Φασσοπερίστερο
Φασσοπερίστερο | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Φασσοπερίστερο
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Columba oenas (Περιστερά η οινάς) [1][2] Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Το Φασσοπερίστερο είναι πτηνό της οικογενείας των Περιστεριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Columba oenas και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[4][5]
Στην Ελλάδα, απαντά το υποείδος Columba oenas oenas (Linnaeus, 1758).[4][6]
- Παρόλο αρκετά κοινό στην Ευρώπη, το φασσοπερίστερο είναι το σπανιότερο από τα τρία είδη του γένους Columba στην ήπειρο, κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αποψίλωση των δασικών ενδιαιτημάτων, απαραίτητων για το φώλιασμα του πτηνού. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, κατά τους περασμένους αιώνες, όταν τα δάση κυριαρχούσαν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης, αποτελούσε το κοινότερο από τα ευρωπαϊκά περιστέρια.
Κύρια διαγνωστικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Απουσία λευκής περιοχής στον λαιμό και στο ουροπύγιο
- Μαύρη ίριδα
- Φωλιάζει σε δένδρα, κυρίως
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ανοδική ↑ [7]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους Columba, είναι λατινική και αντιστοιχεί ακριβώς στην ελληνική λέξη Περιστέρι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ετυμολογία του όρου oenas στην επιστημονική ονομασία του είδους: η λέξη είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής οινάς-άδος και, σχετίζεται με τον οίνο (κρασί). Συγκεκριμένα, η ίδια η λέξη έχει διάφορες σημασίες που, όλες σχετίζονται με τον οίνο: i) κρασί, ii) άμπελος, κλήμα, iii) αυτός που περιέχει κρασί, iv) τόπος με αμπέλια, αμπελώνας και v) αι Οινάδες (=οι Μαινάδες).[8] Ο ονοματήσας το είδος είχε, πιθανότατα, το σκεπτικό ότι ο χρωματισμός του πτερώματος του φασσοπερίστερου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη φάσσα, έχει το χρώμα του κρασιού, ιδιαίτερα στην περιοχή του στήθους (ερυθρωπό όπως στα σταφύλια).[8]
Ο όρος φάσσα έχει αρχαϊκή προέλευση αλλά είναι αγνώστου ετυμολογίας: [ΕΤΥΜ αρχ., αγν. ετύμου, που συνδ. με το αρχαϊκό ουσ. φάψ, φαβός μέσω τ. *φάζα< *<pas-ja, πβ. κ. νήσσα, κίσσα].[9] Η προσθήκη του επιθέματος -περίστερο στη λαϊκή ονομασία του είδους, έγινε για να ξεχωρίζει από τη συγγενική φάσσα, η οποία είναι αρκετά μεγαλύτερη.
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους, stock dove για το φασσοπερίστερο είχε προκαλέσει κάποια σύγχυση σχετικά με την προέλευσή της. Επειδή η λέξη stock στη μοντέρνα αγγλική γλώσσα σημαίνει «απόθεμα», πιστευόταν ότι το συγκεκριμένο περιστέρι είχε εξημερωθεί και διετηρείτο ως απόθεμα τροφής ή ως εμπόρευμα, οδηγώντας στη λανθασμένη πεποίθηση ότι, είναι υβρίδιο που δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο στα περιστεροτροφεία. Ωστόσο, δεν ισχύει κάτι τέτοιο δεδομένου ότι, η λέξη stock προέρχεται από την παλαιά αγγλική stocc που σημαίνει κούτσουρο, στύλος, ραβδί, κορμός δένδρου.[10] Ως εκ τούτου, stock dove σημαίνει, κατά προσέγγιση, «περιστέρι που ζει σε κούφια δέντρα», κάτι που ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα (βλ. Αναπαραγωγή).[11]
Συστηματική Ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, με τη σημερινή του ονομασία (Σουηδία, 1758). Πλησιέστεροι συγγενείς του θεωρούντα τα είδη Columba eversmanni και C. oliviae.[6]
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το φασσοπερίστερο εμφανίζει σχετικά μικρό φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο. Ωστόσο, μόνον η Ευρώπη αποτελεί τη βασική επικράτειά του, στην Ασία απαντά σε λίγες περιοχές, ενώ στην Αφρική ανευρίσκεται μόνον σε ελάχιστους θυλάκους της βορειοδυτικής ηπείρου.
Συγκεκριμένα, στην Ευρώπη με εξαίρεση την Ισλανδία και το μεγαλύτερο τμήμα της Φιννοσκανδιναβίας, το φασσοπερίστερο εξαπλώνεται σε όλη σχεδόν την υπόλοιπη ήπειρο, σε όλες τις μορφές μετακίνησης, με τον κύριο όγκο του πληθυσμού στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη.
Στην Ασία, το φάσμα εξάπλωσης αποτελείται από μικρές, αποκομμένες μεταξύ τους, ζώνες με κύρια παρουσία στη Ρωσία μέχρι τα Ουράλια, την Τρανσκαυκασία και την Τουρκία. Επίσης, ανευρίσκεται και σε λίγους θυλάκους της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, καθώς και σε σχετικά εκτεταμένη ζώνη στην περιοχή των Ορέων Αλτάι. Τα ανατολικότερα όρια της ασιατικής επικράτειας βρίσκονται στην περιοχή του Νοβοσιμπίρσκ στα βόρεια και στη ΒΔ. Κίνα, στα νότια. Προς νότον, φθάνει μέχρι τη χερσόνησο του Σινά στα δυτικά και στα σύνορα Ιράκ-Ιράν στα ανατολικά.
Στην Αφρική, τέλος, το φασσοπερίστερο απαντά μόνο σε κάποιες περιοχές του Μαρόκου και, πιθανόν, της Αλγερίας, στα βορειοδυτικά, ενώ στα ανατολικά κατεβαίνει μέχρι τη ΒΑ. Αίγυπτο (Σινά). [12]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Columba oenas oenas | Ευρώπη και ΒΔ Αφρική, ανατολικά προς Β Ιράν, ΒΑ Καζακστάν και Δ, ΒΔ Σιβηρία | ||
2 | Columba oenas yarkandensis | ΝΔ Τουρκμενιστάν ανατολικά προς Τιεν Σαν και λεκάνη Ταρίμ στη Δ. Κίνα, μέχρι τη Λίμνη Λοπ Νούρ | Είναι πιο ανοικτόχρωμο από το 1, με λίγο μακρύτερες πτέρυγες [13] |
Πηγές:[4][6][12] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το φασσοπερίστερο είναι μεταναστευτικό είδος και, σε κάποιες περιοχές του εύρους κατανομής του είναι πλήρως μεταναστευτικό, ενώ σε άλλες είναι μερικώς μεταναστευτικό ή επιδημητικό πτηνό, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος.
Στην Ευρώπη αναπαράγεται σε όλη σχεδόν την ήπειρο το καλοκαίρι, είτε ερχόμενο από τα νότια (Κ. Β. και Α. Ευρώπη), είτε παραμένοντας στις ίδιες περιοχές όλο τον χρόνο (Δ. και Ν. Ευρώπη). Οι πληθυσμοί που μεταναστεύουν δεν διανύουν μεγάλες αποστάσεις, μετακινούμενοι στις προαναφερθείσες περιοχές αναλόγως της εποχής. Μερικά ευρωπαϊκά εδάφη αποτελούν μόνον θέσεις διαχείμασης, όπως κάποιες περιοχές στη Γαλλία, την Ιβηρική, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Η Ασία αποτελεί, κυρίως, καλοκαιρινή επικράτεια αναπαραγωγής, ιδιαίτερα στις αχανείς ρωσικές εκτάσεις, τα υψίπεδα των χωρών του Καυκάσου και των ακτών της δυτικής Κασπίας. Η Μικρά Ασία αποτελεί περιοχή μονίμων και διαχειμαζόντων πληθυσμών, όπως και η πλατιά ζώνη στις περιοχές των Ορέων Αλτάι. Η Εγγύς Ανατολή, αποτελεί περιοχή διαχείμασης του είδους.
Στη ΒΔ. Αφρική, τέλος, το φασσοπερίστερο αποτελείται από επιδημητικούς (καθιστικούς) πληθυσμούς.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων, από τις Φερόες και το Γιβραλτάρ, την Τυνησία και τη Λιβύη, τον Λίβανο και τη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν και την Ιαπωνία. [7]
Στην Ελλάδα, το φασσοπερίστερο είναι μερικώς μεταναστευτικό πτηνό,[14][15] απαντώμενο ως μόνιμο αναπαραγόμενο είδος στη βόρεια χώρα, αλλά και ως διαβατικός και χειμερινός επισκέπτης σε όλη την επικράτεια.[14] (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα).
Από την Κρήτη αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης, με κάποια άτομα να μένουν και να αναπαράγονται την άνοιξη,[16] ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως μη συχνός, χειμερινός επισκέπτης.[17]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος αναπαράγεται κυρίως σε ανοικτές δασικές περιοχές, με διάσπαρτες συστάδες δένδρων -απαραίτητες για να φωλιάζουν και να κουρνιάζουν-, ή σε περιοχές στα όρια του δάσους, με αρόσιμα εδάφη και χορτολιβαδικές εκτάσεις, κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[18] Είναι επίσης κοινό στις ακτές όπου τα βράχια παρέχουν θέσεις φωλιάσματος.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Αρόσιμες εκτάσεις, Πλατύφυλλα Δένδρα, Χωριά, Λιβάδια και Θαμνότοποι.[19]
Στην Ελλάδα, το φασσοπερίστερο απαντά σε δασικές περιοχές, απότομα βράχια και, ενίοτε, σε πόλεις.[14]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το φασσοπερίστερο είναι περιστέρι με μέγεθος ίδιο με εκείνο του κοινού περιστεριού των πόλεων, αλλά με πτέρωμα όπου κυριαρχεί ο γκριζοκυανός χρωματισμός.[20] Μοιάζει πολύ με το κοινό περιστέρι, αλλά δεν διαθέτει το λευκό ουροπύγιο εκείνου, ούτε τις έντονες χαρακτηριστικές μπάρες στις πτέρυγες –αν και υπάρχουν μικρά, διακεκομμένα μαύρα «μπαλώματα» στην περιοχή.[14][18] Επίσης, η ίριδα των οφθαλμών είναι μαύρη, ενώ στα περισσότερα αγριοπερίστερα είναι κόκκινη. Το πτέρωμα του φασσοπερίστερου έχει τη χαρακτηριστική μπλε/ιώδη μεταλλική απόχρωση στην περιοχή του στήθους και του τραχήλου, που μοιάζει με εκείνην του ροζέ κρασιού (βλ. και Ονοματολογία), καθώς και το χαλκόχρωμο «μπάλωμα» στα πλάγια του λαιμού. Οι άκρες των πρωτευόντων και δευτερευόντων ερετικών φτερών είναι μαύρες.[6] Η ουρά είναι γκρίζα με τερματική μαύρη ζώνη, και τα εξωτερικά πηδαλιώδη φτερά με άσπρες άκρες. Τα πόδια είναι κόκκινα, όπως και το ράμφος που διαθέτει κιτρινωπό άκρο.
Συχνά, τα φασσοπερίστερα αναμιγνύονται με φάσσες, όταν αναζητούν την τροφή τους, αλλά ξεχωρίζουν από το σημαντικά μικρότερο μέγεθος και την έλλειψη του μεγάλου επιτραχήλιου λευκού «μπαλώματος», που διαθέτουν εκείνες. Επίσης οι πτέρυγες της φάσσας έχουν μεγάλες λευκές ζώνες στις άκρες τους.
Τα φύλα είναι παρόμοια, αλλά τα αρσενικά έχουν περισσότερο κυανή απόχρωση στο γκρίζο πτέρωμά τους, ενώ τα θηλυκά, περισσότερο καφέ απόχρωση. Επίσης, τα νεαρά άτομα δεν διαθέτουν το χαρακτηριστικό χρωματιστό «μπάλωμα» του λαιμού των ενηλίκων.[21]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (29-) 32 έως 33 (-35) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 60 έως 68 εκατοστά
- Μήκος εκάστης πτέρυγας: ♂ 22,50 ± 0,63 εκατοστά [Εύρος 21,6 – 23,6 εκατοστά (σε δείγμα Ν=45 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 22,44 ± 1,06 εκατοστά [Εύρος 21,0 – 23,5 εκατοστά (Ν=73)]
- Βάρος: ♂ 274 έως 400 γραμμάρια (Ν=27), ♀ 280 έως 390 γραμμάρια (Ν=51) [19]
(Πηγές:[13][18][20][22][23][24][25][26][27][28][29][30]
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως συμβαίνει με όλα τα είδη του γένους Columba, το μεγαλύτερο μέρος του διαιτολογίου του φασσοπερίστερου είναι φυτικό υλικό. Οι νεαροί βλαστοί προτιμώνται, όπως και σπέρματα σιτηρών. Σε ορισμένες περιοχές τρέφεται κυρίως με βελανίδια και κουκουνάρια. Η διατροφή μπορεί να περιλαμβάνει ποικιλία καρπών: σωροκάρπια (μούρα), καρπούς κράταιγου, σύκα, φασόλια και μπιζέλια. Κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση, τον Οκτώβριο, τα φασσοπερίστερα κάνουν στάσεις σε περιοχές με βελανιδιές και τρώνε βλαστούς και φύλλα. Τη -φυτική- διατροφή τους συμπληρώνουν με ζωική ύλη, όπως μικρά ασπόνδυλα, σαλιγκάρια και έντομα, που συλλαμβάνονται στο έδαφος. Πίνουν συχνά, γι’ αυτό και η αναζήτηση τροφής γίνεται κοντά σε κάποια πηγή νερού.[31]
Πτήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πτήση του φασσοπερίστερου είναι γρήγορη –γρηγορότερη της φάσσας-,[20] με κανονικά φτεροκοπήματα και με περιστασιακές απότομες κινήσεις των πτερύγων, ένα χαρακτηριστικό όλων των περιστεριών, σε γενικές γραμμές. Κατά τη διάρκεια των ερωτικών επιδείξεων, εκτελεί κυκλικές πτήσεις,[32] με τα φτεροκοπήματα να είναι πιο «βαθιά» και αργά, ενώ μπορεί να κτυπά τις πτέρυγες πίσω από τη ράχη του, παράγοντας έναν χαρακτηριστικό ήχο «μαστιγίου» («whippping»).[20] Επίσης, όπως όλα τα περιστέρια, παράγει κατά την απογείωση τον γνωστό ήχο από τις πτέρυγες που μοιάζει με «χειροκρότημα» («clapping»). Συχνά, εποπτεύει τον χώρο από εκτεθειμένη θέση («perching»).
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εποχή φωλιάσματος είναι τον Μάρτιο για πολλούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, αλλά σε κάποιες περιοχές μπορεί να διαρκέσει μέχρι τον Οκτώβριο.[33] Πραγματοποιούνται τουλάχιστον δύο ωοτοκίες, με πιθανή και τρίτη.[34] Πέρα από τις τελετουργικές πτήσεις (βλ. Πτήση) τα φασσοπερίστερα συνηθίζουν να ερωτοτροπούν περπατώντας κατά μήκος ενός μεγάλου κλάδου πάνω στα δένδρα, με διογκωμένο λαιμό, χαμηλωμένες πτέρυγες και την ουρά τους σε σχήμα βεντάλιας.
Η φωλιά του φασσοπερίστερου είναι, συνήθως, μια τρύπα σε ένα παλιό δέντρο. Πριν από την αποψίλωση των δασών, φώλιαζε κυρίως σε βελανιδιές ή πεύκα, κυρίως σε παλαιά δάση. Στις φυτείες δεν υπάρχουν τόσες θέσεις φωλιάσματος, γι’ αυτό και είναι πιο σπάνιο εκεί. Επιπλέον, επειδή το φασσοπερίστερο έχει διπλή ωοτοκία, απαιτεί δύο τρύπες για τα αβγά του. Έχει παρατηρηθεί να φωλιάζει σε λαγούμια κουνελιών, ερείπια, παλαιούς φράκτες με λεύκες, ρωγμές σε απόκρημνα βράχια ή απότομες πλαγιές, στην πυκνή βλάστηση γύρω από κορμούς φιλύρας, ακόμη και μέσα σε κισσούς. Επίσης, χρησιμοποιεί παλιές φωλιές μαύρου δρυοκολάπτη, πιο σπάνια σε αμμοθίνες [35] και, όταν παρέχονται, χρησιμοποιεί και τεχνητά κατασκευασμένες φωλιές.
Η κοιλότητα πρέπει να έχει 75 εκατοστά βάθος και η είσοδός της να είναι αρκετά μεγάλη όσο μια «γροθιά», περίπου. Παρόλο που, σπάνια χρησιμοποιείται κάποιο υλικό επίστρωσης, τα νεογνά (πιτσούνια) λερώνουν πολύ τη φωλιά. Εκτός αναπαραγωγικής εποχής, τα φασσοπερίστερα μπορεί επίσης να κουρνιάζουν σε κοιλότητες.
Η γέννα αποτελείται συνήθως από 2 λευκά, υποελλειπτικά αβγά, σπανιότερα μόνον 1, με διαστάσεις 38 Χ 29 χλστ. και βάρους 16,7 γρ., εκ των οποίων ποσοστό 7% είναι κέλυφος.[19] Η επώαση αρχίζει με την εναπόθεση του πρώτου αβγού, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 16-18 ημέρες (21-23 ημέρες στο Ηνωμένο Βασίλειο). Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και, αρχικά, σιτίζονται και από τους δύο γονείς, με το χαρακτηριστικό γαλακτώδες έκκριμα των προλόβων τους («γάλα περιστεριού»). Στη συνέχεια, τα πιτσούνια τρέφονται με σπέρματα που συλλέγουν οι γονείς και τα μαλακώνουν, υγραίνοντάς τα στους προλόβους τους.[31] Η πτέρωση επιτυγχάνεται στις 28-29 ημέρες, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις στις 20 ημέρες.[34] Κατόπιν, το θηλυκό επανωοτοκεί ενώ το αρσενικό αναλαμβάνει τα πιτσούνια της πρώτης γέννας.[31]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από την αποψίλωση των δασών, τα φυτοφάρμακα και το κυνήγι αποτελούν σοβαρή απειλή για το είδος, το οποίο θεωρείται πιο «εύκολο» θήραμα από τη φάσσα. Στη νοτιοδυτική Γαλλία (περιοχή με 110.000 κυνηγούς) υπολογίζεται ότι, μεταξύ 50.000 και 100.000 ατόμων θανατώνονται κάθε χρόνο. (ONC, 1986).
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος, παρά το κυνήγι, γενικά δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN.[7] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν το Ηνωμένο Βασίλειο (με μεγάλη διαφορά), η Ολλανδία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία, ενώ λίγους πληθυσμούς σχετικά με το μέγεθός της, διαθέτει η Ρωσία.[36]
Κατάσταση στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το φασσοπερίστερο αποτελεί από τα λιγότερο μελετημένα πτηνά της Ελλάδας.[15] Αναπαράγεται κυρίως στην οριζόντια ορεινή «ραχοκοκκαλιά» της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ η νοτιότερη γνωστή περιοχή αναπαραγωγής είναι η Χαράδρα του Βίκου. Άλλες αναφορές για φώλιασμα αμφισβητούνται.[37]
Φωλιάζει κυρίως στα δάση οξιάς, καθώς και σε άλλα φυλλοβόλα και μικτά δάση, σε υψόμετρα που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κινούνται ανάμεσα στα 500-1500 μ. Ο συνολικός αριθμός αναπαραγομένων ατόμων στην Ελλάδα είναι μικρός (<1000 ζευγάρια) και συνεχώς μειώνεται λόγω του ότι, είναι από τα είδη που θηρεύονται εντατικά.[15]
Εκτός αναπαραγωγικής εποχής είναι πιο κοινό και, μπορεί να το δει κανείς στα πεδινά της βόρειας χώρας, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σε αγρούς και κοντά σε υγροτόπους. Επίσης, είναι διαβατικό από την Ελλάδα, αλλά λίγα είναι γνωστά για τις μεταναστευτικές του κινήσεις. Ελάχιστα άτομα έχουν παρατηρηθεί από την Κρήτη, τα Ιόνια και τις Κυκλάδες, κυρίως στην αρχή του φθινοπώρου και της άνοιξης.[37]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο το Φασσοπερίστερο απαντά και με τις ονομασίες Φασσοτρύγονο και Κουτουπάνι (Κύπρος) [2]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Περιλαμβάνει και το υποείδος C. o. hyrcana [38]
ii. ^ Περιλαμβάνει και το υποείδος C. o. tianshanica [33]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ΠΛ, 11:86
- ↑ 2,0 2,1 Απαλοδήμος, σ. 62
- ↑ Howard and Moore, p. 157
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Howard and Moore, p. 158
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177098
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 http://ibc.lynxeds.com/species/stock-dove-columba-oenas
- ↑ 7,0 7,1 7,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22690088/0
- ↑ 8,0 8,1 ΠΛΜ, 46: 452
- ↑ Μπαμπινιώτης, σ. 1873
- ↑ http://www.etymonline.com/index.php?term=stock
- ↑ http://www.takeourword.com/TOW118/page2.html
- ↑ 12,0 12,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22690088
- ↑ 13,0 13,1 planetofbirds.com
- ↑ 14,0 14,1 14,2 14,3 Όντρια (Ι), σ. 132
- ↑ 15,0 15,1 15,2 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 234
- ↑ Σφήκας, σ. 52
- ↑ Σφήκας, σ. 64
- ↑ 18,0 18,1 18,2 Bruun, p. 166
- ↑ 19,0 19,1 19,2 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob6680.htm
- ↑ 20,0 20,1 20,2 20,3 Mullarney et al, p. 214
- ↑ http://aulaenred.ibercaja.es/
- ↑ Avon & Tilford, p. 52
- ↑ Flegg, p. 144
- ↑ Heinzel et al, p. 196
- ↑ Perrins, p. 136
- ↑ Όντρια, σ. 153
- ↑ Scott & Forrest, p. 130
- ↑ Singer, p. 224
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ 31,0 31,1 31,2 http://www.oiseaux.net/oiseaux/pigeon.colombin.html
- ↑ Scott & Forrest
- ↑ 33,0 33,1 http://www.hbw.com/species/stock-dove-columba-oenas
- ↑ 34,0 34,1 Harrison, p. 191
- ↑ Singer
- ↑ birdlife.org
- ↑ 37,0 37,1 Handrinos & Akriotis
- ↑ Howard and Moore, p. 158, footnote 1
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Heather, Barrie & Hugh Robertson (2005). The Field Guide to the Birds of New Zealand. Penguin Group. ISBN 978-0-14-302040-0
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
- Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
- Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: 24 July 2014).