Βραχώδη Όρη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 43°44′N 110°48′W / 43.74°N 110.8°W / 43.74; -110.8

Βραχώδη Όρη
Χάρτης
Ύψος4.401 μέτρα
ΟροσειράΑμερικανική Κορδιλιέρα
ΉπειροςΒόρεια Αμερική
ΧώρεςΚαναδάς και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Τμήμα των Βραχωδών Ορέων στο Κολοράντο

Τα Βραχώδη Όρη (αγγλ.: Rocky mountains ή Rockies), είναι μεγάλη οροσειρά και το μεγαλύτερο ορεινό σύστημα της Βόρειας Αμερικής. Εκτείνονται σε απόσταση 4.800 χλμ., από το βορειότερο τμήμα του Δ. Καναδά, έως το Νέο Μεξικό στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ.[1] Το βόρειο άκρο της οροσειράς βρίσκεται στην Β. Βρετανική Κολομβία και συγκεκριμένα νότια της περιοχής ροής του ποταμού Λίαρντ (Liard River).[2] Το νότιο άκρο των Βραχωδών βρίσκεται κοντά στην ευρύτερη περιοχή της Αλμπουκέρκης του Νέου Μεξικού, δίπλα στη λεκάνη απορροής του Ρίο Γκράντε.

Σε αντίθεση με το μήκος, το εύρος της οροσειράς ποικίλλει πολύ, γι’ αυτό και δεν μπορεί να καθοριστούν με ακρίβεια τα όριά της σε ανατολή και δύση. Ωστόσο, ως το ανατολικότερο τμήμα της μείζονος Κορδιλιέρας της Βόρειας Αμερικής (North American Cordillera), τα Βραχώδη Όρη διακρίνονται από την -τεκτονικά νεότερη- Οροσειρά Κασκέιντ (Cascade Range) και τη Σιέρρα Νεβάδα, που βρίσκονται και οι δύο πιο δυτικά.[3]

Τα Βραχώδη Όρη σχηματίστηκαν πριν από 80-55 εκατομμύρια χρόνια κατά τη διάρκεια της Λαραμιδείου Ορογένεσης (Laramide Orogeny), κατά την οποία ορισμένες τεκτονικές πλάκες άρχισαν να διολισθαίνουν κάτω από την Πλάκα της Βόρειας Αμερικής. Η γωνία βύθισης ήταν μικρή, με αποτέλεσμα μια ευρεία ζώνη βουνών να διατρέχει όλη τη Δ. Βόρεια Αμερική. Από τότε, περαιτέρω τεκτονική δραστηριότητα και διάβρωση από τους παγετώνες έχουν σμιλέψει τα Βραχώδη Όρη, δημιουργώντας εντυπωσιακές κορυφές και κοιλάδες. Στο τέλος της τελευταίας παγετωνικής περιόδου, ο άνθρωπος άρχισε να κατοικεί στην οροσειρά. Μετά από εξερευνήσεις της περιοχής από Ευρωπαίους, όπως ο Αλεξάντερ Μακένζι (Sir Alexander Mackenzie), και Αγγλοαμερικανούς, όπως η περίφημη αποστολή των Λιούις και Κλαρκ (Lewis & Clark Expedition), σημαντικοί φυσικοί πόροι -όπως ορυκτά και γούνες- οδήγησαν στην αρχική οικονομική εκμετάλλευση των ορέων, αν και η ίδια η περιοχή ουδέποτε υπήρξε πυκνοκατοικημένη.

Από τις 100 υψηλότερες κορυφές των Βραχωδών Ορέων, οι 78 -συμπεριλαμβανομένων των 30 υψηλοτέρων- βρίσκονται στο Κολοράντο, 10 στο Ουαϊόμινγκ, 6 στο Νέο Μεξικό, 3 στη Μοντάνα και μία (1) στη Γιούτα. Δημόσια πάρκα και δασικές εκτάσεις καλύπτουν μεγάλο μέρος της οροσειράς και είναι δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί, ειδικά για πεζοπορία, κατασκήνωση, ορειβασία, ψάρεμα, κυνήγι, ορεινή ποδηλασία, σνόουμομπιλ, σκι και σνόουμπορντ.

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα της οροσειράς αποτελεί μετάφραση του όρου των αμερινδών Κρι, as-sin-wati «όταν φαίνονται απέναντι από τα λιβάδια, μοιάζουν με βραχώδη μάζα». Πρώτη αναφορά του σημερινού ονόματος των ορέων γίνεται σε κάποιο περιοδικό του Jacques Legardeur de Saint-Pierre, το 1752, ως Montagnes de Roche «Όρη των Βράχων».[4][5]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή Γουίλοου Φλατς και τα όρη Τέτον

Τα Βραχώδη Όρη αποτελούν το ανατολικότερο τμήμα της εκτεταμένης Κορδιλιέρας της Βόρειας Αμερικής (North American Cordillera). Στις περισσότερες πηγές αναφέρεται ότι, ορίζονται από τον ποταμό Λίαρντ στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά, στα βόρεια, μέχρι τις πηγές του ποταμού Πέκος (Pecos), παραπόταμου του Ρίο Γκράντε, στο Νέο Μεξικό, στα νότια. Το μήκος της οροσειράς φθάνει τα 4.800 χιλιόμετρα και το πλάτος της ποικίλλει από 110 έως 480 χιλιόμετρα. Στα Βραχώδη Όρη ανήκουν οι υψηλότερες κορυφές της κεντρικής Βόρειας Αμερικής. Η υψηλότερη κορυφή της οροσειράς ανήκει στο στο όρος Έλμπερτ (Elbert Mountain) της πολιτείας Κολοράντο στα 4.401 μέτρα. Το όρος Ρόμπσον (Robson Mountain) της Βρετανικής Κολομβίας, στα 3.954 μέτρα, είναι η υψηλότερη κορυφή των Καναδικών Βραχωδών Όρων.[6]

Επειδή τα Βραχώδη Όρη αποτελούν μείζονα οροσειρά που αποτελείται από πολλά επί μέρους βουνά και μικρότερες οροσειρές, είναι πολύ δύσκολο να καθοριστούν τα ανατολικά και δυτικά όριά της. Έτσι, στο ανατολικό όριο των Βραχωδών Ορέων υψώνονται επιβλητικά βουνά πάνω από τις μεγάλες Εσωτερικές Πεδιάδες (Internal Plains) της κεντρικής Βόρειας Αμερικής. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι: το Σάνγκρε ντε Κρίστο (Sangre de Cristo) στο Νέο Μεξικό και το Κολοράντο, η Οροσειρά Φρόντ Ρέιντζ (Front Range) στο Κολοράντο, η Οροσειρά Ουίντ Ρίβερ (Wind River Range) και τα Όρη Μπιγκ Χορν (Big Horn Mountains) στο Ουαϊόμινγκ, τα Όρη Αμπσαρόγκα-Μπέαρτουθ (Absaroka-Beartooth) και Ρόκι Φροντ (Rocky Mountain Front) στη Μοντάνα και, τέλος, η Οροσειρά Κλαρκ (Clark Range) στην Αλμπέρτα του Καναδά.

Οι κεντρικές οροσειρές των Βραχωδών Ορέων περιλαμβάνουν την Οροσειρά Λα Σαλ (La Sal Range), κατά μήκος των συνόρων των πολιτειών Γιούτα-Κολοράντο, την Οροσειρά Ουίντα (Uinta Range) στη Γιούτα και το Ουαϊόμινγκ και την Οροσειρά Τίτον (Teton Range) στο Ουαϊόμινγκ και το Άινταχο. Στο δυτικό όριο των Βραχωδών Ορέων περιλαμβάνονται οροσειρές όπως η Ουόσατς (Wasatch Range), κοντά στο Σολτ Λέικ Σίτι (Salt Lake City), τα Όρη Σαν Χουάν (San Juan Mountains), στο Νέο Μεξικό και το Κολοράντο, η Οροσειρά Μπίτερουτς (Bitterroots Range), κατά μήκος των συνόρων των πολιτειών Άινταχο-Μοντάνα και η Οροσειρά Σόουτουθ (Sawtooth Range) στο κεντρικό Άινταχο. Η Μεγάλη Λεκάνη (Great Basin) και το Υψίπεδο του ποταμού Κολούμπια (Columbia River Plateau) χωρίζουν αυτές τις υποπεριοχές από διακριτές περιοχές πιο δυτικά. Στον Καναδά, το δυτικό άκρο των Βραχωδών Ορέων σχηματίζεται από την τεράστια Τάφρο των Βραχωδών Ορέων (Rocky Mountain Trench), η οποία διατρέχει τη Βρετανική Κολομβία από την αρχή της ως την Κοιλάδα Κέτσικα (Kechika Valley), στις νότιες όχθες του ποταμού Λίαρντ, έως την κοιλάδα της Λίμνης Κουκανούσα (Koocanusa Lake), στη βορειοδυτική Μοντάνα.[7]

Τα Καναδικά Βραχώδη Όρη ορίζονται από τους Καναδούς γεωγράφους ως όλα τα τμήματα της οροσειράς νότια του ποταμού Λίαρντ και ανατολικά της Τάφρου των Βραχωδών Ορέων και δεν εκτείνονται μέσα στο Γιούκον, στα Βορειοδυτικά Εδάφη ή στην κεντρική Βρετανική Κολομβία. Χωρίζονται σε τρεις κύριες ομάδες: τις Οροσειρές Μόσκουα (Muskwa Ranges), τις Οροσειρές Χαρτ (Hart Ranges), συλλογικά αποκαλούμενες Βόρεια Βραχώδη Όρη (Northern Rockies) και τις Ηπειρωτικές Οροσειρές (Continental Ranges). Άλλες, πιο βόρειες οροσειρές της ανατολικής Καναδικής Κορδιλλέρας (Canadian Cordillera) συνεχίζονται πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Λίαρντ, συμπεριλαμβανομένων των Ορέων Σέλουιν (Selwyn Mountains}, Μακένζι (Mackenzie Mountains) και Ρίτσαρντσον (Richardson Mountains) στο Γιούκον, καθώς και των Βρετανικών Ορέων/Οροσειράς Μπρουκς (British Mountains/Brooks Range) στην Αλάσκα. Ωστόσο, αυτές δεν αναγνωρίζονται επίσημα ως μέρος των Βραχωδών Ορέων από το Γεωλογικό Ινστιτούτο του Καναδά, αν και η Γεωλογική Εταιρεία της Αμερικής τα θεωρεί μέρος του συστήματος των Βραχωδών Ορέων, με την ανεπίσημη ονομασία Αρκτικά Βραχώδη Όρη (Arctic Rockies). Τα Βραχώδη Όρη αποτελούν μέρος του περίφημου Ηπειρωτικού Χωρίσματος της Αμερικής (Continental Divide of the Americas), ενός τεράστιου υδροκρίτη, που διαχωρίζει τα ύδατα που ρέουν στον Ατλαντικό από εκείνα που ρέουν στον Ειρηνικό Ωκεανό.[2]

Τα Βραχώδη Όρη δεν είναι πυκνοκατοικημένα, με μέσο όρο μόλις τέσσερα άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και λίγες πόλεις ξεπερνούν τα 50.000 άτομα. Ωστόσο, ο πληθυσμός αυξήθηκε ραγδαία στις πολιτείες από τις οποίες διέρχεται η οροσειρά, μεταξύ 1950 και 1990. Η αύξηση σ’αυτή την τεσσαρακονταετία κυμαίνεται από 35% στη Μοντάνα, έως περίπου 150% στη Γιούτα και το Κολοράντο. Οι πληθυσμοί πολλών ορεινών πόλεων και κοινοτήτων διπλασιάστηκαν στην τεσσαρακονταετία 1972–2012. Για παράδειγμα ο πληθυσμός της πόλης Τζάκσον (Jackson), στο Ουαϊόμινγκ, αυξήθηκε κατά 260%, -από 1.244 σε 4.472 κατοίκους- σε αυτά τα σαράντα χρόνια.[8]

Γεωλογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφοροι παγετώνες, όπως ο παγετώνας Τζάκσον στην Μοντάνα, έχουν συμβάλλει δραματικά στη διαμόρφωση του τοπίου των Βραχωδών Ορέων

Τα πετρώματα των Βραχωδών Ορέων σχηματίστηκαν πριν τα βουνά ανυψωθούν από τεκτονικές δυνάμεις. Τα αρχαιότερα από αυτά είναι μεταμορφωσιγενή πετρώματα του Προκάμβριου, που αποτελούν τον πυρήνα της Βορειοαμερικανικής ηπείρου. Υπάρχει, επίσης, προκαμβριακός ιζηματογενής αργιλίτης, που χρονολογείται πριν από 1,7 δισεκατομμύρια χρόνια. Κατά τη διάρκεια του Παλαιοζωικού αιώνα, η δυτική Βόρεια Αμερική βρισκόταν κάτω από μια ρηχή θάλασσα, η οποία εναπόθεσε πολλά χιλιόμετρα ασβεστόλιθου και δολομίτη.[6]

Στα νότια Βραχώδη Όρη, κοντά στο σημερινό Κολοράντο, αυτοί οι προγονικοί βράχοι διαταράχθηκαν από τις διαδικασίες ορογένεσης, περίπου 300 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της Πενσυλβανίας εποχής. Αυτή, ακριβώς, η ορογένεση δημιούργησε τα προγονικά Βραχώδη Όρη. Αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από προκάμβρια μεταμορφωσιγενή πετρώματα που ωθούνταν προς τα πάνω από στρώματα ασβεστόλιθου στο βυθό ρηχής θάλασσας.[9] Τα βουνά διαβρώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του ύστερου Παλαιοζωικού και πρώιμου Μεσοζωικού, αφήνοντας εκτεταμένες αποθέσεις ιζηματογενών πετρωμάτων. Θραύσματα τεκτονικών πλακών (terranes) άρχισαν να συγκρούονται με το δυτικό άκρο της Βόρειας Αμερικής στην Μισσισσίππια υποπερίοδο (Mississippian, περίπου 350 εκατομμύρια χρόνια πριν), προκαλώντας την ορογένεση του Άντλερ (Antler orogeny). Για 270 εκατομμύρια χρόνια, το επίκεντρο των επιπτώσεων αυτών των συγκρούσεων βρισκόταν κοντά στο όριο των πλακών της Βόρειας Αμερικής, αλλά πολύ δυτικά της περιοχής των Βραχωδών Ορέων.[10] Μόλις 80 εκατομμύρια χρόνια πριν, αυτά τα φαινόμενα άρχισαν να προσεγγίζουν τα Βραχώδη Όρη.[11]

Τα σύγχρονα Βραχώδη Όρη σχηματίστηκαν πριν από 80-55 εκατομμύρια χρόνια κατά τη διάρκεια της Λαραμιδείου Ορογένεσης (Laramide Orogeny).[11]

  • Για τα Καναδικά Βραχώδη Όρη, ο σχηματισμός τους είναι ανάλογος με το «σπρώξιμο ενός χαλιού σε ένα δάπεδο από σκληρό ξύλο: το χαλί μαζεύεται και σχηματίζει πτυχώσεις (βουνά). Στον Καναδά, τα θραύσματα των τεκτονικών πλακών και η καταβύθιση είναι το πόδι που σπρώχνει το χαλί, τα προγονικά πετρώματα είναι το χαλί και η Καναδική Ασπίδα (Canadian Shield) στη μέση της ηπείρου είναι το πάτωμα από σκληρό ξύλο».[12]:78

Πιο νότια, μια ασυνήθιστη καταβύθιση μπορεί να προκάλεσε τη δημιουργία των Βραχωδών Ορέων στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η τεκτονική πλάκα Φάραλον (Farallon Plate) βυθίστηκε υπό μικρή γωνία κάτω από την Πλάκα της Βόρειας Αμερικής. Αυτή η μικρή γωνία μετατόπισε το επίκεντρο της τήξης και της ορογένεσης πολύ πιο μακριά από τα -κανονικά- 300 έως 500 χιλιόμετρα. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι η ρηχή γωνία της πλάκας καταβύθισης αύξησε την τριβή και άλλες αλληλεπιδράσεις με την παχιά ηπειρωτική μάζα από πάνω της. Οι τεράστιες ωθήσεις συσσώρευσαν στρώματα φλοιού το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργώντας την ευρεία, υψηλή οροσειρά των Βραχωδών Ορέων. Τα σύγχρονα νότια Βραχώδη Όρη ωθήθηκαν προς τα πάνω μέσα από τα στρώματα των ιζηματογενών υπολειμμάτων της Πενσυλβανίας και της Πέρμιας περιόδου των προγονικών Βραχωδών Ορέων.[13] Τέτοια ιζηματογενή υπολείμματα είχαν συχνά κλίση υπό απότομες γωνίες κατά μήκος των πλευρών της σύγχρονης οροσειράς. Είναι πλέον ορατά σε πολλά σημεία στα Βραχώδη Όρη, όπως κατά μήκος του Ντακότα Χόγκμπακ (Dakota Hogback) ενός πρώιμου κρητιδικού σχηματισμού ψαμμίτη, που εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς των σύγχρονων Βραχωδών Ορέων.

Αμέσως μετά την Λαραμίδειο Ορογένεση, τα Βραχώδη Όρη έμοιαζαν με το Θιβέτ: ένα ψηλό οροπέδιο, πιθανώς 6.000 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα τελευταία 60 εκατομμύρια χρόνια, διαδικασίες αποσάθρωσης απομάκρυναν τα επιφανειακά πετρώματα, αποκαλύπτοντας τους προγονικούς βράχους από κάτω και σχηματίζοντας το σημερινό τοπίο των Βραχωδών Ορέων.[12]:80–81 Περίοδοι παγετώνων εμφανίστηκαν από την εποχή του Πλειστόκαινου (1,8 εκατομμύρια – 70.000 χρόνια πριν) έως την Εποχή του Ολόκαινου (λιγότερο από 11.000 χρόνια πριν). Αυτές οι ψυχρές εποχές άφησαν το σημάδι τους στα Βραχώδη Όρη, σχηματίζοντας εκτεταμένους παγετωνικούς σχηματισμούς, όπως κοιλάδες σε σχήμα U και λεκανοπέδια. Πρόσφατα επεισόδια παγετώνων ήταν εκείνα της Λίμνης Μπουλ (Bull Lake Glaciation), που ξεκίνησε πριν από περίπου 150.000 χρόνια, και του Πάιντεϊλ (Pinedale Glaciation), που ίσως παρέμεινε μέχρι και πριν από 15.000–20.000 χρόνια.[14]

Όλες αυτές οι γεωλογικές διεργασίες εξέθεσαν ένα περίπλοκο σύνολο πετρωμάτων στην επιφάνεια. Για παράδειγμα, ηφαιστειακό πέτρωμα από την Παλαιογενή και τη Νεογενή περίοδο (66 εκατομμύρια – 2,6 εκατομμύρια χρόνια πριν) εμφανίζεται στα βουνά Σαν Χουάν (San Juan) και σε άλλες περιοχές. Χιλιετίες εκτεταμένης αποσάθρωσης στη Λεκάνη του Ουαϊόμινγκ (Wyoming Basin) μετέτρεψαν τις ενδοορεινές λεκάνες σε ένα σχετικά επίπεδο τεραίν. Η Οροσειρά Τέιτον (Teton Range), όπως και άλλες βόρειες-κεντρικές οροσειρές εμπεριέχουν πτυχωμένα και ρηγματωμένα πετρώματα Παλαιοζωικής και Μεσοζωικής ηλικίας που καλύπτουν πυρήνες πυριγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων του Προτεροζωικού και Αρχαιοζωικού μεγααιώνα ηλικίας από 1,2 δισεκατομμύρια (π.χ. Οροσειρά Τέιτον) έως περισσότερα από 3,3 δισεκατομμύρια χρόνια (π.χ. Όρη Μπέαρτουθ) πριν.[15]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτόχθονες πληθυσμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την τελευταία μεγάλη εποχή των παγετώνων, τα Βραχώδη Όρη υπήρξαν η αρχική εστία για αυτόχθονες πληθυσμούς, συμπεριλαμβανομένων των Απάτσι, Αράπαχο, Μπάνοκ, Μπλάκφουτ, Σαϊγιέν, Κερ ντ'Αλέν, Κάλισπελ, Φλάτχεντ, Σοσόνι, Σιού, Γιούτι, Σεκάνι και άλλων. Αυτοί οι Παλαιο-Αμερινδοί κυνηγούσαν κυρίως μαμούθ και αρχαίους βίσονες (Bison antiquus, ένα είδος μεγαλύτερο από τον σύγχρονο βίσονα), στους πρόποδες και τις κοιλάδες των βουνών. Όπως οι σύγχρονες φυλές που τους ακολούθησαν, οι Παλαιο-Αμερινδοί πιθανώς μετανάστευαν στις πεδιάδες το φθινόπωρο και το χειμώνα για βίσωνες, και στα βουνά την άνοιξη και το καλοκαίρι για ψάρια, ελάφια, άλκες, ρίζες και βατόμουρα. Μελέτη επιστημονικών στοιχείων δείχνει ότι οι αυτόχθονες είχαν σημαντική επίδραση στους πληθυσμούς των θηλαστικών με το κυνήγι και στα μοτίβα της βλάστησης μέσω των σκόπιμων πυρκαγιών.[15]

Εξερευνήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλεξάντερ Μακένζι ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που διέσχισε τα Βραχώδη Όρη το 1793.

Μελέτες πάνω στην πρόσφατη ιστορία εξερεύνησης των Βραχωδών Ορέων δείχνουν ότι έγιναν ταχείες αλλαγές, σε μικρό χρονικό διάστημα. Ο Ισπανός εξερευνητής Φρανσίσκο Βάθκεθ δε Κορονάδο (Francisco Vázquez de Coronado), μαζί με μια ομάδα στρατιωτών, ιεραποστόλων και Αφρικανών σκλάβων, βάδισε στην περιοχή ξεκινώντας από το νότο, το 1540.[16] Το 1610, οι Ισπανοί ίδρυσαν την πόλη Σάντα Φε, την παλαιότερη συνεχή έδρα κυβέρνησης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στους πρόποδες της οροσειράς, στο σημερινό Νέο Μεξικό. Η εισαγωγή του αλόγου, των μεταλλικών εργαλείων, των τουφεκιών, αλλά και των νέων ασθενειών και των διαφορετικών πολιτισμών, επέδρασαν καθοριστικά στη ζωή των αυτοχθόνων. Οι ιθαγενείς πληθυσμοί εξαφανίστηκαν από τις περισσότερες ιστορικές τους περιοχές λόγω ασθενειών, πολέμων, απώλειας βιοτόπων (εξάλειψη του βίσονα) και των συνεχών προσβολών του πολιτισμού τους.[15]

Το 1739, οι Γάλλοι έμποροι γούνας Πιερ και Πολ Μαλέ (Pierre και Paul Mallet), ενώ ταξίδευαν στις Μεγάλες Πεδιάδες, ανακάλυψαν μια σειρά από βουνά στις πηγές του ποταμού Πλατ (Platte), που οι τοπικές φυλές των Ινδιάνων ονόμαζαν Rockies «Βράχια», και έγιναν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που ανέφεραν την -ακόμη- αχαρτογράφητη οροσειρά.[17]

Ο Αλεξάντερ Μακένζι (Sir Alexander MacKenzie, 1764 – 1820) ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που διέσχισε τα Βραχώδη Όρη το 1793.[18] Ανακάλυψε τον άνω ρου του ποταμού Φρέιζερ (Fraser) και έφτασε στην ακτή του Ειρηνικού, εκεί όπου βρίσκεται ο σημερινός Καναδάς στις 20 Ιουλίου του ίδιου έτους, ολοκληρώνοντας την πρώτη καταγεγραμμένη διηπειρωτική διάβαση της Βόρειας Αμερικής βόρεια του Μεξικού.[19]

Ωστόσο, μέσω της φημισμένης Αποστολής των Λιούις και Κλαρκ (Lewis and Clark Expedition, 1804–1806) έγινε η πρώτη επιστημονική αναγνώριση και καταγραφή των Βραχωδών Ορέων,[20] καθώς κατά τη διάρκειά της συνελέγησαν δείγματα για σύγχρονους βοτανικούς, ζωολόγους και γεωλόγους. Λέγεται ότι η συγκεκριμένη αποστολή άνοιξε το δρόμο προς -και μέσα από- τα Βραχώδη Όρη για τους Ευρω-αμερικανούς της Ανατολής, αν και οι Λιούις και Κλαρκ συνάντησαν τουλάχιστον 11 Ευρω-αμερικανούς κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους.[15]

Διάφοροι ορεσίβιοι, κυρίως Γάλλοι, Ισπανοί και Βρετανοί, περιπλανήθηκαν στα Βραχώδη Όρη από το 1720 έως το 1800 αναζητώντας κοιτάσματα ορυκτών και γούνες. Η Βορειο-Δυτική Εταιρεία (North West Company) που εμπορευόταν γούνες ίδρυσε τον Οίκο των Βραχωδών Ορέων (Rocky Mountain House) ως εμπορικό σταθμό στους πρόποδες της οροσειράς στη σημερινή Αλμπέρτα, το 1799. Ταυτόχρονα, οι επιχειρηματικοί ανταγωνιστές της Εταιρείας του Κόλπου Χάντσον (Hudson's Bay Company) ίδρυσαν τον Οίκο Άκτον (Acton House), εκεί κοντά.[21] Aυτές οι θέσεις χρησίμευσαν ως βάσεις για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δραστηριότητα στα Καναδικά Βραχώδη Όρη, στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως η αποστολή του βρετανο-καναδού Ντέιβιντ Τόμπσον (David Thompson), που ακολούθησε την πορεία του ποταμού Κολούμπια, το 1811.[22] Στη συμβολή των Κολούμπια και Σνέικ έβαλε μία σημαία ώστε να κτίσει εκεί οχυρό.[23]

Οικολογία και κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών παραγόντων στα Βραχώδη Όρη. Αυτό είναι πολύ φυσικό, καθώς η οροσειρά καλύπτει έκταση από το γεωγραφικό πλάτος του ποταμού Λίαρντ στη Βρετανική Κολομβία (59° Β) μέχρι τον Ρίο Γκράντε στο Νέο Μεξικό (35° Β). Λειμώνες εμφανίζονται στα 550 μέτρα ή κάτω από τα 550 μέτρα, ενώ η υψηλότερη κορυφή Έλμπερτ βρίσκεται στα 4.400 μέτρα. Οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται από 250 χιλιοστά ετησίως στις νότιες κοιλάδες,[24] έως τα 1.500 χιλιοστά ετησίως, τοπικά, στις βόρειες κορυφές.[25] Οι μέσες θερμοκρασίες του Ιανουαρίου μπορεί να κυμαίνονται από -7 °C στο Πρινς Τζορτζ (Prince George) της Βρετανικής Κολομβίας έως 6 °C (43 °F) στο Τρινιντάντ του Κολοράντο.[26] Επομένως, δεν υπάρχει ένα (1) μοναδικό οικοσύστημα για ολόκληρη την οροσειρά των Βραχωδών Ορέων.

Οι οικολόγοι χωρίζουν τα Βραχώδη Όρη σε μια σειρά από βιοζώνες. Κάθε ζώνη ορίζεται από το αν μπορεί να υποστηρίξει δέντρα και την παρουσία ενός ή περισσότερων ειδών-δεικτών. Δύο ζώνες που δεν υποστηρίζουν δέντρα είναι οι πεδιάδες και η αλπική ζώνη. Οι Μεγάλες Πεδιάδες βρίσκονται στα ανατολικά των Βραχωδών Ορέων και χαρακτηρίζονται από λιβάδια (κάτω από, περίπου, 550 μέτρα). Η αλπική ζώνη εμφανίζεται σε περιοχές πάνω από τη γραμμή των δέντρων, η οποία ποικίλλει από τα 3.700 μέτρα στο Νέο Μεξικό, έως τα 760 μέτρα στο βόρειο όριο των Βραχωδών Ορέων, κοντά στο Γιούκον.[26]

Αγριόγιδο στο Κολοράντο

Το USGS ορίζει δέκα δασικές ζώνες στα Βραχώδη Όρη. Οι ζώνες σε πιο νότιες, θερμότερες ή ξηρότερες περιοχές ορίζονται από την παρουσία πεύκων/αρκεύθων, πεύκων Pinus ponderosa ή βελανιδιών αναμεμειγμένων με πεύκα. Σε πιο βόρειες, πιο ψυχρές ή υγρότερες περιοχές, οι ζώνες ορίζονται από έλατα του Ντάγκλας (Pseudotsuga menziesii), κωνοφόρα (Tsuga heterophylla και Pinus contorta), λεύκες (Populus tremuloides) ή έλατα (Abies και Picea). Κοντά στη γραμμή των δέντρων, οι ζώνες μπορεί να αποτελούνται από πεύκα (Pinus albicaulis), έλατα και ερυθρελάτες. Τέλος, τα ποτάμια και τα φαράγγια μπορούν να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη δασική ζώνη σε πιο άνυδρες περιοχές της οροσειράς.[15]

Τα Βραχώδη Όρη αποτελούν σημαντικό βιότοπο για πολλά γνωστά άγρια ζώα, όπως λύκους, ταράνδους, άλκες, ελάφια, αντιλοκάπρες, αγριόγιδα, κριάρια, ασβούς, μαύρες αρκούδες, αρκούδες γκρίζλι, κογιότ, λύγκες, πούμα και αδηφάγους.[15][27] Η κατάσταση των περισσοτέρων ζωικών ειδών στα Βραχώδη Όρη είναι άγνωστη, λόγω ελλιπών πληροφοριών. Ο ευρω-αμερικανικός εποικισμός των βουνών έχει επηρεάσει αρνητικά τα αυτόχθονα είδη. Στο τμήμα της οροσειράς των Ηνωμένων Πολιτειών, κορυφαίοι θηρευτές όπως οι αρκούδες γκρίζλι και οι λύκοι είχαν εκλείψει από τις αρχικές τους επικράτειες, αλλά έχουν ανακάμψει εν μέρει λόγω μέτρων διατήρησης και επανεισαγωγής. Τελευταία, επανακάμπτουν σημαντικά πτηνά, όπως ο λευκοκέφαλος θαλασσαετός και ο πετρίτης.[15]

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι οικονομικοί πόροι των Βραχωδών Ορέων είναι ποικίλοι και άφθονοι. Τα ορυκτά που βρίσκονται στην οροσειρά περιλαμβάνουν σημαντικά κοιτάσματα χαλκού, χρυσού, μολύβδου, μολυβδαινίου, αργύρου, βολφραμίου και ψευδαργύρου. Η λεκάνη του Ουαϊόμινγκ και αρκετές μικρότερες περιοχές περιέχουν σημαντικά αποθέματα άνθρακα, φυσικού αερίου και πετρελαίου. Για παράδειγμα, το ορυχείο Κλάιμαξ (Climax), που βρίσκεται κοντά στο Λίντβιλ (Leadville) του Κολοράντο, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός μολυβδαινίου στον κόσμο. Το μολυβδαίνιο χρησιμοποιείται σε ανθεκτικό στη θερμότητα χάλυβα σε κατασκευές όπως αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Το ορυχείο Κερ ντ’ Αλέν (Coeur d'Alene) στο βόρειο Άινταχο παράγει ασήμι, μόλυβδο και ψευδάργυρο. Τα μεγαλύτερα ανθρακωρυχεία του Καναδά βρίσκονται κοντά στο Φέρνι (Fernie) και το Σπάργουντ (Sparwood), στη Βρετανική Κολομβία.[15]

Εγκαταλελειμμένα ορυχεία με απορρίμματα και τοξικά απόβλητα υπάρχουν σε διάφορα σημεία στην περιοχή των Βραχωδών Ορέων. Για παράδειγμα, ογδόντα χρόνια εξόρυξης ψευδαργύρου μόλυναν βαθιά τα νερά και τις όχθες του ποταμού Ιγκλ (Eagle) στο ΒΚ. Κολοράντο. Υψηλές συγκεντρώσεις του μετάλλου, που μεταφέρονταν μέσω της εαρινής απορροής, έβλαψαν τους πληθυσμούς των φυκών, των βρύων και της πέστροφας. Μια οικονομική ανάλυση των επιπτώσεων της εξόρυξης σε αυτήν την τοποθεσία αποκάλυψε μείωση της αξίας των ακινήτων, υποβαθμισμένη ποιότητα νερού και απώλεια ευκαιριών αναψυχής. Η ανάλυση αποκάλυψε, επίσης, ότι ο καθαρισμός του ποταμού θα μπορούσε να αποφέρει 2,3 εκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετα έσοδα από την αναψυχή. Το 1983, ο πρώην ιδιοκτήτης του ορυχείου ψευδαργύρου μηνύθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα του Κολοράντο για τα έξοδα καθαρισμού, που έφθασαν τα 4,8 εκατομμύρια δολάρια. Πάντως, πέντε χρόνια αργότερα, η οικολογική ανάκαμψη ήταν σημαντική.[15][28]

Τα Βραχώδη Όρη έχουν πολλές ιζηματογενείς λεκάνες που είναι πλούσιες σε μεθάνιο προερχόμενο από γαιάνθρακες, το οποίο δημιουργείται είτε μέσω βακτηριακής δράσης είτε μέσω έκθεσης σε υψηλή θερμοκρασία. Το μεθάνιο από γαιάνθρακες προμηθεύει το 7% του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι μεγαλύτερες πηγές μεθανίου στα Βραχώδη Όρη βρίσκονται στη λεκάνη του Σαν Χουάν στο Νέο Μεξικό και στο Κολοράντο και στη Λεκάνη του ποταμού Πάουντερ (Powder River Basin) στο Ουαϊόμινγκ. Αυτές οι δύο λεκάνες υπολογίζεται ότι εμπεριέχουν 38 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια αερίου.[29]

Η γεωργία και η δασοκομία αποτελούν μεγάλες οικονομικές δραστηριότητες, επίσης. Η γεωργία περιλαμβάνει την ξηρά και αρδευόμενη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα ζώα μετακινούνται συχνά μεταξύ θερινών βοσκοτόπων σε μεγάλα υψόμετρα και χειμερινών βοσκοτόπων σε μικρά υψόμετρα.[15][30]

Τουρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Καστλ Γκέιζερ στο Γέλοουστοουν

Κάθε χρόνο η γραφική περιοχή των Βραχωδών Ορέων προσελκύει εκατομμύρια τουρίστες, [15] οι οποίοι επισκέπτονται την περιοχή για πεζοπορία, κατασκήνωση και σπορ του βουνού.[15][31] Το χειμώνα στην οροσειρά λειτουργούν πολυάριθμα χιονοδρομικά κέντρα.

Διάσημοι θερινοί τουριστικοί προορισμοί στην οροσειρά είναι:

Στις Ηνωμένες Πολιτείες:

Στο Καναδά βρίσκονται τα εθνικά πάρκα:

Αυτά τα πάρκα έχουν χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.[32]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Rocky Mountains». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2022. 
  2. 2,0 2,1 Madole et al
  3. ΠΛΜ 15:298
  4. Ak rigg, G.P.V.· Akrigg, Helen B. (1997). British Columbia Place Names (3η έκδοση). Vancouver, BC: UBC Press. σελ. 229. ISBN 978-0-7748-0636-7. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015. 
  5. Mardon, Ernest G.· Mardon, Austin A. (2010). Community Place Names of Alberta (3η έκδοση). Edmonton, AB: Golden Meteorite Press. σελ. 283. ISBN 978-1-897472-17-0. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015. 
  6. 6,0 6,1 Gadd
  7. Cannings, Richard (2007). The Rockies: A Natural History. Greystone/David Suzuki Foundation. σελ. 5. ISBN 978-1-55365-285-4. 
  8. «Rocky Mountains». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2006. 
  9. Chronic
  10. Blakely, Ron. «Geologic History of Western US». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουνίου 2010. 
  11. 11,0 11,1 English, Joseph M.; Johnston, Stephen T. (2004). «The Laramide Orogeny: What Were the Driving Forces?». International Geology Review 46 (9): 833, 838. doi:10.2747/0020-6814.46.9.833. Bibcode2004IGRv...46..833E. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-06-07. https://web.archive.org/web/20110607041857/http://web.uvic.ca/~stj/Assets/PDFs/04%20JE%20%26%20STJ%20IGR%20Laramide.pdf. Ανακτήθηκε στις 2021-11-11. 
  12. 12,0 12,1 Gadd, Ben (2008). Canadian Rockies Geology Road Tours. Corax Press. ISBN 9780969263128. 
  13. Lindsey, D.A. (2010). «The geologic story of Colorado's Sangre de Cristo Range» (PDF). U.S. Geological Survey. Circular 1349. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2017. 
  14. Pierce
  15. 15,00 15,01 15,02 15,03 15,04 15,05 15,06 15,07 15,08 15,09 15,10 15,11  Το λήμμα ενσωματώνει υλικό δημόσιας χρήσης από ιστοτόπους ή έγγραφα από United States Geological Survey.
  16. «Events in the West (1528–1536)». 2001. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2012. 
  17. «The West: Events from 1650 to 1800». PBS. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουλίου 2011. 
  18. «Mackenzie: 1789, 1792–1797». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2012. 
  19. «First Crossing of North America National Historic Site of Canada». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2012. 
  20. «Lewis and Clark Expedition: Scientific Encounters». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2012. 
  21. «Rocky Mountain House National Historic Site of Canada». 28 Φεβρουαρίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2012. 
  22. «Guide to the David Thompson Papers 1806–1845». 2006. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2012. 
  23. Oldham, kit (23 Ιανουαρίου 2003). «David Thompson plants the British flag at the confluence of the Columbia and Snake rivers on July 9, 1811». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2012. 
  24. «Southern Rocky Mountains». Forest Encyclopedia Network. http://www.forestencyclopedia.net/p/p377. Ανακτήθηκε στις 2010-08-22. 
  25. «Northern Rocky Mountains». Forest Encyclopedia Network. http://www.forestencyclopedia.net/p/p378. Ανακτήθηκε στις 2010-08-22.  Αρχειοθετήθηκε 2011-07-21 στο Wayback Machine. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2021. 
  26. 26,0 26,1 Sheridan, Scott. «US & Canada: Rocky Mountains (Chapter 14)» (PDF). Geography of the United States and Canada course notes. Kent State University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 21 Σεπτεμβρίου 2006. 
  27. «Rocky Mountains | mountains, North America» (στα αγγλικά). Encyclopædia Britannica. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-08-12. https://web.archive.org/web/20170812144910/https://www.britannica.com/place/Rocky-Mountains. Ανακτήθηκε στις 2017-08-12. 
  28. Brandt
  29. «Coal-Bed Gas Resources of the Rocky Mountain Region». USGS. USGS fact sheet 158-02. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουνίου 2012. 
  30. Brandt
  31. «Rocky Mountain National Park». National Park Foundation (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 12 Αυγούστου 2017. 
  32. «Canadian Rocky Mountain Parks». UNESCO World Heritage Centre (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2022. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Brandt, E. (1993): How much is a gray wolf worth? . National Wildlife. 31: 412.
  • Cannings, Richard (2007). The Rockies: A Natural History. Greystone/David Suzuki Foundation. σελ. 5. ISBN 978-1-55365-285-4. 
  • Chronic, Halka (1980). Roadside Geology of Colorado. ISBN 978-0-87842-105-3. 
  • Gadd, Ben (1995). Handbook of the Canadian Rockies. Corax Press. ISBN 9780969263111. 
  • Madole, Richard F.· Bradley, William C.· Loewenherz, Deborah S.· Ritter, Dale F.· Rutter, Nathaniel W.· Thorn, Colin E. (1987). «Rocky Mountains». Στο: Graf, William L. Geomorphic Systems of North America. Decade of North American Geology. Volume 2 (Centennial Special έκδοση). Geological Society of America (δημοσιεύτηκε 1 Ιανουαρίου 1987). σελίδες 211–257. doi:10.1130/DNAG-CENT-v2.211. ISBN 9780813754147. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2021. 
  • Pierce, K.L. (1979). History and dynamics of glaciation in the northern Yellowstone National Park area. Washington, DC: U.S. Geological Survey. σελίδες 1 – 90. Professional Paper 729-F.