Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 44°38′N 22°40′E / 44.63°N 22.66°E / 44.63; 22.66

Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
χάρτης
ΧώραΡουμανία
ΠεριφέρειαΝοτιοδυτική
ΕπαρχίαΜεχεντίντσι
ΔήμαρχοςMarius-Vasile Screciu
Πληθυσμός86.475
Έκταση ( km²)54,71
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα σχετικά με την πόλη

Η Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν (Drobeta-Turnu Severin ρουμανική προφορά [droˈbeta ˈturnu seveˈrin], λατινικά Drobeta, ουγγρικά Szörényvár, Szörénytornya, βουλγαρικά Северин, σερβικά Дробета-Турн Северин/Drobeta-Turn Severin) είναι πόλη και λιμάνι της νοτιοδυτικής Ρουμανίας και έδρα της Επαρχίας Μεχεντίντσι στη γεωγραφική περιοχή της Ολτενίας (δυτικής Βλαχίας) με πληθυσμό 92.617[1].

Η πόλη είναι χτισμένη στη αριστερή όχθη του Δούναβη που αποτελεί και το σύνορο με τη Σερβία, εκεί που τελειώνουν οι Σιδηρές πύλες.

Γεωγραφία και κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκεται στη δυτική Oλτενία, στην άκρη του βυθίσματος Τοπόλνιτσα, 220 χιλιόμετρα νότια-ανατολικά της Τιμισοάρα, 113 χιλιόμετρα δυτικά της Κραϊόβα και 353 χιλιόμετρα δυτικά του Βουκουρεστίου.

Το κλίμα της περιοχής δίνει στο Σεβερίν ζεστά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες, που σημαίνει ότι στην πόλη υπάρχουν μανόλιες, Καυκάσιες καρυδιές, και γκίγκο, καθώς και αμυγδαλιές, συκιές, πασχαλιές, φλαμουριές, και καστανιές, συνηθέστερες σε όλη την Ευρώπη. Το κλίμα στην περιοχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως "υπο-μεσογειακό".

Eτυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη αρχικά συνδέθηκε από τους ιστορικούς με το Ρωμαίο αυτοκράτορα Σεβήρο. Ωστόσο, το όνομά της στην πραγματικότητα προέρχεται από το σεβέρνο ("βόρειο") της Παλαίας Εκκλησιαστικής Σλαβονικής, από το sěverъ, «"βόρεια", όντας η "πόλη του βορρά". Το όνομα Tούρνου ("Πύργος") αναφέρεται σε ένα πύργο στη βόρεια όχθη του Δούναβη που χτίστηκε από τους Βυζαντινούς.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1912 23.643 —    
1930 21.107 −10.7%
1948 31.296 +48.3%
1956 32.486 +3.8%
1966 45.397 +39.7%
1977 76.686 +68.9%
1992 115.259 +50.3%
2002 104.035 −9.7%
2011 92.617 −11.0%
Αναπαράσταση της Γέφυρας του Τραϊανού του 1907 στο Δούναβη από το μηχανικό Ε. Ντυπερέ.

Το πρώτο γραπτό κείμενο, που αναφέρει την πόλη πριν 1.870 χρόνια, τιμήθηκε το 1992.

Ρωμαϊκή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο αναφέρεται με το όνομα Drobeta. Ο πύργος που έδωσε στην πόλη το τμήμα Turnu του ονόματός της βρισκόταν σε ένα μικρό λόφο, περιβαλλόμενο από βαθειά τάφρο. Κοντά στο Τούρνου Σεβερίν βρίσκονται τα ερείπια της περίφημης Γέφυρας του Τραϊανού, της μεγαλύτερης στην Αυτοκρατορία. Εδώ, ο Δούναβης έχει πλάτος περίπου 1.200 μέτρα. Χτισμένη σε τρία μόλις χρόνια (103-105 μ.Χ.) από το διάσημο αρχιτέκτονα Απολλόδωρο το Δαμασκηνό, η γέφυρα θεωρήθηκε το πιο τολμηρό έργο στο ρωμαϊκό κόσμο. Η γέφυρα στηρίχτηκε σε 20 πυλώνες από ογκόλιθους, είχε μήκος 1135 μ, πλάτος 14,55 μ. και ύψος 18,60 μ. Κάθε προγεφύρωμα είχε τη δική του μνημειακή πύλη, τα απομεινάρια των οποίων μπορεί ακόμα να δει κανείς και στις δύο πλευρές του Δούναβη. Βελανιδιές από 2000 στρέμματα δάσους χρησιμοποιήθηκαν για τα ξύλινα μέρη της κατασκευής. Η γέφυρα αποτελείτο από είκοσι αψίδες που υποστηρίζονταν από πέτρινες κολόνες. Μόνο δύο από αυτές είναι ακόμα ορατές κατά την άμπωτη.

Ερείπια της Γέφυρας του Τραϊανού

Η Ντρομπέτα έγινε, από στρατηγική άποψη, μια πόλη στη διασταύρωση των χερσαίων και υδάτινων δρόμων που οδήγησαν βόρεια και νότια του Δούναβη. Έγινε το πρώτο αστικό κέντρο της περιοχής και το τρίτο της Δακίας μετά τη Ζαρμιζεγεθούσα και το Απουλουμ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), ο οικισμός ανακηρύχθηκε πόλη το 121 μ.Χ.. Τότε ο πληθυσμός είχε φθάσει τις 14.000. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), η πόλη αναβαθμίστηκε στο καθεστώς της αποικίας (193 μ.Χ.), που έδωσε στους κατοίκους της ίσα δικαιώματα με τους πολίτες της Ρώμης. Ως αποικία, η Ντρομπέτα ήταν μια ακμάζουσα πόλη με ναούς, βασιλική, θέατρο, φόρουμ, λιμάνι και συντεχνίες των τεχνιτών. Στα μέσα του 3ου αιώνα κάλυπτε μια έκταση 600 στρεμμάτων και είχε πληθυσμό περίπου 40.000 κατοίκων.

Μετά την αποχώρηση της ρωμαϊκής διοίκησης από τη Δακία τον 4ο αιώνα, η πόλη διατηρήθηκε υπό ρωμαϊκή κατοχή ως προγεφύρωμα στη βόρεια όχθη του Δούναβη μέχρι τον 6ο αιώνα. Καταστράφηκε από τους Ούννους τον 5ο αιώνα και ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565).

Μεσαιωνική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φρούριο του Σεβερίν κατασκευάστηκε από το Βασίλειο της Ουγγαρίας υπό το Λαδίσλαο Α΄ (1077-1095) ως στρατηγικό σημείο κατά της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Μαζί με το σχηματισμό των Βοεβοδάτων της Βλαχίας (Voievodatele Valahe), το φρούριο Σεβερίν ήταν αιτία πολέμου για μια περίοδο πολλών γενεών μεταξύ των Βοεβόδων της Ολτενίας (Λιτοβόι, Μπάρμπατ και κατόπιν Βασάραβα Α΄) και των Ούγγρων. Ο πόλεμος έληξε με τη Μάχη της Ποσάντα. Οι Ρουμάνοι στη συνέχεια αγωνίζονταν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που απειλούσε την περιοχή του Δούναβη. Σε αυτό το πλαίσιο τα κάστρα στις όχθες του ποταμού, στην περιοχή από τις Σιδηρές πύλες μέχρι το Κάλαφατ, άρχισαν να επισκευάζονται.

Όταν οι Ούγγροι επιτέθηκαν στην Ολτενία και κατέλαβαν το φρούριο του Σεβερίν, ο Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας οργάνωσε το Βανάτο του Σεβερίν. Ο πρώτος Μπαν του Σεβερίν αναφέρεται το 1233. Το έτος μπορεί να θεωρηθεί ως η χρονολογία δημιουργίας ενός νέου κάστρο πάνω στα ερείπια της Ντρομπέτα, με το όνομα Σέβεριν (Σεβερινόπολις). Ήταν η βάση του Βανάτου του Σεβερίν, της Terra Zeurino (Tara Severinului - Επαρχία του Σεβερίν). Το όνομα Σεβερίν δόθηκε στη μνήμη του Σεβερίνου του Νορικού, πολιούχου της μεσαιωνικής αποικίας Tούρνου, αρχικά προστάτη της Επισκοπής της Καλότσα.

Το 1247, το Ουγγρικό Βασίλειο έφερε στη χώρα τους Ιωαννίτες Ιππότες, δίνοντάς τους το Σεβερίν ως κατοικία, όπου έχτισαν το μεσαιωνικό του κάστρο (αυτό είναι το Castrul Zeurini που αναφέρεται στο Δίπλωμα των Ιωαννιτών το 1247). Μέσα στο ισχυρό φρούριο ανεγέρθηκε μια γοτθική εκκλησία. Αυτή ήταν προφανώς η έδρα της Καθολικής Επισκοπής του Σεβερίν που υπήρχε μέχρι το 1502. Οι ιππότες αποσύρθηκαν το 1259, ενώ το φρούριο το έπλητταν τα κανόνια των Τούρκων, Βουλγάρων και Τατάρων που ήθελαν να διασχίσουν το Δούναβη. Οι Ούγγροι εξακολουθούσαν ακόμη να επιτίθενται στην Ολτενία.

Το φρούριο του Σεβερίν ήταν το πιο σημαντικό στρατηγικό οχυρό στο Δούναβη. Η κατάκτηση του σήμαινε την απόκτηση ενός σημαντικού προγεφυρώματος στην περιοχή.

Οι Ρουμάνοι βοεβόδες είχαν επίσης αγωνιστεί για αυτό το ισχυρό φρούριο, κατακτώντας είτε διεκδικώντας το κατά διαστήματα. Οι Λιτοβόι και Βασάραβα Α΄ πέθαναν σε αυτό το φρούριο, που επίσης ταπείνωσε και τον Κάρολο Ροβέρτο του Ανζού στην Ποσάντα το 1330. Ο Μίρτσεα ο Πρεσβύτερος (Μιρτσέα τσελ Μπατρίν) ίδρυσε το Bănia Severinului (Βανάτο του Σεβερίν) και το 1406 συνήψε μια συνθήκη συμμαχίας με το Σιγισμόνδο της Ουγγαρίας στο Σεβερίν. Μετά το θάνατο του Μιρτσέα ο Σιγισμόνδος απελευθέρωσε το φρούριο του Σεβερίν, που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι και ακόμα έκανε κάποιες παραχωρήσεις στα μοναστήρια Βοντίτα και Tίσμανα. Στη συνέχεια το Βανάτο του Σεβερίν επανήλθε στον Ιωάννη Ουνιάδη (Iancu de Hunedoara), που συνένωσε όλα τα κάστρα του Δούναβη. Γύρω στα 1330, η κατοχή τους πέρασε στα χέρια των βοεβόδων της Βλαχίας.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, έγιναν επιθέσεις στις παραδουνάβιες οχυρά, μετακινώντας το Βανάτο στη Στρεχάγια. Αργότερα στην Κραϊόβα, με τον πληθυσμό του Σεβερίν να μεταναστεύει στο χωριό Τσερνέτσι, σε απόσταση 6 χιλιομέτρων βόρεια, που έγινε πρωτεύουσα της Επαρχίας Μεχεντίντσι. Το 1524, μετά από μια καταστροφική επίθεση των Τούρκων με επικεφαλής το Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή, απέμεινε όρθιος μόνο ένας πύργος του φρουρίου του Σεβερίν, που κατελήφθη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπό την Οθωμανική κατοχή, η διοίκηση της περιοχής μετακινήθηκε προς τα δυτικά της Ολτενίας με κέντρο το Τσερνέτσι. Το 1936 ο καθηγητής Δρ Αl. Bărăcilă έκανε ανασκαφές στο φρούριο, όπου κατάφερε να ανασυνθσει τη διάταξη του κάστρου και να ανακτήσει πλούσιο αρχαιολογικό υλικό (κάγκελα, σίδηρο, χαλκό, πέτρινες μπάλες κανονιών, σωλήνα από ένα χάλκινο κανόνι κλπ.). Το φρούριο είχε ορθογώνιο σχήμα με δύο τοίχους κατασκευασμένους από μη επεξεργασμένες ποταμίσιες πέτρες, κολλημένες με κονίαμα. Στο κέντρο του κάστρου υπήρχε ένα εκκλησάκι, περιβαλλόμενο από τάφους, χτισμένο εν μέρει με υλικά παρμένα από το (ρωμαϊκό) Castrum της Ντρομπέτα. Επίσης στο φρούριο ήταν ένας φούρνος-εστία που εξυπηρετούσε ένα εργαστήριο όπλων. Στο εσωτερικό, στα βόρεια, ήταν ένας πύργος με τρία πατώματα που χρησιμοποιείτο για την άμυνα και στα ανατολικά ένας δεύτερος πύργος, παχύτερος, στη γωνία του τείχους. Η είσοδος ήταν μια θολωτή πύλη και το φρούριο περιβαλλόταν από μια βαθιά τάφρο. Το Σεβερίν ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1829, με ένα διάλειμμα της Βλαχίας μεταξύ 1594 και 1599 και της Αυστρίας μεταξύ 1718 και 1738.

Για σχεδόν 300 χρόνια, το φρούριο επισκευαζόταν μετά από κάθε μάχη για την υπεράσπιση της Βλαχίας κατά των Ούγγρων και των Τούρκων. Η πρώην Ντρομπέτα αναγεννήθηκε. Αργότερα ανακαλύφθηκαν μνημεία από την αρχαία εποχή ενσωματωμένα στα τοιχώματα των νέων φρουρίων. Δύο χριστιανικές εκκλησίες, Ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξη, συνυπήρχαν κατά τη διάρκεια αυτών των τριών αιώνων.

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 20/8 Μαίου 1866 ο Κάρολος μπήκε στο Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν
Γραμματόσημο του 1933
Θέα της πόλης από την κορυφή του Υδατόπυργου

Μετά την απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία ως συνέπεια της Συνθήκης της Αδριανούπολης το 1829, αποφασίστηκε η ανοικοδόμηση της σημερινής πόλης. Ένα αυστηρό πρόγραμμα ξεκίνησε το 1836 και ακολούθησε το 1858 η κατασκευή του λιμανιού. Μέχρι το 1900 έγιναν η εθνική οδός, ο σιδηρόδρομος, οι λεωφόροι Καρόλου και Ελισσάβετ, η Navigaţia Fluvială Românească (Ποτάμια Ναυσιπλοία της Ρουμανίας), τα συνεργεία των σιδηροδρόμων, το ναυπηγείο (που το 1914 ήταν το μεγαλύτερο της χώρας), η Ρωμαϊκή Αίθουσα, το Δημοτικό Μέγαρο, τρεις εκκλησίες και δύο νοσοκομεία . Το 1883, στις 15 Μαΐου, ο Τέοντορ Κοστέσκου ίδρυσε το Liceul (Λύκειο) "Traian", που τον επόμενο αιώνα έγινε ένα σύγχρονο σχολείο εθνικής εμβέλειας. Η ανέγερση βιομηχανικών εργοστασίων έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της πόλης. Το 1841 το Σεβερίν έγινε η πρωτεύουσα του νομού και το 1851 έγινε πόλη. Ως σημαντικό λιμάνι στο Δούναβη, η ελευθερία του εμπορίου διευκόλυνε την είσοδο των εμπορευμάτων με πλοία από τη Βιέννη και τις ανταλλαγές που ήταν απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη. Το Σεβερίν γνώρισε σταθερή οικονομική, αστική και κοινωνική ανάπτυξη μέχρι το 1972, όταν έλαβε το όνομα Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν.

Το 1914 άνοιξε το Castelul de Apa (Κάστρο του Νερού). Θεωρείται εμβληματικό μνημείο για τους ανθρώπους του Σεβερίν και δίνει ταυτότητα στην πόλη, χτισμένο σε ένα από τους σημαντικότερους κυκλικούς κόμβους κυκλοφορίας.

Την περίοδο του μεσοπολέμου η πόλη του Τούρνου Σεβερίν κατάφερε να είναι μεταξύ των δεκαοκτώ μεγαλύτερων αστικών κέντρων σε όλη τη Ρουμανία. Η πόλη έγινε μια μητρόπολη πολιτισμού από τις πρωτοβουλίες του Λύκειου "Traian" και των ιδρυμάτων που εδρεύουν στις επιβλητικές αίθουσες του Πολιτιστικού Μεγάρου: βιβλιοθήκη, μουσείο, θέατρο, κινηματογράφος, χορωδιακό σύνολο "Doina", Εταιρεία "Lumina" και Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Τα ιδρύματα αυτά διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Την περίοδο αυτή η ανοικοδόμηση ήταν μικρότερη στις κεντρικές συνοικίες, έτσι η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της πόλης γλίτωσε την κατεδάφιση.

Από τα πιο αξιόλογα κτίρια αυτής της περιόδου είναι τα ξενοδοχεία "Parc" και "Σιδηρές Πύλες", το Διοικητικό Μέγαρο, το Σπίτι της Νεολαίας, το κατάστημα "Decebal", το Σπίτι των Συνδικάτων και το κινητικό σιντριβάνι μπροστά από το Πολιτιστικό Μέγαρο. Το 1968 το Τούρνου Σεβερίν έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας και ταυτόχρονα πόλη ("municipiu"). Το 1972 το όνομα της αρχαίας Ντρομπέτα προστέθηκε το όνομα της πόλης, που έγινε Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν.

Γηγενείς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιον Γκιγκούρτου (1886 – 1959), πρωθυπουργός (1940)
  • Αλεξάντερ Λερ
  • Μίρελ Ράντοι (γ. 1981), ποδοσφαιριστής
  • Γκεόργκε Τιτσέικα (1873 – 1939), μαθηματικός

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]