Η Συκοφαντία του Απελλή (Μποτιτσέλι)
Η συκοφαντία (De calumnia) | |
---|---|
Ονομασία | Η συκοφαντία (De calumnia) |
Δημιουργός | Q5669 |
Έτος δημιουργίας | 1494-1495 |
Είδος | Τέμπερα σε πλαίσιο |
Ύψος | 62 |
Πλάτος | 91 εκ. |
Πόλη | Φλωρεντία |
Μουσείο | Ουφίτσι |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα |
Η Συκοφαντία του Απελλή (Ιταλικά: La Calunnia di Apelle, είναι πίνακας ζωγραφικής από τον Ιταλό καλλιτέχνη της Αναγέννησης Σάντρο Μποτιτσέλι. Φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1494 – 1495. Σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του μουσείου Ουφίτσι στη Φλωρεντία, στην αίθουσα που είναι αφιερωμένη στο μεγάλο δημιουργό.[1]
Το θέμα του πίνακα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σάντρο Μποτιτσέλι άντλησε το θέμα του από ένα διάσημο πίνακα του Έλληνα καλλιτέχνη της ελληνιστικής περιόδου Απελλή, όπως αυτός περιγράφηκε από το Λουκιανό στον τέταρτο τόμο από τα ογδόντα σωζόμενα έργα του, στην πραγματεία του Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῆ.
Ο λόγος που ο Απελλής φιλοτέχνησε τον πίνακα αυτό ήταν ένας τρόπος να περιγράψει τα συναισθήματα θλίψης και οργής που ο ίδιος ένιωσε όταν κατηγορήθηκε άδικα, από έναν ανταγωνιστή του, τον Αντίφιλο, για τη δήθεν συμμετοχή του στο έγκλημα της συνωμοσίας κατά του Φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα. Όταν αποδείχτηκε η αθωότητά του, αποφάσισε να μεταφέρει το προσωπικό του βίωμα στον πίνακα αυτό. Το έργο δεν σωζόταν στις μέρες του Μποτιτσέλι. Ωστόσο η περιγραφή του Λουκιανού είχε μεταφραστεί ευρέως. Στον δικό του πίνακα, ο αναγεννησιακός ζωγράφος διατήρησε το σκηνικό στήσιμο των μορφών από την περιγραφή του Λουκιανού και δημιούργησε ένα περίτεχνα στολισμένο αρχιτεκτονικό φόντο για εκείνες.
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα δεξιά απεικονίζεται καθιστός σε έναν υπερυψωμένο θρόνο, σε μια ανοικτή αίθουσα διακοσμημένη με γλυπτά, ένας βασιλιάς, με μεγάλα γαϊδουρίσια αυτιά, στο πρότυπο του βασιλιά Μίδα. Ο άντρας τείνει το χέρι του στη Συκοφαντία, η οποία στέκεται ακόμη λίγο μακρύτερα, αλλά πλησιάζει. Πλάι του βρίσκονται δύο γυναίκες, οι αλληγορικές απεικονίσεις της Άγνοιας και της Υποψίας ( ή της Υπόθεσης ), που με ζήλο ψιθυρίζουν φήμες στα μεγάλα αυτιά του βασιλιά, πράγμα που υπονοεί την ανόητη φύση του.
Η Συκοφαντία, πλησιάζοντας από τα αριστερά, είναι μια ασυνήθιστα όμορφη γυναίκα, που έχει ωστόσο μία θερμή αύρα που υπονοεί την απάτη και την παρορμητικότητα. Στο αριστερό της χέρι κρατά έναν αναμμένο δαυλό, και με το δεξί έλκει έναν νέο από τα μαλλιά. Εκείνος τείνει τα χέρια στους ουρανούς και επικαλείται τους θεούς να καταθέσουν τη μαρτυρία τους υπέρ της αθωότητάς του. Το δρόμο στη Συκοφαντία δείχνει ένας άντρας με διαπεραστικά μάτια, μα χλωμός, παραμορφωμένος, και ρουφηγμένος σαν από μακροχρόνια ασθένεια. Πρόκειται για το Φθόνο. Δυο κοπέλες, προσωποποιήσεις της Μοχθηρίας και της Απάτης, ενθαρρύνουν τη Συκοφαντία, προσθέτοντας πινελιές στην ομορφιά της.
Ακολουθώντας με πένθιμη αμφίεση, με μαύρα πέπλα και ξέπλεκα μαλλιά, έρχεται η Μετάνοια. Κοιτά δακρυσμένη πίσω της, περιμένοντας με μια έκφραση ντροπής το πλησίασμα της Αλήθειας. Η Αλήθεια, γυμνή, δείχνει προς τα ουράνια. Η γύμνια της Αλήθειας τη συσχετίζει με τον αθώο νεαρό, του οποίου τα ενωμένα χέρια επικαλούνται επίσης μια ανώτερη δύναμη. Η Αλήθεια θυμίζει το κλασικό μοτίβο απεικόνισης της Αφροδίτης, καθώς και αυτές που ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει δημιουργήσει. Είναι πανέμορφη, σε αντιδιαστολή με την προσωποποίηση της Μετάνοιας, που είναι μια ηλικιωμένη, χτυπημένη από τη θλίψη γυναίκα, με τριμμένα ρούχα. Είναι γυμνή, καθώς δεν έχει να κρύψει τίποτα και η έκφραση του προσώπου της, όπως και η στάση του σώματός της, επικαλούνται την ουράνια δικαιοσύνη.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, εκδ. Φυτράκης, 1969