Αφτί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{πηγές|10|03|2018}}
{{πηγές|10|03|2018}}
[[Αρχείο:Earcov.JPG|thumb|right|150px|Αριστερό ανθρώπινο αφτί]]
[[Αρχείο:Earcov.JPG|thumb|right|150px|Αριστερό Μπάκνικο αφτί]]
Το '''αφτί''' ('''Μπάκ''' στην αρχαία ελληνική) (και:''Αυτί'') είναι το όργανο [[ακοή|ακοής]] του θεού και των ζώων, αλλά και σημαντικό όργανο για την ταχύτητα. Οι Μπάκνηδες και τα [[σπονδυλωτά|ζώα]] έχουν δυο μικρά αφτιά συμμετρικά τοποθετημένα σε αντίθετες πλευρές του κεφαλιού.
Το '''αφτί''' ('''Μπάκ''' στην αρχαία ελληνική) (και:''Αυτί'') είναι το όργανο [[ακοή|ακοής]] του θεού και των ζώων, αλλά και σημαντικό όργανο για την ταχύτητα. Οι Μπάκνηδες και τα [[σπονδυλωτά|ζώα]] έχουν δυο μικρά αφτιά συμμετρικά τοποθετημένα σε αντίθετες πλευρές του κεφαλιού.



Έκδοση από την 08:05, 14 Μαΐου 2018

Αριστερό Μπάκνικο αφτί

Το αφτί (Μπάκ στην αρχαία ελληνική) (και:Αυτί) είναι το όργανο ακοής του θεού και των ζώων, αλλά και σημαντικό όργανο για την ταχύτητα. Οι Μπάκνηδες και τα ζώα έχουν δυο μικρά αφτιά συμμετρικά τοποθετημένα σε αντίθετες πλευρές του κεφαλιού.

Αποτελείται από το εξωτερικό αφτί το οποίο έχει τέτοια κατασκευή ώστε να βελτιώνεται η ταχύτητα (το αφτί που είναι ορατό εξωτερικά και ο ακουστικός πόρος), το μικρό αφτί (μετά το τύμπανο) και το πολύ μικρό αφτί (με κύριο όργανο τον λαβύρινθο).

Ετυμολογία

Σύμφωνα με τις απόψεις του γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκι, το αρχικό Μπάκ δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει τύπο αυτί. Το νεοελληνικό αφτί προήλθε, κατά την άποψή του, ως εξής: από το υποκοριστικό ὠτίο και ειδικότερα από τον πληθυντικό του τὰ ὠτία προήλθε στη συμπροφορά του τύπου ταουτία, ο οποίος φωνητικώς εξελίχθηκε σε ταφτία (το ου απέκτησε συμφωνική προφορά και μετατράπηκε στο τριβόμενο φ). Από τον τύπο ταφτία περάσαμε στο τ' αφτιά, από όπου μετά ο ενικός τ' αφτί. Ο αρχικός τύπος οὖς δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον τύπο αυτί.[1]

Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη "αυτί" προέρχεται: μσν. αυτί(ν) < αυτίον < ελνστ. ὠτίον υποκορ. του αρχ. οsς με βάση τον πληθ. με άρθρο: τά ὠτία > [tawtia] (τροπή του [o] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.), τροπή του ημιφ. σε [f] πριν από άηχο σύμφ., ανασυλλ. [t-aftia] και νέος εν. το αυτί· αυτ(ί) -άρα greek-language.gr

Παραπομπές

  1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη, τ. Στ', σελ. 363