Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη της Λειψίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μάχη των εθνών)

Συντεταγμένες: 51°15′0″N 12°38′24″E / 51.25000°N 12.64000°E / 51.25000; 12.64000

Μάχη της Λειψίας
Ναπολεόντειοι πόλεμοι
Η Μάχη της Λειψίας, πίνακας του Αλεξάντερ Ζάουερβαϊτ (19ος αιώνας)
Χρονολογία16 Οκτωβρίου, 181319 Οκτωβρίου, 1813
ΤόποςΗ περιοχή γύρω από την πόλη Λειψία, Σαξονία
ΈκβασηΑποφασιστική Συμμαχική Νίκη
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
160.000-210.000 στρατιώτες,
630-700 πυροβόλα[1]
200.000-410.000 στρατιώτες,
1.350-1.460 πυροβόλα[2]
Απώλειες
38.000 νεκροί
12.000 τραυματίες
20.000 αιχμάλωτοι
325 πυροβόλα[3]
54.000 νεκροί και τραυματίες

Η Μάχη της Λειψίας (ρωσ. Би́тва под Ле́йпцигом[4], γαλλ. Bataille de Leipzig) γνωστή και ως η Μάχη των Εθνών (γερμαν. Völkerschlacht bei Leipzig), διεξήχθη στη Λειψία, στο Βασίλειο της Σαξονίας, στις 16-19 Οκτωβρίου 1813. Η Μάχη της Λειψίας ήταν η πιο σημαντική μάχη των Ναπολεόντειων Πολέμων, στην οποία ο Ναπολέων Α΄ της Γαλλίας ηττήθηκε από τους συμμαχικούς στρατούς της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, του Βασιλείου της Πρωσσίας και του Βασιλείου της Σουηδίας.

Στη μάχη πολέμησαν, και από τις δύο πλευρές, και Γερμανοί στρατιώτες. Στην πρώτη μέρα της μάχης, 16 Οκτωβρίου 1813, ο Ναπολέων αμυνόταν επιτυχώς αλλά, λόγω της πίεσης των Συμμάχων από τα άκρα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Λειψία στις 18 Οκτωβρίου. Στις 19 Οκτωβρίου, έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες, υποχώρησε στη Γαλλία.

Η μάχη της Λειψίας υπήρξε πολύ σημαντική μιας και, μετά από αυτή την ήττα, στον Ναπολέοντα απέμεινε μόνο η Γαλλία. Το 1814 άρχισε η επίθεση κατά της Γαλλίας, λόγω της οποίας ο Ναπολέων έχασε τον θρόνο του και εξορίστηκε στη νήσο Έλβα.

Μετά τη γαλλική εισβολή στη Ρωσία, η οποία τελείωσε με τη διάλυση του γαλλικού στρατού, την άνοιξη του 1813 η Πρωσσία (υπό γαλλική τότε κατοχή) ξεσηκώθηκε εναντίον του Ναπολέοντα. Οι Ρώσοι και οι Πρώσσοι απελευθέρωσαν τα εδάφη μέχρι τον Έλβα.

Ο Ναπολέων, ο οποίος είχε πολλούς νεοσυλλέκτους στην στρατιά του λόγω του ότι είχε χάσει πολλούς βετεράνους του στη Ρωσσία, κατάφερε να νικήσει δύο φορές τους Ρώσους και τους Πρώσσους, στη μάχη του Λύτσεν (2 Μαΐου) και στη μάχη του Μπάουτσεν (21 Μαΐου), κάτι που ανάγκασε τους Συμμάχους να σταματήσουν τον πόλεμο στις 4 Ιουνίου.

Η ίδρυση του Στ΄ Συνασπισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ειρήνη τελείωσε στις 11 Αυγούστου 1813, με επίθεση της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σουηδίας κατά του Ναπολέοντα. Έτσι δημιουργήθηκε ο Στ΄ Συνασπισμός, με χώρες-μέλη την Αυστριακή Αυτοκρατορία, τη Βρεταννική Αυτοκρατορία, τη Ρωσική Αυτοκρατορία, την Ισπανική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Πρωσσίας, το Βασίλειο της Σουηδίας, το Βασίλειο της Πορτογαλίας, καθώς και μερικά μικρότερα γερμανικά κρατίδια. Σκοπό είχε να στρέψη τις χώρες-μέλη κατά του Ναπολέοντα.

Οι δυνάμεις του Συνασπισμού χωρίστηκαν σε 3 στρατιές:

Αν και Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονταν και στις 3 στρατιές, για πολιτικούς λόγους ο Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας δεν ζήτησε να δοθεί ανώτατη διοίκηση στους Ρώσους στρατηγούς.

Οι νίκες των συμμάχων κατά των Γάλλων στραταρχών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναπολέων, στη Μάχη της Δρέσδης που διεξήχθη στις 27 Αυγούστου, ανάγκασε τη Στρατιά της Βοημίας να υποχωρήσει στην Αυστρία. Ακολουθώντας την τακτική του Σχεδίου του Τράχενμπεργκ, οι Σύμμαχοι απέφυγαν τις συγκρούσεις με τον ίδιο τον Ναπολέοντα, αλλά μάχονταν επιτυχημένα εναντίον των Γάλλων στρατηγών, νικώντας τον στρατάρχη Νικολά Ουντινό στη Μάχη του Γκρόσμπεερεν, τον στρατάρχη Ετιέν Μακντονάλντ στη Μάχη του Κάτσμπαχ, τον στρατηγό Ντομινίκ Ρενέ Βαντάμ στη Μάχη του Κουλμ και τον στρατάρχη Μισέλ Νέυ στη Μάχη του Ντέννεβιτς. Μετά από αυτές τις μάχες, ακολούθησε παύση των συγκρούσεων επί τρεις εβδομάδες, δίδοντας την ευκαιρία στις δύο αντίπαλες πλευρές ν΄ ανανεώσουν τους στρατούς τους.

Οι Σύμμαχοι ενισχύθηκαν με νεοσύλλεκτους στρατιώτες και προχώρησαν σε επίθεση κατά του Ναπολέοντα, ο οποίος κρατούσε αμυντική τακτική γύρω από τη Δρέσδη, στα ανατολικά της Σαξονίας. Η Στρατιά της Σιλεσίας παρέκαμψε τη Δρέσδη από τα βόρεια, και διάβηκε τον Έλβα, ανατολικά της Λειψίας. Μαζί της ενώθηκε και η Βόρεια Στρατιά. Η Στρατιά της Βοημίας παρέκαμψε τη Δρέσδη από τα νότια.

Ο Ναπολέων άφησε μεγάλες δυνάμεις στη Δρέσδη για να υπερασπιστούν την πόλη από τη Στρατιά της Βοημίας, και κινήθηκε προς τη Λειψία για να σταματήσει, όπως υπολόγιζε αρχικά, τον Μπλύχερ και τον Μπερναντότ. Οι Πρώσσοι άρχισαν την επίθεση από τα βόρεια, από το Βάρτενμπεργκ, οι Ρώσσοι και οι Αυστριακοί από τα νότια και τα δυτικά, και οι Σουηδοί βορειότερα των Πρώσσων.

Ο Ναπολέων αναζητούσε μια αποφασιστική μάχη, μιας και η τακτική των Συμμάχων τούς έδινε τη δυνατότητα, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, της ανανέωσης των δυνάμεών τους. Όπως θεωρούν οι ιστορικοί, μοιραίο σημείο για τον Ναπολέοντα ήταν η τακτική υπερεκτίμηση των στρατιωτών του, οι οποίοι ήταν κουρασμένοι από τις περασμένες μάχες και τις μεγάλες πορείες, και η στρατηγική υποτίμηση των δυνάμεων των συμμάχων. Λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης, ο Ναπολέων ήταν αβέβαιος για τη συμμετοχή της αυστριακής Στρατιάς της Βοημίας. Ο Ναπολέων είχε επίσης υποθέσει λανθασμένα ότι οι Ρώσοι και οι Πρώσσοι της Στρατιάς της Σιλεσίας βρίσκονταν πιο βόρεια απ΄ ότι ήταν στην πραγματικότητα.

Γαλλία, Πολωνία και Σαξονία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ναπολέων Α' της Γαλλίας (πίνακας του Ζακ-Λουί Νταβίντ)

Ο κύριος διοικητής του γαλλικού στρατού ήταν ο Ναπολέων Α'. Παρά την ήττα του στον Πατριωτικό Πόλεμο του 1812 (Γαλλική εισβολή στη Ρωσία), ο Ναπολέων κατείχε ακόμα τη μισή Ευρώπη. Μέσα σε λίγο χρόνο, κατάφερε ν΄ αυξήσει τον αριθμό των στρατιωτών του στα ανατολικά, από 30.000 σε 130.000. Στη Λειψία, ο Ναπολέων είχε στην διάθεση του 9 σώματα πεζικού (περίπου 120.000 στρατιώτες), την Αυτοκρατορική Φρουρά (3 σώματα πεζικού, 1 σώμα ιππικού, συνολικά περίπου 42.000 στρατιώτες), 5 σώματα ιππικού (περίπου 24.000 στρατιώτες) και τη Φρουρά της Λειψίας (περίπου 4.000 στρατιώτες). Εκτός από Γάλλους, ο Ναπολέων διέθετε στρατιώτες από τη Γερμανία, την Πολωνία, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία.[5].

Ο Ιωσήφ Πονιατόφσκι

Το κύριο πολωνικό Σώμα Στρατού (8ο σώμα πεζικού, περίπου 5.000 στρατιώτες), το οποίο έμεινε πιστό στον Ναπολέοντα, διοικούσε ο Ιωσήφ Πονιατόφσκι (πολων. Józef Poniatowski), ανιψιός του τελευταίου βασιλιά της Πολωνίας, Στανίσλαβ Β΄ Πονιατόφσκι. Όπως και η πλειοψηφία των Πολωνών, ο Πονιατόφσκι ήταν υπέρ της Συνθήκης του Τιλσίτ, αφού θεωρούσε ότι θα έδινε στην Πολωνία την ανεξαρτησία της και την προστασία της Γαλλίας. Αφού διακρίθηκε στην Πολιορκία του Ντάντσιχ και στη Μάχη του Φρίντλαντ (1807), ο Ιωσήφ Πονιατόφσκι διορίστηκε υπουργός Άμυνας στην προσωρινή κυβέρνηση της Πολωνίας, και το 1808 έγινε ο κύριος διοικητής του Πολωνικού Στρατού. Ο Πονιατόφσκι συμμετείχε στη γαλλική εισβολή στη Ρωσσία, με αποκορύφωμα τη Μάχη του Μποροντίνο (προφορά στα ρωσικά: Μπαραντινό). Μετά την υποχώρηση από τη Ρωσία, παρέμεινε πιστός στον Ναπολέοντα. Στην πρώτη μέρα της μάχης, ήταν ο μόνος ξένος στρατάρχης του στρατού του Ναπολέοντα.

Ο βασιλιάς της Σαξονίας, Φρειδερίκος-Αύγουστος Α΄, ήταν υποχρεωμένος να στηρίξει τον Ναπολέοντα. Σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης του Τίλσιτ, η Σαξονία έπαιρνε από την Πρωσσία το Κότμπους, καθώς και το Δουκάτο της Βαρσοβίας (μέχρι τότε ανήκε στους Πρώσσους), υπό μορφήν προσωπικής ένωσης. Όταν το 1813 άρχισε η ρωσοπρωσσική επίθεση στη Σαξονία, ο Φρειδερίκος-Αύγουστος εγκατέλειψε τη Δρέσδη, φοβούμενος μη χάσει τον θρόνο του σε περίπτωση νίκης των Πρώσσων. Οι σύμβουλοι του Φρειδερίκου-Αυγούστου, οι Λανγκενάου και Τσενφτ, ζητούσαν ένωση με την Αυστρία, αλλά ο Φρειδερίκος-Αύγουστος αρνήθηκε, αφού ήξερε ότι η Αυστρία θα ζητούσε να ελευθερώσει το Δουκάτο της Βαρσοβίας. Αλλά, στις 20 Απριλίου 1813, ο Φρειδερίκος-Αύγουστος υπέγραψε μυστική συμφωνία με την Αυστρία, σύμφωνα με την οποία αυτός έπρεπε να αρνηθεί να στηρίξει τον Ναπολέοντα με ιππικό και να απαγορεύσει ν΄ ανοίγουν τις πύλες του οχυρού του Τοργκάου (Torgau) στους Γάλλους, κάτι που σταμάτησε με την επίθεση του Γάλλου στρατάρχη Νέυ στο Βερολίνο. Μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στη Μάχη του Λύτσεν, ο Φρειδερίκος-Αύγουστος απέλυσε τον σύμβουλο του, Τσενφτ, και με επιστολή του ζήτησε συγγνώμη από τον Ναπολέοντα.

Έκτος Συνασπισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυνάμεις των συμμάχων στη Λειψία χωρίζονταν στις εξής ομάδες: πρώτοι έφθασαν οι Ρώσοι και οι Πρώσσοι της Στρατιάς της Σιλεσίας, υπό την ηγεσία του φον Μπλύχερ (54.000-60.000 στρατιώτες, 315 κανόνια), και οι Αυστριακοί, Ρώσοι και Πρώσσοι της Στρατιάς της Βοημίας, υπό την ηγεσία του Σβάρτσενμπεργκ (133.000 στρατιώτες, 578 κανόνια). Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι δύο αυτές στρατιές ενώθηκαν με τους Σουηδούς, Πρώσσους και Ρώσσους της Βόρειας Στρατιάς, υπό την ηγεσία του Μπερναντότ (58.000 στρατιώτες, 256 κανόνια), τη ρωσική Στρατιά της Πολωνίας, υπό την ηγεσία του Λεόντι Μπέννιγκσεν (46.000 στρατιώτες, 162 κανόνια) και με την 1η Αυστριακή Στρατιά, υπό την ηγεσία του Χιερόνιμους Καρλ φον Κολλορέντο-Μάνσφελντ (8.000 στρατιώτες, 24 κανόνια). Ο στρατός των συμμάχων αποτελείτο από 127.000 Ρώσους, 89.000 Αυστριακούς, 72.000 Πρώσσους και 18.000 Σουηδούς, ήτοι συνολικά 306.000 άνδρες.[6].

Καρλ Σβάρτσενμπεργκ

Κύριος διοικητής του συμμαχικού στρατού θεωρείτο ο Κάρολος Φίλιππος, κόμης του Σβάρτσενμπεργκ. Ο Σβάρτσενμπεργκ ήταν απόγονος παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας, και το 1805 ήταν διοικητής στρατιάς που συμμετείχε στη Μάχη της Ουλμ εναντίον των Γάλλων (τότε είχαν νικήσει οι Γάλλοι). Κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία, ήταν διοικητής του αυστριακού επικουρικού σώματος (περίπου 30.000 στρατιώτες), που αποτελούσε τότε τμήμα της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα. Ήταν όμως πάρα πολύ προσεκτικός και κατάφερε να αποφύγει τις μεγάλες συγκρούσεις με τους Ρώσους. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στη Ρωσία, ο Σβάρτσενμπεργκ σταμάτησε την παροχή βοήθειας προς αυτόν, και μάλιστα σταμάτησε την υποχώρηση των Γάλλων της μονάδας του Ρεν. Μετά την ένταξη της Αυστρίας στον Έκτο Συνασπισμό, τον Αύγουστο του 1813, ο Σβάρτσενμπεργκ διορίστηκε διοικητής της Στρατιάς της Βοημίας. Τον Αύγουστο του 1813, η Στρατιά της Βοημίας ηττήθηκε στη Μάχη της Δρέσδης και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Βοημία, όπου έμεινε μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου.

Αλέξανδρος Α' της Ρωσσίας

Αν και τους Ρώσους στρατιώτες διοικούσαν οι στρατηγοί, από τους οποίους ο πιο σημαντικός ήταν ο Μιχαήλ Μπογκντάνοβιτς Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, ο Αλέξανδρος Α' της Ρωσσίας[7] συμμετείχε στη γενική διοίκηση. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α' ήταν ο κύριος δημιουργός του Έκτου Συνασπισμού κατά του Ναπολέοντα, καθώς εξέλαβε τη γαλλική εισβολή στη Ρωσία όχι μόνο ως μεγάλο κίνδυνο για τη Ρωσική Αυτοκρατορία, αλλά και ως προσωπική προσβολή, και ο ίδιος ο Ναπολέων έγινε γι΄ αυτόν ο κύριος εχθρός, ενώ θεωρούσε επίσης πως χωρίς την πλήρη ήττα των Γάλλων ο Ναπολέων θα επέστρεφε δριμύτερος. Πολλές φορές, ο διπλωματικός χαρακτήρας του Αλέξανδρου ήταν αυτός που έσωσε τον Έκτο Συνασπισμό. Ο ίδιος ο Ναπολέων θεωρούσε τον Αλέξανδρο «εφευρετικό Βυζαντινό» και «Βόρειο Φρανσουά-Zoζέφ Ταλμά (Γάλλος ηθοποιός)», που μπορούσε να υποδυθεί διάφορους ρόλους.

Ο βασιλιάς της Πρωσσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄, δεν συμμετείχε στη διοίκηση των Πρωσσικών στρατευμάτων. Αφού, σύμφωνα με τη συμφωνία ειρήνης του Τίλσιτ έχασε τα μισά εδάφη του βασιλείου του, αναγκάστηκε να υπογράψει συμφωνία που ανάγκαζε την Πρωσσία να στείλει 20.000 στρατιώτες για ενίσχυση στον Ναπολέοντα, κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία. Αλλά, κάποιοι πολιτικοί και στρατηγοί που ήταν εναντίον της πολιτικής της Γαλλίας (όπως οι Άουγκουστ φον Γκνάιζεναου, Χάινριχ Φρίντριχ Καρλ φον Στάιμ κ.α) δημιούργησαν τη Ρωσογερμανική Λεγεώνα (τον Νοέμβριο του 1812, η Λεγεώνα αριθμούσε 8.000 στρατιώτες), η οποία πολεμούσε κατά του Ναπολέοντα. Το Μάρτιο του 1813, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ κάλεσε το λαό του να πολεμήσει και αυτός κατά του Ναπολέοντα. Ο χαρακτήρας του Πρώσσου βασιλιά δεν ήταν σκληροτράχηλος - ανάγκασε τον λαό του να πολεμήσει κατά του Ναπολέοντα για να μη χάσει τον θρόνο του.

Τους Σουηδούς, Ρώσους και Πρώσσους της Βόρειας Στρατιάς διοικούσε ο πρώην στρατάρχης του Ναπολέοντα, Ζαν-Μπατίστ Μπερναντότ, ο μελλοντικός Κάρολος ΙΔ΄ Ιωάννης της Σουηδίας. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης του Τίλσιτ, ο Μπερναντότ διορίστηκε διοικητής του γαλλικού στρατού εκστρατείας (γιατί υπήρχαν και έθνοφρουροί, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν μέχρι το 1815 να βγοῦν από τα σύνορα της Γαλλίας) και υποδιοικητής στη Βόρεια Γερμανία και στη Δανία. Ο Μπερναντότ κατάφερε να κερδίσει αμέσως τη συμπάθεια των κατοίκων του τόπου, αλλά δεν είχε καλές σχέσεις με τον Ναπολέοντα. Ο Μπερναντότ, στο συνέδριο που συγκάλεσε ο βασιλιάς της Σουηδίας, Κάρολος ΚΓ΄, που δεν είχε άρρενα γόνο, ορίστηκε πρίγκηπας-διάδοχος του θρόνου της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Ο μοναδικός όρος ήταν να δεχθεί ο Μπερναντότ τον Λουθηρανισμό. Στις 31 Οκτωβρίου 1810, ο Μπερναντότ εμφανίστηκε στο συνέδριο των κυβερνητικών τάξεων στη Στοκχόλμη, και στις 5 Νοεμβρίου ορίστηκε επίσημα διάδοχος του θρόνου. Το 1812, διέκοψε τις σχέσεις με τη Γαλλία και έγινε σύμμαχος της Ρωσσίας. Ο Μπερναντότ εκμεταλλεύτηκε τον σεβασμό των μοναρχών της Ευρώπης προς αυτόν, ως πρώην στρατάρχη του Ναπολέοντα. Στον πόλεμο του 1813, προσπάθησε να μη στείλει στη μάχη τους τελευταίους Σουηδούς στρατιώτες (20-24 χιλιάδες), μιας και ήθελε να κρατήσει όσους περισσότερους στρατιώτες μπορούσε, προκειμένου να κατακτήσει τη Νορβηγία.

15 Οκτωβρίου 1813, η μέρα πριν τη μάχη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι θέσεις των συμμάχων την προηγούμενη της μάχης. Με κόκκινο χρώμα οι Αυστριακοί, με κίτρινο οι Ρώσοι, με μαύρο οι Πρώσσοι και με μπλε οι Γάλλοι.

Στις 15 Οκτωβρίου, ο Ναπολέων τοποθέτησε τους στρατιώτες του γύρω από τη Λειψία, ενώ ανέπτυξε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του (110.000 στρατιώτες) στα νότια της πόλης γύρω από τη λίμνη Πλάισε (γερ. Pleiße), από το χωριό Κόννεβιτς (γερ. Konnewitz) μέχρι το χωριό Μαρκκλέεμπεργκ (γερ. Markkleeberg), καθώς και στα ανατολικά της πόλης, από τα χωριά Βαχάου (γερ. Wachau) και Λίμπερτβολκβιτς (γερ. Liebertwolkwitz) μέχρι το Χόλτσχαουζεν (γερ. Holzhausen). Η μονάδα του στρατηγού Ανρί-Γκρατιέν Μπερτράν (12.000 στρατιώτες), η οποία βρισκόταν στο χωριό Λίντεναου (γερ. Lindenau), έκλεινε το δρόμο προς την πόλη από τα δυτικά. Στα βόρεια της πόλης βρίσκονταν οι δυνάμεις των στραταρχών Ωγκύστ ντε Μαρμόν και Μισέλ Νέυ (50.000 στρατιώτες).

Την ίδια ώρα, οι Σύμμαχοι είχαν στη διάθεσή τους 200.000 στρατιώτες, αφού το 1ο Αυστριακό Σώμα Στρατού (ΣΣ) του στρατηγού φον Κολλορέντο-Μάνσφελντ, η ρωσική Στρατιά της Πολωνίας του στρατηγού Λεόντι Μπέννιγκσεν, καθώς και η Βόρεια Στρατιά του Μπερναντότ, δεν είχαν αφιχθεί στο πεδίο της μάχης. Οι δυνάμεις των Συμμάχων επικεντρώνονταν στη Στρατιά της Βοημίας, η οποία συμπεριλάμβανε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ της Ρωσίας και τον βασιλιά της Πρωσσίας, Φρειδερίκο-Γουλιέλμο Γ΄.

Σύμφωνα με το σχέδιο του Σβάρτσενμπεργκ, οι κύριες δυνάμεις του στρατού έπρεπε να διαλύσουν την αντίσταση των Γάλλων στο Κόννεβιτς, και να περάσουν μεταξύ των λιμνών Βάισε Έλστερ (γερ. Weiße Elster) και Πλάισε (γερ. Pleiße), ν΄ αποφύγουν τη δεξιά πλευρά του γαλλικού στρατού και να καταλάβουν τον δρόμο από τα δυτικά της Λειψίας. Περίπου 20.000 στρατιώτες της Αυστρίας υπό την ηγεσία του Ούγγρου στρατάρχη Ιγκνάτς Γκιούλαϊ, έπρεπε να επιτεθούν στο Λίντεναου, δυτικά της Λειψίας, ενώ ο Μπλύχερ θα επιτίθετο στο χωριό Σκόιντιτς (γερμ. Schkeuditz), 12 χλμ. βορειοδυτικά της Λειψίας.

Μετά την επιστροφή του Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας, ο οποίος με δυσκολία πολεμούσε σε αυτό το έδαφος, για την εκτέλεση του σχεδίου του, ο Σβάρτσενμπεργκ έλαβε μόνο 35.000 Αυστριακούς στρατιώτες από τη 2η μονάδα του στρατηγού Μαξιμίλιαν φον Μέρφελντ, υπό τη γενική ηγεσία του Φρειδερίκου ΣΤ΄, Δούκα της Έσσης-Χόμπουργκ. Το 4o Σώμα του Γιόχαν φον Κλενάου, οι Ρώσοι στρατιώτες του στρατηγού Πιοτρ Βίτγκενσταϊν και το πρωσσικό σώμα του στρατηγού Φραντς Κάζιμιρ φον Κλάιστ, υπό τη γενική ηγεσία του Ρώσου στρατηγού Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, έπρεπε να επιτεθούν στους Γάλλους από τα νοτιοδυτικά. Με αυτόν τον τρόπο, η Στρατιά της Βοημίας, που βρισκόταν σε δάση και λίμνες, χωρίστηκε σε 3 τμήματα: στα δυτικά οι Αυστριακοί στρατιώτες του Γκιούλαϊ, το άλλο μέρος του αυστριακού στρατού στα νότια μεταξύ των λιμνών Βάισε Έλστερ και Πλάισε, ενώ το υπόλοιπο μέρος της Στρατιάς της Βοημίας, υπό την ηγεσία του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, στα νοτιοδυτικά.

16 Οκτωβρίου, η πρώτη μέρα της μάχης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 16 Οκτωβρίου, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος[1][8]. Χωρίς να περιμένει την ανατολή του ηλίου, η ρωσσοπρωσσική στρατιά του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ ξεκίνησε την προώθησή της και στις 8 το πρωί άρχισε την επίθεση με βομβαρδισμούς του πυροβολικού. Οι εμπροσθοφυλακές των Συμμάχων ακολούθως ξεκίνησαν την επίθεση στις θέσεις των Γάλλων.

Οι Ρώσοι (14η Μεραρχία του Χελφράιχ) και οι Πρώσσοι (12η Ταξιαρχία και το 4ο Τάγμα της 9ης Ταξιαρχίας) στρατιώτες υπό την ηγεσία του φον Κλάιστ, περίπου στις 9.30 π.μ. κατέλαβαν το χωριό Μαρκκλέεμπεργκ, το οποίο υπερασπίζονταν ο στρατάρχης Πιερ Οζερώ και ο Πολωνός πρίγκηπας Πονιατόφσκι - το χωριό χρειάστηκε να καταληφθεί και ανακαταληφθεί τέσσερεις φορές εξ εφόδου από τους Συμμάχους.

Αφού έφτασαν στα ανατολικά, όπου βρίσκονταν οι Γάλλοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του ίδιου του Ναπολέοντα, οι Ρώσοι (2ο Σώμα Στρατού, περίπου 5.000 στρατιώτες, καθώς και ιππικό του στρατηγού Πιοτρ Πέτροβιτς Πάλεν, με Ουσσάρους, Κοζάκους, περίπου 2.000 στρατιώτες) και οι Πρώσσοι (9η Ταξιαρχία, 6.000 στρατιώτες) υπό την ηγεσία του γερμανικής καταγωγής Ρώσου στρατηγού Ευγένιου της Βυρτεμβέργης, κατέλαβαν το χωριό Βαχάου. Αλλά, λόγω μεγάλων απωλειών που υπέστησαν εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης των Γάλλων, οι Ρώσοι και Πρώσσοι αναγκάστηκαν ν΄ αφήσουν το Βαχάου. Μερικές μονάδες του στρατού τους έμειναν στο δάσος που ήταν κοντά στο χωριό.

Η 5η ρωσσική μεραρχία του στρατηγού Βλαντίμιρ Πέτροβιτς Μεζέντσεφ (5.000 στρατιώτες), και οι πρωσσικές 10η και 11η ταξιαρχίες επιτέθηκαν στο χωριό Λίμπερτβολκβιτς, το οποίο υπερασπιζόταν το σώμα στρατού του στρατάρχη Νταβού (13.000 στρατιώτες, 50 κανόνια) και το σώμα του στρατάρχη Μακντονάλντ (18.000 στρατιώτες). Μετά από σκληρές μάχες, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν το χωριό, αλλά και οι δύο πλευρές είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες. Μετά την άφιξη γαλλικών ενισχύσεων υπό τη μορφή της 36ης γαλλικής μεραρχίας, οι Σύμμαχοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό στις 11 π.μ.

Όλο το μέτωπο των Συμμάχων ήταν τόσο αποδυναμωμένο από τη μάχη, που με δυσκολία κατάφερε να κρατηθεί τις θέσεις του. Η προσπάθεια των Αυστριακών να καταλάβουν το Κόννεβιτς επίσης δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και, μετά από μισή μέρα μάχης, ο Σβάρτσενμπεργκ έστειλε την αυστριακή μονάδα για βοήθεια στον στρατηγό Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ.

Η αντεπίθεση του Ναπολέοντα

Μετά από αυτά, ο Ναπολέων αποφάσισε να αρχίσει την αντεπίθεση. Στις 15:00, 10.000 Γάλλοι ιππείς υπό την ηγεσία του στρατάρχη Μυρά, προσπάθησαν να διαλύσουν το κεντρικό μέτωπο των Συμμάχων στο Βαχάου. Κατάφεραν να φτάσουν έως το λόφο όπου βρίσκονταν οι αρχηγοί των Συμμάχων και ο ίδιος ο Σβάρτσενμπεργκ, αλλά οι Σύμμαχοι κατάφεραν να τους σταματήσουν χάρη σε αντεπίθεση των Κοζάκων, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Ιβάν Γιεφρέμοφ.

Επίσης, με αποτυχία τελείωσε η γαλλική αντεπίθεση του 1ου Γαλλικού Σώματος του υποστράτηγου Λοριστόν στο χωριό Γκύλντεν-Γκόσσα (Gülden-Gossa). Όταν ο Σβάρτσενμπεργκ κατάλαβε τη στρατηγική σημασία αυτής της θέσης, διέταξε τον πρίγκηπα Κονσταντίν Πάβλοβιτς να σταματήσει τη γαλλική αντεπίθεση.

Η επίθεση των στρατιωτών του στρατάρχη Γκιούλαϊ στο Λίντεναου, αποκρούστηκε από τον Γάλλο στρατηγό Μπερτράν, αλλά την αποφασιστική νίκη κατάφερε να πάρει η Στρατιά της Σιλεσίας. Χωρίς να περιμένει τη Βόρεια Στρατιά του Μπερναντότ, ο Μπλύχερ διέταξε μαζική επίθεση. Στα χωριά Βίντεριτς (Wideritz) και Μέκερν (Möckern), οι στρατιώτες των συμμάχων συνάντησαν τη σθεναρή άμυνα των Γάλλων. Ο Πολωνός στρατηγός Γιαν Ντομπρόφσκι, ο οποίος αμυνόταν στο Βίντεριτς, κατάφερε για μια ολόκληρη μέρα να κρατήσει το χωριό από τους Ρώσους του στρατηγού Αλεξάντρ-Λουί Αντρώ ντε Λανζερόν. Στο μεταξύ, 17.000 στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατάρχη Ωγκύστ ντε Μαρμόν, ο οποίος αμυνόταν στο Μέκερν, δέχθηκαν διαταγή να υποχωρήσουν προς τα νότια, στο Βαχάου, με αποτέλεσμα να αφήσουν τις καλά οχυρωμένες θέσεις στα βόρεια. Όταν έμαθε ότι οι Σύμμαχοι είναι κοντά, ο Μαρμόν ζήτησε τη βοήθεια του στρατάρχη Νέυ. Ο Πρώσσος στρατηγός Γιόχαν Γιορκ φον Βάρτενμπουργκ, ο οποίος διοικούσε 20.000 στρατιώτες σε αυτό το μέρος, μετά από πολλές επιθέσεις κατάφερε να καταβάλει το χωριό, χάνοντας 7.000 στρατιώτες. Το Σώμα Στρατού του Νταβού καταστράφηκε. Με αυτό τον τρόπο, διαλύθηκε το μέτωπο των Γάλλων στα βόρεια της Λειψίας, ενώ οι μονάδες του Ναπολέοντα δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, μιας και πολεμούσαν στη Μάχη του Βαχάου.

Τη νύχτα, η μάχη σταμάτησε. Η επίθεση κόστισε στους Συμμάχους 20.000 νεκρούς και τραυματίες. Παρά τις επιτυχημένες αντεπιθέσεις των Συμμάχων στο χωριό Γκύλντεν-Γκόσσα και στο "Δάσος του Ινστιτούτου" (γύρω από το Βαχάου), μεγάλο μέρος του πεδίου της μάχης έμεινε στην κατοχή των Γάλλων. Οι Γάλλοι απομάκρυναν τους Συμμάχους από το Βαχάου μέχρι το Γκύλντεν-Γκόσσα, και από το Λίμπερτβολκβιτς μέχρι το "Δάσος του Ινστιτούτου", αλλά δεν κατάφεραν να διαλύσουν το μέτωπο των Συμμάχων. Η πρώτη μέρα της μάχης δεν είχε ξεκάθαρο νικητή.

17 Οκτωβρίου, η δεύτερη μέρα της μάχης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Μάχη της Λειψίας

Στις μάχες της πρώτης μέρας, ο Ναπολέων δεν κατάφερε να διαλύσει το αντίπαλο μέτωπο. Οι Σύμμαχοι έλαβαν 100.000 στρατιώτες ως ενίσχυση, ενώ την ίδια ώρα ο Ναπολέων μπορούσε να βασιστεί μόνο στη μονάδα στο χωριό Ντύμπεν (Düben). Ο Ναπολέων κατάλαβε τον κίνδυνο, αλλά, ελπίζοντας στις συγγενικές σχέσεις με τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄, αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τη Λειψία. Μέσω του Αυστριακού στρατηγού Μαξιμίλιαν φον Μέρφελντ, ο Ναπολέων αργά τη νύχτα της 16ης Οκτωβρίου μεταβίβασε στους Συμμάχους τους δικούς του όρους ειρήνης - τους ίδιους, που του είχαν δώσει ειρήνη τον Αύγουστο[9]. Αλλά αυτή τη φορά, οι Σύμμαχοι δεν έδωσαν καμία απάντηση. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι όροι ειρήνης φάνηκαν ως σοβαρό λάθος "ψυχολογίας" του Ναπολέοντα - οι απογοητευμένοι με τα αποτελέσματα της πρώτης μέρας μαχών Σύμμαχοι, άρχισαν να πιστεύουν στην αδυναμία των Γάλλων, μιας και ο Ναπολέων ήταν ο πρώτος που ζήτησε ειρήνη.

Η δεύτερη μέρα της μάχης πέρασε, σε πολλά στάδια, ήσυχα - μόνο στα βόρεια, οι στρατιώτες του Μπλύχερ, αφού κατέλαβαν τα χωριά Όιτριτς (γερ. Eutritzsch) και Γκόλις (γερ. Gohlis), έφθασαν πιο κοντά στη Λειψία.

Στις 14:00, στο χωριό Γιέζεβιτς (γερμ. Jesewitz), οι Σύμμαχοι συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο. Την ίδια ώρα, έφτασε το μήνυμα της άφιξης της Ρωσικής Στρατιάς της Πολωνίας, υπό τον στρατηγό Μπέννιγκσεν (54.000 στρατιώτες). Ο Σβάρτσενμπεργκ ήθελε να συνεχιστεί η μάχη, αλλά ο Μπέννιγκσεν δήλωσε ότι οι στρατιώτες του ήταν εξαντλημένοι από το αδιάκοπο περπάτημα. Αποφασίστηκε να συνεχιστεί η μάχη στις 7:00 π.μ. την επόμενη μέρα.

Για την ενίσχυση της στρατιάς του Μπέννιγκσεν, οι Σύμμαχοι τής έστειλαν το 4ο Αυστριακό Σώμα Στρατού του φον Κλενάου, την 11η Πρωσσική Ταξιαρχία του αντιστράτηγου Χανς Ερνστ Καρλ φον Τσίτεν, και τους Κοζάκους του στρατηγού Ματβέι Πλάτοφ. Με αυτό τον τρόπο, η στρατιά του Μπέννιγκσεν αυξήθηκε κατά 75.000 άνδρες.

18 Οκτωβρίου, η τρίτη μέρα της μάχης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι θέσεις των συμμάχων στις 18 Οκτωβρίου 1813, με κόκκινο χρώμα οι Αυστριακοί, με κίτρινο οι Ρώσοι, με μαύρο οι Πρώσσοι και με γαλάζιο οι Σουηδοί. Με μπλε οι Γάλλοι και με πράσινο οι Σάξονες.

Στις 02.00 π.μ., στις 18 Οκτωβρίου, ο Ναπολέων άφησε τις παλιές του θέσεις, αφού, λόγω σοβαρών απωλειών που υπέστη ο γαλλικός στρατός, δεν μπορούσε να τις υπερασπιστεί. Η νέα θέση υπερασπιζόταν από 150.000 Γάλλους στρατιώτες, που δεν ήταν αρκετοί για να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Συμμάχων, οι οποίοι είχαν στην διάθεση τους 300.000 στρατιώτες και 1.400 κανόνια. Παρόλα αυτά, οι μάχες της ημέρας ήταν σκληρές και οι Σύμμαχοι δεν είχαν παντού το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στις 7:00 π.μ., ο Σβάρτσενμπεργκ έδωσε διαταγή για επίθεση.

Ο Ναπολέων, ο οποίος διοικούσε τον στρατό του από το παρακείμενο όρος, προσπαθούσε να αποκρούσει τις συμμαχικές επιθέσεις. Οι μονάδες των Συμμάχων κινούνταν χωρίς ισορροπία, και κάποιες από αυτές ήρθαν πολύ αργά, γεγονός που δεν έδωσε την ευκαιρία στους Συμμάχους να επιτεθούν την ίδια ώρα συντονισμένα σε όλα τα μέτωπα των Γάλλων. Οι Αυστριακοί υπό την ηγεσία του Γκέσσεν-Γκόμμπουρσκ, επιτέθηκαν στις θέσεις των Γάλλων στο Ντέλιτς (γερ. Dölitz), στο Ντέζεν (γερ. Dösen) και στο Λέσνιχ (γερ. Lößnig), προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να διαλύσουν τους Γάλλους από την πλευρά της λίμνης Πλάισε. Αρχικά, οι Αυστριακοί κατέλαβαν το Ντέλιτς, και στις 10:00 π.μ. το Ντέζεν. Ο Γκέσσεν-Γκόμμπουρσκ τραυματίστηκε, και τη διοίκηση των στρατιωτών ανέλαβε ο στρατηγός φον Κολλορέντο-Μάνσφελντ. Οι Γάλλοι νικήθηκαν στο Κόννεβιτς, αλλά για βοήθεια στους στρατιώτες που πολεμούσαν εκεί, στάλθηκαν 2 μονάδες του Ναπολέοντα, υπό την ηγεσία του Νικολά Ουντινό. Οι Αυστριακοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, και άφησαν το Ντέζεν. Αφού ανανέωσαν τις δυνάμεις τους, οι Αυστριακοί συνέχισαν την επίθεσή τους, και μέχρι το μεσημέρι κατάφεραν να καταλάβουν το Λέσνιχ, αλλά δεν κατάφεραν να ανακαταλάβουν το Κόννεβιτς, το οποίο υπερασπιζόταν από τους Πολωνούς και τους νεοσύλλεκτους Γάλλους στρατιώτες, υπό την ηγεσία των στραταρχών Ουντινό και Οζερώ.

Σκληρή μάχη διεξήχθη στο χωριό Προμπστάιντα (γερ. Probstheida), το οποίο υπερασπιζόταν ο στρατάρχης Βικτόρ. Ο Ναπολέων έστειλε εκεί την Παλαιά Στρατιά και τη μονάδα του στρατηγού Αντουάν Ντρουό (150 πυροβόλα). Η Παλαιά Στρατιά προσπάθησε να κάνει αντεπίθεση στα νότια, αλλά οι Σύμμαχοι, με τη βοήθεια των πυροβόλων που διέθεταν, κατάφεραν να σταματήσουν την επίθεση. Μέχρι το τέλος της ημέρας, οι Σύμμαχοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν το Προμπστάιντα, και έτσι η μάχη συνεχίστηκε και τη νύχτα.

Γύρω στις 14:00, στη δεξιά πλευρά, η στρατιά του Μπέννιγκσεν, η οποία άρχισε την επίθεση με καθυστέρηση, κατέλαβε τα χωριά Τσούκελχαουζεν (γερ. Zuckelhausen), Χόλτσχαουζεν (γερμ. Ηοltzhausen) και Πάουνσντορφ (γερ. Paunsdorf). Στην πολιορκία του Πάουνσντορφ, παρά τις αντιρρήσεις του Μπερναντότ, συμμετείχαν κάποιες μονάδες της Βόρειας Στρατιάς, η πρωσσική μονάδα του στρατηγού Φρίντριχ φον Μπύλοφ και η ρωσσική μονάδα του στρατηγού Βίντσινγκερντ. Μονάδες της Στρατιάς της Σιλεσίας, υπό την ηγεσία των Ρώσων στρατηγών Αλεξάντρ Λανζερόν και Φαμπιάν Όστεν-Ζάκεν, κατέλαβαν τα χωριά Σένεφελντ (Schönefeld) και Γκόλις. Στη Μάχη του Πάουνσντορφ, για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η αγγλική ρουκέτα του Κόνγκριβ (Congreve), η οποία ήταν η συνεισφορά της Αγγλίας στη Μάχη της Λειψίας.

Στο κύριο στάδιο της μάχης, όλη η σαξονική μονάδα (3.000 στρατιώτες, 19 πυροβόλα), η οποία πολεμούσε μαζί με τον Ναπολέοντα, πήγε με το μέρος των Συμμάχων. Λίγο αργότερα, το ίδιο πράγμα έκαναν οι μονάδες της Βυρτεμβέργης και της Βάδης. Μετά από αυτό, οι Γερμανοί αρνήθηκαν να στηρίξουν τον Ναπολέοντα. Τις απώλειες των Γάλλων μετά από αυτό, περιγράφει η παρακάτω φράση:

Ο Ναπολέων και ο Πονιατόφσκι

Ένα μεγάλο κενό δημιουργήθηκε στο μέσο του μετώπου του γαλλικού στρατού, είναι σαν να χάθηκε η καρδιά του στρατού.

[10]

Μέχρι το απόγευμα, στα βόρεια και τα ανατολικά, οι Γάλλοι νικήθηκαν σε απόσταση αναπνοής από τη Λειψία. Μετά τις 18:00, η μάχη σταμάτησε, και οι στρατιώτες των δύο πλευρών άρχισαν να ετοιμάζονται για τη μάχη της επόμενης μέρας. Κατόπιν, ο Ναπολέων έδωσε διαταγή για υποχώρηση, καθότι έλαβε μία αναφορά από τον αρχηγό του πυροβολικού, σύμφωνα με την οποία κατά την διάρκεια 5 ημερών μάχης, οι Γάλλοι δαπάνησαν 220.000 πυρομαχικά του πυροβολικού, έχοντας πλέον στην διάθεσή τους μόνο 16.000, κάτι που δεν θα ήταν αρκετό για την απόκρουση των συμμαχικών επιθέσεων.[11]

Ο Σβάρτσενμπεργκ αμφέβαλλε για την ανάγκη να αφήσουν ανενόχλητο τον ακόμα δυνατό αντίπαλο, ενώ βρισκόταν εγκλωβισμένος σε μια άνιση μάχη. Ο στρατάρχης Γκιούλαϊ έλαβε διαταγή μόνο να παρακολουθεί τους Γάλλους και να μην επιτεθεί στο Λίντεναου. Χάρη σε αυτό, ο Γάλλος στρατηγός Μπερτράν κατάφερε να χρησιμοποιήσει τον δρόμο στο Βάισσενφελς (γερ. Weissenfels), από το Λίντεναου προς την κατεύθυνση στο Τσαλλ (γερμ. Zall), όπου από πίσω του κινήθηκαν οι στρατιώτες και τα κανόνια. Τη νύχτα άρχισε η μαζική υποχώρηση των Γάλλων υπό την ηγεσία των στραταρχών Βικτόρ και Οζερώ, ενώ οι στρατάρχες Μακντονάλντ και Νέυ, μαζί με τον στρατηγό Λοριστόν έμειναν στην πόλη σε περίπτωση τυχόν επίθεσης των Συμμάχων.

19 Οκτωβρίου, η τελευταία μέρα της μάχης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η κατάληψη της Λειψίας

Μιας και ο Ναπολέων ήλπιζε σε νίκη, δεν είχε γίνει επαρκής προετοιμασία για ενδεχόμενη υποχώρηση. Για την υποχώρηση, οι Γάλλοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνο το δρόμο στο Βάισσενφελς.

Οι θέσεις των Συμμάχων για τη 19η Οκτωβρίου πάρθηκαν υπολογίζοντας πως την επόμενη μέρα θα συνεχιζόταν η μάχη. Οι προτάσεις του Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας, για πέρασμα από τη λίμνη Πλάισε, και του Μπλύχερ για αποστολή 20.000 στρατιωτών του ιππικού για την παρακολούθηση των Γάλλων, δεν έγιναν δεκτές. Όταν η πρωινή ομίχλη διαλύθηκε, έγινε αντιληπτό ότι η περαιτέρω άμυνα της Λειψίας δεν είχε νόημα. Ο βασιλιάς της Σαξονίας, Φρειδερίκος-Αύγουστος Α΄, έστειλε έναν από τους διοικητές του με πρόταση για παράδοση της πόλης χωρίς μάχη, αν οι Σύμμαχοι έδιναν στους Γάλλους 4 ώρες χρόνο για να αποχωρήσουν. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ αρνήθηκε την πρόταση και, στις 10:00 π.μ. έδωσε διαταγή για επίθεση κατά της Λειψίας.

Σύμφωνα με τον Βρεταννό στρατηγό και διπλωμάτη Ουίλλιαμ Κάθκαρτ (1755–1843), ο Φρειδερίκος-Αύγουστος Α΄ της Σαξονίας ζήτησε ειρήνη μόνο όταν οι Σύμμαχοι άρχισαν τους βομβαρδισμούς κατά της Λειψίας. Ο Ρώσσος στρατηγός Καρλ φον Τολλ, ο οποίος μετέφερε την απάντηση του Αλέξανδρου Α΄, αναγκάστηκε να οργανώσει τη φρουρά του βασιλιά της Σαξονίας, για να τον προστατέψει από τους Ρώσους στρατιώτες, οι οποίοι επιτίθονταν στο παλάτι.

Οι Γάλλοι καταστρέφουν κατά λάθος τη γέφυρα του Έλστερμπρυκ

Την ίδια ώρα που οι Γάλλοι υποχωρούσαν από τη δυτική πύλη του Ράνστατ (Ranstad), οι Ρώσοι στρατιώτες υπό την ηγεσία των στρατηγών Λανζερόν και Όστεν-Ζάκεν κατέλαβαν την πύλη της πόλης Χάλλες (γερ. Halles), οι Πρώσσοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρίντριχ φον Μπύλοφ κατέλαβαν την πύλη της Γκρίμμα (γερ. Grimma) και τη νότια πύλη της Λειψίας, ενώ οι Ρώσοι στρατιώτες υπό την ηγεσία του Μπέννιγκσεν κατέλαβαν το Πέτερστορ (γερ. Peterstor). Στο στρατόπεδο των Γάλλων που έμειναν στην πόλη, ξέσπασε πανικός, όταν είδαν ότι από λάθος καταστράφηκε η γέφυρα του Έλστερμπρυκ (Elsterbrück), η οποία βρισκόταν μπροστά από τις πύλες του Ράντσταντσκ. Όταν οι Γάλλοι άκουσαν τις ζητωκραυγές των Συμμάχων, κατέστρεψαν τη γέφυρα, χωρίς να σκεφτούν ότι στην πόλη βρίσκονταν 20.000 στρατιώτες, οι στρατάρχες Μακντονάλντ και Νέυ, και ο στρατηγός Λοριστόν. Πολλοί, όπως ο στρατάρχης Πονιατόφσκι, τραυματίστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Συμμάχους και φυλακίστηκαν.

Μέχρι τις 13:00, η Λειψία είχε απελευθερωθεί από τους Γάλλους. Η Μάχη της Λειψίας βρήκε νικητές τους Συμμάχους.

Η μάχη τελείωσε με την υποχώρηση του Ναπολέοντα στη Γαλλία. Μετά την ήττα των Γάλλων στη Λειψία, οι Σύμμαχοι κατέλαβαν τη Βαυαρία. Το τμήμα των Αυστριακών και Βαυαρών, υπό την ηγεσία του Βαυαρού στρατηγού Καρλ Μπρέντε, προσπάθησε να σταματήσει την υποχώρηση των Γάλλων κοντά στη Φρανκφούρτη αλλά, στις 31 Οκτωβρίου, ο Ναπολέων νίκησε τους Βαυαρούς στη μάχη του Χανάου και υποχώρησε. Στις 2 Νοεμβρίου, ο Ναπολέων κατευθύνθηκε από τον ποταμό Ρήνο στη Γαλλία ενώ, 2 μέρες αργότερα, κατέφθασε ο συμμαχικός στρατός και σταμάτησε εκεί.

Λίγο αργότερα, μετά την υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Λειψία, ο Γάλλος στρατάρχης Σαιν-Συρ παρέδωσε τη Δρέσδη. Όλα τα γαλλικά οχυρά στη Γερμανία, εκτός από αυτό στο Αμβούργο, όπου αμυνόταν ο στρατάρχης Νταβού, παραδόθηκαν μέχρι τις αρχές του 1814. Η Συνομοσπονδία του Ρήνου, η οποία είχε δημιουργηθεί στο Παρίσι υπό την πίεση του Ναπολέοντα, και στην οποία συμμετείχαν 16 γερμανικά κρατίδια, διαλύθηκε. Έπειτα οι Σύμμαχοι κατέλαβαν την Ολλανδία.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1814, άρχισε η επίθεση των Συμμάχων κατά της Γαλλίας. Ο Ναπολέων, που είχε πια στην κατοχή του μόνο τη Γαλλία, αναγκάστηκε να πολεμήσει εναντίον των συνασπισμένων δυνάμεων της υπόλοιπης Ευρώπης και, εξαιτίας αυτής της επίθεσης, τελικά έχασε τον θρόνο του.

Ο γαλλικός στρατός, σύμφωνα με κάποιες μελέτες[12], έχασε στη Λειψία 70.000-80.000 στρατιώτες. Από αυτούς περίπου 38.000 ήταν οι νεκροί, 20.000 οι αιχμάλωτοι, καθώς και 12.000 οι τραυματίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και 5.000 Σάξονες που αυτομόλησαν στους Συμμάχους.[13] Εκτός από τις απώλειες στη μάχη, ο γαλλικός στρατός έχασε πολλούς στρατιώτες εξαιτίας της επιδημίας τύφου, επιστρέφοντας στη Γαλλία με μόλις 40.000 άνδρες[14]. Στη λίστα των νεκρών συμπεριλαμβανόταν και ο Πονιατόφσκι, ο οποίος προήχθη σε στρατάρχη δύο μέρες πριν τον θάνατό του. Οι Σύμμαχοι έλαβαν ως λάφυρο 325 πυροβόλα.

Οι απώλειες των Συμμάχων ανέρχονταν στους 54.000 νεκρούς και τραυματίες, από τους οποίους περίπου 23.000 ήταν Ρώσοι, 16.000 Πρώσσοι, 15.000 Αυστριακοί και 180 Σουηδοί.[13]

Οι ρωσικές απώλειες επαληθεύονται με την αναμνηστική επιγραφή στην Πολεμική Πινακοθήκη της Εκκλησίας του Σωτήρα Χριστού στη Μόσχα.[15]. Στη μάχη σκοτώθηκε ο στρατηγός Ιβάν Σέβιτς, καθώς και άλλοι 5.000 αξιωματικοί. Για τη συμμετοχή τους στη Μάχη της Λειψίας, 4 στρατηγοί παρασημοφορήθηκαν με το Παράσημο του Αγίου Γεωργίου β' βαθμού.

Μνημείο της Μάχης των Εθνών

Το 1898-1913, σε ανάμνηση της αιματηρής μάχης ανεγέρθηκε το Μνημείο της Μάχης των Εθνών. Η χρηματοδότηση αυτού του έργου έγινε κυρίως από ιδιώτες. Κοντά στο μνημείο υπάρχει ο Βράχος του Ναπολέοντα. Σε αυτό το μέρος, στις 18 Οκτωβρίου 1813, ο Ναπολέων υπέγραψε τη διαταγή υποχώρησης. Κατά την εποχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η κυβέρνηση της χώρας για πολύ καιρό σκεφτόταν εάν έπρεπε να καταργήσει το μνημείο, το οποίο είχε γίνει σύμβολο του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά, λόγω του ότι το μνημείο δόξαζε τη "ρωσογερμανική πολεμική συνεργασία", τελικά δεν κατεδαφίστηκε. Το 2003, άρχισαν οι εργασίες για την αποκατάστασή του, οι οποίες υπολογίζοντο ότι θα είχαν αποπερατωθεί έως το 2013.

  1. 1,0 1,1 «voelkerschlacht-bei-leipzig.de». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2010. 
  2. «Λειψία 1914». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2010. 
  3. Άρθρο για την Μάχη της Λειψίας[νεκρός σύνδεσμος]
  4. Η Μάχη των Λαών. Β. Β. Λοπάτιν
  5. French order in battle of Leipzig. 1813
  6. Ν. Α. Λεβίτσκι "Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία"
  7. Άρθρο για τον Αλέξανδρο Α' της Ρωσσίας στην ιστοσελίδα της Ρωσικής Πολεμικής Πινακοθήκης
  8. «Ιστοσελίδα «Battle of Leipzig, 1813»». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2010. 
  9. Esposito & Elting — «A Military History and Atlas of the Napoleonic Wars»
  10. George Cathcart, «Commentaries on the War in Russia and Germany in 1812 and 1813»
  11. Cathcart George, Commentaries on the War in Russia and Germany in 1812 and 1813, 1850, Book 5, ch.4
  12. Δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες πληροφορίες για τις γαλλικές απώλειες. Σε κάποιες μελέτες οι αριθμοί αυτοί είναι πολύ διαφορετικοί.
  13. 13,0 13,1 Loraine Petre F., Napoleon’s last campaign in Germany 1813, Λονδίνο, 1974, σ. 382—383
  14. «"Ιστορία του ΧΙΧ αιώνα"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2010. 
  15. «Επιγραφή στον 46ο τοίχο της Εκκλησίας του Σωτήρα Χριστού». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2010. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]