Τελευταία εποχή παγετώνων: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: thumb|upright=1.5|Η Τελευταία εποχή παγετώνων όπως εμφανίζεται σε ισοτοπικούς λόγους από πάγους γεωτρήσεων στην Ανταρκτική (επάνω) και τη [[Γροιλανδία.]] Η '''Τελευταία εποχή [των] παγετώνων''' ή '''τελευταία παγετωνική περίοδος''' (αγγλ. ''Last Glacial Period /...
(Καμία διαφορά)

Έκδοση από την 05:57, 25 Νοεμβρίου 2022

Η Τελευταία εποχή παγετώνων όπως εμφανίζεται σε ισοτοπικούς λόγους από πάγους γεωτρήσεων στην Ανταρκτική (επάνω) και τη Γροιλανδία.

Η Τελευταία εποχή [των] παγετώνων ή τελευταία παγετωνική περίοδος (αγγλ. Last Glacial Period / LGP, last ice age), κοινώς γνωστή και απλώς ως «εποχή των παγετώνων»[1] είναι το χρονικό διάστημα στην ιστορία της Γης που άρχισε πριν από 115.000 έτη περίπου και έληξε πριν από 11.600 έτη περίπου. Από πλευράς γεωλογικού χρόνου, καλύπτει το τελευταίο μέρος της Πλειστόκαινης υποπεριόδου. Η εποχή αυτή των παγετώνων αποτελεί μέρος μιας μεγάλης διαδοχής από παγετωνικές και μεσοπαγετώδεις περιόδους, που είναι γνωστή ως Παγέτωση (glaciation) του Τεταρτογενούς και άρχισε πριν από 2.588.000 έτη, ενώ συνεχίζεται ακόμα.[2] Η τοποθέτηση της ενάρξεως της ίδιας της Τεταρτογενούς περιόδου στα 2,58 εκατομμύρια έτη πριν από σήμερα (Mya) βασίζεται ακριβώς στον σχηματισμό του αρκτικού παγοκαλύμματος. Η προηγούμενη, προτελευταία εποχή παγετώνων, γνωστή και ως «Ζααλιανή», έληξε πριν από περίπου 128.000 έτη.

Κατά τη διάρκεια της Τελευταίας εποχής παγετώνων έλαβαν χώρα εναλλασσόμενα «επεισόδια» επεκτάσεως και υποχωρήσεως των πάγων. Το Τελευταίο Παγετωνικό Μέγιστο σημειώθηκε πριν από 22.000 έτη περίπου. Το γενικό πλαίσιο της παγκόσμιας ψύξεως και επεκτάσεως των πάγων ήταν παρόμοιο σε όλη τη Γη, αλλά τοπικές διαφορές δυσχεραίνουν τη σύγκριση των λεπτομερειών από ήπειρο σε ήπειρο. Το τέλος της εποχής συνοδεύθηκε από μια σύντομη «ουρά» προσωρινής ψυχράνσεως του κλίματος, τη λεγόμενη «Νεότερη Δρυάδα», που άρχισε πριν από 12.800 έτη περίπου και έληξε πριν από 11.550 έτη, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ολόκαινης γεωλογικής υποπεριόδου ή εποχής, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Από πλευράς επιδράσεως στο ανθρώπινο γένος, η Τελευταία εποχή παγετώνων συμπίπτει γενικώς με την Παλαιολιθική και την πρώιμη Μεσολιθική περίοδο. H έναρξή της βρήκε το είδος Homo sapiens περιορισμένο σε μικρά γεωγραφικά πλάτη. Τόσο αρχαιολογικά όσο και γενετικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι αρχικοί πληθυσμοί των ανθρώπων της Παλαιολιθικής επεβίωσαν κατά τη διάρκεια της εποχής των παγετώνων ζώντας σε αραιές δασικές εκτάσεις και διάσπαρτοι σε βιοπαραγωγικές περιοχές, αποφεύγοντας τα πυκνά δάση.[3]

Προέλευση και ορισμοί

Καλλιτεχνική αναπαράσταση της τελευταίας παγετωνικής περιόδου στο παγετωνικό μέγιστο[4], από όπου φαίνεται ότι αφορούσε κυρίως το Βόρειο Ημισφαίριο της Γης.

Ο όρος «εποχή των παγετώνων» δεν ορίζεται αυστηρά και, από μια ευρύτερη χρονικά γεωλογική προοπτική, τα τελευταία τρία και πλέον εκατομμύρια έτη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μία και μοναδική εποχή παγετώνων, με δεδομένη τη συνεχή ύπαρξη παγοκαλυμμάτων σε μεγάλη περιοχή γύρω από αμφότερους τους πόλους της Γης. Οι παγετωνικές περίοδοι είναι κάπως καλύτερα ορισμένες, ως οι ψυχρότερες φάσεις κατά τις οποίες επεκτείνονται οι πάγοι και διαχωρίζονται από σχετικώς θερμές μεσοπαγετώδεις περιόδους. Η διαδοχή παγετωνικών και θερμών περιόδων τα τελευταία εκατομμύρια έτη ερμηνεύεται αστρονομικώς, από σύνθεση περιοδικών μεταβολών στη γήινη τροχιά, των λεγόμενων Κύκλων του Μιλάνκοβιτς.

Η Τελευταία εποχή παγετώνων έχει μελετηθεί έντονα στα πεδία της Βόρειας Αμερικής, της βόρειας Ευρασίας, των Ιμαλαΐων και άλλων πρώην καλυμμένων με πάγους περιοχών της Γης. Αυτές οι «παγετώσεις» είναι πολλές, αλλά εντοπίζονται κυρίως στο Βόρειο Ημισφαίριο. Φέρουν ονομασίες που αναπτύχθηκαν ιστορικά, ιδιως από επιμέρους τοπωνύμια στη γεωγραφική τους κατανομή: Fraser (στη Δυτική Οροσειρά της Βόρειας Αμερικής), Pinedale (στα κεντρικά Βραχώδη Όρη), Wisconsinan ή Wisconsin (στην κεντρική Β. Αμερική), Devensian (στις Βρετανικές Νήσους)[5] Midlandian (στην Ιρλανδία), Würm (στις Άλπεις), Mérida (στη Βενεζουέλα), Weichselian ή Vistulian (στη βόρεια και βορειοκεντρική Ευρώπη), Valdai στη δυτική Ρωσία και Zyryanka στη Σιβηρία, Llanquihue στη Χιλή και Otira στη Νέα Ζηλανδία.

Γενική περιγραφή

Τύποι βλαστήσεως κατά το Vegetation types at time of Last glacial maximum

Βόρειο Ημισφαίριο

O Καναδάς ήταν σχεδόν εντελώς καλυμμένος με πάγο (σε αυτό το λήμμα εννοούμε πάντοτε κάλυψη σε όλη τη διάρκεια του έτους, ακόμα και τα καλοκαίρια), όπως και το βόρειο μέρος των σημερινών Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς αμφότερα βρίσκονταν κάτω από το τεράστιο ενιαίο Λαυρέντιο Παγοκάλυμμα. Η Αλάσκα παρέμεινε αντιθέτως στη μεγαλύτερη έκτασή της ελεύθερη από πάγο εξαιτίας του πολύ ξηρού κλίματος την εποχή εκείνη. Τοπικά παγοκαλύμματα υπήρχαν στα Βραχώδη Όρη και στις παράκτιες του Ειρηνικού Ωκεανού οροσειρές.[6] Στη βόρεια Ευρασία το Σκανδιναβικό παγοκάλυμμα έφθανε και πάλι στα βόρεια μέρη των Βρετανικών Νήσων, στη Γερμανία, την Πολωνία και τη Ρωσία, και ανατολικά μέχρι τη Χερσόνησο Ταϊμίρ της Σιβηρίας.[7] Η μέγιστη έκταση του παγοκαλύμματος της Σιβηρίας σημειώθηκε από 18.000 μέχρι 17.000 έτη πριν από σήμερα, δηλαδή αργότερα από ό,τι στη βορειοκεντρική Ευρώπη (22.000 έως 18.000 χρόνια πριν)[8] Η ανατολική Σιβηρία δεν καλύφθηκε σε τόσο μεγάλη κλίμακα από ένα ενιαίο παγοκάλυμμα.[9] Μεγάλα, αλλά και περιορισμένα συγκροτήματα παγοπεδίων κάλυπταν τις οροσειρές της βορειοανατολικής Σιβηρίας, μέχρι και τα 'Όρη Καμτσάτκα-Κοριάκ.[10][11]

Ο Αρκτικός Ωκεανός ανάμεσα στα πελώρια παγοκαλύμματα της Αμερικής και της Ευρασίας δεν ήταν παγωμένος σε όλο τον όγκο του, αλλά όπως και σήμερα ήταν μάλλον καλυμμένος από ένα σχετικώς λεπτό στρώμα πάγου, με εποχικές μεταβολές και πολλά παγόβουνα που αποκόπτονταν από τα παγοκαλύμματα που τον περιέβαλλαν. Σύμφωνα με τη σύσταση των ιζημάτων που έχουν ανακτηθεί από γεωτρήσεις σε βαθιά νερά, πρέπει να υπήρχαν και περιπτώσεις εποχικώς ελεύθερης από πάγο θαλάσσιας επιφάνειας.[12]

Πέρα από τα κύρια παγοκαλύμματα, ευρεία εναπόθεση πάγου συνέβη στα υψηλότερα όρη της Ορογενετικής Ζώνης Άλπεων-Ιμαλαΐων. Τοπικά πεδία πάγου ή μικρά παγοκαλύμματα βρίσκονταν στους υψηλότερους ορεινούς όγκους στα Πυρηναία, στα Καρπάθια Όρη, στον Αίμο, στην Καυκασία και σε βουνά της Τουρκίας και του Ιράν.[13]

Στα Ιμαλάια και στο Οροπέδιο του Θιβέτ υπάρχουν ενδείξεις ότι οι παγετώνες επεκτάθηκαν σημαντικά κατά την Τελευταία εποχή παγετώνων, ιδίως κατά την περίοδο μεταξύ 47.000 και 27.000 ετών πριν από σήμερα[14], αλλά η ακριβέστερη χρονολόγηση[15][16], καθώς και ο σχηματισμός ενός ενιαίου παγοκαλύμματος που σκέπαζε όλο το Οροπέδιο του Θιβέτ, είναι αμφιλεγόμενα ζητήματα.[17][18][19]

Στις υπόλοιπες περιοχές του Βόρειου Ημισφαιρίου δεν υπήρχαν εκτεταμένα παγοκαλύμματα, αλλά μεγάλοι τοπικοί παγετώνες υπήρχαν παντού σε μεγάλα υψόμετρα. Π.χ. τμήματα της Ταϊβάν καλύφθηκαν από πάγους επανειλημμένα κατά το διάστημα 44.250 έως 10.680 έτη πριν από σήμερα[20], το ίδιο και οι Ιαπωνικές Άλπεις. Σε αμφότερες τις νήσους, η μέγιστη επέκταση των παγετώνων συνέβη πριν από 60 χιλιάδες έως 30 χιλιάδες έτη.[21] Σε ακόμα μικρότερη κλίμακα, παγετώνες υπήρχαν και στην Αφρική, π.χ. στον Υψηλό Άτλαντα (σημερινό Μαρόκο), στα όρη του Ατακόρ (νότια Αλγερία και σε αρκετά βουνά της Αιθιοπίας. Σε νοτιότερα μέρη της ηπείρου, ένα παγοκάλυμμα με έκταση αρκετές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα κάλυπτε τα ανατολικά βουνά Κιλιμάντζαρο, Όρος Κένυα, και τα Ρουβενζόρι, τα οποία ακόμη φέρουν υπολειμματικούς μικρούς παγετώνες.[22]

Νότιο Ημισφαίριο

Η παγοκάλυψη του Νότιου Ημισφαιρίου ήταν λιγότερο εκτεταμένη. Παγοκαλύμματα υπήρχαν στις Άνδεις (Παταγονικό Παγοκάλυμμα), όπου έχουν καταγραφεί 6 διαδοχικά «επεισόδια» επεκτάσεως των παγετώνων στις Άνδεις της Χιλής κατά την περίοδο 33.500 έως 13.900 έτη πριν από σήμερα.[23] Η Ανταρκτική καλυπτόταν εντελώς από πάγους, όπως σχεδόν και σήμερα. Στην κυρίως Αυστραλία μόνο μια πολύ μικρή έκταση στην περιοχή του ψηλότερου βουνού της, του Όρους Κοσιούσκο, ήταν παγωμένη, ενώ στην Τασμανία οι πάγοι ήταν πιο εξαπλωμένοι.[24] Παγοκάλυμμα σχηματίσθηκε και στη Νέα Ζηλανδία, καλύπτοντας όλες τις Νότιες Άλπεις, όπου μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις επεκτάσεις των παγετώνων.[25] Τοπικές παγοκαλύψεις υπήρχαν επίσης στα υψηλότερα βουνά της Νέας Γουινέας, όπου οι θερμοκρασίες ήταν 5 έως 6 βαθμούς C χαμηλότερες από όσο είναι σήμερα.[26][27] Π.χ. το όρος Γκιλούβε στην Κεντρική Οροσειρά της Παπούα Νέα Γουινέα είχε ένα «λίγο-πολύ μόνιμο παγοκάλυμμα εκτάσεως περίπου 188 km2 και εκτεινόταν προς τα κάτω μέχρι υψόμετρο 3.200 έως 3.500 μέτρων»[26]. Στη Δυτική Νέα Γουινέα, υπολείμματα των παγετώνων διατηρούνται στις κορυφές των βουνών Πούντσακ Τζάγια και Νγκα Πιλιμσίτ.[27]

Μικροί παγετώνες δημιουργήθηκαν σε λίγους ευνοϊκούς τόπους στο νότιο τμήμα της αφρικανικής ηπείρου κατά την Τελευταία εποχή παγετώνων.[28][29] Αυτοί οι μίνι-παγετώνες θα πρέπει να βρίσκονταν στα Υψίπεδα του Λεσότο και σε μέρη των Ντράκενσμπεργκ.[30][31] Η ανάπτυξή τους βοηθήθηκε πιθανώς και από τη σκιά που εξασφάλιζαν γειτονικές απότομες πλαγιές.[31] Διάφορες μοραίνες και γωνίες της κοίτης πρώην παγετώνων έχουν ταυτοποιηθεί στα ανατολικά Υψίπεδα του Λεσότο, σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 3 χιλιάδων μέτρων σε πλαγιές που αντικρίζουν τον νότο (δηλαδή σκιερές στο Νότιο Ημισφαίριο).[30] Μελέτες υποδεικνύουν ότι η ετήσια μέση θερμοκρασία στα βουνά της νότιας αφρικανικής ηπείρου ήταν περίπου 6 βαθμοί χαμηλότερη από ό,τι σήμερα, αντίστοιχη με τις πτώσεις θερμοκρασίας που εκτιμώνται για την Τασμανία και τη νότια Παταγονία την ίδια εποχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα περιβάλλον με σχετικώς μικρή υγρασία και θερινές θερμοκρασίες άνω των 0 βαθμών, αλλά με βαθιά χειμερινή ψύξη σε σκιερές θέσεις. Οι συνθήκες αυτές σχημάτισαν στα ανατολικά Ντράκενσμπεργκ και στα Υψίπεδα του Λεσότο εναποθέσεις παγοϋδρολισθήσεως και πεδία με ογκόλιθους, όπως και πέτρινες «γιρλάντες».[28][29]

Απόψυξη

Η αύξηση των θερμοκρασιών που σήμανε το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων όπως διακρίνεται σε ανάλυση από δεδομένα πάγου γεωτρήσεων.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, η οριστική υποχώρηση των πάγων άρχισε πριν από περίπου 19.000 έτη και επιταχύνθηκε πριν από περίπου 15.000 έτη. Το τέλος της Πλειστόκαινης και η έναρξη της Ολόκαινης εποχής σηματοδοτείται από μια απότομη επιπλέον θέρμανση του κλίματος πριν από 11.550 έτη (δηλαδή το 9500 π.Χ. περίπου), η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία τήξη των όποιων παγοκαλυμμάτων είχαν απομείνει στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.

Σε μια μελέτη του 2017, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Τρούμσε στη Νορβηγία[32] περιγράφουν την ανακάλυψη άνω των εκατό κρατήρων σε ιζήματα του ωκεάνιου πυθμένα, με διάμετρο 3.000 μέτρα και βάθος έως και 300 μ., που δημιουργήθηκαν από εκρηκτικές απελευθερώσεις αερίου μεθανίου από έως τότε παγωμένους μεθανυδρίτες. Αυτές οι εκρήξεις σημειώθηκαν κατά τη λήξη της Τελευταίας εποχής παγετώνων, πριν από 11.700 και πλέον έτη. Αυτές οι περιοχές γύρω από τη Θάλασσα Μπάρεντς διαρρέουν ακόμα και σήμερα μεθάνιο. Η μελέτη υποθέτει ότι υπάρχουσες υπόγειες δεξαμενές μεθανίου θα μπορούσαν να έχουν την ίδια τύχη εξαιτίας της σημερινής κλιματικής αλλαγής, προκαλώντας έτσι ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας (το μεθάνιο είναι πολύ ισχυρότερο αέριο θερμοκηπίου από το διοξείδιο του άνθρακα).

Δείτε επίσης


Παραπομπές

  1. «The history of ice on Earth». New Scientist. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2022. 
  2. Clayton, Lee· Attig, John W.· Mickelson, David M.· Johnson, Mark D.· yverson, Kent M. «Glaciation of Wisconsin» (PDF). Dept. Geology, University of Wisconsin. 
  3. Gavashelishvili, A.; Tarkhnishvili, D. (2016). «Biomes and human distribution during the last ice age». Global Ecology and Biogeography 25 (5): 563-574. doi:10.1111/geb.12437. 
  4. Crowley, Thomas J. (1995). «Ice age terrestrial carbon changes revisited». Global Biogeochemical Cycles 9 (3): 377-389. doi:10.1029/95GB01107. Bibcode1995GBioC...9..377C. http://www.agu.org/pubs/crossref/1995/95GB01107.shtml. Ανακτήθηκε στις February 25, 2012. 
  5. Catt, J.A. (2006). «Quaternary: Ice Sheets and their Legacy». Στο: Brenchley, P.J.· Rawson, P.F. The Geology of England and Wales (2η έκδοση). Λονδίνο: The Geological Society. σελίδες 451–452. ISBN 978-1-86239-199-4. 
  6. Clark, D.H. Extent, timing, and climatic significance of latest Pleistocene and Holocene glaciation in the Sierra Nevada, California (PDF 20 Mb) (Ph.D.). Seattle: Washington University. 
  7. Möller, P. (2006). «Severnaya Zemlya, Arctic Russia: a nucleation area for Kara Sea ice sheets during the Middle to Late Quaternary» (PDF 11.5 Mb). Quaternary Science Reviews 25 (21-22): 2894-2936. doi:10.1016/j.quascirev.2006.02.016. Bibcode2006QSRv...25.2894M. http://www.geol.lu.se/personal/prm/PDF_papers%20full%20text/QSR-2007_SZ_Severnaya_Z.pdf. Ανακτήθηκε στις February 9, 2008. 
  8. Matti Saarnisto: Climate variability during the last interglacial-glacial cycle in NW Eurasia. Abstracts of PAGES – PEPIII: Past Climate Variability Through Europe and Africa, 2001 Αρχειοθετήθηκε April 6, 2008, στο Wayback Machine.
  9. Gualtieri, Lyn (Μάιος 2003). «Pleistocene raised marine deposits on Wrangel Island, northeast Siberia and implications for the presence of an East Siberian ice sheet». Quaternary Research 59 (3): 399-410. doi:10.1016/S0033-5894(03)00057-7. Bibcode2003QuRes..59..399G. 
  10. Ehlers & Gibbard 2004 III, σελίδες 321-323
  11. Barr, I.D; Clark, C.D. (2011). «Glaciers and Climate in Pacific Far NE Russia during the Last Glacial Maximum». Journal of Quaternary Science 26 (2): 227. doi:10.1002/jqs.1450. Bibcode2011JQS....26..227B. https://e-space.mmu.ac.uk/619060/1/Barr%20and%20Clark%20%25282011%2529.pdf. 
  12. Spielhagen, Robert F. (2004). «Arctic Ocean deep-sea record of northern Eurasian ice sheet history». Quaternary Science Reviews 23 (11-13): 1455-1483. doi:10.1016/j.quascirev.2003.12.015. Bibcode2004QSRv...23.1455S. 
  13. Williams, Jr., Richard S.· Ferrigno, Jane G. (1991). «Glaciers of the Middle East and Africa – Glaciers of Turkey» (PDF 2.5 Mb). U.S. Geological Survey Professional Paper 1386-G-1. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
    Ferrigno, Jane G. (1991). «Glaciers of the Middle East and Africa – Glaciers of Iran» (PDF 1.25 Mb). U.S.Geological Survey Professional Paper 1386-G-2. 
  14. Owen, Lewis A. (2002). «A note on the extent of glaciation throughout the Himalaya during the global Last Glacial Maximum». Quaternary Science Reviews 21 (1): 147-157. doi:10.1016/S0277-3791(01)00104-4. Bibcode2002QSRv...21..147O. 
  15. Kuhle, M., Kuhle, S.: «Review on Dating methods: Numerical Dating in the Quaternary of High Asia», Journal of Mountain Science (2010), τόμος 7, σσ. 105-122
  16. Chevalier, Marie-Luce (2011). «Constraints on the late Quaternary glaciations in Tibet from cosmogenic exposure ages of moraine surfaces». Quaternary Science Reviews 30 (5-6): 528-554. doi:10.1016/j.quascirev.2010.11.005. Bibcode2011QSRv...30..528C. 
  17. Kuhle, Matthias (2002). «A relief-specific model of the ice age on the basis of uplift-controlled glacier areas in Tibet and the corresponding albedo increase as well as their positive climatological feedback by means of the global radiation geometry». Climate Research 20: 1-7. doi:10.3354/cr020001. Bibcode2002ClRes..20....1K. 
  18. Ehlers & Gibbard 2004 IIIKuhle, M. (31 Αυγούστου 2011). «The High Glacial (Last Ice Age and LGM) ice cover in High and Central Asia». Quaternary Glaciations - Extent and Chronology. σελίδες 175–199. ISBN 9780444534477. 
  19. Lehmkuhl, F. (2003). «Die eiszeitliche Vergletscherung Hochasiens – lokale Vergletscherungen oder übergeordneter Eisschild?». Geographische Rundschau 55 (2): 28-33. http://www.pgg.rwth-aachen.de/index.php?id=lef-abstracts. Ανακτήθηκε στις February 9, 2008. 
  20. Zhijiu Cui (2002). «The Quaternary glaciation of Shesan Mountain in Taiwan and glacial classification in monsoon areas». Quaternary International 97-98: 147-153. doi:10.1016/S1040-6182(02)00060-5. Bibcode2002QuInt..97..147C. http://ntur.lib.ntu.edu.tw//handle/246246/173509. 
  21. Yugo Ono (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2005). «Mountain glaciation in Japan and Taiwan at the global Last Glacial Maximum». Quaternary International 138-139: 79-92. doi:10.1016/j.quaint.2005.02.007. Bibcode2005QuInt.138...79O. 
  22. Young, James A.T.· Hastenrath, Stefan (1991). «Glaciers of the Middle East and Africa – Glaciers of Africa» (PDF 1.25 Mb). U.S. Geological Survey Professional Paper 1386-G-3. 
  23. Lowell, T.V. (1995). «Interhemisperic correlation of late Pleistocene glacial events» (PDF 2.3 Mb). Science 269 (5230): 1541-1549. doi:10.1126/science.269.5230.1541. PMID 17789444. Bibcode1995Sci...269.1541L. http://www.uc.edu/geology/documents/lowell_abstracts/lowellsci.pdf. 
  24. Ollier, C.D. «Australian Landforms and their History». National Mapping Fab. Geoscience Australia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2008. 
  25. Burrows, C.J.; Moar, N.T. (1996). «A mid Otira Glaciation palaeosol and flora from the Castle Hill Basin, Canterbury, New Zealand» (PDF 340 Kb). New Zealand Journal of Botany 34 (4): 539-545. doi:10.1080/0028825X.1996.10410134. http://www.rsnz.org/publish/nzjb/1996/167.pdf. 
  26. 26,0 26,1 Löffler, Ernst (1972). «Pleistocene glaciation in Papua and New Guinea». Zeitschrift für Geomorphologie Supplementband 13: 32-58. 
  27. 27,0 27,1 Allison, Ian· Peterson, James A. (1988). Glaciers of Irian Jaya, Indonesia: Observation and Mapping of the Glaciers Shown on Landsat Images. ISBN 978-0-607-71457-9. U.S. Geological Survey professional paper 1386. 
  28. 28,0 28,1 «The cold climate geomorphology of the Eastern Cape Drakensberg: A reevaluation of past climatic conditions during the last glacial cycle in Southern Africa». Geomorphology 278: 184-194. 2017. doi:10.1016/j.geomorph.2016.11.011. Bibcode2017Geomo.278..184M. https://pearl.plymouth.ac.uk/handle/10026.1/8086. 
  29. 29,0 29,1 «Geomorphic and climatic implications of relict openwork block accumulations near Thabana-Ntlenyana, Lesotho». Geografiska Annaler: Series A, Physical Geography 86 (3): 289-302. 2004. doi:10.1111/j.0435-3676.2004.00232.x. 
  30. 30,0 30,1 Mills, Stephanie C.; Grab, Stefan W.; Rea, Brice R.; Farrow, Aidan (2012). «Shifting westerlies and precipitation patterns during the Late Pleistocene in southern Africa determined using glacier reconstruction and mass balance modelling». Quaternary Science Reviews 55: 145-159. doi:10.1016/j.quascirev.2012.08.012. Bibcode2012QSRv...55..145M. 
  31. 31,0 31,1 «The shape of glacial valleys and implications for southern African glaciation». South African Geographical Journal 92 (1): 35-44. 2010. doi:10.1080/03736245.2010.485360. 
  32. «Like 'champagne bottles being opened': Scientists document an ancient Arctic methane explosion». The Washington Post. June 1, 2017. https://www.washingtonpost.com/news/energy-environment/wp/2017/06/01/like-champagne-bottles-being-opened-scientists-document-an-ancient-arctic-methane-explosion. 

Πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι



2. ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΚΡΟΥΓΕΡ


Ζέβρες στο Πάρκο Κρούγερ

Το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ (αγγλ. Kruger National Park) είναι προστατευόμενη περιοχή στη Νότια Αφρική και ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια θηραμάτων σε ολόκληρη την Αφρική. Καλύπτει έκταση 19.623 τετραγωνικών χιλιομέτρων στις επαρχίες Λιμπόπο και Μπουμαλάνγκα στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, σε μήκος 360 χιλιομέτρων από βορρά προς νότο και σε πλάτος 65 χιλιομέτρων στη διεύθυνση ανατολή-δύση. Τα γραφεια διοικήσεως βρίσκονται στον οικισμό Σκουκούζα. Περιοχές του προστατεύθηκαν για πρώτη φορά από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία το 1898, ενώ το 1926 έγινε το πρώτο στην ιστορία εθνικό πάρκο της Νότιας Αφρικής.

Σήμερα το πάρκο είναι η μία από τις συνιστώσες του «Μεγάλου Διασυνοριακού Πάρκου του Λιμπόπο», μιας ευρύτερης περιοχής που περιλαμβάνει και το Εθνικό Πάρκο Γκοναρέζου στη Ζιμπάμπουε και με το Εθνικό Πάρκο του Λιμπόπο στη Μοζαμβίκη. Το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ έχει εννέα κύριες πύλες.

Ιστορία

Περισσότεροι από 420 καταγεγραμμένοι αρχαιολογικοί τόποι στο έδαφος του Πάρκου Κρούγερ μαρτυρούν την κατοίκησή του από τον άνθρωπο πολύ πριν από τη νεότερη εποχή. Ωστόσο η πλειονότητά τους κατοικήθηκε για σχετικώς σύντομες χρονικές περιόδους, καθώς τα πολλά σαρκοφάγα ζώα και η μύγα τσε-τσε δυσχέραιναν και περιόριζαν την κτηνοτροφία βοοειδών. Στον λόφο Μαζορίνι γινόταν μεταλλουργία σιδήρου από τους ιθαγενείς μέχρι την εποχή Μφεκάνε τον 18ο αιώνα.

Πριν από τον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς η έκταση που σήμερα αποτελεί το πάρκο ήταν μια απομακρυσμένη περιοχή του έσχατου άγριου μέρους της ανατολικής Δημοκρατίας του Τράνσβααλ, κατοικούμενη τότε από λίγους ιθαγενείς Τσόνγκα. Ο τότε πρόεδρος της χώρας αυτής Πάουλ Κρούγερ, ανακήρυξε την έκταση αυτή καταφύγιο για την προστασία των άγριων ζώων. Ο Έιμπελ Τσάπμαν, κυνηγός ο ίδιος αλλά με αγάπη για τη φύση, διεπίστωσε με άλλους κυνηγούς ότι η περιοχή είχε «υπερθηρευθεί» στα τέλη του 19ου αιώνα και φρόντισε να λάβει αυτό το γεγονός ευρύτερη δημοσιότητα. Έτσι το 1895 ο Γιάκομπ Λούις φαν Βυκ εισήγαγε προς συζήτηση στο κοινοβούλιο του Τράνσβααλ μια πρόταση για τη δημιουργία του καταφυγίου θηραμάτων. Η προταθείσα περιοχή εκτεινόταν από τον Ποταμό των Κροκοδείλων έως τον Ποταμό Σάμπι στα βόρεια. Η πρόταση έγινε δεκτή για συζήτηση τον Σεπτέμβριο του 1895 με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου και το αποτέλεσμα ήταν η προαναφερθείσα ανακήρυξη από τον Κρούγερ της δημιουργίας ενός «Κρατικού Πάρκου Αγρίας Ζωής», στις 26 Μαρτίου 1898. Αργότερα έγινε γνωστό ως «Καταφύγιο Θηραμάτων του Σάμπι».

Ο πρώτος υπεύθυνος του πάρκου ήταν ο Αγγλοϊρλανδός Τζέιμς Στήβενσον-Χάμιλτον (James Stevenson-Hamilton, 1867-1957), που ανέλαβε τη θέση το 1902 και παρέμεινε σε αυτή έως το 1946. Το καταφύγιο αντιστοιχούσε μόλις στο νότιο ένα τρίτο του σημερινού πάρκου.[1] Το Καταφύγιο του Σινγκουέζντι, το σημερινό βόρειο τμήμα του Πάρκου Κρούγερ, ανακηρύχθηκε[2] καταφύγιο το 1903. Στις επόμενες δεκαετίες όλες οι φυλές ιθαγενών απομακρύθηκαν από το καταφύγιο, με τους τελευταίους να μετεγκαθίστανται τη δεκαετία του 1960 από το τρίγωνο Παφούρι ή Μακουλέκε (στα βόρεια). Στις 31 Μαΐου 1926 το Καταφύγιο Θηραμάτων του Σάμπι, το Καταφύγιο του Σινγκουέζντι και εκτάσεις αγροκτημάτων συνενώθηκαν, και έτσι δημιουργήθηκε το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ.[3]

Αναμνηστική πλάκα στο Πάρκο. Από καιρού σε καιρό πράγματι σκοτώνονται άνθρωποι από άγρια θηρία, ωστόσο αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο.

Οι πρώτες κάπως μεγάλες ομάδες τουριστών άρχισαν να επισκέπτονται το καταφύγιο από το 1923, αλλά ως μέρος ευρύτερου «τουρ» που διοργάνωνε η Εταιρεία των Σιδηροδρόμων. Σύντομα ωστόσο έγινε το πιο ενδιαφέρον τμήμα του τουρ, γεγονός που χάρισε πολύτιμη στήριξη στην εκστρατεία να μετατραπεί το τότε καταφύγιο Sabie Game Reserve σε εθνικό πάρκο.[4][5]

Τα πρώτα τρία αυτοκίνητα με τουρίστες μπήκαν στο πάρκο το έτος 1927 και ο αριθμός τους «εκτοξεύθηκε» σε 180 το 1928 και σε 850 αυτοκίνητα το 1929.

Το 1959 άρχισαν εργασίες για την πλήρη περίφραξη των συνόρων του πάρκου, με βασικό στόχο τον περιορισμό της διαδόσεως ασθενειών, τη διευκόλυνση της φυλάξεως των συνόρων και τον περιορισμό της λαθροθηρίας.[4] Το έργο ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα.

Το 1996 η φυλή Μακουλέκε υπέβαλε αίτηση διεκδικήσεως γης για έκταση 198,42 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο Παφούρι, το βορειότερο μέρος του Πάρκου.[6] Η γη τελικώς επιστράφηκε στη φυλή, ωστόσο τα μέλη της επέλεξαν να μην επανεγκατασταθούν εκεί, αλλά να επενδύσουν στον τουρισμό σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας: κτίσθηκαν αρκετοί ξενώνες, από τους οποίους τα μέλη της φυλής προσπορίζονται δικαιώματα.[7][8]

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα Καταφύγια Κλαζέρι, Όλιφαντς και Μπαλούλε, εκτάσεως συνολικά 4.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενσωματώθηκαν στο Πάρκο Κρούγερ. Την επόμενη δεκαετία, το 2002, το Πάρκο Κρούγερ ενσωματώθηκε στο «Μέγα Διασυνοριακό Πάρκο του Λιμπόπο», που περιλαμβάνει και το Εθνικό Πάρκο Γκοναρέζου στη Ζιμπάμπουε και με το Εθνικό Πάρκο του Λιμπόπο στη Μοζαμβίκη.[3]

Θέση και γεωγραφία

Ποταμοί του Εθνικού Πάρκου Κρούγερ
Ο ποταμός Ούλιφαντς
Η συμβολή των ποταμών Λουβούβχου και Λιμπόπο στη γωνία Κρουκς στο Παφούρι

Το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνιά του κράτους της Νότιας Αφρικής[1], καταλαμβάνοντας τα ανατολικά μέρη των Επαρχιών Λιμπόπο και Μπουμαλάνγκα. Η Φαλαμπόρουα της Λιμπόπο είναι η μόνη πόλη της Ν. Αφρικής που συνορεύει με το Πάρκο. Το Κρούγερ είναι ένα από τα μεγαλύτερα Εθνικά Πάρκα σε ολόκληρο τον κόσμο, με έκταση 19.623 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μήκος 360 χιλιόμετρα από βορρά προς νότο[1] και μέσο πλάτος 65 χιλιόμετρα στη διεύθυνση ανατολή-δύση.[3] Ωστόσο το μέγιστο πλάτος του ανέρχεται σε 90 χιλιόμετρα στη νότια απόληξή του.[1]

Στα βόρεια και νότια του πάρκου δύο ποταμοί, ο Λιμπόπο και ο Ποταμός των Κροκοδείλων αντιστοίχως, χρησιμεύουν ως φυσικά σύνορά του. Στα ανατολικά, τα όρη Λεμπόμπο το χωρίζουν από τη Μοζαμβίκη. Το δυτικό σύνορο του Πάρκου είναι επίσης παράλληλο με την οροσειρά αυτή. Το πάρκο έχει ελάχιστο υψόμετρο 200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (ανατολικά) και μέγιστο 840 μέτρα στα νοτιοδυτικά, κοντά στο Μπεργκ-εν-Νταλ (η κορυφή του λόφου Χαντζαλίβε). Αρκετοί είναι οι ποταμοί που διατρέχουν το Πάρκο, ρέοντας από τα δυτικά προς ανατολικά, όπως οι δύο προαναφερθέντες, ο Σάμπι, ο Ούλιφαντς, ο Λετάμπα και ο Λεβούμπου ή Λεβούβχου. Ο τελευταίος σχηματίζει το φαράγγι Λάνερ, που έχει βάθος έως και 150 μέτρα.

Κλίμα

Το κλίμα στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ είναι συνδυασμός υποτροπικού και τροπικού κλίματος, θερμό ημίξηρο (BSh) κατά την κλιματική ταξινόμηση Κέππεν. Η εποχή των βροχών διαρκεί από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τον Μάιο, ωστόσο η ετήσια μέση βροχόπτωση είναι περίπου ίση με εκείνη της Ελλάδας, κυμαινόμενη από 561 χιλιοστόμετρα στη Σκουκούζα (νότια) έως 411 στο Παφούρι (βόρεια). Εξαιτίας της μεγάλης εκτάσεως του Πάρκου, το κλίμα του παρουσιάζει διαφορές από μέρος σε μέρος του: στα νότια η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 2 έως 3 βαθμοί C χαμηλότερη από όσο στο Παφούρι.

Χλωρίδα

Η φυτική ζωή του Πάρκου διακρίνεται σε 4 βασικές περιοχές, καθοριζόμενες τόσο από το κλίμα, όσο και από το γεωλογικό υπόστρωμα:

  • Το βορειοανατολικό μέρος του πάρκου καλύπτεται από θαμνώδη βλάστηση τύπου μοπάνε (όπου δηλαδή το μόνο δέντρο είναι το χαμηλό Colophospermum mopane).
  • Το δυτικό μέρος βορείως του ποταμού Ούλιφαντς καλύπτεται από παρόμοια βλάστηση, στην οποία όμως εκτός του μοπάνε υπάρχει και το θαμνόδενδρο Combretum apiculatum.
  • Στο δυτικό μέρος νοτίως του Ούλιφαντς, άλλα είδη του γένους Combretum συνδυάζονται με είδη ακακίας και δέντρα «μαρούλα» (Sclerocarya caffra). Οι ακακίες κυριαρχούν κατά μήκος των ρυακιών και ποταμών, ενώ οι θάμνοι είναι πυκνότεροι.
  • Το ανατολικό μέρος νοτίως του Ούλιφαντς είναι η κατεξοχήν περιοχή βοσκήσεως, με άφθονη «ερυθρά χλόη» (είδος Themeda triandra) και το λεγόμενο «βουβαλόχορτο» (Megathyrsus maximus ή Panicum maximum). Τα κυριότερα δέντρα εδώ είναι τα είδη Acacia nigrescens, Combretum imberbe και Sclerocarya caffra.

Πέραν αυτών, υπάρχουν μικρές εκτάσεις στο Πάρκο με ξεχωριστή βλάστηση, όπως το Πρετόριουσκοπ και το όρος Μαλελάνε, που δέχονται περισσότερες βροχοπτώσεις και στα οποία αφθονεί το πλατύφυλλο δέντρο Terminalia sericea. Οι ημιαμμώδεις εκτάσεις στα βορειοανατολικά του Πούντα Μαρία είναι εξίσου διάκριτες, με μεγάλη ποικιλία χλωρίδας, όπως και οι γεμάτοι θάμνους λόφοι κατά μήκος του ποταμού Λεβούβχου.

Πανίδα

Θηλαστικά

Ομάδα λιονταριών πάνω σε τουριστικό δρόμο

Και τα «πέντε μεγάλα θηράματα» υπάρχουν στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ, το οποίο φιλοξενεί περισσότερα είδη μεγάλων θηλαστικών από οποιοδήποτε άλλο καταφύγιο θηραμάτων της Αφρικής, συγκεκριμένα 147 είδη. Υπάρχουν κάμερες σε πολλά μέρη του πάρκου για την παρακολούθηση των μεγάλων ζώων του.[9]

Ο πληθυσμός των ελεφάντων το 2004 είχε αυξηθεί σε 11.670, το 2006 σε περίπου 13.500 και το 2012 σε 16.900. Ωστόσο όλο το Πάρκο ίσως να μη μπορεί να συντηρήσει μακροπρόθεσμα περισσότερους από 8 χιλιάδες ελέφαντες περίπου. Οι ελέφαντες σαφώς μεταβάλλουν την πυκνότητα της βλαστήσεως στο Πάρκο, η διοίκηση του οποίου πειραματίσθηκε με μεθόδους αντισύλληψης στους ελέφαντες ήδη από το 1995, αλλά αυτό αντιμετώπισε προβλήματα αναστατώσεως των κοπαδιών. Το Πάρκο διατηρεί αυστηρά τα μέτρα κατά της λαθροθηρίας για όλα τα ζώα, ιδίως για τους ρινόκερους.

Στο Πάρκο Κρούγερ διασώζονται κοπάδια από το κινδυνεύον είδος του αφρικανικού άγριου σκύλου, του οποίου θεωρείται ότι απομένουν μόλις περί τα 400 άτομα σε ολόκληρη τη Νότια Αφρική.[10]

Σύμφωνα με την καταμέτρηση του 2010, στο Πάρκο υπήρχαν 590-660 μαύροι ρινόκεροι (το ένα έκτο του παγκόσμιου πληθυσμού), 37.500 αγριοβούβαλοι, 1.600 λιοντάρια, χίλιες λεοπαρδάλεις, 120 γατόπαρδοι, 9 χιλιάδες καμηλοπαρδάλεις, 3.500 ύαινες, 26.500 ζέβρες και 120 χιλιάδες ιμπάλα.

Ορνιθοπανίδα

Μια μάλλον ομοιόμορφη κατανομή ειδών πτηνών υπάρχει στις νότιες και κεντρικές περιοχές του Πάρκου, ενώ μικρότερη είναι η ποικιλία ειδών στα βόρεια. Τα περισσότερα είδη αναπαράγονται το καλοκαίρι, όταν οι βροχές παρέχουν περισσότερη τροφή, αλλά τα μεγαλύτερα αρπακτικά αναπαράγονται τον χειμώνα, όταν η λεία τους είναι πιο εκτεθειμένη. Από τα 517 είδη πτηνών που έχουν παρατηρηθεί στο Πάρκο Κρούγερ τα 253 είναι μόνιμοι κάτοικοι, τα 117 αποδημητικά που δεν αναπαράγονται εδώ και τα 147 νομαδικά.

Τα είδη είναι κυρίως τροπικά, όπως ο πελαργός του είδους Anastomus lamelligerus, ο νεκροσύρτης, το γεράκι Falco dickinsoni, το Vanellus albiceps, ο παπαγάλος Poicephalus fuscicollis, ο κούκος Centropus senegalensis, ο Eurystomus glaucurus, ο βυκανιστής, το τροπικό μπούμπου (Laniarius aethiopicus), η Lamprotornis mevesii και η Chalcomitra senegalensis. Περί τα 30 είδη υδρόβιων πτηνών εξαρτώνται πλήρως από τα ποτάμια ή τις μικρές τεχνητές λίμνες του Πάρκου για την επιβίωσή τους[11], όπως τα Podica senegalensis, Gorsachius leuconotus και Burhinus vermiculatus. Κάποια άλλα περιορίζονται στην παρόχθια πυκνότερη βλάστηση, όπως τα Accipiter tachiro, Guttera pucherani, Pternistis natalensis, Apaloderma narina, Scotopelia peli και Platysteira peltata. Αυτό το ενδιαίτημα πλήττεται συχνά από την ξηρασία[12] ή και πλημμύρες.

Άλλα ζώα

Το Πάρκο Κρούγερ κατοικείται από 126 είδη[13] ερπετών, μεταξύ των οποίων το μαύρο μάμπα, ο αφρικανικός βραχοπύθωνας και 3 έως 4 χιλιάδες κροκόδειλοι. Η γνώση όμως των πυκνοτήτων πληθυσμού και των κατανομών των ερπετών περιορίζεται από διάφορους παράγοντες.[13] Στο Πάρκο έχουν βρεθεί και 33 είδη αμφίβιων[14], καθώς και 50 είδη ψαριών. Ένας καρχαρίας του Ζαμβέζη (Carcharhinus leucas) ψαρεύτηκε στη συμβολή των ποταμών Λιμπόπο και Λουβούμπου τον Ιούλιο του 1950 (οι καρχαρίες αυτοί μπορούν να ζουν στο γλυκό νερό και να ταξιδεύουν σε μεγάλο μήκος ποταμών όπως ο Λιμπόπο).[15]

Από πλευράς εντόμων, έχουν καταγραφεί στο Πάρκο 219 διαφορετικά είδη εσπερίδων και άλλων πεταλούδων.[16] Μόνο από το γένος Charaxes[17] έχουν καταγραφεί 12 είδη.[18] Τα γένη Papilio και Acraea αντιπροσωπεύονται επίσης ισχυρά, με περίπου 10 και 15 είδη αντιστοίχως.[18] Ο συνολικός αριθμός ειδών λεπιδόπτερων στο Πάρκο είναι άγνωστος, αλλά θα μπορούσε να υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες. Ο «σκόρος του μοπάνε» Gonimbrasia belina στο βόρειο ήμισυ του Πάρκου είναι ένα από τα γνωστότερα, και κάποιες φορές έχουν δοθεί άδειες σε κοινότητες ιθαγενών έξω από το Πάρκο να μπουν και να συλλέξουν τις κάμπιες του.[19][20][21] Το Πάρκο φιλοξενεί μεγάλη ποικιλία από τερμίτες, με 22 καταγεγραμμένα γένη, και μπορεί κάποιος να δει μεγάλες φωλιές των γενών Macrotermes, Cubitermes, Amitermes, Odontotermes και Trinervitermes.[22] Μέσα σε φωλιές τερμιτών στο Πάρκο ανακαλύφθηκε ένα νέο είδος ονισκώδους, το Ctenorillo meyeri.[23] Υπάρχουν και πολλά είδη κουνουπιών, μεταξύ των οποίων και εννέα του γένους ανωφελής, που μεταδίδουν την ελονοσία.[24]

Μέχρι το 2018 είχαν καταγραφεί 350 είδη αραχνών και σκορπιών στο Πάρκο.[25]


Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Foxcroft, Llewellyn C.; Richardson, D.M.; Wilson, J.R. (2008). «Ornamental Plants as Invasive Aliens: Problems and Solutions in Kruger National Park, South Africa». Environmental Management 41 (1): 32-51. doi:10.1007/s00267-007-9027-9. PMID 17943344. Bibcode2008EnMan..41...32F. 
  2. McNeely, Jeffrey A., International Union for Conservation of Nature and Natural Resources, 2001, The Great Reshuffling, IUCN, (ISBN 2-8317-0602-5).
  3. 3,0 3,1 3,2 Kruger National Park Αρχειοθετήθηκε 31 October 2008 στο Wayback Machine., ιστότοπος του «Lonely Planet», σελ. 468
  4. 4,0 4,1 Bulpin, T.V.: Treasury of Travel Series: Kruger National Park, Creda Press, 1974
  5. Pienaar, U. de V.: Neem uit die Verlede, Sigma Pers, 1990
  6. «COMMISSION ON THE RESTITUTION OF LAND RIGHTS MEDIA STATEMENT ON A CLAIM BY THE MAKULEKE TRIBE ON A PORTION OF THE KRUGER NATIONAL PARK AND OTHER AREAS». South African Commission on Restitution of Land Rights. 6 Αυγούστου 1996. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2009. 
  7. Siyabona Africa (2007). «Pafuri Camp». Kruger Park. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2007. 
  8. Siyabona Africa (2007). «Outpost». Kruger Park. 
  9. «SANParks - Nature Conservation, Accommodation, Activities, Reservations». sanparks.org. 
  10. C. Michael Hogan (2009): Painted Hunting Dog: Lycaon pictus, GlobalTwitcher.com, επιμ. N. Stromberg Αρχειοθετήθηκε 9 December 2010 στο Wayback Machine.
  11. Petersen, Robin· Riddell, Eddie· Govender, Danny· Sithole, Hendrik· Venter, Jacques· Mohlala, Thabo (2015). «State of the rivers - Kruger National Park» (PDF). sanparks.org. Savanna Science Networking Meeting 2015 – Skukuza, KNP. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2022. 
  12. Pienaar, Danie (SANParks) (20 Ιουνίου 2017). «Kruger National Park – A general introduction» (PDF). biodiversityadvisor.sanbi.org. National Biodiversity Planning Forum. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2022. 
  13. 13,0 13,1 Barends, Jody M.; Pietersen, Darren W.; Zambatis, Guinevere; Tye, Donovan R.C.; Maritz, Bryan (11 May 2020). «Sampling bias in reptile occurrence data for the Kruger National Park». Koedoe 62 (1). doi:10.4102/koedoe.v62i1.1579. 
  14. Pienaar, Passmore & Carruthers, Die Paddas van die Nasionale Krugerwildtuin. Sigma Press, 1976
  15. Pienaar, U. de V.: «The Freshwater Fishes of the Kruger National Park», Koedoe, τόμ. 11, No. 1 (1968)
  16. Williams, Mark C. «Checklist of the butterflies and skippers of the Kruger National Park» (PDF). sanparks.org. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2018. 
  17. Otto, Herbert. «Butterflies of the KNP». krugerpark.co.za. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2019. 
  18. 18,0 18,1 Kloppers, Johan· Van Son, G. (1978). Butterflies of the Kruger National Park. Pretoria: Board of Curators for National Parks. σελίδες 79–84. ISBN 0-86953-021-6. 
  19. «Mopane Worm Harvest». krugerpark.co.za. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019. 
  20. Maota, Ray (20 Δεκεμβρίου 2010). «Mopane worms to alleviate hunger». brandsouthafrica.com. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2019. 
  21. Masuku, Dumisile (2012-12-17). «Mopani worms harvested in KNP». News24. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 April 2013. https://web.archive.org/web/20130413012751/http://www.news24.com/Green/News/Mopani-worms-harvested-in-KNP-20121217. Ανακτήθηκε στις 21 January 2019. 
  22. Meyer, Victor W.; Braack, L.E.O.; Biggs, H.C.; Ebersohn, Colleen (Μάρτιος 1999). «Distribution and density of termite mounds in the northern Kruger National Park, with specific reference to those constructed by Macrotermes Holmgren (Isoptera: Termitidae)». African Entomology 7 (1): 123-130. https://www.researchgate.net/publication/259487863. Ανακτήθηκε στις 20 November 2018. 
  23. Taiti, Stefano (2018). «A new termitophilous species of Armadillidae from South Africa (Isopoda: Oniscidea)». Onychium 14: 9-15. https://www.researchgate.net/publication/325110962. Ανακτήθηκε στις 15 September 2019. 
  24. Munhenga, Givemore; Brooke, Basil D.; Spillings, Belinda; Essop, Leyya; Hunt, Richard H.; Midzi, Stephen; Govender, Danny; Braack, Leo και άλλοι. (2014). «Field study site selection, species abundance and monthly distribution of anopheline mosquitoes in the northern Kruger National Park, South Africa». Malaria Journal 13 (1): 27. doi:10.1186/1475-2875-13-27. PMID 24460920. 
  25. Dippenaar-Schoeman et al., 2018

Βιβλιογραφία

  • Carruthers, Jane: The Kruger National Park: A Social and Political History, University of KwaZulu-Natal Press, Natal 1995, ISBN 978-0869809150

Εξωτερικοί σύνδεσμοι