Υπατικός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην Αρχαία Ρώμη, ως υπατικός (λατινικά: consularis) χαρακτηρίζονταν κάτι που σχετιζόταν με τη θέση ή τον βαθμό του υπάτου. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως ουσιαστικό (πληθυντικός consulares) για να προσδιορίσει εκείνους τους συγκλητικούς που στο παρελθόν κατείχαν το αξίωμα τού υπάτου ή είχαν αποκτήσει υπατικό βαθμό ως ειδική τιμή. Στην ύστερη αρχαιότητα, ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε επίσης ως βαθμός για τους κυβερνήτες ορισμένων επαρχιών.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία ο όρος vir consularis (ανήρ ὑπατικός) προσδιορίζει κάθε συγκλητικό, που είχε υπηρετήσει ως ύπατος. Η διάκριση συνοδευόταν από συγκεκριμένα προνόμια και τιμές, και ήταν συνήθως απαραίτητο προσόν για μία σειρά αξιωμάτων: τις θέσεις του δικτάτορα και του αναπληρωτή του, του ιππάρχη (magister equitum, αν και ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να το διαψεύδουν), το αξίωμα του τιμητή (censor) καθώς και η διακυβέρνηση ορισμένων επαρχιών ως ανθύπατος (proconsul). Η διάκριση διδόταν και στις γυναίκες τους (conularis femina, στα ελληνικά ὑπατική ή ὑπάτισσα).[1] Κατά την Ηγεμνονία, η ιδιότητα τού consularis μπορούσε να αποκτηθεί, χωρίς να προηγηθεί η υπατεία, ως δώρο του Αυτοκράτορα, είτε δια διορισμό ως μέλος της Συγκλήτου (adlectio inter consulares), είτε (σπανιότερα) μέσω της απονομής των υπατικών διακριτικών (ornamenta/insignia consularia). [1]

Υπό από το Πριγκιπάτο, δημιουργήθηκαν μία σειρά από ανώτερα αξιώματα για υπατικούς: [1]

  • Η θέση τού επάρχου της πόλεως (praefectus urbi), κυβερνήτη της Ρώμης και των περιχώρων της.
  • Επί Αδριανού (βασ. 117–138), η Ιταλία χωρίστηκε σε τέσσερις δικαστικές δικαιοδοσίες, η καθεμία με έναν υπατικό επικεφαλής της. Ωστόσο, ο θεσμός αυτός καταργήθηκε αμέσως μετά το θάνατο του Αδριανού.
  • Υπό τον Αλέξανδρο Σεβήρο (βασ. 222–235), δημιουργήθηκε ένα συμβούλιο από 14 υπατικούς, τους «υπατικούς της ιερής πόλης» (consulares sacrae urbis), για να βοηθούν τον έπαρχο της πόλεως, με τον καθένα να αντιπροσωπεύει μία από τις 14 περιοχές (regiones) της Ρώμης.
  • Οι «υπατικοί για τα δημόσια έργα, το κανάλι του Τίβερη και τους υπονόμους» (consulares operum publicorum, alvei Tiberis et cloacarum) ήταν δημόσιοι υπάλληλοι (επιμελητές, curatores) υπεύθυνοι για τα δημόσια έργα, τη ρύθμιση του Τίβερη και τη συντήρηση του συστήματος υγιεινής της Ρώμης. .

Κυβερνήτες επαρχιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας, ορισμένες επαρχίες προορίζονταν αποκλειστικά για πρώην υπάτους. Αυτή η παράδοση μεταφέρθηκε στην Ηγεμονία μετά την παραχώρηση μίας τεράστιας επαρχιακής διοίκησης στον Αύγουστο το 27 π.Χ., μοιράζοντας ουσιαστικά την Αυτοκρατορία μεταξύ των αποκαλούμενων «αυτοκρατορικών» και «συγκλητικών» επαρχιών. Από τις τελευταίες, δύο προορίζονταν ειδικά για υπατικούς: οι υπατικές επαρχίες της Ασίας και της ανθυπατικής Αφρικής. [1] Οι υπατικοί μπορούσαν επίσης να κατέχουν αξιώματα σε αυτοκρατορικές επαρχίες ως απεσταλμένοι (λεγάτοι) τού Αυτοκράτορα (legatus Augusti pro praetore), μαζί με λεγάτους που είχαν περάσει από τον βαθμό του πραίτορα και αξιωματούχους από την τάξη των ιππέων, ονομαζόμενοι procuratores.

Καθώς ο επίσημος τίτλος του legatus Augusti δεν διέκρινε κατά τα άλλα τον βαθμό του φέροντος, όσοι είχαν υπατική ιδιότητα περιστασιακά πρόσθεταν το «υπατικός» στον τίτλο τους, μία πρακτική που έγινε συνηθισμένη τον 3ο αιώνα. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος, απλούστερος τίτλος άρχισε να αντικαθιστά τον επίσημο τίτλο, και να αποκτά τη γενική έννοια του «κυβερνήτη επαρχίας».[1] Αυτή η εξέλιξη επισημοποιήθηκε με τις μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού (βασ. 284–305) και του Κωνσταντίνου Α΄ (βασ. 306–337). Πέρα από την παραδοσιακή του σημασία, που δηλώνει κατόχους υπατικής βαθμίδας, ο όρος «υπατικός» έφτασε τώρα να δηλώνει μία τάξη διοικητών επαρχιών. Οι κάτοχοί του ξεπέρασαν στη σειρά ιεραρχίας τους διορθωτές (correctores) και τους προέδρους (praesides), αλλά εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο κατώτατο σημείο της συγκλητικής ιεραρχίας, στη βαθμίδα του ενδοξοτάτου ανδρός (vir clarissimus), ενώ ένας κάτοχος της υπατείας ονομαζόταν εκλαμπρότατος ανήρ (vir illustris). [1] Σε ελάχιστες περιπτώσεις, υπατικοί προήχθησαν στον ανθυπατικό βαθμό, ενώ ο Ουαλεντινιανός Α΄ (βασ. 364-375) και ο Ουάλης (βασ. 364-378) έδωσαν στους υπατικούς της Νουμιδίας κατ' εξαίρεση το δικαίωμα να προηγούνται αυτών έξι (αντί για πέντε) ραβδούχοι (lictores), που έφεραν πελέκεις (fasces). [1]

Σύμφωνα με τον Κατάλογο Αξιωμάτων Notitia Dignitatum (γύρω στο 400), οι ακόλουθες επαρχίες διοικούνταν από υπατικούς:

σε δεκαπέντε επαρχίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας [1]
σε είκοσι μία επαρχίες της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας [1]

Ο Κατάλογος δίνει το ακόλουθο προσωπικό (officium) για έναν υπατικό της Δύσης: πρώτος του γραφείου (princeps officii) (αποσπασμένο από την επαρχότητα του πραιτωρίου), έναν cornicularius, δύο λογιστές (tabularii), έναν βοηθό (adiutor), έναν σχολιαστή (commentariensis), έναν επί των πράξεων (ab actis), έναν υποβοηθό (subadiuva) και διάφορους exceptores και cohortalini, δηλαδή ευτελές προσωπικό. [2] Για την Ανατολή, το officium ήταν ελαφρώς διαφορετικό: princeps officii, cornicularius, commentariensis, adiutor, numerarius, ab actis, επί των βιβλίων (a libellis), και οι συνήθεις εξαιρέσεις και cohortalini. [3]

Ο Συνέκδημος, που γράφτηκε λίγο πριν το 535, απαριθμεί τις ακόλουθες επαρχίες υπό υπατικούς: [1] Ευρώπη, Θράκη, Μακεδονία Ι, Κρήτη, Ήπειρος Νέα, Δακία Μεσογειακή, Ελλλήσποντος, Φρυγία Παρακατιανή και Φρυγία Σαλουταρία, Λυδία, Πισιδία, Λυκαονία, Λυκία, Καρία, Ποντική Ι (Βιθυνία), Γαλατία, Καππαδοκία Ι, Ελληνο-Πόντος, Κιλικία Ι, Κύπρος, Συρία Ι, Φοινίκη, Παλαιστίνη Ι, Aραβία, και μία της οποίας το όνομα είναι δυσανάγνωστο.

Μετά την ανάκτηση της Βόρειας Αφρικής, το 534, η Τριπολίτιδα έλαβε υπατικό, ενώ η Νουμιδία υποβαθμίστηκε σε απλούς praeses. [1] Ωστόσο το 535 ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' (βασ. 527–565) πραγματοποίησε μία ευρεία διοικητική αναδιοργάνωση. Οι επαρχίες Παλαιστίνη ΙΙ, Συρία ΙΙ, Θεοδωριάς, Oσροηνή, Aρμενία ΙΙ, Aρμενία Μεγάλη, Καππαδοκία ΙΙ, Ροδόπη, Αιμίμοντος και Aυγουσταμνίκα (πιθανώς πρόκειται για λάθος) υπάγονται στους υπατικούς, ενώ η Ήπειρος Nέα, η Δακία Μεσογειακή, η Φρυγία Πακατιανή, η Γαλατία, η Συρία Ι και η Αραβία τοποθετήθηκαν υπό κυβερνήτες άλλων βαθμίδων. [1]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 Kübler, B. (1900). «Consularis». Realencyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft. Band IV, Halbband 7, Claudius mons-Cornificius, col. 1138–1142. 
  2. Notitia Dignitatum, in partibus Occidentis, XLIII
  3. Notitia Dignitatum, in partibus Orientis, XLIII