λεφέβρ εισήλθαν στο Τιρόλο. Η πρώτη φάλαγγα, υπό την ηγεσία των Λεφέβρ και φον Βρέντε, διέσχισε το πέρασμα του Στρουμπ, όπου και επιτέθηκε στα τιρολέζικα χαρακώματα. Η δεύτερη φάλαγγα, υπό την ηγεσία του φον Ντέροϊ, έλυσε την πολιορκία του Κούφσταϊν. Η τρίτη φάλαγγα, υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Λουδοβίκου, υιού του Βασιλέα της Βαυαρίας, παρέμεινε στη θέση της ως εφεδρεία[21].

Οι ενέδρες των Τιρολέζων ακροβολιστών δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στην πορεία των Βαυαρών. Συγκεκριμένα, στις 11 Μαΐου, το Λόφερ κατελήφθη, ενώ στις 12 Μαΐου ο Φραντς Φέννερ ηττήθηκε στο Βάιντρινγκ. Ο Αυστριακός στρατηγός Σατλέρ κατέφθασε στο Βεργκλ με στράτευμα 5.000 ανδρών, ωστόσο, στις 13 Μαΐου, δέχθηκε επίθεση από τις βαυαρικές δυνάμεις. Όντες αρκετά υποδεέστεροι αριθμητικά, οι Αυστριακοί ηττήθηκαν και υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση με κατεύθυνση το Ίνσμπρουκ, αφήνοντας πίσω τους 600 νεκρούς και 2.000 συλληφθέντες ως αιχμαλώτους. Αποδοκιμαζόμενος από τον τοπικό πληθυσμό ο οποίος τον θεωρούσε ως υπεύθυνο της ήττας, ο Σατλέρ υποχρεώθηκε σε φυγή με κατεύθυνση το πέρασμα του Μπρέννερ. Στη συνέχεια, οι Βαυαροί βάδισαν προς το Ίνσμπρουκ, προχωρώντας, καθοδόν, σε καταστολή της εξέγερσης και προβαίνοντας, παράλληλα, σε βιαιοπραγίες. Συγκεκριμένα, στο Βάιντρινγκ, στο Κίρχντορφ ιν Τιρόλ, στο Στρας ιμ Τσίλλερταλ, καθώς και στο Σλίττερς, αγροκτήματα πυρπολήθηκαν, ενώ πολίτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, σφαγιάστηκαν, τουφεκίστηκαν ή απαγχονίστηκαν. Κατά την αμέσως επόμενη μέρα της Μάχης του Βεργκλ, ο Σπέκμπαχερ ηττήθηκε στο Στρας ιμ Τσίλλερταλ. Στις 15 Μαΐου, η πόλη του Σβατς, υπεύθυνος για την υπεράσπιση της οποίας ήταν ο Τάξις, δέχθηκε επίθεση από τη μεραρχία του φον Βρέντε. Παρά τις σχετικές διαταγές οι οποίες είχαν δοθεί από τον Βαυαρό στρατηγό, η πόλη πυρπολήθηκε, ενώ βιαιότητες έλαβαν χώρα και δεκάδες πολίτες σφαγιάστηκαν[22][23].

Φοβούμενος επίθεση από τα νότια, ο Σατλέρ εγκατέλειψε το Ίνσμπρουκ, συγκεντρώνοντας, στη συνέχεια, τα στρατεύματά του στο Στάιναχ αμ Μπρέννερ. Εκείνη την περίοδο, ο Λεφέβρ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις στο Τιρόλο, όπου η κατάληψη της Βιέννης από τους Γάλλους είχε, εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, γίνει γνωστή. Εντός του αυστριακού και τιρολέζικου στρατοπέδου, κυριαρχούσαν ο διχασμός και η αναποφασιστικότητα. Στις 19 Μαΐου, οι Βαυαροί εισήλθαν στο Ίνσμπρουκ, δίχως να συναντήσουν την οποιανδήποτε μορφής αντίσταση. Στη συνέχεια, ο Σατλέρ υποχώρησε με κατεύθυνση την Αυστρία. Για τον Λεφέβρ, πλέον, η ειρήνη είχε αποκατασταθεί στο Τιρόλο[24].

Στις 23 Μαΐου, κατόπιν σχετικής διαταγής του Ναπολέοντα, οι Λεφέβρ και φον Βρέντε εγκατέλειψαν το Ίνσμπρουκ με κατεύθυνση το Σάλτσμπουργκ, προκειμένου να καταδιώξουν τη στρατιά του Αυστριακού στρατηγού Γιέλατσιτς. Στην περιοχή παρέμεινε μόνον η μεραρχία του στρατηγού φον Ντέροϊ, αποτελούμενη από, συνολικά, 8.000 άνδρες. Στα νότια του Τιρόλου, ο Αντρέας Χόφερ απηύθυνε έκκληση προς τους τιρολέζικους λόχους του οποίους και κάλεσε να συγκεντρωθούν στο Στέρτσινγκ. Στη συνέχεια, ο Χόφερ πρόφθασε τον Σατλέρ στο Μπρούνεκ, όπου και επιχείρησε να τον πείσει να παραμείνει στο Τιρόλο. Καθώς ο Σατλέρ ακολουθούσε σχετικές διαταγές, εμφανίστηκε διστακτικός. Αρχικώς, αποδέχθηκε την πρόταση του Χόφερ επέστρεψε εκ νέου, μαζί με τους 8.000 άνδρες του, ωστόσο, δύο μέρες αργότερα, άλλαξε εκ νέου γνώμη και αποχώρησε με προορισμό την Αυστρία. Παράλληλα, απέστειλε σχετική διαταγή υποχώρησης προς τον στρατηγό Μπούολ, στρατιωτικό διοικητή της οπισθοφυλακής του, ωστόσο το συγκεκριμένο μήνυμα κατακρατήθηκε από τους Τιρολέζους, με αποτέλεσμα να μην μεταβιβασθεί[25].

Στις 23 Μαΐου, ο Χόφερ, όντας επικεφαλής αρκετών χιλιάδων χωρικών, κατέφθασε στο Μπρέννερ. Μαθαίνοντας πως ο Λεφέβρ είχε εγκαταλείψει το Ίνσμπρουκ μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων του, οι Τιρολέζοι αποφάσισαν να επιτεθούν στην πόλη. Στις 25 Μαΐου, 6.000 Τιρολέζοι συνάντησαν τους Βαυαρούς στο Μπέργκισελ, έναν λόφο στα νότια του Ίνσμπρουκ. Η μάχη που ακολούθησε είχε αβέβαιη έκβαση, με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές να παραμένουν στις θέσεις τους. Ωστόσο, στη συνέχεια, οι εξεγερθέντες έλαβαν ενισχύσεις, με αποτέλεσμα, τέσσερις ημέρες αργότερα, συνολικά, 14.000 Τιρολέζοι ακροβολιστές και 900 Αυστριακοί στρατιώτες, υπό την ηγεσία του στρατηγού Μπούολ, να πραγματοποιήσουν εκ νέου επίθεση στο Μπέργκισελ. Αυτή τη φορά, οι Βαυαροί ηττήθηκαν, ενώ ο Ντέροϊ διέταξε την εκκένωση του Ίνσμπρουκ. Στις 30 Μαΐου, οι εξεγερθέντες κατέστησαν κύριοι της πόλεως, καθώς και, στη συνέχεια, του συνόλου των εδαφών του Τιρόλου. Στις 2 Ιουνίου, οι Βαυαροί διέσχισαν εκ νέου τα σύνορα[26][27].

Έπειτα από τη νίκη του, ο Αντρέας Χόφερ περιορίστηκε στην επιστροφή του στο πανδοχείο του. Από την πλευρά του, ο Γιόζεφ φον Χόρμαϊρ επέστρεψε στο Τιρόλο, προκειμένου να αναλάβει εκ νέου την πολιτική εξουσία της επαρχίας. Λόχοι ακροβολιστές ανέλαβαν τη φύλαξη των συνόρων, ενώ, παράλληλα, περίπου 1.000 Αυστριακοί αυτοκρατορικοί στρατιώτες, υπό την ηγεσία του στρατηγού Μπούολ, παρέμειναν στρατοπεδευμένοι εντός του Τιρόλου. Κατά τις απαρχές του Ιουνίου, οι Γάλλοι πέτυχαν να καταλάβουν το Τρέντο, ωστόσο, εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, εκδιώχθηκαν. Από την πλευρά τους, οι Τιρολέζοι προχώρησαν, στις 12 Ιουνίου, σε εκ νέου πολιορκία του Κούφσταϊν, δίχως ωστόσο να πετύχουν να το καταλάβουν, παραμένοντας, ως αποτέλεσμα, η μοναδική οχυρή θέση στο Τιρόλο η οποία παρέμενε υπό τον έλεγχο των Βαυαρών[28].

Στις 22 Μαΐου, ο αρχιδούκας Κάρολος νίκησε τον Ναπολέοντα στη Μάχη του Άσπερν-Έσλινγκ. Εντός σχετικής διακήρυξης χρονολογούμενης από τις 29 Μαΐου, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Α΄ υποσχόταν στους Τιρολέζους πως ουδέποτε θα δεχόταν την αποκοπή τους από τις κτήσεις του Στέμματος της Αυστρίας. Ωστόσο, στις 6 Ιουλίου, ο Ναπολέων πέτυχε καθοριστικής σημασίας νίκη στο Βάγκραμ. Στις 12 Ιουλίου, υπεγράφη η Ανακωχή του Τσνάιμ από τον αρχιδούκα Κάρολο, δίχως, ωστόσο, ο τελευταίος να έχει προηγουμένως συμβουλευτεί τον αδερφό του, τον αυτοκράτορα. Το Άρθρο Δ΄ της συγκεκριμένης συμφωνίας όριζε την ενσωμάτωση του Τιρόλου, καθώς και του Φόραρλμπεργκ, στα εδάφη του Βασιλείου της Βαυαρίας. Στις 29 Ιουλίου, κατόπιν σχετικής διαταγής, ο Μπούολ προχώρησε σε εκκένωση του Τιρόλου, συνοδευόμενος από τα τελευταία αυτοκρατορικά στρατεύματα[29].

Δεύτερη επίθεση του Λεφέβρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Συμβούλιο πολέμου του Αντρέας Χόφερ, λάδι σε μουσαμά του Φραντς Ντεφρέγγερ, 1897.

Κατά τα μέσα του Ιουλίου, ο Λεφέβρ επέστρεψε εκ νέου στο Τιρόλο, προκειμένου να ξεκινήσει δεύτερη επίθεση. Το κυρίως στράτευμα συγκεντρώθηκε στο Σάλτσμπουργκ. Αριθμούσε, συνολικά, δύο βαυαρικές μεραρχίες, υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Λουδοβίκου και του Μπέρνχαρντ φον Ντέροϊ, καθώς και μία σαξονική μεραρχία, υπό την ηγεσία του Ρουγιέ. Ο στρατηγός Πελτιέ ντε Μονμαρί ανέπτυξε τις στρατιωτικές δυνάμεις του κατά μήκος των βαυαρικών συνόρων, ενώ ο Μπωμόν ανέλαβε την κατάληψη του Φόραρλμπεργκ. Στα ανατολικά, οι Ρυσκά και Μπαραγκέ ντ'Ιλιέ έλαβαν σχετική διαταγή να πραγματοποιήσουν επίθεση με ορμητήριο την Καρινθία, ενώ στα νότια ο στρατηγός Περί έλαβε σχετική διαταγή προκειμένου να βαδίσει από τη Βερόνα με κατεύθυνση την Κοιλάδα του Αδίγη, ως επικεφαλής ιταλικής μεραρχίας. Συνολικά, 20.000 στρατιώτες περικύκλωσαν το Τιρόλο[30].

Στις 27 Ιουλίου, η στρατιά του Λεφέβρ εισήλθε στο Τιρόλο. Έχοντας απολέσει το ηθικό τους, οι Τιρολέζοι διασκορπίστηκαν και δεν προέβαλαν παρά μόνον ισχνή αντίσταση. Στις 30 Ιουλίου, το Ίνσμπρουκ κατελήφθη από τον Λεφέβρ. Από την πλευρά του, ο Ναπολέων διέταξε τον στρατάρχη του να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή αυστηρότητα απέναντι στους Τιρολέζους εξεγερθέντες, ενώ, παράλληλα, απαίτησε την παράδοση 150 ομήρων, τη λεηλασία και πυρπόληση έξι μεγάλου μεγέθους χωριών, τον αφοπλισμό της ευρύτερης περιοχής, καθώς διέταξε τον τουφεκισμό οποιουδήποτε Τιρολέζου συλλαμβανόταν έχοντας στην κατοχή του οπλισμό[31].

Ωστόσο, στο Πάσσαϊερταλ, ο Χόφερ οπλίστηκε εκ νέου και οργάνωσε εκ νέου επιστράτευση των λόχων ακροβολιστών. Στις 1 Αυγούστου, ο Λεφέβρ απέστειλε τον Ρουγιέ και τη σαξονική στρατιά του προκειμένου να καταλάβουν το Μπρίξεν. Η συγκεκριμένη μεραρχία διέσχισε την περιοχή δίχως να συναντήσει την οποιαδήποτε αντίσταση, ωστόσο, στις 4 Αυγούστου, έπεσε σε ενέδρα στο ύψος του Φράντσενσφεστε. Έχοντας παγιδευτεί εντός φαραγγιού και έχοντας καταπλακωθεί από κορμούς δέντρων και βράχους τους οποίους δέχονταν, συνολικά, 1.000 Σάξονες σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι. Στη συνέχεια, ο Λεφέβρ κατέφθασε συνοδευόμενος από 7.000 Βαυαρούς, διέταξε τον Ρουγιέ να υποχωρήσει με κατεύθυνση το Ίνσμπρουκ και βάδισε προς το Μπρίξεν. Ωστόσο, καθώς το έδαφος είχε καταστεί αδιάβατο, υποχρεώθηκε σε υποχώρηση. Κατά την επιστροφή του στο Στέρτσινγκ, αντελήφθη πως η πόλη είχε καταληφθεί από τους ακροβολιστές, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Αντρέας Χόφερ. Ως αποτέλεσμα, ο Λεφέβρ προτίμησε να παρακάμψει την πόλη μέσω του Περάσματος του Μπρέννερ, πετυχαίνοντας να διαφύγει, όμως οι στρατιώτες του υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα κανόνια τους, καθώς και τα άλογά τους, προκειμένου να είναι σε θέση να διαβούν τα ορεινά εδάφη. Πιεζόμενοι από συνεχόμενες ενέδρες των Τιρολέζων, οι Βαυαροί κατέφθασαν στο Ίνσμπρουκ υπό καθεστώς άτακτης φυγής. Στις 9 Αυγούστου, βαυαρικό σύνταγμα επίσης συνετρίβη στο Πόντλατσερ Μπρύκε, πλησίον του Προυτς[32]. Στις 13 Αυγούστου, συνολικά, 18.000 Τιρολέζοι υπό την ηγεσία του Χόφερ έδωσαν εκ νέου μάχη στο Μπέργκισελ. Έπειτα από αρκετές ώρες μάχης, ο Λεφέβρ διέταξε υποχώρηση των στρατευμάτων του. Στις 14 Αυγούστου, έχοντας ελλείψεις σε τρόφιμα και πολεμοφόδια, οι Βαυαροί και οι Σάξονες υποχρεώθηκαν σε εκκένωση του Ίνσμπρουκ και υποχώρηση προς τη Βαυαρία[33]. Συνολικά, οι απώλειες του Λεφέβρ ήσαν ιδιαιτέρως σημαντικές, καθώς κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος τριών εβδομάδων είχε χάσει το μισό στράτευμά του, ήτοι 4.000 νεκρούς ή τραυματίες και 6.000 συλληφθέντες ως αιχμαλώτους[34][35].

Η αντιβασιλεία του Χόφερ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αντρέας Χόφερ και το συμβούλιό του στο Χόφμπουργκ του Ίνσμπρουκ, λάδι σε μουσαμά του Φραντς Ντεφρέγγερ, 1879.

Όντας, πλέον, κύριος του Ίνσμπρουκ, όπου και έγινε δεκτός με θριαμβικό τρόπο, ο Αντρέας Χόφερ αυτοανακηρύχθηκε ως «Αντιβασιλέας του Τιρόλου», προχωρώντας, παράλληλα, στην ίδρυση προσωρινής κυβερνήσεως εν αναμονή της επιστροφής του Τιρόλου στην Αυστρία και της εκ νέου θεσμοθέτησης της Δίαιτας. Στις 19 Αυγούστου, απηύθυνε έκκληση προς τον αυτοκράτορα. Παράλληλα, συμβούλιο αποτελούμενο από, περίπου, δώδεκα πρόσωπα δημιουργήθηκε, εκ των οποίων όλοι τους ήσαν χωρικοί ή ιδιοκτήτες πανδοχείων. Έχοντας επίγνωση της ανικανότητάς του στον διοικητικό τομέα, ο Χόφερ απηύθυνε κάλεσμα προς τους Αυστριακούς αξιωματούχους για την επιστροφή των τελευταίων στο Τιρόλο. Κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, μετέβη στα νότια της περιοχής, προχωρώντας, καθοδόν, στη σύλληψη δύο λοχαγών ακροβολιστών, οι οποίοι, μαζί με τις ομάδες ενόπλων τους, επιδίδονταν σε ληστρική δραστηριότητα, προτού, στη συνέχεια, μεταβεί στο Μπότσεν, όπου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, ο Γιόζεφ φον Τζοβανέλλι ανέλαβε καθήκοντα συμβούλου του. Ωστόσο, η τοπική κυβέρνηση γνώρισε σημαντική έλλειψη χρημάτων, η οποία και οδήγησε σε σιτοδεία[36].

Από στρατιωτικής άποψης, το Τιρόλο αριθμούσε, συνολικά, 36.000 ακροβολιστές και 40.000 πολιτοφύλακες, καθώς και, περίπου, πενήντα Αυστριακούς αυτοκρατορικούς στρατιώτες οι οποίοι λιποτάκτησαν από τη στρατιά του Μπούολ προκειμένου να πολεμήσουν στο πλευρό του Χόφερ. Τα πλέον φιλικά διακείμενα προς την εξέγερση εδάφη βρίσκονται στα περίχωρα του Μπρίξεν, του Μπότσεν και του Μεράν[37]. Οι χωρικοί, ο κατώτερος κλήρος και η τάξη των ευγενών ήσαν οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές της εξεγέρσεως, ενώ, αντιθέτως, η αστική τάξη, ο ανώτερος κλήρος, καθώς και οι πληθυσμοί των πόλεων, παρά το γεγονός πως επίσης ήσαν εν μέρει θετικά διακείμενοι προς τους Αψβούργους, ωστόσο επεδείκνυαν περισσότερο ουδέτερη στάση, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται με καχυποψία.

Κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, ο Καπουκίνος πατέρας Χάσπινγκερ και ο Γιόζεφ Σπέκμπαχερ ξεκίνησαν εκστρατεία στην περιοχή του Σάλτσμπουργκ, προκειμένου να εξαπλώσουν την εξέγερση στα συγκεκριμένα εδάφη. Οι Τιρολέζοι νίκησαν τους Βαυαρούς στο Πέρασμα του Λούεγκ, προτού, στη συνέχεια, καταλάβουν το Χάλλαϊν, ωστόσο λίγοι ήσαν οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής του Σάλτσμπουργκ οι οποίοι συντάχθηκαν με το μέρος τους, ενώ μία αντεπίθεση της οποίας ηγήθηκε ο Λεφέβρ τους υποχρέωσε σε υποχώρηση[38][39].

Η Ειρήνη του Σενμπρούν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ωστόσο, την ίδια περίοδο, ο Ναπολέων παρέμενε κύριος της Βιέννης, ενώ, παράλληλα, αντιφατικές φήμες διαδίδονταν στην ευρύτερη περιοχή του Τιρόλου σχετικά με τις εξελισσόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Γαλλίας και της Αυστρίας. Ωστόσο, ο Φραγκίσκος Α΄ απέστειλε ποσό της τάξεως των 3.000 δουκάτων στον Χόφερ. Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο στρατηγός Περί, όντας επικεφαλής στρατεύματος 4.000 Ιταλών, ανακατέλαβε το Τρέντο. Ως αντίδραση, ο Άιζενστεκεν αντεπιτέθηκε μαζί με, συνολικά, 20.000 άνδρες, αναχαιτίζοντας, ως αποτέλεσμα, την πρόοδο των Ιταλών, προτού, στη συνέχεια, στρατοπεδεύσει εμπρός στο Τρέντο. Ωστόσο, στις 10 Οκτωβρίου, οι Ιταλοί πραγματοποίησαν έξοδο η οποία και προκάλεσε πανικό μεταξύ των Τιρολέζων, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να τραπούν σε άτακτη φυγή[40].

Στις 14 Οκτωβρίου, η Αυστρία και η Γαλλία υπέγραψαν μεταξύ τους τη Συνθήκη Ειρήνης του Σενμπρούν. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών που προηγήθηκαν της υπογραφής της συνθήκης, ο Ναπολέοντας αρνήθηκε κατηγορηματικά την επιστροφή του Τιρόλου στην Αυστρία, καθώς το τελευταίο κατείχε θέση στρατηγικής σημασίας, αποτελώντας πέρασμα μεταξύ της Βαυαρίας και της Ιταλίας. Παρά το γεγονός πως ο Φραγκίσκος Α΄ και, ιδιαιτέρως, ο αρχιδούκας Ιωάννης απαίτησαν την επιστροφή της συγκεκριμένης περιοχής, αντιθέτως, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, Κλέμενς Βέντσελ φον Μέττερνιχ, παρουσιάστηκε απαθής επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών, οι Αψβούργοι απώλεσαν την κυριαρχία τους επί αριθμού εδαφών, μεταξύ των οποίων το Τιρόλο και το Φόραρλμπεργκ, τα οποία και ενσωματώθηκαν εκ νέου στη Βαυαρία. Ωστόσο, ο Ναπολέων υποσχέθηκε την εκ μέρους του παραχώρηση αμνηστίας σε όσους εξεγερθέντες αποφάσιζαν να παύσουν τον ένοπλο αγώνα τους[41].

Επίθεση του πρίγκιπα Εζέν ντε Μπωαρναί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Σπέκμπαχερ και ο υιός του στο πανδοχείο Σανκτ Γιόχαν, λάδι σε μουσαμά του Φραντς Ντεφρέγγερ, 1896.

Ανήμερα της υπογραφής της συνθήκης, ο Ναπολέων ανέθεσε στον στρατηγό και αντιβασιλέα της Ιταλίας, Εζέν ντε Μπωαρναί, την καθυπόταξη του Τιρόλου. Συνολικά, 42.000 άνδρες τέθηκαν υπό τις διαταγές του. Ο Γάλλος στρατηγός Ντρουέ ντ'Ερλόν επιτέθηκε στα βόρεια ως επικεφαλής τριών βαυαρικών μεραρχιών, ο στρατηγός Μπαραγκέ ντ'Ιλιέ κατευθύνθηκε προς τα νοτιοανατολικά ως επικεφαλής της Στρατιάς της Ιταλίας, η οποία, επίσης, αποτελείτο από τρεις μεραρχίες. Στα νότια, ο Περί αντικαταστάθηκε από τον Βιάλ. Ως κυρίως μέτωπο της επίθεσης επιλέχθηκε το νότιο τμήμα της περιοχής, κατά μήκος της Κοιλάδας του Αδίγη, το οποίο και παρουσίαζε σημαντικότερες δυσκολίες ως προς την υπεράσπισή του[42].

Στις 16 Οκτωβρίου, οι Βαυαροί ήσαν οι πρώτοι οι οποίοι διέβησαν τα σύνορα, εισερχόμενοι στο Τιρόλο. Κατά τη διάρκεια της αμέσως επόμενης ημέρας, συνέτριψαν ομάδα ακροβολιστών υπό την ηγεσία του Σπέκμπαχερ στο Μέλλεκ. Μεταξύ των Τιρολέζων, το ηθικό των στρατευμάτων βρισκόταν σε πτωτικά επίπεδα, ενώ, παράλληλα, προβλήματα μισθοδοσίας προέκυψαν, με αποτέλεσμα σημαντικός αριθμός εκ των εξεγερθέντων να λιποτακτήσει. Στις 21 Οκτωβρίου, ο Χόφερ εγκατέλειψε το Ίνσμπρουκ και οχυρώθηκε στο Μπέργκισελ μαζί με 8.000 άνδρες. Στις 22 του ιδίου μηνός, απέστειλε έκκληση βοήθειας προς τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄ της Αυστρίας[43][44].

Στις 25 Οκτωβρίου, οι Βαυαροί κατέλαβαν αμαχητί το Ίνσμπρουκ. Στις 27 του ιδίου μηνός, ο Χόφερ ενημερώθηκε για την υπογραφή της Συνθήκης του Σενμπρούν, γεγονός το οποίο τον συγκλόνισε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους Βαυαρούς, προτού, ωστόσο, αλλάξει γνώμη, κατόπιν σχετικής προτροπής του πατέρα Χάσπινγκερ. Στις 1 Νοεμβρίου τα στρατεύματα των δύο πλευρών συγκρούστηκαν, ωστόσο, εντός χρονικού διαστήματος μίας ώρας, οι Βαυαροί πέτυχαν να τρέψουν τους Τιρολέζους σε άτακτη φυγή, καταλαμβάνοντας, στη συνέχεια, το Μπέργκισελ. Από την πλευρά τους, οι ηττημένοι υποχώρησαν με κατεύθυνση το Πέρασμα του Μπρέννερ. Κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας, τα στρατεύματα του Μπαραγκέ ντ'Ιλιέ εισήλθαν στο Τιρόλο. Κατόπιν σχετικών συμβουλών του πατέρα Ντανέ και του Γιάκομπ Σίμπερερ, ο Χόφερ αποφάσισε να σταματήσει τον ένοπλο αγώνα, προχωρώντας, παράλληλα, στη συγγραφή σχετικής επιστολής υποταγής του ιδίου προς τον Εζέν ντε Μπωαρναί[45][46].

Ύστατες προσπάθειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Πέτερ Σίγκμαϊρ, λάδι σε μουσαμά του Φραντς Ντεφρέγγερ, 1893[Σημείωση 2].

Στις 5 Νοεμβρίου, ο πατέρας Ντανέ και ο Γιάκομπ Σίμπερερ συνάντησαν τον Εζέν ντε Μπωαρναί. Κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους συζήτησης, ο τελευταίος αποδέχθηκε την υποταγή τους, υποσχόμενος, παράλληλα, την επιείκεια του ιδίου απέναντι στους εξεγερθέντες. Ωστόσο, ορισμένοι εκ των Τιρολέζων ηγετών των εξεγερθέντων αρνήθηκαν τη συνθηκολόγηση, μεταξύ άλλων ο Πέτερ Μάιρ, ο οποίος και συνάντησε τον Χόφερ, κατηγορώντας τον τελευταίο, κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους συζήτησης, ως προδότη. Όντας εύκολα επηρεαζόμενος, ο Χόφερ άλλαξε γνώμη, αποφασίζοντας να δώσει εντολή για εκ νέου εκκίνηση των εχθροπραξιών. Στις 8 Νοεμβρίου, οι Ντανέ και Σίμπερερ συνάντησαν, με τη σειρά τους, τον Χόφερ, πείθοντας τον τελευταίο να βάλει εκ νέου την υπογραφή του σε σχετική δήλωση υποταγής. Στις 9 του ιδίου μηνός, ο Χόφερ επέστρεψε στο πανδοχείο του, οι λόχοι ακροβολιστών αποστρατεύτηκαν, ενώ οι αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν. Μόνον οι Πέτερ Μάιρ και Γιόχαν φον Κολμπ συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα, ωστόσο, αμφότεροι, συνετρίβησαν στις 8 Νοεμβρίου, στο Πούστερταλ, απέναντι στα στρατεύματα του στρατηγού Ρυσκά[47].

Πλέον, το σύνολο των εδαφών του Τιρόλου είχε καταληφθεί. Ωστόσο, οι τελευταίοι εναπομείναντες εξεγερθέντες επισκέφθηκαν τον Χόφερ στο πανδοχείο του, προκειμένου να πείσουν τον τελευταίο να τεθεί επικεφαλής του ένοπλου αγώνα τους. Στις 12 Νοεμβρίου, αποφάσισε να ταχθεί εκ νέου στο πλευρό των εξεγερθέντων. Όντας εθελοτυφλών και επηρεαζόμενος από τον πατέρα Χάσπινγκερ, πλέον, ο Χόφερ αρνείτο οποιαδήποτε πιθανότητα ειρηνικής έκβασης της σύγκρουσης, φτάνοντας έως να απειλήσει με θάνατο τον πατέρα Ντανέ και τον Σίμπερερ. Ωστόσο, αριθμός Τιρολέζων αρνήθηκε να τον ακολουθήσει και συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα. Στις 16 Νοεμβρίου, στο Μεράν, οι εξεγερθέντες επιτέθηκαν και νίκησαν τους Ιταλούς υπό την ηγεσία του Ρυσκά, οι οποίοι και υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση με κατεύθυνση το Μπότσεν. Δύο ημέρες αργότερα, γαλλική φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στο ύψους του Σανκτ Λέοναρντ ιν Πάσσαϊερ, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Γάλλοι αναζήτησαν καταφύγιο εντός του χωριού, ωστόσο, έχοντας περικυκλωθεί, υποχρεώθηκαν σε συνθηκολόγηση έπειτα από τέσσερις ημέρες μάχης[48].

Όμως, οι συγκεκριμένες επιτυχίες δεν είχαν συνέχεια, καθώς ο στρατηγός Λουί Μπαραγκέ ντ'Ιλιέ κατέφθασε με περαιτέρω ενισχύσεις, με αποτέλεσμα οι ακροβολιστές να υποχρεωθούν σε άτακτη φυγή. Στις 2 Δεκεμβρίου, μία ύστατη απόπειρα επίθεσης εναντίον του Μπρούνεκ απωθήθηκε. Στις 12 Νοεμβρίου, ο Εζέν ντε Μπωαρναί εξέδωσε σχετικό διάταγμα, μέσω του οποίου έδινε διορία χρονικής διάρκειας πέντε ημερών στους Τιρολέζους προκειμένου οι τελευταίοι να παύσουν τον ένοπλο αγώνα, ενώ, μετά την πάροδο της συγκεκριμένης διορίας, οποιοσδήποτε συλλαμβανόταν έχοντας στην κατοχή οπλισμό θα τουφεκιζόταν. Ως αντίδραση, οι Σπέκμπαχερ, Στράουμπ, Χάσπινγκερ και φον Κολμπ διέφυγαν στο εξωτερικό. Από την πλευρά των Γάλλων, η καταστολή της εξέγερσης υπήρξε ιδιαιτέρως βίαιη στην περιοχή του Μπότσεν και του Μπρίξεν, όπου αριθμός Τιρολέζων εκτελέστηκαν επί της πλατείας του καθεδρικού ναού. Στα ανατολικά, ο στρατηγός Μπρουσιέ προήδρευσε στρατιωτικού δικαστηρίου το οποίο και αποφάσισε τον τουφεκισμό αριθμού αιχμαλώτων, μεταξύ των οποίων και ο Πέτερ Μάιρ, ο οποίος και εκτελέστηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1810[49].

Από την πλευρά του, ο Αντρέας Χόφερ αρνήθηκε να παραδοθεί στον στρατηγό Μπαραγκέ ντ'Ιλιέ, παρά την υπόσχεση του τελευταίο να του χαρίσει τη ζωή, ενώ παράλληλα αρνήθηκε το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει το Τιρόλο, επιλέγοντας να αναζητήσει καταφύγιο εντός των συνόρων του. Ως αποτέλεσμα, επικηρύχθηκε με ποσό της τάξεως των 1.500 φλορινιών. Ο Χόφερ, συνοδευόμενος από την οικογένειά του, καθώς και τον γραμματέα του, Κάγιεταν Σβετ, αναζήτησε καταφύγιο σε μία ορεινή καλύβα, στην τοποθεσία Πλάντλερχυττε. Ωστόσο, ύστερα από παραμονή διάρκειας οκτώ εβδομάδων, καταδόθηκε από τον Φραντς Ραλφφ, πρώην ακροβολιστή. Στις 27 Ιανουαρίου, ο Αντρέας Χόφερ συνελήφθη από Γάλλους και Ιταλούς στρατιώτες, ενώ στη συνέχεια φυλακίστηκε εντός του φρουρίου της Μάντοβα. Έχοντας λάβει σχετική ενημέρωση, ο Ναπολέων διέταξε την άμεση εκτέλεσή του εντός 24 ωρών. Δικασθείς, ο Αντρέας Χόφερ καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1810[50].

Ο θάνατος του Αντρέας Χόφερ σηματοδότησε το τέλος της εξεγέρσεως. Ο συγκεκριμένος πόλεμος είχε ως απολογισμό, συνολικά, 2.500 νεκρούς μεταξύ των Τιρολέζων και 5.000 μεταξύ των Γαλλοβαυαρών και των συμμάχων τους[51].

Στις 28 Φεβρουαρίου 1810, τα εδάφη του Τιρόλου διαμοιράστηκαν μεταξύ της Βαυαρίας και της Ιταλίας. Ο θεσμός της στρατολογίας επανήλθε, ενώ, συνολικά, 4.000 Τιρολέζοι ενσωματώθηκαν εντός του βαυαρικού στρατού, συμμετέχοντας, μεταξύ άλλων, στην Εκστρατεία της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 1813, έπειτα από τον Έκτο Συνασπισμό, η Αυστρία έλυσε τη συμμαχία της με τη Γαλλία, ανακαταλαμβάνοντας, στη συνέχεια, εκ νέου τμήμα των εδαφών του Τιρόλου. Κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου του ιδίου έτους, η Βαυαρία, με τη σειρά της, εναντιώθηκε στη Γαλλία και προσχώρησε στο συνασπισμό. Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες χωρικοί υπό την ηγεσία των Σπέκμπαχερ, Χάσπινγκερ, Άιζενστεκεν και Σίμπερερ πραγματοποίησαν συγκέντρωση απαιτώντας την επιστροφή της περιοχής του Τιρόλου στην Αυστρία. Στις 30 Μαΐου 1814, κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης, η Βαυαρία επισήμως επέστρεψε τα εδάφη του Τιρόλου στους Αψβούργους[52].

  1. Από αριστερά προς δεξιά: ο Κάγιεταν Σβετ, γραμματέας του Χόφερ, ο Γιόζεφ Σπέκμπαχερ, ο Σάντβιρτ Αντρέας Χόφερ και ο Καπουκίνος Γιοάχιμ Χάσπινγκερ.
  2. Ο Πέτερ Σίγκμαϊρ, ανυπότακτος λοχαγός ακροβολιστών, αποφάσισε να αναζητήσει καταφύγιο προκειμένου να διαφύγει των ερευνών εντοπισμού του. Ως αντίδραση, ο στρατηγός Μπρουσιέ συνέλαβε τον πατέρα του ως όμηρο, γνωστοποιώντας πως ο τελευταίος θα εκτελείτο σε περίπτωση μη παράδοσης του υιού του. Τελικώς, ο Πέτερ Σίγκμαϊρ παραδόθηκε, τουφεκίστηκε εμπρός στη σύζυγό του, ενώ, στη συνέχεια, το πτώμα του παρέμεινε κρεμασμένο από ένα δέντρο επί χρονικού διαστήματος δύο ημερών.
  1. Bercé 2013, σελ. 83-88
  2. Sévillia 1991, σελ. 41
  3. Sévillia 1991, σελ. 45-46
  4. Sévillia 1991, σελ. 47-51
  5. Sévillia 1991, σελ. 59-62
  6. Sévillia 1991, σελ. 42-44
  7. Sévillia 1991, σελ. 65-69
  8. Sévillia 1991, σελ. 69-73
  9. Sévillia 1991, σελ. 74-82
  10. Sévillia 1991, σελ. 83-89
  11. 11,0 11,1 Sévillia 1991, σελ. 89-93
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Sévillia 1991, σελ. 97-108
  13. Sévillia 1991, σελ. 109-112
  14. Sévillia 1991, σελ. 114
  15. Sévillia 1991, σελ. 115-122
  16. Smith 1998, σελ. 285
  17. Sévillia 1991, σελ. 122-126
  18. Sévillia 1991, σελ. 126-128
  19. Sévillia 1991, σελ. 128-130
  20. Sévillia 1991, σελ. 130-133
  21. Sévillia 1991, σελ. 133-136
  22. Sévillia 1991, σελ. 136-141
  23. Smith 1998, σελ. 301-303
  24. Sévillia 1991, σελ. 141-143
  25. Sévillia 1991, σελ. 143-145
  26. Sévillia 1991, σελ. 144-151
  27. Smith 1998, σελ. 311-313
  28. Sévillia 1991, σελ. 155-157
  29. Sévillia 1991, σελ. 158-159
  30. Sévillia 1991, σελ. 160-161
  31. Sévillia 1991, σελ. 161-162
  32. Sévillia 1991, σελ. 166-168
  33. Sévillia 1991, σελ. 168-174
  34. Sévillia 1991, σελ. 174
  35. Smith 1998, σελ. 329-331
  36. Sévillia 1991, σελ. 174-181
  37. Sévillia 1991, σελ. 181-182
  38. Sévillia 1991, σελ. 182-183
  39. Smith 1998, σελ. 332-333
  40. Sévillia 1991, σελ. 186-188
  41. Sévillia 1991, σελ. 189-191
  42. Sévillia 1991, σελ. 192
  43. Sévillia 1991, σελ. 193
  44. Smith 1998, σελ. 333
  45. Sévillia 1991, σελ. 194-200
  46. Smith 1998, σελ. 336
  47. Sévillia 1991, σελ. 200-204
  48. Sévillia 1991, σελ. 204-206
  49. Sévillia 1991, σελ. 208-209
  50. Sévillia 1991, σελ. 210-224
  51. Sévillia 1991, σελ. 245
  52. Sévillia 1991, σελ. 225-226
  • (Γαλλικά) Bercé, Yves-Marie (2013). Les autres Vendées, les contre-révolutions paysannes au XIXe siècle. Centre Vendéen de Recherches Historiques. σελ. 326. ISBN 2911253574. 
  • (Γαλλικά) Sévillia, Jean (1991). Le chouan du Tyrol, Andreas Hofer. Tempus. Perrin. σελ. 273. ISBN 978-2262008246. 
  • (Αγγλικά) Smith, Digby (1998). The Napoleonic Wars Data Book. Λονδίνο: Greenhill Books. σελ. 592. ISBN 1-85367-276-9.