Παρίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παρίδες
Το είδος Lophophanes cristatus στη Σκωτία
Το είδος Lophophanes cristatus στη Σκωτία
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Υποτάξη: Ωδικά (Oscines ή Passeri)
Οικογένεια: Παρίδες
Paridae
Vigors, 1825


Γεωγραφική κατανομή των παριδών (πράσινο)

Οι παρίδες (επιστημονική-λατινική ονομασία Paridae) είναι μια αρκετά μεγάλη οικογένεια στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών. Περιλαμβάνει σήμερα 14 γένη, με 64 είδη συνολικά, που ζουν κυρίως στο Βόρειο Ημισφαίριο και την Αφρική. Στην Ελλάδα συναντώνται τουλάχιστον επτά είδη, γνωστά τα περισσότερα με την κοινή ονομασία παπαδίτσες.

Τα μέλη της οικογένειας είναι μικρά πουλιά με κοντό και ευθύγραμμο ράμφος, που ζουν κυρίως σε δασικές εκτάσεις. Μερικά είδη φέρουν λοφίο. Το μήκος σώματος κυμαίνεται από 10 έως 22 εκατοστά. Προσαρμόζονται εύκολα, τρώγοντας τόσο σπόρους όσο και έντομα.[1] Πολλά είδη ζουν γύρω από ανθρώπινους οικισμούς.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την εξαίρεση των τριών μονοτυπικών γενών Sylviparus, Melanochlora και Pseudopodoces, τα είδη των παριδών μοιάζουν εξαιρετικά μεταξύ τους στην εμφάνιση, έχοντας χαρακτηρισθεί ως «μία από τις πλέον συντηρητικές οικογένειες πτηνών από άποψη γενικής μορφολογίας".[2] Το τυπικό μήκος σώματος των ενηλίκων παριδών κυμαίνεται από 10 έως 16 εκατοστά, ενώ αν προστεθούν και τα μονοτυπικά γένη, αυτό το εύρος τιμών αυξάνεται στα 9 έως 21 εκατοστά. Ως προς τη μάζα σώματος, είναι από 5 έως 49 γραμμάρια. Η μεγαλύτερη ποικιλομορφία στην οικογένεια αφορά το πτέρωμα και ειδικότερα το χρώμα.[3]

Τα ράμφη στις παρίδες είναι γενικώς βραχέα, ευθύγραμμα, λιγότερο ή περισσότερο χονδρά αναλόγως του είδους τροφής: τα πλέον εντομοφάγα είδη έχουν λεπτότερα ράμφη, ενώ όσα τρέφονται κυρίως με σπόρους έχουν πιο χονδρά.[4] Το πιο ακραίο για την οικογένεια ράμφος, μακρύτερο και ελαφρώς καμπύλο, συναντάται στο ασιατικό μονοτυπικό γένος Pseudopodoces.[3]

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γεωγραφική κατανομή της οικογένειας είναι ευρύτατη και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, της Ασίας, της Βόρειας Αμερικής και της Αφρικής. Το γένος Poecile συναντάται στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρεια Αμερική έως και το νότιο Μεξικό. Ορισμένα είδη αυτού του γένους έχουν από μόνα τους αρκετά μεγάλες γεωγραφικές κατανομές, π.χ. το Poecile cinctus ζει στη Σκανδιναβία, στον Καναδά και στην Αλάσκα. Τα περισσότερα είδη του γένους Periparus συναντώνται στη νοτιοανατολική Ασία. Μεταξύ τους συγκαταλέγονται και δύο είδη ενδημικά των Φιλιππίνων, ενώ το Periparus ater (γνωστό στην Ελλάδα ως «ελατοπαπαδίτσα») έχει αντιθέτως ευρύτατη κατανομή, από τις Βρετανικές Νήσους και τη Βόρεια Αφρική μέχρι την Ιαπωνία. Οι δύο λοφιοφόρες παρίδες του γένους Lophophanes έχουν αποκεκομμένη κατανομή, με το ένα είδος (τη σκουφοπαπαδίτσα) να συναντάται στην Ευρώπη και το άλλο στην κεντρική Ασία.[3]

Το γένος Baeolophus είναι ενδημικό της Β. Αμερικής. Το γένος Parus περιλαμβάνει τον καλόγερο, που ζει από τη Δυτική Ευρώπη ίσαμε την Ινδονησία. Το γένος Cyanistes είναι ευρασιατικό (απαντώμενο και στη Β. Αφρική), ενώ τα τρία μονοτυπικά ιδιόμορφα γένη Pseudopodoces, Sylviparus και Melanochlora περιορίζονται όλα στην Ασία.[3]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι παρίδες είναι δραστήρια, θορυβώδη και κοινωνικά πουλιά. Κατά την εποχή της αναπαραγωγής είναι χωροκτητικά, δηλαδή το κάθε ζεύγος ορίζει μια περιοχή και την υπερασπίζεται. Το υπόλοιπο έτος πάντως δεν διστάζουν να ενώνονται στο ίδιο κοπάδι με άλλα είδη πτηνών. Είναι πολύ ευπροσάρμοστες και, μετά τις κορακίδες και τους παπαγάλους, είναι ίσως τα πιο ευφυή πουλιά.[3]

Τα κοπάδια από παρίδες διασπώνται εύκολα σε μικρότερες ομάδες ή και μεμονωμένα πουλιά, και αργότερα επανενώνονται με την ίδια ευκολία («Fission–fusion society»).[5][6] [7].

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κελάηδημα καλόγερου στη Φινλανδία

Οι παρίδες εμφανίζουν ποικιλία κλητικών ήχων και κελαηδημάτων. Είναι από τα πλέον «φλύαρα» πτηνά, καλώντας συνεχώς στις περισσότερες περιπτώσεις, τόσο πολύ, ώστε να σιωπούν μόνο για ειδικούς λόγους, π.χ. προκειμένου να αποφύγουν θηρευτές ή όταν παραβιάζουν την περιοχή ενός αντίζηλου. Σιγανές «κλήσεις επαφής» γίνονται όταν κυνηγούν την τροφή τους, ώστε να διευκολύνεται η συνοχή με τα άλλα άτομα της κοινωνικής τους ομάδας.[3] Διαφορετικές κλήσεις εκφωνούνται σημαίνοντας συναγερμό. Ο αριθμός των τελικών συλλαβών αυτής της κλήσεως αυξάνεται ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου που παρουσιάζει ο θηρευτής.[8]

Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σφυροκόπημα είναι ένας συνήθης τρόπος για το άνοιγμα σκληρών σπόρων στις παρίδες.
Γαλαζοπαπαδίτσα με ένα κομμάτι τροφής

Οι παρίδες είναι γενικά εντομοφάγα πτηνά, που καταναλώνουν ευρύτατη ποικιλία μικρών εντόμων και άλλων ασπόνδυλων ζώων, ιδίως μικρές κάμπιες. Επίσης τρέφονται με σπόρους φυτών και κάρυα, ιδίως τον χειμώνα. Μια χαρακτηριστική μέθοδος της οικογένειας είναι να κρέμονται ανάποδα από κλαδιά, επιθεωρώντας έτσι την κάτω πλευρά φύλλων και μικρών κλαδιών, και μόλις ανακαλύψουν κάτι πετούν εύκολα και το συλλαμβάνουν.[3] Σε περιοχές όπου συνυπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη της οικογένειας, το κάθε είδος αναζητεί την τροφή του σε διαφορετικά μέρη του δέντρου ή γενικότερα του ενδιαιτήματος, ανάλογα με το μέγεθός του: τα πιο μεγαλόσωμα είδη αναζητούν την τροφή τους στο έδαφος, τα μεσαίου μεγέθους στα χονδρά κλαδιά και τα μικρότερα είδη στα κλαράκια ή στα άκρα των κλαδιών. Αν βρουν έναν μεγάλο σπόρο που δεν μπορούν να καταπιούν, τον κρατούν ανάμεσα στα πόδια τους και τον σφυροκοπούν με το ράμφος τους μέχρι που να ανοίξει. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ανοίξουν ένα φουντούκι μέσα σε 20 λεπτά περίπου. Μερικά γένη αποθηκεύουν τροφή για τον χειμώνα.[9]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι παρίδες φωλιάζουν σε κοιλότητες, συνήθως μέσα σε κουφάλες δέντρων, αν και ο Pseudopodoces[10] κατασκευάζει τη φωλιά του στο έδαφος. Τα περισσότερα είδη που φωλιάζουν σε δέντρα σκάβουν τις φωλιές τους[11] και ο αριθμός των αβγών που γεννιούνται ανά ζεύγος σε μία περίοδο αναπαραγωγής ποικίλλει από δύο στο είδος Periparus rubidiventris των Ιμαλαΐων μέχρι και 10 έως 14 στη γαλαζοπαπαδίτσα. Οι τελευταίοι είναι πολύ μεγάλοι αριθμοί για είδος του οποίου οι νεοσσοί χρειάζονται καιρό ώσπου να μπορέσουν να πετάξουν.[12][13] Μάλιστα σε ευνοϊκές συνθήκες μια γαλαζοπαπαδίτσα παρατηρήθηκε να γεννά 19 αβγά σε μία και μόνη εποχή αναπαραγωγής, που είναι ο μεγαλύτερος αριθμός για οποιοδήποτε είδος πτηνού του οποίου οι νεοσσοί έχουν αργή ανάπτυξη.[1]

Πολλά αφρικανικά είδη παριδών, όπως και ο Pseudopodoces, είναι «συνεργατικοί ανατροφείς»[14], ενώ ακόμα και παρίδες που ανατρέφουν ανά ζεύγος τους νεοσσούς τους είναι συχνά πολύ κοινωνικές και διατηρούν σταθερά κοπάδια σε όλη τη μη αναπαραγωγική εποχή.[15]

Οι παρίδες έχουν πολλούς τρόπους για να προσελκύουν το ταίρι τους, με κυριότερο τον περίτεχνο χορό τους. Μόνο η αρσενική γαλαζοπαπαδίτσα ζευγαρώνει με περισσότερα του ενός θηλυκά: όλα τα άλλα είδη της οικογένειας είναι γενικώς μονογαμικά.[16] Το τάισμα του θηλυκού από το αρσενικό είναι χαρακτηριστική συμπεριφορά των ειδών που ανατρέφουν ως ζεύγος τους απογόνους τους, προς καλύτερη αντιμετώπιση της δυσκολίας της ανατροφής των πολλών απογόνων ανά έτος.

Συστηματική και ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καστανοπαπαδίτσα κατατασσόταν παλαιότερα στο γένος Parus, αλλά σήμερα έχει μεταταχθεί στο γένος Poecile.

Στις αρχές του 21ου αιώνα από το μεγάλο τότε γένος Parus αποσπάσθηκαν αρκετά άλλα γένη. Αρχικώς, στη δεκαετία του 1990, τα γένη Pseudopodoces, Baeolophus, Melanochlora, and Sylviparus θεωρήθηκε από τα μέχρι τότε διαθέσιμα δεδομένα ότι ήταν ξεχωριστά από το Parus.[17] Σήμερα έχουν προστεθεί και άλλα είδη που θεωρούνται ξεχωριστά, όπως διαπιστώθηκε με ανάλυση ακολουθιών στο μιτοχονδριακό DNA (κυτόχρωμα b), οπότε η καλύτερη οδός είναι να περιορισθεί το γένος Parus στον κλάδο των Parus majorParus fasciiventer.[18]

Στην ταξινόμηση πτηνών κατά Sibley-Ahlquist, η οικογένεια παρίδες είναι πολύ διευρυμένη, περιλαμβάνοντας συγγενείς ομάδες όπως οι ρεμιζίδες και ο αιγίθαλος, αλλά ενώ οι ρεμιζίδες είναι πολύ συγγενικές με τις παρίδες και θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην οικογένεια μαζί με τις στενοστιρίδες, ο αιγίθαλος δεν είναι.[18][19].

Εναλλακτικά, όλες οι παρίδες, εκτός από τα μονοτυπικά γένη και πιθανώς το γένος Cyanistes, αλλά μαζί με το Pseudopodoces, θα μπορούσαν να «στριμωχθούν» στο γένος Parus. Σε κάθε περίπτωση μπορούν να αναγνωρισθούν 4 μείζονες κλάδοι «τυπικών» παριδών: ο κλάδος του γένους Poecile, τα λοφιοφόρα είδη (Baeolophus και Lophophanes), οι Periparus-Pardaliparus και τέλος το Parus «με τη στενή έννοια» (sensu stricto) μαζί με τα γένη Melaniparus και Machlolophus. Ακόμα και έτσι, οι σχέσεις μεταξύ των κλάδων και αυτές μεταξύ των ειδών δεν είναι καθόλου κατασταλαγμένες. Η ανάλυση της μορφολογίας και της βιογεωγραφίας πιθανώς δίνει μια πιο στέρεη εικόνα από όσο τα μέχρι τώρα διαθέσιμα μοριακά δεδομένα.[18]

Γένη και είδη των παριδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικόνα Γένος Ζώντα είδη
Cephalopyrus, Bonaparte, 1854
Sylviparus, Burton, 1836
Melanochlora, Lesson, 1839
Periparus, Sélys Longchamps, 1884
Pardaliparus, Sélys Longchamps, 1884
Lophophanes, Kaup, 1829
Baeolophus, Cabanis, 1850
Sittiparus, Selys-Longchamps, 1884
Poecile, Kaup, 1829
Cyanistes, Kaup, 1829
Pseudopodoces, Zarudny & Loudon, 1902
Parus, Linnaeus, 1758
Machlolophus, Cabanis, 1850
Melaniparus, Bonaparte, 1850


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Perrins, C. (1991). Forshaw, Joseph, επιμ. Encyclopaedia of Animals: Birds. Λονδίνο: Merehurst Press. σελίδες 202–203. ISBN 1-85391-186-0. 
  2. Gosler & Clement (2007), σελ .669
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Gosler, Andrew· Clement, Peter (2007). «Family Paridae (Tits and Chickadees)». Στο: del Hoyo, Josep· Elliott, Andrew· Christie, David. Handbook of the Birds of the World. Volume 12: Picathartes to Tits and Chickadees. Βαρκελώνη: Lynx Edicions. σελίδες 662–709. ISBN 978-84-96553-42-2. 
  4. «Great Tits May be Evolving Bigger Beaks. Here's Why». 19 Οκτωβρίου 2017. 
  5. Kendra, Sewall (2015). «Social Complexity as a Driver of Communication and Cognition». Integrative and Comparative Biology 55 (3): 384-395. doi:10.1093/icb/icv064. PMID 26078368. 
  6. Alpin, L.M.; Farine, D.R.; Morand-Ferron, J.; Cole, E.F.; Cockburn, A.; Sheldon, B.C. (2013). «Individual personalities predict social behaviour in wild networks of great tits (Parus major)». Ecology Letters 16 (11): 1365-1372. doi:10.1111/ele.12181. PMID 24047530. 
  7. admin (15 Αυγούστου 2022). «Tufted Titmouse - Best Facts 2022». Birds At First Sight. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2022. 
  8. Templeton, Christopher; Greene, Erick; Davis, Kate (2005). «Allometry of Alarm Calls: Black-Capped Chickadees Encode Information About Predator Size». Science 308 (5730): 1934-1937. doi:10.1126/science.1108841. PMID 15976305. Bibcode2005Sci...308.1934T. 
  9. Jokinen, S.; Suhonen, J. (1995). «Food Caching By Willow and Crested Tits: A Test of Scatterhoarding Models». Ecology 76 (3): 892-898. doi:10.2307/1939354. https://archive.org/details/sim_ecology_1995-04_76_3/page/892. 
  10. "Pseudopodoces humilis, a misclassified terrestrial tit (Paridae) of the Tibetan Plateau: evolutionary consequences of shifting adaptive zones"[νεκρός σύνδεσμος]
  11. Mönkkönen, Mikko και Orell, Markku: «Clutch Size and Cavity Excavation in Parids (Paridae): The Limited Breeding Opportunities Hypothesis Tested», The American Naturalist, τόμ. 149, No. 6 (Ιούνιος 1997), σσ. 1164-1174
  12. "List of Species and Data Sources Used for Geographic Distributions and Data on Clutch Sizes and Intrinsic Variables"
  13. Newton, Ian: Population Limitation in Birds, σελ. 25
  14. Johannessen, Lars E. (2011). «Geographical variation in patterns of parentage and relatedness in the co-operatively breeding Ground Tit Parus humilis». Ibis 153 (2): 373-383. doi:10.1111/j.1474-919X.2011.01115.x. 
  15. Stacey, Peter B. & Ligon, J. David: «The Benefits-of-Philopatry Hypothesis for the Evolution of Cooperative Breeding: Variation in Territory Quality and Group Size Effects», The American Naturalist, τόμ. 137, No. 6 (Ιούνιος 1991), σσ. 831–846
  16. Andersson, S.; Rnborg, J.; Andersson, M. (1998). «Ultraviolet sexual dimorphism and assortative mating in blue tits». Proc. Biol. Sci. 265 (1395): 445-450. doi:10.1098/rspb.1998.0315. 
  17. Harrap, Simon & Quinn, David: Tits, Nuthatches & Treecreepers, εκδ. Christopher Helm, Λονδίνο 1996, ISBN 0-7136-3964-4
  18. 18,0 18,1 18,2 Gill, Frank B.; Slikas, Beth; Sheldon, Frederick H. (2005). «Phylogeny of titmice (Paridae): II. Species relationships based on sequences of the mitochondrial cytochrome-b gene». Auk 122 (1): 121-143. doi:10.1642/0004-8038(2005)122[0121:POTPIS]2.0.CO;2. 
  19. Jønsson, Knud A.; Fjeldså, Jon (2006). «Determining biogeographical patterns of dispersal and diversification in oscine passerine birds in Australia, Southeast Asia and Africa». Journal of Biogeography 33 (7): 1155-1165. doi:10.1111/j.1365-2699.2006.01507.x. https://archive.org/details/sim_journal-of-biogeography_2006-07_33_7/page/1155. 
  20. James, H.F., κ.ά. (2003): «Pseudopodoces humilis, a misclassified terrestrial tit (Paridae) of the Tibetan Plateau: evolutionary consequences of shifting adaptive zones», Ibis, τόμ. 145, σσ. 185-202 pdf αρχείο Αρχειοθετήθηκε 2006-09-21 στο Wayback Machine.