Βανδαλικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Βανδαλικός Πόλεμος ήταν μία σύγκρουση, που διεξήχθη στη Βόρεια Αφρική μεταξύ των δυνάμεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του Βανδαλικού βασιλείου της Καρχηδόνας το 533–534. Ήταν ο πρώτος από τους πολέμους του Ιουστινιανού Α ' για την ανάκτηση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας .

Οι Βάνδαλοι κατέλαβαν τη Ρωμαϊκή Βόρεια Αφρική στις αρχές του 5ου αι. και ίδρυσαν ένα ανεξάρτητο βασίλειο εκεί. Υπό τον βασιλιά τους, Γειζέριχο, το ναυτικό των Βανδάλων πραγματοποίησε πειρατικές επιθέσεις σε όλη τη Μεσόγειο, λεηλάτησε τη Ρώμη και νίκησε μία ρωμαϊκή εισβολή το 468. Μετά το θάνατο του Γειζέριχου, οι σχέσεις με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ομαλοποιήθηκαν, αν και οι εντάσεις φούντωσαν περιστασιακά λόγω της προσκόλλησης των Βανδάλων στον Αρειανισμό και της δίωξης του ντόπιου πληθυσμού, που ακολουθούσε το δόγμα της Συνόδου της Νίκαιας. Το 530, ένα ανακτορικό πραξικόπημα στην Καρχηδόνα ανέτρεψε τον φιλορωμαίο Χιλδέριχο και τον αντικατέστησε με τον εξάδελφό του Γελίμερ. Ο Ανατολικός Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ το έλαβε ως πρόσχημα για να παρέμβει στις υποθέσεις των Βανδάλων και, αφού εξασφάλισε τα ανατολικά σύνορα με την Περσία τ ων Σασανιδών, το 532 άρχισε να προετοιμάζει μια εκστρατεία υπό τον στρατηγό Βελισάριο, του οποίου ο γραμματέας Προκόπιος έγραψε την κύρια ιστορική αφήγηση του πολέμου. Ο Ιουστινιανός Α΄ εκμεταλλεύτηκε τις εξεγέρσεις στις απομακρυσμένες επαρχίες των Βανδάλων της Σαρδηνίας και της Τριπολιτανίας. Αυτά όχι μόνο απέσπασαν την προσοχή του Γελίμερ από τις προετοιμασίες του Αυτοκράτορα, αλλά επίσης αποδυνάμωσαν την άμυνα των Βανδάλων μέσω της αποστολής τού μεγαλύτερου μέρους τού ναυτικού και τού στρατού των Βανδάλων υπό τον αδελφό τού Γελίμερ Τζάζονα στη Σαρδηνία.

Το ρωμαϊκό εκστρατευτικό σώμα απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη στα τέλη Ιουνίου 533 και μετά από ένα θαλάσσιο ταξίδι κατά μήκος των ακτών της Ελλάδας και της νότιας Ιταλίας, αποβιβάστηκε στις αφρικανικές ακτές στην Καπουτβάδα στις αρχές Σεπτεμβρίου, προς πλήρη έκπληξη του Γελίμερ. Ο Βάνδαλος βασιλιάς συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και συνάντησε τον ρωμαϊκό στρατό στη μάχη στο Δέκιμον, κοντά στην Καρχηδόνα, στις 13 Σεπτεμβρίου. Το περίτεχνο σχέδιο του Γελίμερ να περικυκλώσει και να καταστρέψει τον ρωμαϊκό στρατό έφτασε κοντά στην επιτυχία, αλλά ο Βελισάριος κατάφερε να οδηγήσει τον στρατό των Βανδάλων σε φυγή και να καταλάβει την Καρχηδόνα. Ο Γελίμερ αποσύρθηκε στη Bulla Regia, όπου συγκέντρωσε τις υπόλοιπες δυνάμεις του, συμπεριλαμβανομένου του στρατού της Τζάζονα, που επέστρεψε από τη Σαρδηνία. Τον Δεκέμβριο ο Γελίμερ προχώρησε προς την Καρχηδόνα και συνάντησε τους Ρωμαίους στη μάχη στο Tρικάμαρον. Η μάχη είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη των Ρωμαίων και τον θάνατο του Τζάζονα. Ο Γελίμερ κατέφυγε σε ένα απομακρυσμένο ορεινό φρούριο, όπου ήταν αποκλεισμένος μέχρι να παραδοθεί την άνοιξη.

Ο Βελισάριος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με τον βασιλικό θησαυρό των Βανδάλων και τον αιχμάλωτο Γελίμερ για να απολαύσει έναν θρίαμβο, ενώ η Αφρική αποκαταστάθηκε επίσημα στην αυτοκρατορική κυριαρχία ως η Υπαρχία της Αφρικής. Ωστόσο, ο αυτοκρατορικός έλεγχος μετά βίας έφτασε πέρα από το παλαιό βασίλειο των Βανδάλων, και οι φυλές των Μαουριτανών του εσωτερικού, απρόθυμες να αποδεχτούν την αυτοκρατορική κυριαρχία, ξεσηκώθηκαν σύντομα σε εξέγερση. Η νέα επαρχία κλονίστηκε από τους πολέμους με τους Μαυριτανούς και τις στρατιωτικές εξεγέρσεις, και μόλις το 548 αποκαταστάθηκε η ειρήνη και η ρωμαϊκή κυβέρνηση εγκαθιδρύθηκε σταθερά.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυση του Βανδαλικού Βασιλείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιδωτό ενός Βανδάλου ιππέα, Καρχηδόνα, π. 500.

Στην πορεία της σταδιακής παρακμής και διάλυσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 5ου αι. η γερμανική φυλή των Βανδάλων, συμμαχική με τους Αλανούς, είχε εγκατασταθεί στην Ιβηρική χερσόνησο. Το 429 ο Ρωμαίος κυβερνήτης της διοίκησης της Αφρικής, Βονιφάκιος, ο οποίος είχε επαναστατήσει ενάντια στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα της Δύσης Βαλεντινιανό Γ' (βασ. 425–455) και αντιμετώπιζε εισβολή αυτοκρατορικών στρατευμάτων, κάλεσε τον Βανδαλικό βασιλιά Γειζέριχ για βοήθεια. Έτσι, τον Μάιο του 429, ο Γειζέριχ διέσχισε τα στενά του Γιβραλτάρ με ολόκληρο τον λαό του, σύμφωνα με πληροφορίες 80.000 άτομα συνολικά. [1] [2]

Οι Βάνδαλοι και οι Αλανοί του Γειζέριχ, ωστόσο, είχαν τα δικά τους σχέδια και στόχευαν να κατακτήσουν τις αφρικανικές επαρχίες. Η κατοχή τους της Mauretania Caesariensis, της Mauretania Sitifensis και του μεγαλύτερου μέρους της Νουμιδίας αναγνωρίστηκε το 435 από τη δυτική ρωμαϊκή αυλή, αλλά αυτό ήταν μόνο μία προσωρινή σκοπιμότητα. Ο πόλεμος άρχισε ξανά σύντομα, και τον Οκτώβριο του 439, η πρωτεύουσα της Αφρικής, η Καρχηδόνα, έπεσε στα χέρια των Βανδάλων. Το 442 μία άλλη συνθήκη αντάλλαξε τις επαρχίες, που κατείχαν μέχρι τώρα οι Βάνδαλοι με τον πυρήνα της αφρικανικής επισκοπής, τις πλούσιες επαρχίες Zευγιτανή και Bυζακηνή, τις οποίες οι Βάνδαλοι δεν έπαιρναν πλέον ως υπόσπονδοι (foederati) της Αυτοκρατορίας, αλλά ως δικές τους κτήσεις. Αυτά τα γεγονότα σημάδεψαν την ίδρυση του Βανδαλικού βασιλείου, καθώς οι Βάνδαλοι έκαναν την Καρχηδόνα πρωτεύουσά τους και εγκαταστάθηκαν γύρω από αυτήν. [3] [4]

Αν και οι Βάνδαλοι απέκτησαν τώρα τον έλεγχο του κερδοφόρου αφρικανικού εμπορίου σιτηρών με την Ιταλία, εξαπέλυσαν επίσης επιδρομές στις ακτές της Μεσογείου που έφτασαν μέχρι το Αιγαίο Πέλαγος και κατέληξαν στην λεηλασία της ίδιας της Ρώμης το 455, η οποία φέρεται να κράτησε δύο εβδομάδες. . Εκμεταλλευόμενος το χάος που ακολούθησε τον τέλος του Βαλεντινιανού Γ΄ το 455, ο Γειζέριχ ανέκτησε στη συνέχεια τον έλεγχο —αν και μάλλον αδύναμο— των επαρχιών της Μαυριτανίας και με τον στόλο του κατέλαβε τη Σαρδηνία, την Κορσική και τις Βαλεαρίδες Νήσους. Η Σικελία μόλις και μετά βίας γλίτωσε από την ίδια μοίρα μέσω της παρουσίας εκεί του Ρικίμερ. [5] [6]

Σε όλη αυτή την περίοδο, οι Βάνδαλοι επέζησαν από πολλές Ρωμαϊκές απόπειρες για αντεπίθεση: ο Ανατολικός Ρωμαίος στρατηγός Άσπαρ είχε ηγηθεί μίας αποτυχημένης αποστολής το 431, μία αποστολή που συγκέντρωσε ο δυτικός Αυτοκράτορας Mαϊοριανός (βασ. 457–461) στα ανοικτά των ακτών της Ισπανίας το 460 διασκορπίστηκε ή αιχμαλωτίστηκε από τους Βάνδαλους, πριν μπορέσει να σαλπάρει και τελικά, το 468, ο Γειζέριχ νίκησε μία τεράστια κοινή αποστολή τόσο από τη δυτική, όσο και από την ανατολική Αυτοκρατορίες υπό τον Βασιλίσκο. [7] [8] Στον απόηχο αυτής της καταστροφής, και μετά από περαιτέρω επιδρομές των Βανδάλων στις ακτές της Ελλάδας, ο ανατολικός Αυτοκράτορας Ζήνων (βασ. 474–491) σύναψε μία «αιώνια ειρήνη» με τον Γειζέριχ (474/476). [9] [10]

Ρωμαιο-βανδαλικές σχέσεις μέχρι το 533[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κράτος των Βανδάλων ήταν μοναδικό από πολλές απόψεις μεταξύ των γερμανικών βασιλείων, που διαδέχτηκαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: αντί να σεβαστούν και να συνεχίσουν την καθιερωμένη ρωμαϊκή κοινωνικο-πολιτική τάξη, την αντικατέστησαν πλήρως με τη δική τους. Ενώ οι βασιλείς της Δυτικής Ευρώπης συνέχισαν να αποδίδουν σεβασμό στους Αυτοκράτορες και έκοβαν νομίσματα με τη μορφή εκείνων, οι Βάνδαλοι βασιλείς παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως πλήρως ανεξάρτητους ηγεμόνες. Οι Βάνδαλοι διαφοροποιήθηκαν επίσης συνειδητά από τον γηγενή Ρωμαιο-αφρικανικό πληθυσμό μέσω της συνεχούς χρήσης της μητρικής τους γλώσσας και της ιδιόμορφης ενδυμασίας τους, τα οποία χρησίμευαν για να τονίσουν τη διακριτή κοινωνική τους θέση ως ελίτ του βασιλείου. Επιπλέον, οι Βάνδαλοι —όπως οι περισσότεροι Γερμανοί, οπαδοί του Αρειανισμού— καταδίωξαν τη Χαλκηδονική (Ορθόδοξη) πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού, ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του Ουνέρικ (477–484) και του Γουνθαμούνδ (βασ. 484–496). [11] [12] Οι Αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη διαμαρτυρήθηκαν γι' αυτό, αλλά η ειρήνη διατηρήθηκε για σχεδόν 60 χρόνια, και οι σχέσεις ήταν συχνά φιλικές, ιδιαίτερα μεταξύ του Αυτοκράτορα Αναστάσιου Α' (βασ. 491-518) και του Θρασαμούνδ (βασ. 496-523), ο οποίος σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό τις διώξεις. [13]

Χάρτης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των Γερμανικών βασιλείων της δυτικής Μεσογείου το 526

Το 523 ο Χιλδέριχ (βασ. 523–530), γιος του Ουνέρικ, ανέβηκε στο θρόνο στην Καρχηδόνα. Ο ίδιος απόγονος του Βαλεντινιανού Γ', ο Χιλδέριχ ευθυγράμμισε εκ νέου το βασίλειό του και το έφερε πιο κοντά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: σύμφωνα με την αφήγηση του Προκοπίου (Βανδαλικός Πόλεμος, I.9) ήταν ένα αντιπολεμικό, φιλικό πρόσωπο, που σταμάτησε τον διωγμό των οπαδών του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνας, αντάλλαξαν δώρα και πρεσβείες με τον Ιουστινιανό Α' (βασ. 527–565) ακόμη και πριν από την άνοδο του τελευταίου στο θρόνο, και μάλιστα αντικατέστησε την εικόνα του στα νομίσματά του με αυτή του Αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιανός Α΄ προφανώς ήλπιζε ότι αυτή η προσέγγιση θα οδηγούσε στην ειρηνική υποταγή του κράτους των Βανδάλων στην Αυτοκρατορία του. [10] [14] Ωστόσο, οι φιλορωμαϊκές πολιτικές του Χιλδέριχ, σε συνδυασμό με την ήττα που υπέστη κατά των Μαυριτανών στη Βυζακηνή, οδήγησαν σε αντιπολίτευση μεταξύ των Βανδάλων ευγενών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή και τη φυλάκισή του το 530 από τον εξάδελφό του, Γελίμερ (βασ. 530–534). Ο Ιουστινιανός Α΄ άδραξε την ευκαιρία, απαιτώντας την αποκατάσταση του Χιλδέριχ, με τον Γελίμερ να αρνείται ως αναμενόμενο να το κάνει. Ο Ιουστινιανός Α΄ ζήτησε τότε την απελευθέρωση του Χιλδέριχ στην Κωνσταντινούπολη, απειλώντας διαφορετικά με πόλεμο. Ο Γελίμερ ήταν απρόθυμος να παραδώσει έναν αντίπαλο διεκδικητή στον Ιουστινιανό Α΄, ο οποίος θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για να προκαλέσει προβλήματα στο βασίλειό του, και πιθανώς περίμενε ότι ο πόλεμος θα ερχόταν σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Τζ. Μπ. Μπιούρι. Ως εκ τούτου, αρνήθηκε την απαίτηση του Ιουστινιανού Α΄, με την αιτιολογία ότι αυτό ήταν ένα εσωτερικό ζήτημα μεταξύ των Βανδάλων. [15] [16] [17]

Ο Ιουστινιανός Α΄ είχε τώρα το πρόσχημα και με την αποκατάσταση της ειρήνης στα ανατολικά σύνορά του με τη Σασσανιδική Περσία το 532, άρχισε να συγκεντρώνει μία δύναμη εισβολής. [18] Σύμφωνα με τον Προκόπιο (Βανδαλικός Πόλεμος, I.10), η είδηση της απόφασης του Ιουστινιανού Α΄ να πολεμήσει με τους Βανδάλους προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στις ελίτ της πρωτεύουσας, στο μυαλό των οποίων η καταστροφή του 468 ήταν ακόμη νωπή. Οι οικονομικοί αξιωματούχοι δυσανασχετούσαν με τις σχετικές δαπάνες, ενώ ο στρατός ήταν κουρασμένος από τον Περσικό πόλεμο και φοβόταν τη θαλάσσια δύναμη των Βανδάλων. Το σχέδιο του Αυτοκράτορα έλαβε υποστήριξη κυρίως από την Εκκλησία, ενισχύθηκε από την άφιξη των θυμάτων των ανανεωμένων διωγμών από την Αφρική. Ωστόσο, μόνο ο ισχυρός υπουργός Ιωάννης ο Καππαδόκης τόλμησε να εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή του στην εκστρατεία, αλλά ο Ιουστινιανός Α΄ την αγνόησε και συνέχισε τις προετοιμασίες του. [19] [20]

Διπλωματικές προετοιμασίες και εξεγέρσεις στην Τριπολιτανία και τη Σαρδηνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, η εσωτερική θέση του Γελίμερ άρχισε να επιδεινώνεται, καθώς καταδίωξε τους πολιτικούς του εχθρούς μεταξύ των Βανδάλων ευγενών, δήμευσε την περιουσία τους και εκτέλεσε πολλούς από αυτούς. [21] Αυτές οι ενέργειες υπονόμευσαν την ήδη αμφίβολη νομιμότητά του στα μάτια πολλών, και συνέβαλαν στο ξεκίνημα δύο εξεγέρσεων σε απομακρυσμένες επαρχίες του βασιλείου των Βανδάλων: στη Σαρδηνία, όπου ο τοπικός κυβερνήτης, Γόδας, διακήρυξε τον εαυτό του ως ανεξάρτητο ηγεμόνα και λίγο αργότερα στην Τριπολίτιδα, όπου ο γηγενής πληθυσμός, με επικεφαλής κάποιον Πουδέντιο, επαναστάτησε ενάντια στην κυριαρχία των Βανδάλων. [21] [22] Αν και η αφήγηση του Προκοπίου κάνει και τις δύο εξεγέρσεις να φαίνονται συμπτωματικές, ο Ίαν Χιούζ επισημαίνει το γεγονός ότι και οι δύο εξεγέρσεις ξεκίνησαν λίγο πριν από την έναρξη της ρωμαϊκής εκστρατείας κατά των Βανδάλων, και ότι τόσο ο Γόδας, όσο και ο Πουδέντιος ζήτησαν αμέσως βοήθεια από τον Ιουστινιανό Α΄, ως απόδειξη για την ενεργή διπλωματική εμπλοκή του Αυτοκράτορα στην προετοιμασία τους. [23]

Σε απάντηση στους απεσταλμένους του Γόδα, ο Ιουστινιανός Α΄ έδωσε πληροφορίες στον Κύριλλο, έναν από τους αξιωματικούς των φοιδεράτων, με 400 άνδρες, να συνοδεύσει τον στόλο εισβολής και στη συνέχεια να πλεύσει στη Σαρδηνία. [24] Ο Γελίμερ αντέδρασε στην εξέγερση του Γόδα, στέλνοντας το μεγαλύτερο μέρος τού στόλου του, 120 από τα καλύτερα πλοία του και 5.000 άνδρες υπό τον ίδιο τον αδελφό του Tζάζονα, για να την καταστείλει. Η απόφαση του βασιλιά των Βανδάλων έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην έκβαση του πολέμου, καθώς αφαίρεσε από τη σκηνή το ναυτικό των Βανδάλων, το κύριο εμπόδιο για μία ρωμαϊκή απόβαση στην Αφρική, καθώς και ένα μεγάλο μέρος τού στρατού του. Ο Γελίμερ επέλεξε επίσης να αγνοήσει την εξέγερση στην Τριπολιτανία προς το παρόν, καθώς ήταν και μικρότερη απειλή και πιο απομακρυσμένη, ενώ η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού τον ανάγκασε να περιμένει την επιστροφή του Tζάζονα από τη Σαρδηνία, πριν αναλάβει περαιτέρω εκστρατείες. [22] [25] [26] Ταυτόχρονα, και οι δύο ηγεμόνες προσπάθησαν να κερδίσουν συμμάχους: ο Γελίμερ επικοινώνησε με τον βασιλιά των Βησιγότθων Θεύδη (βασ. 531–548) και πρότεινε μία συμμαχία, [26] ενώ ο Ιουστινιανός Α΄ εξασφάλισε την καλοπροαίρετη ουδετερότητα και την υποστήριξη του Οστρογότθου βασιλείου της Ιταλίας, το οποίο είχε τεταμένες σχέσεις με τους Βάνδαλους, λόγω της κακομεταχείρισης της πριγκίπισσας των Οστρογότθων Αμαλαφρίδας, συζύγου του Θρασαμούνδ. Η αυλή των Οστρογότθων συμφώνησε πρόθυμα να επιτρέψει στον ρωμαϊκό στόλο εισβολής να χρησιμοποιήσει το λιμάνι των Συρακουσών στη Σικελία και να δημιουργήσει μία αγορά για την προμήθεια των ρωμαϊκών στρατευμάτων εκεί. [27] [28] [29]

Αντίπαλες δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέλος της ακολουθίας του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' στο ψηφιδωτό στην εκκλησία του Αγ. Βιταλίου της Ραβέννας, που συνήθως ταυτίζεται με τον Βελισάριο.

Ο Ιουστινιανός Α΄ επέλεξε έναν από τους πιο έμπιστους και ταλαντούχους στρατηγούς του, τον Βελισάριο, ο οποίος είχε διακριθεί πρόσφατα ενάντια στους Πέρσες  και στην καταστολή των ταραχών του Νίκα, να ηγηθεί της αποστολής. Όπως επισημαίνει ο Ίαν Χιούζ, ο Βελισάριος ήταν επίσης εξαιρετικά κατάλληλος γι' αυτή τη σύρραξη για δύο άλλους λόγους: ήταν γηγενής λατινόφωνος και φρόντιζε για την ευημερία του τοπικού πληθυσμού, κρατώντας σφιχτό λουρί στα στρατεύματά του. Και οι δύο αυτές ιδιότητες θα ήταν κρίσιμες για την απόκτηση υποστήριξης από τον λατινόφωνο αφρικανικό πληθυσμό. [30] Ο Βελισάριος συνοδευόταν από τη σύζυγό του, Αντωνίνα, και από τον Προκόπιο, γραμματέα του, ο οποίος έγραψε την ιστορία του πολέμου. [27]

Σύμφωνα με τον Προκόπιο (Βανδαλικός Πόλεμος, I.11), ο στρατός αποτελούνταν από 10.000 πεζούς, εν μέρει προερχόμενους από τον στρατό πεδίου (comitatenses) και εν μέρει από τους φοιδεράτους, καθώς και 5.000 ιππείς. Υπήρχαν επίσης περίπου 1.500–2.000 από τους ιππείς, φρουρά του ίδιου του Βελισάριου (βουκελάριοι), ένα επίλεκτο σώμα (δεν είναι σαφές εάν ο αριθμός τους περιλαμβάνεται στους 5.000 ιππείς που αναφέρονται ως συνολικός αριθμός από τον Προκόπιο). Ακόμη υπήρχαν δύο επιπλέον σώματα συμμαχικών στρατευμάτων: έφιπποι τοξότες 600 Ούννοι και 400 Έρουλοι. Ο στρατός οδηγούνταν από μία σειρά από έμπειρους αξιωματικούς. Ο ευνούχος Σολομών επιλέχθηκε ως αρχηγός του επιτελείου του Βελισάριου (domesticus) και ο πρώην πραιτωριανός έπαρχος Αρχέλαος τοποθετήθηκε υπεύθυνος για την προμήθεια του στρατού, ενώ ο Ρουφίνος ο Θράκος και ο Αϊγάν ο Ούνος ηγήθηκαν του ιππικού. Ολόκληρη η δύναμη μεταφέρθηκε με 500 σκάφη επανδρωμένα από 30.000 ναύτες υπό τον ναύαρχο Καλώνυμο Αλεξανδρείας, που φρουρούνταν από 92ο πολεμικά πλοία δρόμωνες. [31] [32] [33] Η παραδοσιακή άποψη, όπως εκφράστηκε από τον Τζ. Μπ. Μπιούρυ, είναι ότι το εκστρατευτικό σώμα ήταν εξαιρετικά μικρό για το έργο, ειδικά δεδομένης της στρατιωτικής φήμης των Βανδάλων, και ότι ίσως αντανακλά το όριο της ικανότητας μεταφοράς του στόλου ή ίσως ήταν σκόπιμη κίνηση για να περιορίσει τον αντίκτυπο οποιασδήποτε ήττας. [31] Ο Ίαν Χιούζ ωστόσο σχολιάζει ότι ακόμη και σε σύγκριση με τους στρατούς της πρώιμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο στρατός του Βελισάριου ήταν μία «μεγάλη, καλά ισορροπημένη δύναμη ικανή να ξεπεράσει τους Βανδάλους και μπορεί να περιείχε υψηλότερη αναλογία υψηλής ποιότητας, αξιόπιστων στρατευμάτων από τους στρατούς σταθμευμένη στα ανατολικά». [24]

Από την πλευρά των Βανδάλων, η εικόνα είναι λιγότερο σαφής. Ο στρατός των Βανδάλων δεν ήταν μία επαγγελματική, και ως επί το πλείστον εθελοντική δύναμη, όπως ο Ανατολικός Ρωμαϊκός στρατός, αλλά περιλάμβανε κάθε αρτιμελή άρρενα του λαού των Βανδάλων. Ως εκ τούτου, οι σύγχρονες εκτιμήσεις για τις διαθέσιμες δυνάμεις ποικίλλουν, μαζί με τις εκτιμήσεις για τον συνολικό πληθυσμό των Βανδάλων, από ένα υψηλό μεταξύ 30.000-40.000 ανδρών από έναν συνολικό πληθυσμό Βανδάλων το πολύ 200.000 ατόμων (Ντηλ και Μπιούρυ), έως και 25.000 άνδρες, ή ακόμη και 20.000, αν ληφθούν υπόψη οι απώλειές τους έναντι των Μαυριτανών, για πληθυσμιακή βάση 100.000 (Χιουζ). [22] [34] [35] Παρά τη πολεμική τους φήμη, οι Βάνδαλοι είχαν γίνει λιγότερο πολεμικοί με την πάροδο του χρόνου, έχοντας φτάσει να ζουν ία πολυτελή ζωή ανάμεσα στα πλούτη της Αφρικής. Επιπλέον, ο τρόπος μάχης τους ήταν ακατάλληλος για να αντιμετωπίσουν τους βετεράνους του Βελισάριου: ο στρατός των Βανδάλων αποτελούνταν αποκλειστικά από ιππικό, ελαφρά θωρακισμένο και οπλισμένο μόνο για μάχη σώμα με σώμα, σε σημείο να παραμελεί εντελώς τη χρήση τόξων ή ακόντιων, σε πλήρη αντίθεση με τους βαριά θωρακισμένους κατάφρακτους και τους τοξότες ιππείς του Βελισάριου. (Η αφήγηση του Προκοπίου διαψεύδει πλήρως αυτήν την κακώς επιλεγμένη πηγή.) [22] [36] [37]

Οι Βάνδαλοι αποδυναμώθηκαν επίσης από την εχθρότητα των Ρωμαίων υπηκόων τους, τη συνέχιση της ύπαρξης μεταξύ των Βανδάλων μίας φατρίας πιστής στον Χιλδέριχ και από την αμφίθυμη θέση των φυλών των Μαυριτανών, που παρακολουθούσαν την επερχόμενη σύγκρουση από το περιθώριο, έτοιμες να συμμετάσχουν με τον νικητή και να αρπάξουν τα λάφυρα. [22] [38]

Ο πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στρατός του Βελισάριου πλέει προς την Αφρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα σε πολλή μεγαλοπρέπεια και τελετές, με τον Ιουστινιανό Α΄ και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλης παρόντες, ο ρωμαϊκός στόλος απέπλευσε γύρω στις 21 Ιουνίου 533. Η αρχική πρόοδος ήταν αργή, καθώς ο στόλος πέρασε πέντε ημέρες στην Ηράκλεια της Περίνθου περιμένοντας άλογα και άλλες τέσσερις ημέρες στην Άβυδο λόγω έλλειψης ανέμου. Ο στόλος έφυγε από τα Δαρδανέλια την 1η Ιουλίου και διέσχισε το Αιγαίο Πέλαγος ως το λιμάνι της Μεθώνης, όπου ενώθηκε με τα τελευταία τμήματα στρατευμάτων. Ο Βελισάριος εκμεταλλεύτηκε μία αναγκαστική παραμονή εκεί λόγω της ηρεμίας του ανέμου για να εκπαιδεύσει τα στρατεύματά του και να γνωρίσει τα ανόμοια σώματα μεταξύ τους. Στη Μεθώνη, ωστόσο, απεβίωσαν 500 άνδρες από δυσεντερία, που προκλήθηκε από μουχλιασμένο ψωμί. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, η ευθύνη έπεσε στον Ιωάννη τον Καππαδόκη, ο οποίος είχε περικόψει τα έξοδα ψήνοντάς το μόνο μία φορά, με αποτέλεσμα να χαλάσει το ψωμί. Ο Ιουστινιανός ενημερώθηκε, αλλά ο Ιωάννης δεν φαίνεται να τιμωρήθηκε. Ο Βελισάριος έλαβε μέτρα για να διορθώσει την κατάσταση και ο στρατός σύντομα ανέκαμψε. [27] [39]

Από τη Μεθώνη, ο στόλος έπλευσε στο Ιόνιο Πέλαγος στη Ζάκυνθο, από όπου πέρασε στην Ιταλία. Η διέλευση διήρκεσε περισσότερο από το αναμενόμενο λόγω έλλειψης ανέμου και ο στρατός υπέφερε από έλλειψη γλυκού νερού, όταν οι προμήθειες που είχαν φέρει στο σκάφος χάλασαν. Τελικά, ο στόλος έφτασε στην Κατάνη της Σικελίας, από όπου ο Βελισάριος έστειλε τον Προκόπιο μπροστά στις Συρακούσες για να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις δραστηριότητες των Βανδάλων. Κατά τύχη, ο Προκόπιος συνάντησε έναν φίλο του έμπορο εκεί, του οποίου ο υπηρέτης είχε μόλις φτάσει από την Καρχηδόνα. Ο τελευταίος ενημέρωσε τον Προκόπιο ότι όχι μόνο οι Βάνδαλοι αγνοούσαν την πλεύση του στόλου του Βελισάριου, αλλά και ότι ο Γελίμερ, που μόλις είχε στείλει σε εκστρατεία τον Τζάζονα στη Σαρδηνία, βρισκόταν μακριά από την Καρχηδόνα στη μικρή πόλη της ενδοχώρας Ερμιόνη. Ο Προκόπιος ενημέρωσε γρήγορα τον Βελισάριο, ο οποίος διέταξε αμέσως τον στρατό να επανεπιβιβαστεί και να αποπλεύσει για την αφρικανική ακτή. Αφού έπλευσαν από τη Μάλτα, έφτασαν στο ακρωτήριο Καπουτβάδα στην ανατολική ακτή της σύγχρονης Τυνησίας περίπου 162 ρωμαϊκά μίλια (240 χλμ) νότια από την Καρχηδόνα. [40] [41] [42]

Πρόοδος στην Καρχηδόνα και τη μάχη στο Δέκιμον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σχέδιο του Γελίμερ να περικυκλώσει τους Ρωμαίους στο Δέκιμον.

Η είσοδος του Βελισάριου στην Καρχηδόνα και η αντεπίθεση του Γελίμερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πενήντα δηνάρια του Γελίμερ με επιγρ.: D N REX GEILAMIR / D N L. 15 χλστ., 1,11 γραμ., κόπηκε στην Καρχηδόνα το 530-534.

Η μάχη στο Tρικάμαρον και η παράδοση του Γελίμερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναμνηστικό μετάλλιο για τη ρωμαϊκή νίκη στον Βανδαλικό πόλεμο, π. 535. Επιγρ.: DN IVSTINIANVS PP AVG / SALVS ET GLORIA ROMANORVM CON OB.

Συνέπεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θρίαμβος του Βελισάριου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Επτάφωτος Λυχνία (Μενορά) του Ναού της Ιερουσαλήμ, που παρουσιάζεται στη θριαμβευτική πομπή του Τίτου, μαζί με άλλα λάφυρα από το Ναό. Αψίδα του Τίτου στη Ρώμη.

Επανεγκατάσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Αφρική και οι πόλεμοι των Μαυριτανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερική βυζαντινή αποκατάσταση της ρωμαϊκής Βόρειας Αφρικής, 541.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bury (1923), Vol. I, pp. 244–246
  2. Merrils & Miles (2010), pp. 47–54
  3. Bury (1923), Vol. I, pp. 247–249, 254–257
  4. Merrils & Miles (2010), pp. 54–55, 60–65
  5. Bury (1923), Vol. I, pp. 257–258, 325–327
  6. Merrils & Miles (2010), pp. 65–66
  7. Bury (1923), Vol. I, pp. 331–337
  8. Diehl (1896), pp. 3–4
  9. Bury (1923), Vol. I, p. 390
  10. 10,0 10,1 Diehl (1896), p. 4
  11. Hughes (2009), p. 70
  12. Merrils & Miles (2010), pp. 90–102
  13. Bury (1923), Vol. II, pp. 124–125
  14. Bury (1923), Vol. II, p. 125
  15. Bury (1923), Vol. II, pp. 125–126
  16. Diehl (1896), pp. 5–6
  17. Hughes (2009), pp. 71–72
  18. Bury (1923), Vol. II, p. 126
  19. Bury (1923), Vol. II, pp. 126–127
  20. Diehl (1896), pp. 7–8
  21. 21,0 21,1 Hughes (2009), p. 72
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 Bury (1923), Vol. II, p. 128
  23. Hughes (2009), pp. 72–73
  24. 24,0 24,1 Hughes (2009), p. 76
  25. Diehl (1896), p. 14
  26. 26,0 26,1 Hughes (2009), p. 80
  27. 27,0 27,1 27,2 Bury (1923), Vol. II, p. 129
  28. Diehl (1896), pp. 14–15
  29. Hughes (2009), p. 73
  30. Hughes (2009), pp. 74–75
  31. 31,0 31,1 Bury (1923), Vol. II, p. 127
  32. Diehl (1896), pp. 16–17
  33. Hughes (2009), pp. 75–76
  34. Diehl (1896), pp. 8–9
  35. Hughes (2009), pp. 81–82
  36. Diehl (1896), pp. 9, 12–13
  37. Hughes (2009), pp. 82–84
  38. Diehl (1896), pp. 9–11
  39. Hughes (2009), p. 78
  40. Bury (1923), Vol. II, p. 130
  41. Diehl (1896), pp. 17–18
  42. Hughes (2009), pp. 79–80

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωταρχικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Procopius of Caesarea. History of the Wars: The Vandalic War, Volumes I. & II. – via Wikisource.

Δευτερεύουσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Browning, Robert (1992). The Byzantine Empire (Revised ed.). Washington, DC: The Catholic University of America Press. ISBN 0-8132-0754-1.
  • Bury, John Bagnell (1923). History of the Later Roman Empire: From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian. London: MacMillan & Co. ISBN 0-486-20399-9.
  • Diehl, Charles (1896). L'Afrique Byzantine. Histoire de la Domination Byzantine en Afrique (533–709) (in French). Paris, France: Ernest Leroux.
  • Hughes, Ian (2009). Belisarius: The Last Roman General. Yardley, PA: Westholme Publishing, LLC. ISBN 978-1-59416-528-3.
  • Merrils, Andy; Miles, Richard (2010). The Vandals. Chichester, U.K.; Malden, MA: Wiley-Blackwell. ISBN 978-1-405-16068-1.