Γκαλλερία Εστένσε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Να μη συγχέεται με την Gallerie Estensi.
Γκαλλερία Εστένσε
Galleria Estense
Χάρτης
Είδοςμουσείο τέχνης[1][2], εθνικό μουσείο, ακίνητη περιουσία, μουσείο[1], Ιταλικό εθνικό μουσείο[1], αρχαιολογικό μουσείο[3], μουσείο μοντέρνας τέχνης[4], μουσείο ιστορικού οικήματος[5][6] και d:Q124830411[2]
ΔιεύθυνσηLargo Porta Sant'Agostino, 337, piazza Sant'Agostino, 337 - Modena[7], Largo di Porta Sant'agostino 337, 41121 Modena[1] και Largo Di Porta Sant'agostino 337, 41121 Modena[2]
Γεωγραφικές συντεταγμένες44°38′54″N 10°55′14″E
Διοικητική υπαγωγήΜόντενα[7][1]
ΤοποθεσίαPalazzo dei Musei – Gallerie Estensi e chiesa di Sant'Agostino
ΧώραΙταλία[7]
Έναρξη κατασκευής1884
Ολοκλήρωση1894
Προστασίαιταλικό πολιτισμικό αγαθό[7]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Η Γκαλερί των Έστε είναι μία γκαλερί τέχνης στην καρδιά της Μόντενα, με επίκεντρο τη συλλογή της οικογένειας των Έστε, που ήταν ηγεμόνες της Mόντενα, της Φερράρα και τού Ρέτζιο από το 1289 έως το 1796. Βρίσκεται στον τελευταίο όροφο τού Ανακτόρου των Μουσών (Palazzo dei Musei), στην πλατεία Αγ. Αυγουστίνου. Το μουσείο παρουσιάζει μία τεράστια ποικιλία έργων, που κυμαίνονται από νωπογραφίες και ελαιογραφίες μέχρι μαρμάρινα, πολύχρωμα και από τερακότα γλυπτά, μουσικά όργανα, νομίσματα, αξιοπερίεργα και διακοσμητικές αντίκες.

Ιδρύθηκε δημόσια το 1854 από τον τελευταίο δούκα Φραντσέσκο Ε΄ της Αυστρίας-Έστε και μεταφέρθηκε το 1894 στη σημερινή του θέση από το Δουκικό Ανάκτορο.

Από το 2014, η Γκαλερί αποτελεί μέρος της Gallerie Estensi, ένα ανεξάρτητο συγκρότημα μουσείων, που συγχωνεύει τη (Πανεπιστημιακή) Βιβλιοθήκη των Έστε (Βιβλιοθήκη Εστένσε) και το Μουσείο Λίθων (Lapidary Museum) στη Μόντενα, το Δουκικό Ανάκτορo (Palazzo Ducale) στο Σασουόλο και την Εθνική Πινακοθήκη της Φεράρα (Pinacoteca Nazionale di Ferrara). Οι συλλογές αντικατοπτρίζουν τις προοδευτικές προτιμήσεις μίας ιταλικής αυλής ευγενών. [8]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γκαλερί των Έστε αποτελείται από δεκαέξι εκθεσιακούς χώρους με τέσσερα μεγάλα σαλόνια διατεταγμένα θεματικά. Η συλλογή φιλοξενεί μία εκλεκτική σειρά έργων, που εκτελέστηκαν τόσο από αξιόλογους, όσο και από εντόπιους καλλιτέχνες. Αν και ως επί το πλείστον επικεντρώνεται στους Ιταλούς ζωγράφους, περιλαμβάνει επίσης έναν μικρό αριθμό φλαμανδικών, γερμανικών και γαλλικών έργων τέχνης (εργαστήριο φαν Άικ, Έλμπρεχτ Μπους, Σαρλ Λε Μπρυν), καθώς και μη δυτικά παραδείγματα, όπως από τη Σιέρα Λεόνε και την Περσία.

Ανάμεσα στα διακοσμητικά αντικείμενα ξεχωρίζει η μανιεριστική «Άρπα των Έστε». Ένα σπάνιο μουσικό όργανο, η διπλή αυτή άρπα των 148 εκατοστών φιλοτεχνήθηκαν εξ ολοκλήρου στο χέρι, μέσω μίας συνεργασίας πέντε Φεραρέζων και Φλαμανδών καλλιτεχνών: Τζιακομέτι, Μαρεσκότι, Μπασταρόλo, Ροσέλι και Λαμπέρτι . Στη συνέχεια, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι εμφανίστηκε σε τραπεζογραμμάτια 1.000 λιρών Ιταλίας δίπλα στον Βέρντι από το 1961 έως το 1981. Η γκαλερί φιλοξενεί επίσης μία Μαντόνα και Παιδί και έναν Tελαμών τού Μοντενέζου γλύπτη Βιλιτζέλμο, μία σκηνή Γέννησης τού 18ου αι. από κοράλια, και μία νεκρή φύση σκαλισμένη σε ξύλο, που πανηγυρίζει την ανάρρηση τού Ιακώβου Β΄ της Αγγλίας.

Η Εμmilian αίθουσα ζωγραφικής τού τέλους τού 17ου αι. με τον πρόσφατα εγκατεστημένο φωτισμό, αντιπαραθέτει πίνακες και μουσικά όργανα: φαίνονται η Σταύρωση τού Γκ. Ρένι και οβάλ οροφογραφίες από το διαμέρισμα της Βιργινίας των Μεδίκων στη Φεράρα με τα σκαλιστά έγχορδα όργανα τού Γκάλι και το μαρμάρινο τσέμπαλο Καράρα τού Γκράντι.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τσέζαρε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1598 η έδρα τού δουκάτου, η Φεράρα, αναγκαστικά δόθηκε στον πάπα Κλήμη Η΄ και έτσι η πρωτεύουσα τού δουκάτου μεταφέρθηκε στη Μόντενα. Ο δούκας Τσέζαρε προσπάθησε να μεταφέρει μαζί του όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς των Έστε, συμπεριλαμβανομένων πολλών θηκών γεμάτες σπάνια και πολύτιμα αντικείμενα.

Όσον αφορά τα εναπομείναντα έργα στη Φεράρα, ο Τσέζαρε, που ίσως δεν ήταν τόσο λάτρης της προστασίας της τέχνης όσο οι πρόγονοί του, δεν δίστασε να δωρίσει μεγάλα τμήματα της συλλογής, για να αναζητήσει εύνοια από ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, ιδίως τον καρδινάλιο Μποργκέζε και τον αυτοκράτορα της Αυστρίας. [9]

Φραγκίσκος Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φραγκίσκος Α΄, διάδοχος του Aλφόνσου Γ΄, ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλες φιλοδοξίες. Ήταν αποφασισμένος να ανακτήσει τη Φεράρα και να αποκαταστήσει την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα, που χαρακτήριζε την Φεραρέζικη αυλή, στη Μόντενα. [10] Για τη νέα πρωτεύουσα τού -μειωμένου- δουκάτου της Μόντενα και τού Ρέτζιο, οραματίστηκε μία επιβλητική δουκική κατοικία, αναθέτοντας το έργο στον Μπαρτολομέο Αβαντσίνι. Ο από τη Ρώμη αρχιτέκτονας συμβουλεύτηκε τον Μπερνίνι, τού οποίου η ενασχόληση με τον πάπα τον εμπόδιζε να αναλάβει ο ίδιος το έργο. [11]

Άποψη κατά την είσοδό σας στη Γκαλερί. Η προτομή από τον Μπερνίνι τού Φραγκίσκου Α΄ των Έστε, που θεωρείται βασικό παράδειγμα μπαρόκ προτομής, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στο πρώτο και το δεύτερο δωμάτιο με ελληνο-ρωμαϊκές αρχαιότητες, ακολουθούμενες από βωμούς και πολύχρωμα μαρμάρινα γλυπτά από τον 14ο αι.

Κατά τη διάρκεια ενός διπλωματικού ταξιδιού στην Ισπανία, ο Φραγκίσκος Α΄ ζήτησε το πορτρέτο του από τον Ντιέγο Βελάθκεθ, ένα έργο που παραμένει πολύτιμος θησαυρός της συλλογής των Έστε. Μία εξίσου αξιοσέβαστη μαρμάρινη προτομή τού Μπερνίνι καλωσορίζει τώρα τους θεατές, που μπαίνουν στη Γκαλερί. Αποτυπώνει την ομοιότητα με τον δούκα, αν και ο Μπερνίνι ποτέ δεν κοίταξε το θέμα του, αλλά χρησιμοποίησε ομοιώματα των Γιούστους Σούστερμανς και Ζαν Μπουλανζέ ως πρότυπα. Για να ξεπεραστεί η απροθυμία του γλύπτη, ο οποίος σε μία επιστολή προς τον αδελφό τού δούκα, καρδινάλιο Ρινάλντο, έκρινε το έργο ως όχι μόνο εξαιρετικά δύσκολο, αλλά και απερίσκεπτο, προσφέρθηκε το υπέρογκο ποσό των 3000 scudi, το ακριβές ποσό που πλήρωσε στον Μπερνίνι ο πάπας Ιννοκέντιος Ι΄ για την Κρήνη των Τεσσάρων Ποταμών του στη Ρώμη. [12] [11]

Άλλα πολύτιμα έργα, που δώρισε ή αγόρασε ο δούκας, εντάχθηκαν στη συλλογή εκείνη τη στιγμή, όπως πίνακες των Πάολο Βερονέζε, Σαλβάτορ Ρόζα, Χανς Χόλμπαϊν και μία άλλη μαρμάρινη προτομή τού Μπερνίνι, αυτή τη φορά αφιερωμένη στην ερωμένη του.

Πάντα λάτρης της τέχνης, ο Φραγκίσκος Α΄ άρχισε να οικειοποιείται πίνακες από εκκλησίες και μοναστήρια εντός τού δουκάτου: μία συνήθεια που θα υιοθετείτο τακτικά από τους διαδόχους του τα επόμενα χρόνια. Τα έργα αντικαταστάθηκαν από αντίγραφα δεύτερης διαλογής, συχνά καλυμμένα από τα μάτια των ιερέων, που προσπάθησαν να αντισταθούν. Κομμάτια των Κορέτζο, Παρμιτζανίνo και Τσίμα ντα Κονελιάνο εισήλθαν όλα στη συλλογή των δουκών με αυτόν τον τρόπο. [11]

Οι διάδοχοι του Φραγκίσκου Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γιος τού Φραγκίσκου Α΄ Aλφόνσος Δ΄ ήταν ο πρώτος, που άνοιξε τη γκαλερί στο κοινό. Η σύζυγός του Λάουρα Μαρτινότσι, εγγονή τού καρδινάλιου Mαζαρέν, έγινε αντιβασίλισσα στο δουκάτο με το τέλος τού συζύγου της, δεδομένου ότι ο γιος τους Φραγκίσκος Β΄ ήταν μόλις δύο ετών. Η δούκισσα δεν συνέβαλε στις αγορές της Γκαλερί, αφιερώνοντας τον εαυτό της ως επί το πλείστον σε φιλανθρωπικά έργα και στην ανέγερση εκκλησιών και μοναστηριών, με στόχο την αποκατάσταση ενός κράτους, που είχε πληγεί σοβαρά από την επιδημία της πανώλης και τον Τριακονταετή Πόλεμο.

Η Γκαλερί δεν εμπλουτίστηκε, αλλά εξαντλήθηκε κατά τη διάρκεια της επόμενης ηγεμονίας, αυτής τού Φραγκίσκου Γ΄. Για να συγκεντρώσει κεφάλαια, ο δούκας αποφάσισε να πωλήσει τα καλύτερα κομμάτια της συλλογής στον Αύγουστο Γ΄ της Πολωνίας για το σημαντικό ποσό των 100.000 βενετικών τσεκινίων (που ισοδυναμεί με περίπου 650 κιλά χρυσού). [13] Έτσι τον Ιούλιο του 1746, έργα των Τζούλιο Ρομάνo, Aντρέα ντελ Σάρτο, Ρούμπενς, Βελάθκεθ, Χόλμπαϊν, Tίσιαν, Παρμιτζανίνο, Κορέτζo, Γκουερτσίνο, Γκουίντο Ρένι, Καράτσι και πολλών άλλων, ξεκίνησαν για τη Δρέσδη. Τέτοια έργα μπορούν ακόμη να θαυμάζονται στην Γκαλερί Ζωγραφικής (Gemäldegalerie) σήμερα. Ούτε ο Ρινάλντο, ο θείος του και διάδοχος, ήταν σε θέση να εμπλουτίσει καλλιτεχνικά το δουκάτο. [14] [12]

Ο Έρκολε Γ΄ και ο προκάτοχός του, Φραγκίσκος Γ΄, χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο λεηλασίας με τον Φραγκίσκο Α΄ για να σώσουν τη γκαλερί: λαφυραγώγησαν τις εκκλησίες τού δουκάτου (Κάπρι, Ρέτζo, Mόντενα), αλλά και με τη βοήθεια της χρήσης ωμών επιβολών. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι τοιχογραφίες τού Nικολό ντελ' Αμπάτε, που αποσπάστηκαν από τους τοίχους της Ρόκα ντι Σκαντιάνo, από την οποία προήλθαν και μερικοί πίνακες.

Ναπολεόντειο μεσοδιάστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέτοια ήταν η φήμη της συλλογής των Έστε, -ο Γάλλος letterato (λόγιος) Σαρλ ντε Μπρος τη θεωρούσε "αναμφίβολα την καλύτερη στην Ιταλία" [12]-, που τράβηξε το βλέμμα τού Ναπολέοντα Α΄. Στην ανακωχή τού Σεράσκo, αποφάσισε ότι είκοσι από τους πίνακες των Έστε έπρεπε να μεταφερθούν στο Παρίσι, ως επαρκής πληρωμή για τα έξοδα τού πολέμου, που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Εκστρατείας του από το 1796 έως το 1815. Μετά από λίγους μήνες, ο αριθμός αυξήθηκε σε εβδομήντα. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί τη σημαντικότερη λεηλασία των συλλογών της Μόντενα με πίνακες, σχέδια, αρχειακά βιβλία και τη γλυπτική συλλογή των Έστε. [12]

Στις 14 Οκτωβρίου 1796 ο Ναπολέων Α΄ μπήκε στη Μόντενα με δύο νέους επιτρόπους, τον Γκαρώ και τον Σαλιτσέτι. Και οι δύο πήγαν αρκετές φορές για να περιηγηθούν στη Γκαλερί των Σχεδίων και των Μεταλλίων στο Δουκικό ανάκτορο, επιλέγοντας έργα που είχαν αναφερθεί από προηγούμενους επισκέπτες τού ανακτόρου. Επιχρυσωμένα καμέο από σμάλτο και χαραγμένοι ημιπολύτιμοι λίθοι στάλθηκαν στο Λούβρο και στις δικές τους ιδιοκτησίες. Ορισμένα σχέδια ανατέθηκαν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μόντενα για διδακτικούς σκοπούς, ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των έργων στάλθηκε στο Παρίσι, όπου παραμένουν έκτοτε. Από τα προηγουμένως -με αξιοζήλευτη επιλογή- έργα, που αντικατόπτριζαν υψηλές πρακτικές της Αναγέννησης και περιελάμβαναν τους Κορέτζο, Παρμιτζανίνo, Τζούλιο Ρομάνo, Περίνο νταλ Βάγκα, τους αδελφούς Καράτσι, τη Συκοφαντία τού Απελή τού Μποτιτσέλι και μία Κρίση του Σολομώντα από το εργαστήριο τού Mαντένια, έχουν απομείνει μόνο 70. Η -αυτή τη στιγμή αποθηκευμένη στη Μόντενα- ψηφιακή συλλογή μπορεί πλέον να ιδωθεί στον ιστότοπο της γκαλερί. [15]

Στις 17 Οκτωβρίου επιλέχθηκαν 94 τόμοι, για να μεταφερθούν από τη δουκική Βιβλιοθήκη στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι, συμπεριλαμβανομένων πολλών χειρογράφων και αρχαίων κωδίκων. Ο Ναπολέων Α΄ πήρε προσωπικά δύο εκδόσεις τού 16ου έως 18ου αι. των Σχολίων τού Καίσαρα, όταν πέρασε γρήγορα από τη Μόντενα. [16] Όσον αφορά τη συλλογή νομισμάτων, η Bιβλιοθήκη είχε 900 αυτοκρατορικά χάλκινα νομίσματα, 124 από τα οποία ήταν από ρωμαϊκές αποικίες, 10 αργυρά, 31 εγχάρακτα, 44 ελληνικά και 103 από το παπικό νομισματοκοπείο. Η σύζυγος τού Ναπολέοντα Α΄ Ιωσηφίνα τον μιμήθηκε: κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Δουκικό Ανάκτορο της Μόντενα, τον Φεβρουάριο του 1797, δεν ήταν ικανοποιημένη με το να «κοιτάζει» απλώς τη νομισματική συλλογή. Η αυτοκράτειρα πήρε περίπου 200 νομίσματα, εκτός αυτών που επέλεξαν τα μέλη της αυλής τού συζύγου της, που τη συνόδευαν.

Πολυάριθμοι πίνακες της σχολής Emilian -όπως ο πίνακας βωμού τού Γκουερτσίνo που απεικονίζει τους προστάτες της Μόντενα (1651), ο Άγιος Παύλος του (1644), Η Κάθαρση (Εισόδια) της Παρθένου τού Γκουίντο Ρένι, Η Παρθένος εμφανίζεται στους αγίους Λουκά και Αικατερίνη (1592) τού Aνίμπαλε Καράτσιi, Tο όνειρο τού Ιώβ (1593) τού Τσιγκόλι, Ο εμπαιγμός τού Χριστού τού Τζανμπολόνια και άλλοι- δεν επέστρεψαν ποτέ. Υπολογίζεται ότι 1.300 πίνακες εξήχθησαν τότε στο Λούβρο.

Αποκατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την εξορία του στο Τρεβίζο, ο Έρκολε Γ΄ πώλησε διάφορα αντικείμενα που είχε φέρει μαζί του, αλλά έκανε και μερικές προσθήκες στη Γκαλερί, σε μία προσπάθεια να επανορθώσει τη λεηλασία τού Ναπολέοντα Α΄. Με την αποκατάσταση τού δούκα Φραγκίσκου Δ΄ των Αψβούργων-Έστε στη Μόντενα ήρθε η ανάκτηση πολλών σημαντικών έργων. Μόνο 21 πίνακες, που προηγουμένως ανήκαν στη συλλογή των Έστε, επέστρεψαν στη Μόντενα, με την προσθήκη δύο νέων πινάκων που είχε ως αμοιβή ο Σαρλ Λε Μπρυν.

Στο πλαίσιο της φθίνουσας θέσης της Εκκλησίας ήρθε η αυξανόμενη τάση για συλλογή έργων τέχνης, ως μέσο υποστήριξης της τοπικής εξουσίας των ευγενών. Ο Φραγκίσκος Δ΄ συνεισέφερε έτσι έργα στην Γκαλερί από κοντινές πόλεις μέσω της δοκιμασμένης μεθόδου των Έστε: τη λεηλασία των εκκλησιών. Το 1822 ένα νέο ενδιαφέρον για τους πρώιμους ιταλικούς, «πρωτόγονους» πίνακες αύξησε τα αποκτήματα: ήταν από την πλούσια συλλογή τού μαρκησίου Tομάζο ντελι Ομπίτσι, συμπεριλαμβανομένων έργων των Μπαρνάμπα ντα Μοντένα, Aπολλόνιο ντι Τζοβάννι, Μπαρτολομέο Μπονάσα και Φραντσέσκο Μπιάνκι Φεράρι. Ο γιος του Φραγκίσκος Ε΄ έκανε επίσης μερικές νέες αγορές και άνοιξε ξανά τη Γκαλερί, που είχε μετεγκατασταθεί κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού πατέρα του στο Δουκικό Ανάκτορο. [12]

Από το 1859 έως σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την ενοποίηση της Ιταλίας το 1859, η εξουσία των Έστε έφτασε στο τέλος της.

Κατά τη διάρκεια της μετάβασης υπήρξαν αναπόφευκτα κάποιες απώλειες και κλοπές. Ο Λουίτζι Κάρλο Φαρίνι, εξουσιάζων δικτάτορας των επαρχιών της Μόντενα για λογαριασμό της κυβέρνησης της Σαβοΐας, κατηγορήθηκε από ορισμένους ότι οικειοποιήθηκε τιμαλφή, που φυλάσσονταν στο Δουκικό Ανάκτορο, στο οποίο διέμεναν ο ίδιος και η κυβέρνησή του, αν και δεν είναι ακόμη σαφές, για ποιους λόγους τέτοιοι ισχυρισμοί διατυπώθηκαν.

Το 1879 το ανάκτορο έγινε η έδρα της Στρατιωτικής Ακαδημίας, στερώντας την πόλη από τη χρήση του. Η Γκαλερί αναγκάστηκε να μεταφερθεί στο παλάτι του 18ου αι., που είχε κτιστεί από τον Φραντσέσκο Γ΄, τώρα γνωστό ως Palazzo dei Musei, όπου συνυπάρχει με το Μουσείο Λίθων, το "Μουσείο της Πόλης και τα Aρχεία" στο ισόγειο, και τη Βιβλιοθήκη των Έστε στον 3ο όροφο.

Η θέση των εκθεμάτων της Γκαλερί έχει υποστεί αρκετές ανακατατάξεις όλα αυτά τα χρόνια, με την επιμέλεια των δωματίων να παραμένει σε συνεχή αναθεώρηση. Μία αξιοσημείωτη πρόσφατη αλλαγή συνέβη μετά τον σεισμό τού Μαΐου 2012. Μετά από μία περίοδο ανακαίνισης τριών ετών, άνοιξε ξανά για το κοινό το 2015. Έργα που δεν είχαν εκτεθεί ποτέ, ανακτήθηκαν από την αποθήκευση, τοποθετήθηκε νέος φωτισμός και ένα σύστημα μικροκλίματος για τη διατήρηση των εκθεμάτων, και εγκαταστάθηκαν ψηφιακές οθόνες, διασφαλίζοντας ότι η Γκαλερί των Έστε παραμένει ένας πυρήνας πολιτισμού, τόσο για τους εντόπιους, όσο και για τους τουρίστες που ταξιδεύουν έξω από την συνήθη διαδρομή από τη Βενετία στη Ρώμη. [12]

Συλλογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Indagine sui musei e le istituzioni similari». ISTAT 2020 survey on museums and similar institutions. 2022.
  2. 2,0 2,1 2,2 «Indagine sui musei e le istituzioni similari». ISTAT 2022 survey on museums and similar institutions. 2024.
  3. Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ιταλίας: «Indagine sui musei e le istituzioni similari». ISTAT 2019 survey on museums and similar institutions. 2021.
  4. «Indagine sui musei e le istituzioni similari». ISTAT 2018 survey on museums and similar institutions. 2020.
  5. Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ιταλίας: «Indagine sui musei e le istituzioni similari». ISTAT 2011 survey on museums and similar institutions. 28  Νοεμβρίου 2013.
  6. Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ιταλίας: ISTAT 2015 survey on museums and similar institutions. 2017. www.istat.it/it/archivio/167566.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 dati.beniculturali.it.
  8. «Storia | Gallerie Estensi». www.gallerie-estensi.beniculturali.it (στα Ιταλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2019. 
  9. «The Este Family — English». www.castelloestense.it. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2019. 
  10. «House of Este – Alfonso I». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2019. 
  11. 11,0 11,1 11,2 «FRANCESCO I d'Este, duca di Modena e Reggio in "Dizionario Biografico"». www.treccani.it (στα Ιταλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2019. 
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 Casciu, Stefano (2015). La Galleria Estense. Modena: Franco Cosimo Panini. σελίδες 7–11, 13, 16–26, 80, 94. ISBN 978-88-570-0997-1. 
  13. Standard catalog of world gold coins : with platinum and palladium issues, 1601–present. Čuhaj, George S. (6th έκδοση). Iola, WI: Krause Publications. 2009. ISBN 9781440204241. 
  14. «FRANCESCO II d'Este, duca di Modena e Reggio in "Dizionario Biografico"». www.treccani.it (στα Ιταλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2019. 
  15. Bentini, Jadranka; Sartarelli, Stephen (1998). «Reunion at Sassuolo». Art on Paper 3 (1): 20–21. ISSN 1521-7922. 
  16. Milano, Ernesto (1987). The Estense Library in Modena. Firenze: Nardini Editore. σελ. 38. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]