Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γαλαζοπαπαδίτσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γαλαζοπαπαδίτσα
Ενήλικη παπαδίτσα
Ενήλικη παπαδίτσα
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Παρίδες (Paridae) Vigors, 1825
Γένος: Κυανιστής (Cyanistes) Kaup, 1829 M
Είδος: C. caeruleus
Διώνυμο
Cyanistes caeruleus (Κυανιστής ο κυανίζων)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Cyanistes caeruleus balearicus
Cyanistes caeruleus caeruleus
Cyanistes caeruleus calamensis
Cyanistes caeruleus obscurus
Cyanistes caeruleus ogliastrae
Cyanistes caeruleus orientalis
Cyanistes caeruleus persicus
Cyanistes caeruleus raddei
Cyanistes caeruleus satunini

Η παπαδίτσα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Παριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Cyanistes caeruleus και περιλαμβάνει 9 υποείδη.[1][2]

Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη C. c. caeruleus (Linnaeus, 1758) και C. c. calamensis (Parrot, 1908),[3] με το δεύτερο να είναι ενδημικό στη χώρα.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ανοδική ↑ [4]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Cyanistes, είναι νεολατινική απόδοση του ελληνικού όρου Κυανιστής < κυανίζω [5] «αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος»,[6] που παραπέμπει στο χαρακτηριστικό χρώμα των πτερύγων του πτηνού.

Ο λατινικός όρος caeruleus στην επιστημονική ονομασία του είδους έχει, επίσης, παρόμοια σημασία: «αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, κυανίζων, κυανωπός, γαλαζωπός» (azure blue).[5] Τα ίδια ισχύουν για την αγγλική (blue tit) και την ελληνική ονομασία του είδους.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Parus caeruleus (Σουηδία, 1758), στο έργο του Systema Naturae.[7] Το γένος Cyanistes είχε εισαχθεί από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γ. Κάουπ (Johann Jakob Kaup 1803 - 1873) ήδη από το 1829. Όμως, μόλις το 2005, ανάλυση αλληλουχιών mtDNA (κυτόχρωμα β) έδειξε ότι, το γένος Cyanistes ήταν ένα πρώιμο παρακλάδι στο φυλογενετικό δένδρο της οικογένειας Paridae και το είδος τοποθετήθηκε εκεί.[8] Ωστόσο, αρκετοί ταξινομικοί φορείς εξακολουθούν να διατηρούν το taxon υπό την «παραδοσιακή» του ταξινόμηση, ως Parus caeruleus (π.χ. IUCN, HBW). Σχηματίζει υπερείδος με τα taxa Cyanistes teneriffae και Cyanistes cyanus. Με το τελευταίο υβριδίζεται συχνά, ιδιαίτερα κατά τις χρονιές που εξαπλώνεται στα δυτικά ενώ, σπανιότερα, υβριδίζεται με τον καλόγερο.[5]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Cyanistes caeruleus (πράσινο σκούρο)

Το είδος απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο, κυρίως στην Ευρώπη και σε λίγες περιοχές της Δ. Ασίας και της Β. Αφρικής.

Η Ευρώπη αποτελεί τη σημαντικότερη επικράτεια της γαλαζοπαπαδίτσας, όπου ανευρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ως επιδημητικό πτηνό. Απαντά σε όλη, σχεδόν, την ήπειρο, εκτός από την Ισλανδία, τη Β. Σκανδιναβία και τη Β. Ρωσία, ενώ υπάρχει «κενό» στην περιοχή των Άλπεων. Το βόρειο όριο κατανομής είναι στις 67° (Νορβηγία), ενώ κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει μετατόπιση του φάσματος κατανομής προς βορράν.[9]

  • Είναι σημαντικό ότι, η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική περιοχή στην Ευρώπη που δέχεται κάποιους -λίγους- μεταναστευτικούς πληθυσμούς από βορειότερες χώρες, πέραν των επιδημητικών.

Στην Ασία, όπως και στην Ευρώπη, όλοι οι πληθυσμοί είναι καθιστικοί εκτός από μικρούς θύλακες διαχείμασης, στην περιοχή της Κασπίας Θάλασσας. Κατά τα άλλα, το είδος εξαπλώνεται από τη Μικρά Ασία στα δυτικά, μέχρι το Ιράν και το Καζακστάν στα ανατολικά και από την Κ. Ρωσία στα βόρεια μέχρι τον Περσικό Κόλπο στα νότια.

Στην Αφρική, υπάρχουν αποκλειστικά επιδημητικοί πληθυσμοί στις ατλαντικές ακτές του Μαρόκου, και στις παραμεσόγειες χώρες -πλην της Αιγύπτου.[10]

  • Προσπάθεια εισαγωγής του πτηνού στη Νέα Ζηλανδία, το 1871, απέβη ανεπιτυχής.[11]
Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Cyanistes caeruleus balearicus Μαγιόρκα Ενδημικό στη νήσο
2 Cyanistes caeruleus caeruleus Β, Κ, και Α Ευρώπη (νότια προς Β Ισπανία, Ιταλία, Β και Κ Ελλάδα), Δ και Β Μικρά Ασία
3 Cyanistes caeruleus calamensis Ν Ελλάδα, Κυκλάδες, Κρήτη και Ρόδος Μικρότερο μέγεθος από το 2 και πιο «ανοικτόχρωμο».[12] Ενδημικό στη χώρα
4 Cyanistes caeruleus obscurus Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία Ενδημικό στα νησιά
5 Cyanistes caeruleus ogliastrae Ν Ιβηρική, Κορσική και Σαρδηνία
6 Cyanistes caeruleus orientalis ΝΑ Ευρωπαϊκή Ρωσία
7 Cyanistes caeruleus persicus ΝΔ Ιράν Ενδημικό στην περιοχή
8 Cyanistes caeruleus raddei Β Ιράν Ενδημικό στην περιοχή
9 Cyanistes caeruleus satunini Κριμαία, Καύκασος, Α Τουρκία, Β Ιορδανία, ΒΔ Ιράν, ΝΑ Τουρκία; ΒΔ Συρία; και Β Ιράκ;

Πηγές:[3][10][13]

(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γαλαζοπαπαδίτσα είναι πλήρως καθιστικό πτηνό, σε όλες τις κεντρικές και νότιες επικράτειες του φάσματος κατανομής της, παραμένοντας στις ίδιες περιοχές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Στις βόρειες επικράτειες υπάρχουν κάποιοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί οι οποίοι, ωστόσο, δεν εκτελούν μακρινά ταξίδια αλλά, περισσότερο υψομετρικές μεταναστεύσεις. Σε κάποιες χρονιές, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι κακές, καταγράφονται μαζικές «εισβολές» σε περιοχές με καλύτερο καιρό, όπως έχει συμβεί λ.χ. στη Βρετανία.[14]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Μάλτα. [4]

  • Στην Ελλάδα, η γαλαζοπαπαδίτσα απαντά ως επιδημητικό είδος σε όλη την επικράτεια.[15][16] Από την Κρήτη αναφέρεται ως μόνιμο πτηνό των ορεινών δασών το καλοκαίρι και του κάμπου, τον χειμώνα.[17] Από την Κύπρο αναφέρεται ως τυχαίος επισκέπτης.[18] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, έρχονται και κάποιοι πληθυσμοί από βορειότερες χώρες, οπότε είναι δύσκολο να διαχωριστούν από τους επιδημητικούς. Ωστόσο, η πλειονότητα των διαχειμαζόντων πληθυσμών θεωρείται ότι ανήκει σε άτομα που είναι καθιστικά και, απλώς, πραγματοποιούν υψομετρικές μεταναστεύσεις.[12]
Τα πυκνά δάση πλατύφυλλων δένδρων αποτελούν το σημαντικότερο αναπαραγωγικό οικοσύστημα της γαλαζοπαπαδίτσας

Η γαλαζοπαπαδίτσα είναι, κυρίως, είδος των δασικών οικοσυστημάτων, ιδίως όταν υπάρχουν βελανιδιές και σημύδες, ενώ τείνει να αποφεύγει τα αποκλειστικά δάση κωνοφόρων.[19] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όμως, μπορεί να αναζητά την τροφή της σε καλαμιώνες και πιο ανοικτές θέσεις, ακόμη και σε έλη.[20] Επίσης, είναι από τα πλέον οικεία πτηνά σε αστικές περιοχές με πολύ πράσινο, ευρισκόμενη σε αστικά πάρκα και κήπους, ιδιαίτερα σε τοποθεσίες με διαθέσιμες πηγές τροφής.[14] Επίσης, σε οπωρώνες, φυσικούς φράκτες και καλλιεργημένες εκτάσεις με διάσπαρτα δένδρα ή θάμνους.[21]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει κατά σειράν τα εξής αποτελέσματα: Δάση πλατύφυλλων, Χωριά, Πόλεις, Λειμώνες και Αρόσιμες εκτάσεις.[22]

Στην Ελλάδα, η γαλαζοπαπαδίτσα απαντά σε πλατύφυλλα δάση, περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, άλση, κήπους, δενδρόκηπους, ελαιώνες και καλαμιώνες.[15] Στα δασικά οικοσυστήματα με βελανιδιές, απαντά σε περιοχές με Quercus pubescens, στα μικρά υψόμετρα, και σε περιοχές με Q. frainetto, στα μέσα υψόμετρα. Λιγότερο κοινή, αλλά και πάλι διαδεδομένη, στα δάση με οξιές, ιτιές, και λεύκες. Στη Δ. Ελλάδα, οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι κυρίως διαδεδομένες σε δάση με Q. ilex, ενώ στα δάση κωνοφόρων απαντούν, όταν είναι κοντά σε δάση πλατύφυλλων.[12]

Το πτέρωμα της ενήλικης γαλαζοπαπαδίτσας κυριαρχείται από γοητευτικό συνδυασμό χρωμάτων

Η γαλαζοπαπαδίτσα είναι πολύχρωμο πτηνό, από τα ομορφότερα στρουθιόμορφα που επισκέπτονται τις αστικές τοποθεσίες. Τα ενήλικα άτομα έχουν μικρό μέγεθος και χαρακτηρίζονται από τον συνδυασμό της κυανοπράσινης ράχης με το φωτεινό μπλε των πτερύγων και της ουράς, στοιχείο που κάνει το είδος να μη συγχέεται με κάποιο άλλο στην παρατήρηση πεδίου (indistinguishable). Η κάτω επιφάνεια του σώματος έχει λαμπερό κίτρινο χρώμα, με σκούρα, επιμήκη λωρίδα στο μέσον του στήθους. Το κεφάλι είναι στρογγυλεμένο και τρίχρωμο: το μέτωπο και τα πλαϊνά του προσώπου είναι λευκά, το στέμμα είναι γαλαζωπό, ενώ ο τράχηλος, το σαγόνι (bib) και οι οφθαλμικές λωρίδες έχουν μαύρο χρώμα που, ωστόσο, στη βάση του σβέρκου γίνεται κυανό. Η ουρά είναι μακριά και έχει το χρώμα του στέμματος. Το ράμφος είναι μικρό και κωνικό, γκριζωπό με κυανή απόχρωση. Η ίριδα είναι μαύρη, οι ταρσοί και τα πόδια έχουν το χρώμα του ράμφους.[14]

Τα φύλα είναι παρόμοια, με το πτέρωμα του θηλυκού ελαφρώς πιο «θαμπό» από εκείνο του αρσενικού. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στο ότι οι άκρες των καλυπτηρίων φτερών των πτερύγων έχουν πιο σκούρο κυανό χρώμα στα αρσενικά από ό, τι στα θηλυκά. Επίσης, το πάχος της κυανής περιοχής στη βάση του τραχήλου, αποτελεί διαγνωστικό στοιχείο, αλλά είναι δύσκολο να παρατηρηθεί από απόσταση.[23]

Τα νεαρά άτομα έχουν ανοικτοκίτρινα -όχι λευκά- μάγουλα, με αχνό κιτρινωπό πτέρωμα, πιο πρασινωπά καλυπτήρια πτερύγων και πιο «θαμπό» γαλαζωπό στέμμα, σε σχέση με τους ενήλικες.[14] Η πρώτη έκδυση (moulting) των νεαρών ατόμων πραγματοποιείται από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, ανάλογα με την περίοδο εκκόλαψης των νεοσσών. Η εκάστοτε αλλαγή πτερώματος μπορεί να ολοκληρωθεί σε 120-150 ημέρες, και είναι από τις πιο μακρόχρονες για πτηνό τόσο μικρού μεγέθους.[24]

  • Υπό το υπεριώδες (300-400 nm), τα αρσενικά δείχνουν φωτεινότερο γαλαζωπό στέμμα από τα θηλυκά, στοιχείο χρήσιμο στην επιλογή συντρόφου, δεδομένου ότι εκείνα τα αρσενικά με το λαμπρότερο στέμμα είναι προτιμητέα. Το φαινόμενο αυτό καλείται φυλετικός μονοχρωματισμός (sexual monochromatism).[25]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (10-) 11 έως 11,5 (-12) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (90-) 18 έως 21 (-110) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 6,5 ± 0,1 εκατοστά [Εύρος 6,3 – 6,8 εκατοστά (σε δείγμα Ν=23.092 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 6,2 ± 0,1 εκατοστά [Εύρος 6,0 – 6,4 εκατοστά (Ν=29.571)]
  • Μήκος ουράς: ♂ 5,15 εκατοστά, ♀ 4,96 εκατοστά (κατά μέσον όρο) [26]
  • Βάρος: ♂ 10,1 – 12,4 γραμμάρια (Ν=16.854), ♀ 9,5 – 12,0 γραμμάρια (Ν=21.702) [22]

(Πηγές:[20][27][28][29][30][31][19][23][32][33][34])

Οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι, κατά βάσιν εντομοφάγα πτηνά, τρεφόμενες με ενήλικα έντομα και τις προνύμφες τους (κυρίως Ημίπτερα, κάμπιες (κυρίως Λεπιδόπτερων) και αρθρόποδα (αράχνες και κολλέμβολα). Ωστόσο, μπορούν να καταναλώνουν φρούτα, μπουμπούκια, σπέρματα και σκληρούς καρπούς (φιστίκια, καρύδια, κ.α.), ιδιαίτερα τον χειμώνα, οπότε συχνάζουν και σε ταΐστρες πουλιών.

  • Το κίτρινο χρώμα στο σώμα του κάθε πτηνού οφείλεται στις καροτίνες που εμπεριέχονται στις κάμπιες που καταναλώνονται και είναι ενδεικτικό του αριθμού τους. Όσο πιο φωτεινό κίτρινο είναι, τόσο περισσότερα άτομα του αντίθετου φύλου προσελκύονται.[35]

Η γαλαζοπαπαδίτσα αναζητεί την τροφή της στα δένδρα και, μερικές φορές, στο έδαφος –πιο σπάνια από τον καλόγερο.[31] Είναι εξαιρετικά δραστήριο πτηνό, με μικρό βάρος έτσι, ώστε να μπορεί να στηρίζεται ακόμη και στα λεπτότερα κλαδιά. Χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές, όπως το ένα πόδι για να ακινητοποιεί την τροφή και να τη ραμφίζει έντονα όταν είναι απαραίτητο. Έτσι καταναλώνει, π.χ., τους καρπούς με σκληρό περίβλημα (καρύδια, φουντούκια, κ.λπ.) και διάφορα σπέρματα. Εξετάζει κάθε κλαδί και φύλλο εξονυχιστικά, προωθούμενη με μικρά, διαδοχικά πηδήματα, ενώ είναι σε θέση να κρέμεται ανάποδα με μεγάλη άνεση.[14] Συχνά, αναζητά την τροφή της μαζί με τον καλόγερο, αλλά είναι πιο «ακροβατικό» πουλί από εκείνον, με ικανότητες ανάλογες με του δενδροβάτη (Certhia spp. )

Οι γαλαζοπαπαδίτσες μπορεί να γίνουν αρκετά επιθετικές,[31] ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο, όταν υπερασπίζονται τη φωλιά τους. Θεωρείται ότι, έχουν υψηλό δείκτη ευφυΐας και ανάλογη περιέργεια. Κουρνιάζουν στα αειθαλή δένδρα ή σε αναρριχητικά φυτά (π.χ.κισσός), αλλά μπορεί να χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε κοιλότητες, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι κακές.[14]

«Κλέφτες» γάλακτος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι «διαβόητες» επειδή συνηθίζουν να ακολουθούν τους διανομείς γάλακτος (γαλατάδες), να αφαιρούν με το ράμφος τους το αλουμινένιο κάλυμμα του περιέκτη και να πίνουν «γουλιές» από το γάλα που προορίζεται για τους ενοίκους των σπιτιών.[19][35] Μάλιστα, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο πλήρες γάλα (sic) και όχι το αποβουτυρωμένο, επειδή τους αρέσει η κρεμώδης κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του πρώτου. Η συνήθεια αυτή έχει μειωθεί στις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της προτίμησης του αποβουτυρωμένου γάλακτος στην κατανάλωση και της αγοράς των περιεκτών από το σουπερμάρκετ και όχι από τους διανομείς.[36][37]

Cyanistes caeruleus

Τα τελετουργικά ερωτοτροπίας περιλαμβάνουν πτήσεις από την κορυφή των δένδρων, με τα αρσενικά να πετούν με καλά ανοιγμένες τις πτέρυγες. Τα αρσενικά προσεγγίζουν τα θηλυκά σε θέσεις ποσταρίσματος (perching posts), έχοντας ανασηκωμένα τα φτερά του στέμματος εν είδει λοφίου και μισάνοικτες, ισχυρά τρεμάμενες τις πτέρυγες. Συχνά, προσφέρουν τροφή στα θηλυκά, τα οποία μιμούνται τις κινήσεις των νεοσσών, κάτι που αποτελεί κομμάτι της αναπαραγωγικής ηθολογίας πολλών μελών της οικογενείας.[14] Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται στα νότια φωλιάζουν μετά τα μέσα Απριλίου, ενώ εκείνοι που αναπαράγονται στον βορρά, μετά τις αρχές Μαΐου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος στα δυτικά και νότια, αλλά δύο φορές στα ανατολικά και βόρεια.[21]

Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται μέσα σε μια κοιλότητα, είτε ενός δένδρου, είτε ενός τοίχου, ενώ αρκετές φορές χρησιμοποιούνται τεχνητές φωλιές,[21] αλλά και ασυνήθιστες θέσεις όπως παλιά γραμματοκιβώτια.[32] Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και είναι μια κυπελοειδής δομή από βρύα, γρασίδι, νεκρά φύλλα, μαλλί και ιστούς αράχνης, επιστρωμένη με μαλλί, πούπουλα και φτερά.[21]

  • Πτηνά με υψηλό δείκτη ευφυΐας, οι γαλαζοπαπαδίτσες έχουν παρατηρηθεί να απολυμαίνουν (sic) τις φωλιές τους μεταφέροντας σε αυτές, αρωματικά φυτά της οικογένειας Lamiaceae (Labiatae), όπως δενδρολίβανο, μέντα, κ.α.[35]
Νεοσσός γαλαζοπαπαδίτσας

Η γέννα αποτελείται από (5-) 7 έως 12 (-16) πολύ μικρά, υποελλειπτικά και γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 15,6 Χ 12,0 χιλιοστών και βάρους 1,1 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[38] Η επώαση αρχίζει, συνήθως, πριν εναποτεθούν τα τελευταία 2-3 αβγά και, συχνά, τα καλύπτει με το υλικό επίστρωσης.[14][21] Πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό (το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή) και διαρκεί (12-) 13 έως 14 (-16) ημέρες, περίπου.[21][30] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Η πτέρωση των νεοσσών πραγματοποιείται στις (15-) 18 έως 20 (-23) ημέρες,[21][30] και η ανεξαρτητοποίησή τους, 3-4 εβδομάδες αργότερα.[14]

Το μικρό μέγεθος της γαλαζοπαπαδίτσας την καθιστά ευάλωτη σε μεγαλύτερα πουλιά όπως οι καρακάξες, που συλλαμβάνουν τους ευάλωτους νεοσσούς, όταν αυτοί εγκαταλείπουν τη φωλιά. Πάντως, οι πιο σημαντικοί θηρευτές του είδους είναι το ξεφτέρι και οι οικιακές γάτες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις φωλιές μπορεί, επίσης, να λυμαίνονται νυφίτσες, κόκκινοι και γκρίζοι σκίουροι.

Το είδος δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερους κινδύνους στο ευρύτερο φάσμα κατανομής του, πέραν των κακών καιρικών συνθηκών που, όταν ενσκύπτουν, μπορεί να αποδεκατίσουν χιλιάδες άτομα, ιδιαίτερα εάν εμφανιστούν την περίοδο φωλιάσματος. Αυτό οφείλεται στο ότι, επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα τροφικών πόρων, κυρίως των προνυμφών (κάμπιες) με τις οποίες σιτίζονται οι νεοσσοί.[39]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To είδος είναι από τα πλέον διαδεδομένα στις αστικές περιοχές, ιδιαίτερα στις βορειοευρωπαϊκές χώρες, με αυξητικές τάσεις των πληθυσμών τους. Η IUCN κατατάσσει το είδος στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[40] Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πορτογαλία.[41]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γαλαζοπαπαδίτσα, είναι από τα πιο κοινά και διαδεδομένα στρουθιόμορφα της χώρας, αναπαραγόμενα μονίμως σε όλα τα ηπειρωτικά και στα περισσότερα νησιά. Βέβαια, λόγω της φύσης των ενδιαιτημάτων της, απουσιάζει από τις άνυδρες, ξηρές περιοχές χαμηλού υψομέτρου (Ν. Ελλάδα και πολλά νησιά). Υψομετρικά, κινείται στα 1.200-1.500 μ., αλλά δεν είναι σπάνιο να παρατηρηθεί -τοπικά- μέχρι τα 2.000 μ.[12]

Η Γαλαζοπαπαδίτσα πολλές φορές απαντά στον ελλαδικό χώρο και με την ονομασία Καλόγερος ή Καλόγερος,[42] αλλά δεν πρόκειται για το είδος Parus major (καλόγερος).


  1. Howard and Moore, p. 525-6
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=559612
  3. 3,0 3,1 Howard and Moore, p. 525
  4. 4,0 4,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2015. 
  5. 5,0 5,1 5,2 http://www.hbw.com/species/common-blue-tit-cyanistes-caeruleus
  6. ΠΛΜ, 36:458
  7. Linnaeus, p. 190
  8. Gill et al
  9. Föger & Pegoraro, p. 12, 96
  10. 10,0 10,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22711944
  11. Föger & Pegoraro, p. 13-16
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Handrinos & Akriotis, p. 270
  13. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2015. 
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 14,7 14,8 planetofbirds.com
  15. 15,0 15,1 Όντρια (Ι), σ. 178
  16. RDB, σ. 160
  17. Σφήκας, σ. 70
  18. Σφήκας, σ. 98
  19. 19,0 19,1 19,2 Scott & Forrest, p. 164
  20. 20,0 20,1 Flegg, p. 208
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 21,5 21,6 Harrison, p. 284
  22. 22,0 22,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob14620.htm
  23. 23,0 23,1 http://www.ibercajalav.net
  24. Föger & Pegoraro, p. 96
  25. "Blue tits are ultraviolet tits". Royal Society. 22 March 1998
  26. Föger & Pegoraro, pp. 20-26
  27. Harrison & Greensmith, p. 322
  28. Mullarney et al, p. 346
  29. Heinzel et al, p. 310
  30. 30,0 30,1 30,2 Perrins, p. 182
  31. 31,0 31,1 31,2 Bruun, p. 268
  32. 32,0 32,1 Singer, p. 324
  33. Όντρια, σ. 178
  34. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  35. 35,0 35,1 35,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2015. 
  36. McCarthy
  37. Sasvári
  38. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob800.htm
  39. Derbyshire, David (5 November 2007). Disappearing blue tits pay the price of soggy summer . The Daily Mail (Associated Newspapers)
  40. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2015. 
  41. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2015. 
  42. Απαλοδήμος, σ. 35
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dolenec, Z. 2007. Spring temperatures in relation to laying dates and clutch size of the blue tit (Parus caeruleus) in Croatia. Wilson Journal of Ornithology 119: 299-301.
  • Föger Manfred, Karin Pegoraro: Die Blaumeise. Neue Brehm Bücherei, Hohenwarsleben 2004, ISBN 3-89432-862-2
  • Gill, Frank B.; Beth Slikas and Frederick H. Sheldon (2005). Phylogeny of titmice (Paridae): II. Species relationships based on sequences of the mitochondrial cytochrome-b gene. Auk 122 (1): 121–143. doi:10.1642/0004-8038(2005)122[0121:POTPIS]2.0.CO;2.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2015).
  • Jenkins, D.; Watson, A. 2000. Dates of first arrival and song of birds during 1974-1999 in mid-Deeside, Scotland. Bird Study 47: 249-251.
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • McCarthy, Michael (31 December 2003). Blue tits lose their bottle as milk thieves. The Independent. Retrieved 22 August 2011.
  • Sasvári, Lajos (August 1979). Observational learning in great, blue and marsh tits. Animal Behaviour 27 (3): 767–771. doi:10.1016/0003-3472(79)90012-5.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Winkel, W.; Hudde, H. 1997. Long-term trends in reproductive traits of tits (Parus major, P. caeruleus) and pied flycatchers (Ficedula hypoleuca) . Journal of Avian Biology 28: 187-190.
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).