Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα Απομνημονεύματα για τον Γαλατικό πόλεμο, χειρόγραφο του 1469
Οι εκστρατείες του Καίσαρα στη Γαλατία

Τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου ( λατινικά: Commentarii de Bello Gallico), ή απλούστερα ο Γαλατικός πόλεμος ( λατινικά: De bello gallico) είναι ένα ιστορικό έργο επτά βιβλίων όπου ο Ιούλιος Καίσαρ διηγείται τους νικηφόρους πολέμους του κατά των Γαλατών (58 π.Χ.- 52 π.Χ.). Κάθε βιβλίο καλύπτει τα γεγονότα ενός έτους. Συμπληρώνεται από ένα όγδοο βιβλίο, το οποίο γράφτηκε αργότερα από τον Αύλο Ίρτιο, μετά τον θάνατο του Καίσαρα. Τα Απομνημονεύματα αποτελούνται από σημειώσεις που έγραφε ο Καίσαρ κατά τη διάρκεια των εννέα ετών του Γαλατικού πολέμου, στις οποίες αφηγείται τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του και είναι, κυρίως, ταξινόμηση των αναφορών που συνέτασσε μαζί με τους διοικητές του για να τις στείλει στη Σύγκλητο, η οποία επόπτευε τη δραστηριότητα των ανθυπάτων όπως ο Καίσαρ.

Η Γαλατία στην οποία αναφέρεται ο Καίσαρ είναι ασαφής, καθώς η χώρα είχε διάφορα γεωγραφικά σύνορα στην εποχή του. Γενικά, η Γαλατία του Καίσαρα περιλάμβανε όλες τις περιοχές που οι Ρωμαίοι δεν είχαν κατακτήσει και όπου κατοικούσαν κατά κύριο λόγο οι Κέλτες. Εξαιρουμένης της ρωμαϊκής επαρχίας Ναρβωνικής Γαλατίας (σύγχρονη Προβηγκία και Λανγκεντόκ-Ρουσιγιόν), η οποία είχε ήδη κατακτηθεί πριν την εποχή του Καίσαρα, σήμαινε έτσι την υπόλοιπη σύγχρονη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Δυτική Γερμανία και τμήματα της Ελβετίας. Καθώς η Ρωμαϊκή Δημοκρατία προχωρούσε βαθύτερα στην Κελτική επικράτεια και κατακτούσε περισσότερη γη, ο ορισμός της «Γαλατίας» συρρικνώνονταν. Ταυτόχρονα, ο όρος «Γαλατία» χρησιμοποιούνταν επίσης στην κοινή γλώσσα ως συνώνυμο του «άξεστος» ή «απλοϊκός», καθώς οι Ρωμαίοι είδαν τις κελτικές φυλές ως απολίτιστες, σε σύγκριση με τη Ρώμη.

Το παλαιότερο αντίγραφο είναι από την Καρολίγγεια περίοδο, καθιστώντας το ένα από τα παλαιότερα πλήρη αντίγραφα της κλασικής αρχαιότητας.

Περιεχόμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • βιβλίο Α΄ (58 π.Χ.): περιγραφή των γαλατικών φυλών, μετανάστευση των Ελβετών και εκστρατεία εναντίον τους, στη συνέχεια εναντίον των Γερμανών του Αριόβιστου.
  • βιβλίο Β΄ (57 π.Χ.): εκστρατεία εναντίον των Βέλγων. ·
  • βιβλίο Γ΄ (56 π.Χ.): εκστρατεία εναντίον των Αρμορικανών και ο Πόπλιος Κράσσος στην Ακουιτανία.
  • βιβλίο Δ΄ (55 π.Χ.): εκστρατεία εναντίον των Γερμανών (πρώτη ιστορική διάβαση του Ρήνου), πρώτη εκστρατεία στη Βρετανία.
  • βιβλίο Ε΄ (54 π.Χ.): δεύτερη εκστρατεία στη Βρετανία, εξέγερση των βελγικών φύλων των Εβουρώνων και Τρεβήρων.
  • βιβλίο ΣΤ΄ (53 π.Χ.): δεύτερη διέλευση του Ρήνου, περιγραφή των Γαλατών και των Γερμανών, ειρήνη στον βορρά και το κέντρο της Γαλατίας.
  • βιβλίο Ζ΄ (52 π.Χ.): γενική εξέγερση των Γαλατών, πολιορκίες Αβαρικού, Ζεργοβίας και Αλεσίας.
  • βιβλίο Η΄ (51-50 π.Χ.): ειρήνευση, ολοκλήρωση της κατάκτησης στο Ουξελόδουνο, κατάσταση το 50 π.Χ..

Βιβλίο Α΄ (58 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γαλατία στα χρόνια του Ιούλιου Καίσαρα

Το πρώτο βιβλίο ανοίγει με την περιγραφή της Γαλατίας και των κατοίκων της. Οι Βέλγες παρουσιάζονται ως οι πιο γενναίοι από τους Γαλάτες και οι Ελβετοί χαρακτηρίζονται ως γενναίοι και πολεμοχαρείς.

Δυσαρεστημένος με την εδαφική έκταση της χώρας του, που θεωρούσε ανάξια του μεγαλείου της, ο Οργκετόριξ, ο πιο ευγενής και πλουσιότερος των Ελβετών, συγκέντρωσε δύναμη υπό την ηγεσία του και έπεισε τους συμπολίτες του να μεταναστεύσουν πανδημεί από τα εδάφη τους, εισβάλλοντας στη Γαλατία. Αποφάσισαν δε να συγκεντρώσουν αποθέματα σιταριού, υποζυγίων και άλλων αναγκαίων για τη μετανάστευση σε περίοδο δύο ετών. Οι Ελβετοί όταν πληροφορήθηκαν την προσπάθεια του Οργκετόριγα να καταλάβει την εξουσία, τον καταδίκασαν να καεί στην πυρά. Ο Οργκετόριξ συγκέντρωσε χιλιάδες υποστηρικτών και δούλων του για να αποφύγει την ποινή, αλλά τελικά πέθανε, ίσως ο θάνατός του οφείλονταν σε αυτοκτονία. Μετά τον θάνατό του, τα σχέδια της μετανάστευσης συνεχίστηκαν και οι Ελβετοί, πιεζόμενοι και από τους βόρειους γείτονές τους Γερμανούς, εγκατέλειψαν τη χώρα τους αφού πρώτα έκαψαν τις πόλεις και τα χωριά τους,[1] για να μην υπάρχει επιστροφή και εισέβαλαν στη Γαλατία. Οι γαλατικές φυλές ζήτησαν τη βοήθεια του Ιούλιου Καίσαρα,[2] ο οποίος έσπευσε και απέτρεψε τη μετανάστευση των Ελβετών που σχεδίαζαν να εγκατασταθούν έως και τις ακτές του Ατλαντικού, κατατροπώνοντάς τους στην αποφασιστική μάχη που διεξήχθη κοντά στη γαλατική πόλη Βίβρακτα, όπου οι Ελβετοί και οι σύμμαχοί τους νικήθηκαν και έχασαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και των αποσκευών τους.

Επίσης απώθησε τη γερμανική φυλή των Σουηβών υπό τον Αριόβιστο, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί σε τμήμα εδάφους των Σηκουανών και συνεχώς αύξαιναν την κυριαρχία τους στην περιοχή με την προσέλκυση περισσότερων γερμανικών φυλών. Μετά την εκδίωξη των Ελβετών και των Γερμανών, ο Καίσαρ άφησε τις λεγεώνες του στη Γαλατία, στα εδάφη των Σηκουανών, και ο ίδιος επέστρεψε στη βάση του, την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία.

Βιβλίο Β΄ (57 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγαλμα του Ιούλιου Καίσαρα στον κήπο του Κεραμεικού, στο Παρίσι

Το δεύτερο βιβλίο αρχίζει με την επίκληση ενός νέου κινδύνου: οι Βέλγες ετοιμάζονταν να επιτεθούν στις ρωμαϊκές λεγεώνες που βρίσκονταν στη Γαλατία. Ο Καίσαρ απέτρεψε αυτή την επίθεση εισβάλλοντας ο ίδιος στο βελγικό έδαφος. Οι Ρέμοι, γείτονες των Βέλγων, συντάχθηκαν με τους Ρωμαίους και τους έδωσαν πληροφορίες σχετικά με τον συνασπισμό των λαών που απάρτιζαν τις βελγικές στρατιωτικές δυνάμεις και την κατάσταση των στρατευμάτων. Οι Βέλγες, που εξεπλάγησαν από την ταχεία πρόοδο των λεγεώνων, ανασυντάχθηκαν και πορεύθηκαν κατά των Ρωμαίων και των συμμάχων τους και πολιόρκησαν το Βίβραξ, οχυρό (oppidum) των Ρέμων. Ο Καίσαρ εγκατέστησε το στρατόπεδό του στις όχθες του ποταμού Αιν, βοήθησε τους πολιορκημένους Ρέμους στο οχυρό Βίβραξ και περίμενε. Οι Βέλγες με τη σειρά τους υποχώρησαν σε ένα στρατόπεδο όχι μακριά από αυτό των Ρωμαίων. Οι δύο εχθροί παρατηρούσαν και δοκίμαζαν ο ένας τον άλλο χωρίς να θέλουν να ξεκινήσουν τις εχθροπραξίες. Τελικά η μάχη έγινε και οι Βέλγες αποκρούσθηκαν και υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Μετά την ήττα, τα βελγικά στρατεύματα αποσύρθηκαν.Ο Καίσαρ, φοβούμενος κάποια παγίδα, τους καταδίωξε, η βελγική οπισθοφυλακή σφαγιάστηκε και η υποχώρησή τους κατέληξε σε πανωλεθρία.

Ο Καίσαρ εισχώρησε βαθύτερα στο βελγικό έδαφος, όπου υπέταξε τους Σουεσσιώνες, τους Βελλοβάκους, τους Αιδούους και τους Αμβιανούς αμαχητί, ενώ οι Νέρβιοι και οι γείτονές τους ετοιμάστηκαν να αντισταθούν. Η μάχη έγινε στις όχθες του ποταμού Σαμπίς (τον σημερινό Σαμπρ ή τον Λυς). Αρχικά αιφνιδιασμένοι από την επίθεση του εχθρού, οι Ρωμαίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αλλά ανέλαβαν το προβάδισμα και κέρδισαν παρά την ηρωική αντίσταση των Νερβίων, των οποίων οι δυνάμεις σχεδόν καταστράφηκαν. Ο Καίσαρ φέρθηκε με επιείκεια στους επιζώντες, που κράτησαν τα εδάφη τους και τέθηκαν υπό την προστασία του. Έμεναν οι Ατουατούκοι, που δεν είχαν προλάβει να φθάσουν στο πεδίο της μάχης, οι οποίοι οχυρώθηκαν σε ένα κάστρο, που ο Καίσαρ άρχισε να πολιορκεί. Εντυπωσιασμένοι από την τεχνολογία του ρωμαϊκού στρατού, οι Ατουατούκοι προσποιήθηκαν ότι ήθελαν να παραδοθούν ώστε να εξαπατήσουν τις φρουρές των λεγεώνων και να προσπαθήσουν μια έξοδο, επωφελούμενοι από τη νύχτα. Το σχέδιό τους όμως απέτυχε και πλήρωσαν ακριβά την υποκρισία τους. 53.000 από αυτούς πωλήθηκαν σαν δούλοι.

Οι άλλοι γαλατικοί λαοί υποτάχθηκαν, η εξουσία της Ρώμης εγκαταστάθηκε. Ο Καίσαρ επωφελήθηκε από την ειρήνη για να επιστρέψει στη Ρώμη θριαμβευτής. Στο τέλος του έτους 57 π.Χ., η αισιοδοξία του Καίσαρα ήταν μεγάλη: «Αυτές οι εκστρατείες έφεραν την ειρήνη σε όλη τη Γαλατία. [...] Λόγω αυτών των γεγονότων, μετά από την αναφορά του Καίσαρα, διακηρύχθηκαν δεκαπέντε ημέρες επινίκιες θυσίες, που δεν είχε συμβεί σε κανέναν ».[3]

Βιβλίο Γ΄ (56 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Αρμορικής

Όταν ο Καίσαρ έφυγε για την Ιταλία, έστειλε τον Σέρβιο Γάλβα με τα στρατεύματά του στις Άλπεις, στους Ναντουάντες, τους Βέραγρους και τους Σεδόνους, που κατοικούσαν κοντά στα σύνορα των Αλλοβρόγων έως την κορυφή των Άλπεων. Αιτία της αποστολής ήταν η διάνοιξη δρόμου μέσω των Άλπεων για να διευκολυνθεί το εμπόριο, γεγονός που επετεύχθη μετά από αλλεπάλληλες μάχες. Καθ΄οδόν τους επιτέθηκαν οι Βέραγροι που φοβούνταν ότι είχε έρθει η σειρά τους να κατακτηθούν, και επωφελήθηκαν από την αριθμητική τους πλειοψηφία έναντι των Ρωμαίων. Όταν το στρατόπεδο των Ρωμαίων δέχθηκε επίθεση, δοκίμασαν μια τολμηρή έξοδο που αιφνιδίασε τον αντίπαλο και κατάφεραν να νικήσουν.

Και ενώ ο Καίσαρ πίστευε ότι η Γαλατία είχε εξ ολοκλήρου υποταχθεί και έφυγε για την Ιλλυρία, πολλοί λαοί της Βρετάνης, με πρωτοβουλία των Βενετών, οργάνωσαν μια επανάσταση κατά των Ρωμαίων. Ο πόλεμος κρίθηκε στη θάλασσα. Ο Καίσαρας ανησυχούσε πολύ για την υπεροχή του στόλου και τη ναυτική τεχνογνωσία των Βενετών. Αλλά χάρη στη στρατηγική που αναπτύχθηκε με επιθέσεις στο ένα πλοίο μετά το άλλο και στη συνέχεια στην πτώση του ανέμου, η ρωμαϊκή ναυτική ηγεσία θριάμβευσε και κέρδισαν τον πόλεμο. Ο επόμενος πόλεμος έλαβε χώρα στην Ακουιτανία, εναντίον των Σοτιατών και υπό τη διοίκηση του Πόπλιου Κράσσου. Οι Ρωμαίοι υπέταξαν διάφορους λαούς με δυσκολία, παρά τη βοήθεια που έλαβαν από τη γειτονική Εντεύθεν Ιβηρία. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν μόνο δύο ανυπότακτοι λαοί στη Γαλατία, οι Μορίνοι και οι Μενάπιοι, που κατοικούσαν στις ακτές της Μάγχης και που ο Καίσαρ καταδίωξε ακόμη και μέσα στο δάσος στο οποίο είχαν καταφύγει.

Βιβλίο Δ΄(55 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σουηβός ζητώντας να του χαρίσουν τη ζωή, αγαλματίδιο του 2ου αιώνα

Το τέταρτο βιβλίο, το οποίο ξεκινά στις αρχές του έτους 55 π.Χ., υπό την υπατεία του Κράσσου και του Πομπήιου, αναφέρεται στους πολέμους κατά της Γερμανίας. Ξεκινά με μια τρομακτική περιγραφή των Σουηβών, που τους χαρακτηρίζει επικίνδυνους λόγω της πολεμικής τους διάθεσης και ισχυρούς λόγω του αριθμού τους, της ανδρείας και της σκληρότητας των τρόπων τους. Οι επιθετικοί Σουήβοι είχαν υποτάξει πολλές γερμανικές φυλές στις όχθες του Ρήνου και επιτέθηκαν κατά του γαλατικού φύλου των Μεναπίων. Φοβούμενος ότι οι Γαλάτες, «λαός λιπόψυχος», θα συμμαχούσαν με τους Γερμανούς, ο Καίσαρ πήρε το προβάδισμα και πήγε στον Ρήνο. Συνάντησε τους μετανάστες-εισβολείς για διαπραγματεύσεις μεταξύ των ποταμών Μεύση και Ρήνου. Βλέποντας το ρωμαϊκό ιππικό να προωθείται, λίγοι Γερμανοί ιππείς επιτέθηκαν κατά λάθος για να τους καταρρίψουν. Αφού αιχμαλώτισε τους αρχηγούς τους που πήγαν να διαπραγματευτούν, νίκησε εύκολα τα υπόλοιπα στρατεύματα. Τότε ο Καίσαρας αποφάσισε να διασχίσει τον Ρήνο, για να εξουδετερώσει κάθε απειλή που μπορούσε να προέλθει από φυλές όπως οι Σουηβοί ή οι Σούγαμβροι. Κατασκεύασε ένα νέο είδος γέφυρας, δεδομένης της δυσκολίας του περιβάλλοντος, διέσχισε τον ποταμό και πυρπόλησε σε αντίποινα τα έρημα χωριά των Σουηβών και των Σουγάμβρων, διεισδύοντας για μια εβδομάδα σε σουηβικό έδαφος χωρίς να συναντήσει κανέναν και πίστεψε ότι είχε απαλλάξει τους συμμάχους του Ούβιους από την απειλή τους. Πέρασε πίσω τον Ρήνο και κατέστρεψε τη γέφυρα.

Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το τέλος του καλοκαιριού για να κάνει μια αναγνώριση της Βρετανίας, την οποία ήθελε να τιμωρήσει γιατί είχε στείλει ενισχύσεις στους Γαλάτες κατά τη διάρκεια των πολέμων. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα διέσχισαν τη Μάγχη από τον πορθμό του Καλαί. Οι Βρετανοί τους περίμεναν οπλισμένοι στην ακτή, έτοιμοι να υπερασπιστούν τα εδάφη τους. Παρά τις δυσκολίες της απόβασης, οι Ρωμαίοι κατάφεραν να αποβιβαστούν, απωθώντας τους Βρετανούς και χωρίς να τους καταδιώξουν. Οι Βρετανοί συνήψαν ειρήνη, παραδίδοντας και ομήρους. Οι Ρωμαίοι όμως εγκλωβίστηκαν στο νησί λόγω των μεγάλων παλιρροιών και άσχημων καιρικών συνθηκών που κατέστρεψαν εν μέρει τον στόλο τους, που πίστευαν ότι είχαν επαρκώς ασφαλίσει. Βλέποντάς τους έτσι αποδυναμωμένους, χωρίς προμήθειες, χωρίς πιθανή ενίσχυση και σχεδόν χωρίς ιππικό, οι Βρετανοί συνέχισαν τον αγώνα. Οι Ρωμαίοι τους νίκησαν ξανά, δέχθηκαν νέα έκκληση για σύναψη ειρήνης και επέστρεψαν στη Γαλατία.

Συγχρόνως, οι Μορίνοι, υποταγμένοι έως πριν την αναχώρηση του Καίσαρα για τη Βρετανία, άρχισαν λεηλασίες. Ο Καίσαρ έστειλε στρατεύματα και τους υπέταξε. Επίσης οι Ρωμαίοι έκαναν επιθέσεις και κατά των Μεναπίων, καταστρέφοντας τις σοδειές και τις αγροικίες τους.

Βιβλίο Ε΄ (54 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως κάθε χρόνο, ο Καίσαρ επέστρεψε στη Ρώμη, ενώ οι άντρες του ναυπηγούσαν νέο στόλο. Μετά από μια παράκαμψη στην Ιλλυρία για να διευθετήσει προβλήματα επέστρεψε στη Γαλατία και διέταξε τα στρατεύματά του να συγκεντρωθούν στα πλαίσια της προετοιμασίας για μια νέα επίθεση στο νησί της Βρετανίας. Παρά την ανυποταξία ορισμένων, που γρήγορα κάμφθηκε, ο Καίσαρ συνοδεύονταν από πολλούς Γαλάτες ηγέτες. Ένας στόλος από οχτακόσια πλοία έφτασε στη Βρετανία. Μια καταιγίδα, όμως, ανάγκασε τα πλοία να παραμείνουν αγγυροβολημένα και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο εχθρός συγκέντρωσε τις δυνάμεις του. Ο Καίσαρ κάνει εδώ μια γεωγραφική και εθνογραφική περιγραφή της Βρετανίας αρκετά ακριβή, αν και υποτυπώδη (της αποδίδει το σχήμα τριγώνου, αλλά ο προσανατολισμός και τα νησιά που αναφέρει είναι εύκολα αναγνωρίσιμα). Η καταδίωξη των εχθρών οδήγησε τις ρωμαϊκές λεγεώνες στον Τάμεση, που τον διέσχισαν. Οι Τρινόβαντες, και άλλοι λαοί που ακολούθησαν το παράδειγμά τους, συνθηκολόγησαν με τον Καίσαρα εναντίον του Κασσιβελαύνου, αρχηγού των δυνάμεων των Βρετανών, ο οποίος παραδόθηκε μετά από αρκετές ήττες και συνθηκολόγησε πληρώνοντας ετήσιο φόρο.

Επιστρέφοντας στη Γαλατία, ο Καίσαρ διασκόρπισε τις λεγεώνες του για την περίοδο του χειμώνα σε διάφορες περιοχές της βόρειας Γαλατίας, λόγω κακής συγκομιδής εκείνη τη χρονιά. Τότε εκδηλώθηκε επίθεση πολλών γαλατικών φυλών υπό την ηγεσία του Εβούρωνα Αμβιόριγα κατά των στρατοπέδων, οπότε και καταστράφηκε μια λεγεώνα και πολιορκήθηκαν δύο άλλες (Μάχη της Ατουτατούκας). Το ρωμαϊκό στρατόπεδο που διοικούνταν από τον Κόιντο Τύλλιο Κικέρωνα κατάφερε τελικά να ειδοποιήσει τον Καίσαρα, ο οποίος έσπευσε με τις διαθέσιμες ενισχύσεις και κατέστειλε την εξέγερση. Στη συνέχεια, ήταν η σειρά των Τρεβήρων να εξεγερθούν κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Οι Ρωμαίοι τους καταδίωξαν και σκότωσαν τον αρχηγό τους. Η Γαλατία φαινόταν σχεδόν να έχει ειρηνεύσει.

Βιβλίο ΣΤ΄(53 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Γαλατίας

Ο Καίσαρ, ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτικός και ζήτησε από τον Πομπήιο να στείλει ενισχύσεις. Πράγματι, οι Γαλάτες βρίσκονταν στη διαδικασία συγκρότησης συνασπισμού για να ξαναρχίσουν τον αγώνα. Όταν ο Καίσαρ, έχοντας συντρίψει τους Νερβίους, έκανε σύγκληση συνεδρίου όλων των αρχηγών της Γαλατίας στη Λουτέτια, πόλη της φυλής των Παρισίων, οι Σέσωνες, οι Καρνούτοι, οι Μενάπιοι και οι Τρέβηροι αρνήθηκαν να παραστούν. Με το τέλος του συνεδρίου στράφηκε εναντίον τους: Οι δύο πρώτοι συνθηκολόγησαν, φοβισμένοι από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που τους απειλούσαν και οι Μενάπιοι νικήθηκαν εύκολα. Οι Τρέβηροι όμως επιτέθηκαν στο στρατόπεδο του Λαβηινού, που ήταν υπεύθυνος για την τοπική λεγεώνα. Ο Λαβηινός προσποιήθηκε ότι προσπαθεί να δραπετεύσει, παρέσυρε τους Γαλάτες σε δυσμενές έδαφος και τους νίκησε. Ο Σουηβοί, οι οποίοι έπρεπε να είχαν έρθει ως ενίσχυση, προτίμησαν να μην αναμιχθούν και επέστρεψαν στα εδάφη τους, αλλά αυτό έφτασε για να αποφασίσει ο Καίσαρ να τους τιμωρήσει και έτσι πέρασε για δεύτερη φορά τον Ρήνο. Πληροφορήθηκε από τους Ούβιους ότι οι Σουηβοί τον περίμεναν σε ενέδρα σε δάσος.

Ο Καίσαρ κάνει εδώ μία παρέκβαση στην ιστορία του για να αναλύσει τις διαφορές ανάμεσα στους Γαλάτες και τους Γερμανούς. Οι Γαλάτες, λέει, σε όλα τα επίπεδα, χωρίζονταν σε δύο αντίπαλα κόμματα. Στην κοινωνική ιεραρχία υψηλά ήταν οι δρυΐδες και ιππότες. Οι δρυΐδες χρησίμευαν επίσης ως διαιτητές σε ιδιωτικές διενέξεις. Το κύρος τους ήταν σπουδαίο, το λειτούργημά τους ήταν δύσκολο να κατανοηθεί από τους αμύητους. Σύμφωνα με τον Καίσαρα, οι δρυϊδικές πρακτικές προέρχονταν από τη Βρετανία. Ο Καίσαρας προσθέτει στην περιγραφή του την πρακτική της ανθρώπινης θυσίας. Οι Γαλάτες ήταν πολύ ευλαβείς. Τιμούσαν κυρίως τον Ερμή (Λου). Όσο για τους Γερμανούς, ήταν λιγότερο ανεπτυγμένοι: ζούσαν κυρίως από το κυνήγι και την κτηνοτροφία. Για να αποφύγουν έναν πιο κατασταλαγμένο τρόπο ζωής που θα τους μαλάκωνε και θα τους απομάκρυνε από τον πόλεμο, η κατοχή έγγειας ιδιοκτησίας περιορίζονταν σε ένα χρόνο. Παλιότερα ήταν υπό την κυριαρχία των Γαλατών, στην εποχή του Καίσαρα όμως ήταν πιο ισχυροί, γιατί οι Γαλάτες, έχοντας έρθει σε επαφή με τον ελληνιστικο-ρωμαϊκό πολιτισμό, ήταν συνηθισμένοι στην άνεση και την πολυτέλεια. Περιγράφει στη συνέχεια το δάσος της Ερκύνας που εκτείνονταν από την Ελβετία έως τη Δακία και τα σπάνια ζώα που ζούσαν εκεί.

Ο Καίσαρ, αρνούμενος να ακολουθήσει τους Γερμανούς σ' αυτό το δάσος, παρακολουθούσε την περιοχή καθώς προσπαθούσε να συλλάβει τον Αμβιόριγα και να εξοντώσει τη φυλή του. Τότε οι προμήθειες που συσσωρεύτηκαν στο φρούριο της Ατουατούκας προσέλκυσαν τους Γερμανούς που προκάλεσαν ελαφρές απώλειες στους Ρωμαίους, υποχώρησαν δε αμέσως όταν κατέφθασαν ρωμαϊκές ενισχύσεις. Η περιγραφή της ανδρείας που έδειξε ένας Ρωμαίος στρατιώτης κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης μειώνει την αρνητική εντύπωση που προκαλείται από τη μειονεκτική κατάσταση του στρατοπέδου και την έλλειψη επαγρύπνησης, που ήταν η αιτία της επίθεσης. Επιστρέφοντας από την αποστολή του, ο Καίσαρ πήρε την κατάσταση στα χέρια του πριν επιστρέψει στη Ρώμη.

Βιβλίο Ζ΄(52 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βερκιγγετόριξ παραδίδει τα όπλα του στον Καίσαρα

Καθώς κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Καίσαρ, απασχολημένος στη Ρώμη με κομματικές διαμάχες, δεν θα επέστρεφε για πολύ καιρό, οι Γαλάτες σχεδίασαν μια νέα εξέγερση. Σ' αυτόν τον νέο πόλεμο αναφέρεται το έβδομο βιβλίο. Ο Βερκιγγετόριξ, νεαρός ευγενής Αρβέρνος, συσπείρωσε την πλειοψηφία των φυλών της Γαλατίας υπό τις εντολές του και οργάνωσε γενική εξέγερση. Έγινε αρχηγός τους και έδειξε έναν αυστηρό και αποτελεσματικό χαρακτήρα. Το γαλατικό σχέδιο ήταν αφενός να καταλάβουν τη Ναρβωνική και αφετέρου να επιτεθούν κατά ρωμαϊκών λεγεώνων που βρίσκονταν στα βόρεια. Έτσι ο Καίσαρ επέστρεψε στη Γαλατία, με μεγάλη δυσκολία καθώς πέρασε την οροσειρά των Σεβέν στα μέσα του χειμώνα. Ο Βερκιγγετόριξ υιοθέτησε την τακτική της καμένης γης ώστε οι Ρωμαίοι να μην βρίσκουν εφόδια. Ο Καίσαρ, μετά από ταχύτατη πορεία ανέβηκε τον Ροδανό και τον Σον, συνάντησε το κύριο σώμα του στρατού του και έπειτα πολιόρκησε το Αβαρίκο (σημερινό Μπουρζ). Η πολιορκία ήταν πολύ σκληρή και τελείωσε με τη σφαγή του πληθυσμού. Εκεί ο Καίσαρ βρήκε τρόφιμα επειδή οι Βιτούριγες του Αβαρίκου είχαν αρνηθεί να κάψουν την πόλη τους. Ο στρατός στρατοπέδευσε για τον υπόλοιπο χειμώνα στο Αβαρίκο. Την άνοιξη, μοίρασε τις δυνάμεις του. Έστειλε τον Λαβηινό να εισβάλει με τέσσερις λεγεώνες στα εδάφη των Σενώνων και των Παρισίων και ο ίδιος έφυγε για την περιοχή των Αρβερνών, ανεβαίνοντας τον ποταμό Αλιέ. Ο Βερκιγγετόριξ, που τον περίμενε στην αριστερή όχθη, δεν κατάφερε να τον εμποδίσει να διασχίσει τον ποταμό και προπορεύτηκε για τη Ζεργόβια, κοντά στο σημερινό Κλερμόν-Φεράν.

Οχυρωματικό τείχος στη Ζεργόβια

Μια προσπάθεια των ρωμαϊκών στρατευμάτων να καταλάβουν τη Ζεργόβια απέτυχε και κατέληξε σε βαριές απώλειες των Ρωμαίων, ήταν η πρώτη πλήρης ήττα του Καίσαρα στη Γαλατία. Λίγες μέρες αργότερα, ο Καίσαρ αποχώρησε, απέκρουσε επίθεση κατά του στρατού του και αφού συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του και επί πλέον έλαβε ενίσχυση γερμανικού ιππικού, συνάντησε τους συνασπισμένους Γαλάτες, νίκησε το ιππικό τους και τους καταδίωξε έως την Αλεσία, οχυρωμένη πόλη κοντά στη σημερινή Ντιζόν.

Άρχισε τότε μια μακρά πολιορκία, την οποία ο Καίσαρ περιγράφει αναλυτικά. Τα διπλά ισχυρά οχυρά που ύψωσαν οι Ρωμαίοι γύρω από την Αλεσία εμπόδισαν τα γαλατικά στρατεύματα που κατέφθασαν προς ενίσχυση των πολιορκημένων να ενωθούν με τους πολιορκημένους. Επί πλέον, προστάτευαν τον ρωμαϊκό στρατό από την εξωτερική πλευρά και έτσι οι Γαλάτες, παρά την αριθμητική τους υπεροχή, σε αναλογία έξι προς ένα, στη μάχη της Αλεσίας ηττήθηκαν. Ο Βερκιγγετόριξ την επόμενη μέρα παραδόθηκε στον Καίσαρα. Και στα δύο στρατεύματα, οι απώλειες ήταν τεράστιες. Οι μισοί από τους μαχητές ήταν νεκροί και οι υπόλοιποι τραυματισμένοι. Ο Καίσαρ παραχώρησε σε κάθε έναν από τους στρατιώτες του έναν αιχμάλωτο για σκλάβο για να μεταφέρει τις αποσκευές του και να συμπληρώνει τα κενά στις σειρές. Αποφάσισε να περάσει τον χειμώνα στα Βίβρακτα και διασκόρπισε στη Γαλατία για διαχείμαση τις ταλαιπωρημένες λεγεώνες του.

Βιβλίο Η΄ (51-50)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγχρονη ανακατασκευή ρωμαϊκής βαλλίστρας

Το όγδοο βιβλίο προστέθηκε αργότερα από τον Αύλο Ίρτιο, ο οποίος στον πρόλογο, δηλώνει τη δύσκολη θέση του να ολοκληρώσει ένα τέτοιο αριστούργημα. Ο Αύλος Ίρτιος ακολουθούσε τον Καίσαρα στην εκστρατεία και αναφέρεται στα γεγονότα μέχρι το 50 π.Χ.

Ο Καίσαρ συμφώνησε με την ανάπαυση των στρατευμάτων του, τα οποία είχαν αγωνιστεί σκληρά για έναν ολόκληρο χρόνο. Στη συνέχεια, για να αποτρέψει οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια εξέγερσης, διέσχισε τη Γαλατία, επιδεικνύοντας τον εαυτό του παντού και έτσι δήλωνε στους Γαλάτες ότι θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουν οτιδήποτε. Έλαβε την ευκαιρία να διαιτητεύσει σε συγκρούσεις μεταξύ των γαλατικών φυλών, καταστέλλοντας όποιον προσπαθούσε να εισβάλει στον γείτονά του. Έτσι, οι Βελλοβάκοι, που ήθελαν να επιτεθούν στους Σουεσσιώνες, νικήθηκαν από το ρωμαϊκό ιππικό. Οι Πίκτονες επίσης κατατροπώθηκαν από το ιππικό με την υποστήριξη του πεζικού. Οι Καδούρκοι προσπάθησαν στη συνέχεια να συσπειρώσουν τους Γαλάτες για μια νέα εξέγερση. Οι Ρωμαίοι τους κατέστειλαν αφού είχαν υποστεί περαιτέρω αψιμαχίες στο Ουξελόδουνο. Ο Καίσαρ ειδοποιήθηκε γι 'αυτό και αποφάσισε να πάει εκεί ο ίδιος, όχι επειδή ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, αλλά για να τιμωρήσει με υποδειγματικό τρόπο την επιμονή αυτής της μικρής πόλης. Οι πολιορκημένοι και στερημένοι από το νερό κάτοικοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν και ο Καίσαρ έκοψε τα χέρια των μαχητών. Ο Καίσαρας πήγε τελικά στην Ακουιτανία, την οποία δεν είχε επισκεφθεί ποτέ και έπειτα επέστρεψε για να περάσει τον χειμώνα με τα στρατεύματά του στο Βέλγιο, πριν επιστρέψει στη Ρώμη, στεφανωμένος με δόξα. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ήδη επερχόμενος, καθώς το κύρος του Καίσαρα και η στήριξη του στρατού του φόβιζαν πολλούς Ρωμαίους. Η αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών του Καίσαρα και εκείνων του Πομπήιου εμφανίζεται όλο και πιο φανερή, ειδικά στη Σύγκλητο.

Ένα άτυπο βιβλίο ιστορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Αύλο Ίρτιο, η δηλωμένη πρόθεση του Καίσαρα ήταν να «παράσχει έγγραφα στους ιστορικούς σχετικά με τέτοια σημαντικά γεγονότα».[4] Έτσι, τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου δεν είναι ένα συμβατικό βιβλίο ιστορίας, αλλά ανήκει στο είδος Απομνημονεύματα, που γράφηκαν επί τόπου για να χρησιμεύσουν ως μια αντικειμενική βάση, εξ ου και η αυστηρή χρονολογική οργάνωση των οκτώ βιβλίων, η αυστηρά αντικειμενική παρουσίασή τους[5] και το εξαιρετικά λιτό στυλ τους. Χάρη στο «εργαστήριο παραγωγής»[6] που είχε στη διάθεσή του, ο Καίσαρ μπόρεσε να γράψει το έργο του σε τρεις μήνες,[7] αμέσως μετά την παράδοση της Αλεσίας, και να προβάλει αμέσως τη σημασία της νίκης του. Ο Αύλος Ίρτιος έγραψε το όγδοο βιβλίο μεταξύ του θανάτου του Καίσαρα το 44 π.Χ. και τον δικό του θάνατο το 43 π.Χ.

Αποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως λογοτεχνικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια έκδοση του 1783

Από την εμφάνισή του, το έργο χαρακτηρίστηκε ως λογοτεχνικό αριστούργημα. Ο Κικέρων θαύμαζε τα «Απομνημονεύματα (...) απλά, κομψά, απαλλαγμένα (...) από κάθε ρητορικό στοιχείο» και υποστηρίζει ότι «προτείνοντας το υλικό από όπου θα αντλήσουν εκείνοι που θα ήθελαν να γράψουν ιστορία (...) [ο Καίσαρας] αφαίρεσε την επιθυμία από μυαλωμένους να την γράψουν, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο ευχάριστο στην ιστορία από καθαρή και φωτεινή συντομία ».[8]

Αν και διάφοροι μελετητές έχουν επικρίνει την ακρίβεια του Γαλατικού πολέμου του Καίσαρα, όλοι συμφωνούν και θαυμάζουν το κομψό στυλ του και τη σαφήνεια, «την καθαρότητα και την απαράμιλλη ακτινοβολία της γλώσσας του», σύμφωνα με τον Μονταίν.[9]

Ως ιστορική πηγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γαλατικός πόλεμος είναι η μόνη πρωτογενής πηγή διαθέσιμη για όσους ενδιαφέρονται για τον Γαλατικό πόλεμο. Τα κείμενα του Τίτου Λίβιου έχουν χαθεί, και κανένα άλλο σύγχρονο έργο δεν αναφέρεται στο θέμα. Καθώς ο συγγραφέας ήταν ο κύριος πρωταγωνιστής των γεγονότων, η αξιοπιστία του έχει συχνά αμφισβητηθεί. Κατ' αρχάς από άλλους μάρτυρες του περιβάλλοντός του που είχαν διαφορετική άποψη (ειδικά ο Ασίνιος Πολλίων, από το έργο του οποίου δυστυχώς δεν έχουν σωθεί παρά μερικά αποσπάσματα), στη συνέχεια, από αντιπάλους του Καισαρισμού, όπως ο Μονταίν τον 16ο αιώνα, ο οποίος στα Δοκίμια του κατήγγειλε τα «ψεύτικα χρώματα με τα οποία θέλει ο Καίσαρ να καλύψει τις κακές του πράξεις και τη βρωμιά της επιθετικής φιλοδοξίας του».[10] Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η συζήτηση μετακινήθηκε από τα ιδεολογικά σε πιο επιστημονικά πλαίσια.

Κίνητρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι νίκες του Καίσαρα κατά τη διάρκεια του Γαλατικού πολέμου είχαν αυξήσει τις υποψίες των εχθρών του στη Ρώμη και οι αριστοκρατικοί αντίπαλοί του, διέδιδαν φήμες για τις προθέσεις του όταν θα επέστρεφε από τη Γαλατία. Σκόπευαν να καταδιώξουν τον Καίσαρα για κατάχρηση εξουσίας κατά την επιστροφή του, όταν θα αποστερούνταν από την εξουσία του. Μια τέτοια δίωξη δεν θα στερούσε τον Καίσαρα μόνο από τον πλούτο και την ιθαγένειά του, αλλά έπρεπε να αρνηθεί και όλους τους νόμους που θέσπισε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Ύπατος και τις διαταγές του ως Ανθύπατος της Γαλατίας. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια στις απειλές αυτές, ο Καίσαρ ήξερε ότι χρειαζόταν την υποστήριξη των πληβείων, ιδιαίτερα των αρχηγών τους, στους οποίους απευθύνονταν κυρίως. Τα Απομνημονεύματα για τον Γαλατικό πόλεμο ήταν μια προσπάθεια του Καίσαρα να επικοινωνήσει άμεσα με τον λαό - παρακάμπτοντας έτσι συνήθεις διαύλους επικοινωνίας που περνούσαν μέσω της Συγκλήτου - για να προωθήσει τις δραστηριότητές του ως προσπάθειες για την αύξηση της δόξας και της επιρροής της Ρώμης. Με το να κερδίσει την υποστήριξη του λαού, ο Καίσαρ προσπάθησε να γίνει απρόσβλητος από τους πολιτικούς εχθρούς του.

Εκδόσεις και μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Απομνημονεύματα του Καίσαρα έφτασαν σε εμάς χάρη στο έργο των αντιγραφέων του 9ου αιώνα, κατά την Καρολίγγεια περίοδο. Το παλαιότερο χειρόγραφο, με τίτλο De Bello Gallico, γράφτηκε από τους μοναχούς-αντιγραφείς της μονής του Φλερύ ήδη από εκείνη την εποχή. Μια δεύτερη συλλογή χειρογράφων που περιλαμβάνει σχόλια και συγγράμματα που σχετίζονται με αυτές τις στρατιωτικές εκστρατείες είναι το MS Paris lat. 3864, πιθανότατα γραμμένο στο αβαείο Κορμπί, την ίδια επίσης εποχή.[11]

Η πρώτη έκδοση σε μορφή τυπωμένου βιβλίου προέρχεται από τη Ρώμη το 1469. Από αυτήν την έκδοση δημιουργήθηκαν μεταφράσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου /Γαΐου Ιουλίου Καίσαρος, μεταφρασθέντα υπό Γρηγ. Ν. Βερναρδάκη

Παραπομπές και σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Δώδεκα πόλεις και περί τα τετρακόσια χωριά
  2. ο οποίος στο μεταξύ είχε ολοκληρώσει τη στρατιωτική του προπαρασκευή και περίμενε την αφορμή να εισβάλει στη Γαλατία
  3. II, 35
  4. Όγδοο βιβλίο, Πρόλογος
  5. Το έργο, γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο, δεν παρέχει καμία άμεση ένδειξη των απόψεων, σκέψεων και κρίσεων του Καίσαρα.
  6. Δούλοι γραμματικοί, ο επικεφαλής της γραμματείας Αύλος Ίρτιος, ο νομομαθής Τρεμπάτιος συνόδευαν τον Καίσαρα στη Γαλατία και τον βοήθησαν στη συγγραφή των Απομνημονευμάτων, κυρίως τη χρονολόγηση των γεγονότων. Πρόσθεσαν εθνογραφικές ή γεωγραφικές περιγραφές από Έλληνες συγγραφείς και ταξινόμησαν τα πραγματικά δεδομένα (σημειώσεις, επιστολές, αναφορές στη Σύγκλητο) που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Καίσαρας πρέπει να έγραψε μόνο την τελική έκδοση.
  7. Goeury (2000), p. X.
  8. ↑ Cicéron, Brutus, 75, 262. Cité par Goeury (2000), p. X.
  9. Δοκίμια, κεφάλαιο II, βιβλίο 6
  10. Essaies, livre II, chap. 10.
  11. Michael Winterbottom, « Caesar », in Texts and Transmission: A Survey of the Latin Classics, Oxford, Clarendon Press, 1983, p. 35.