Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τσαρτσάρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τσαρτσάρα
Ενήλικη τσαρτσάρα
Ενήλικη τσαρτσάρα

Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Κιχλίδες (Turdidae)
Γένος: Κίχλη (Turdus) Linnaeus, 1758 M
Είδος: T. viscivorus
Διώνυμο
Turdus viscivorus (Κίχλη η ιξοβόρος)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Turdus viscivorus bonapartei
Turdus viscivorus deichleri
Turdus viscivorus viscivorus

Η Τσαρτσάρα [i] είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κιχλιδών, μία από τις τσίχλες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Turdus viscivorus και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[1][2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Turdus viscivorus viscivorus Linnaeus, 1758.[1]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [3]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Turdus, είναι λατινική και σημαίνει ακριβώς την ελληνική λέξη Κίχλη «τσίχλα». Μάλιστα, από την αρχαιότητα υπήρχε η παραλλαγή με αντί του : Συρακόσιοι δε τας κίχλας κιχήλας λέγουσιν (Αθήν.).[4] Από τον όρο κίχλα προήλθε ο νεοελληνικός όρος τσίχλα, με τσιτακισμό.[4]

Ο όρος viscivorus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι λατινικός, παραγόμενος από τα συνθετικά viscum -i «ιξός, γκι» + vŏro «καταβροχθίζω»,[5] που παραπέμπει ευθέως στην κυριότερη από τις διατροφικές προτιμήσεις του πτηνού (βλ. Τροφή). Η ίδια αναφορά γίνεται και στην αγγλική λαϊκή ονομασία, mistle thrush.

  • Η ονομασία «τσαρτσάρα» έχει άγνωστη προέλευση, ωστόσο, η συνεχής και διαδεδομένη χρήση της στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και από πολλούς ειδικούς (Κανέλλης,[6] Κιόρτσης,[7] Όντρια [8]), κρίνεται ότι, αποτελεί επαρκή λόγο για να προτιμηθεί από την επίσημη ονομασία «γερακότσιχλα» της ΕΟΕ.

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο υπό τη σημερινή του ονομασία (Αγγλία, 1758) [9] και δεν παρουσιάζει ταξινομικά προβλήματα. Οι πλησιέστεροι -φυλογενετικά- συγγενείς του είναι τα είδη Turdus philomelos και Turdus mupinensis.

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Turdus viscivorus : Πράσινο = Επιδημητικό, Κίτρινο = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Το είδος εμφανίζει, σχετικά, ευρύ φάσμα κατανομής αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο και, συγκεκριμένα, στις Παλαιαρκτική και Αφροτροπική οικοζώνες, ως καθιστικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο και διαχειμάζον πτηνό, ανάλογα με την επικράτεια.

Στην Ευρώπη, απαντά και στις τρεις μορφές μετακίνησης, ως καθιστικό στα βορειοδυτικά, δυτικά και κεντρικά, ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο στα βόρεια και βορειοανατολικά και ως διαχειμάζον σε διάσπαρτους θύλακες, κυρίως στα νότια.

Η Αφρική αποτελεί επικράτεια διαχείμασης, στα βορειοδυτικά, αλλά με κάποιους θύλακες στις ίδιες θέσεις, όπου παραμένει όλο το έτος (επιδημητικό).

Η Ασία είναι, κυρίως, επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε σχετικά μικρή αλλά συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά, μέχρι τη Μογγολία και τη Δ. Κίνα στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι τη χερσόνησο του Σινά, το Κ. Ιράν και τη Β. Ινδία.[10]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Turdus viscivorus bonapartei Τουρκμενιστάν και ΝΚ Σιβηρία, νότια προς Δ Νεπάλ και Οροσειρά Αλτάι Κ και Ν Ασία Ελαφρά μεγαλύτερο σε μέγεθος από τα 2 και 3, πιο λευκό στο κάτω μέρος, με λιγότερες κηλίδες. Δυτικά του ποταμού Ομπ, υπάρχουν ενδιάμεσες μορφές με το 3
2 Turdus viscivorus deichleri ΒΔ Αφρική, Κορσική, Σαρδηνία Επιδημητικό στην περιοχή, ενδημικό στα νησιά. Μοιάζει με το 1, αλλά είναι μικρότερο και με λεπτότερο ράμφος
3 Turdus viscivorus viscivorus Ευρώπη, ανατολικά προς Δ Σιβηρία και Β Ιράν ΒΔ Αφρική ανατολικά προς ΝΔ Ασία

Πηγές:[1][10][11]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τσαρτσάρα θεωρείται μερικώς μεταναστευτικό είδος στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, ανάλογα με το γεωγραφικά πλάτη, αποδημεί συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Οι πληθυσμοί από τα βόρεια και ανατολικά διαχειμάζουν στις περιοχές της Ευρώπης και της Β. Αφρικής με ηπιότερο κλίμα. Οι πληθυσμοί της Σκανδιναβίας και της Ρωσίας κινούνται νότια από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μετά, με τα περισσότερα πουλιά να διαχειμάζουν στην Ευρώπη, τη Δ. Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. Από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι τον Νοέμβριο, μεγάλοι αριθμοί διασχίζουν το Στενό του Γιβραλτάρ, ενώ άλλοι περνούν μέσω της Κύπρου, αλλά δεν υπάρχει κάποια μεταναστευτική οδός διαμέσου της Βόρειας Θάλασσας. Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται στα βρετανικά νησιά και τη ΒΔ. Ευρώπη είναι καθιστικοί ή μετακινούνται μόνο σε μικρές αποστάσεις. Στα Ιμαλάια, οι εκεί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί μετακινούνται υψομετρικά καθώς, φωλιάζουν στα 2.400-3.800 μ., ενώ τον χειμώνα κατεβαίνουν στα 1.525 μ. >[12]

Η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής ξεκινά κυρίως από τα τέλη Μαρτίου, αν και μπορεί να αρχίζει ένα (1) μήνα νωρίτερα στη Μέση Ανατολή, ενώ οι βόρειοι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί, μπορούν να αφιχθούν στις θέσεις φωλιάσματος στα τέλη Απριλίου ή στις αρχές Μαΐου. Οι τσαρτσάρες ταξιδεύουν είτε την ημέρα είτε τη νύκτα, συνήθως μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες.[13]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από την Ισλανδία, το Ομάν, τη Σαουδική Αραβία και την Ιαπωνία.[3]

Στην Ελλάδα, η τσαρτσάρα απαντά κυρίως ως καθιστικό είδος,[14][15] με τοπικές υψομετρικές μετακινήσεις, αλλά έρχονται και βορειοευρωπαϊκοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί για να ξεχειμωνιάσουν στη βόρεια χώρα.[16] Από την Κρήτη και την Κύπρο αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης.[17][18]

Το είδος καταλαμβάνει ευρύ φάσμα ενδιαιτημάτων, αρκεί να υπάρχουν δένδρα σε αυτά όπως, δάση, φυτείες, φυσικοί φράκτες, αλλά και πάρκα πόλεων. Στα νότια και ανατολικά του φάσματος κατανομής, συχνάζει σε ορεινά δάση κωνοφόρων, ενώ η παρουσία του θαμνόκεδρου (Juniperus communis) καθορίζει, πιθανόν, την παρουσία του πάνω από τη γραμμή των δέντρων. Στα βουνά της Β. Αφρικής φωλιάζει από τα 600 μέχρι τα 1.700 μ.[13] ενώ στα ορεινά της Ευρώπης, από τα 800 μέχρι τα 1.800 μ.[19] Πιο ανοικτά ενδιαιτήματα, όπως γεωργική γη, τυρφώνες και ποώδεις λόφοι, χρησιμοποιούνται εκτενώς το χειμώνα ή κατά τη μετανάστευση.[13]

  • Παρά τη στιβαρή τους εμφάνιση, οι τσαρτσάρες είναι ευάλωτες στο κρύο, ιδιαίτερα το χιόνι και τον πάγο, ενώ αποφεύγουν και τις ξηρές ή πολύ θερμές περιοχές.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι, το είδος έχει αλλάξει το φυσικό του περιβάλλον, σε κάποια τμήματα του φάσματος κατανομής του. Στη Γερμανία και αλλού στην Κ. Ευρώπη, βρισκόταν μόνο στα δάση κωνοφόρων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, αλλά διηύρυνε την γκάμα του με ταχείς ρυθμούς, αρχικά σε γεωργική γη και, στη συνέχεια, σε προάστια και αστικά πάρκα. Οι λόγοι για αυτή την επέκταση είναι ασαφείς.[20] Σε περιοχές εντατικής καλλιέργειας, όπως η Α. Αγγλία, η καλλιεργήσιμη γη έχει, σε μεγάλο βαθμό, εγκαταλειφθεί χάριν των κατοικημένων περιοχών με μεγαλύτερη ποικιλία «πρασίνου».[21]

Στην Ελλάδα, η τσαρτσάρα απαντά κυρίως σε δάση κωνοφόρων, αειθαλών και φυλλοβόλων δένδρων, άλση, λιβάδια και κήπους.[14] Τα τυπικά ενδιαιτήματα είναι τα ελατοδάση (λόγω της παρουσίας του ιξού στα κλαδιά τους), αλλά και τα οικοσυστήματα με πεύκα, βελανιδιές και οξιές.[16]

Το στήθος και η κοιλιά της τσαρτσάρας είναι κατάστικτα από χαρακτηριστικές κηλίδες

Η τσαρτσάρα είναι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τσίχλα, με όρθιο και «υπερήφανο» παρουσιαστικό, που τονίζεται από τη μακριά ουρά και τους δυνατούς ταρσούς, όταν παρατηρείται στο έδαφος. Έχει απαλή ελαιογκρίζα άνω επιφάνεια, γκριζωπό-λευκό πηγούνι και λαιμό, ενώ το στήθος είναι αχνό καφεκίτρινο και η κοιλιά υπόλευκη, με τα χαρακτηριστικά μαύρα στίγματα που φέρουν όλες οι τσίχλες, αλλά στην τσαρτσάρα είναι πιο στρογγυλεμένα. Οι κηλίδες αυτές γίνονται πυκνότερες στο κάτω μέρος του στήθους, δίνοντας την εντύπωση κάποιας «λωρίδας». Η περιοχή των οφθαλμών και των χαλινών είναι σαφώς πιο ανοικτόχρωμη από το υπόλοιπο κεφάλι. Η μακριά ουρά έχει λευκές άκρες στα εξωτερικά πηδαλιώδη, ενώ και τα καλυπτήρια της κάτω επιφάνειας των πτερύγων είναι λευκά. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ και το ράμφος μαυριδερό, με κιτρινωπή βάση στη γναθοθήκη. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι καφεκίτρινα.

Δεν υπάρχουν διαφορές στο πτέρωμα μεταξύ των δύο φύλων. Τα νεαρά είναι παρόμοια με τους ενήλικες, αλλά έχουν «χλωμότερη» άνω επιφάνεια με κρεμ κέντρα σε πολλά φτερά, και μικρότερες κηλίδες στην κιτρινωπή κάτω επιφάνεια του σώματός τους. Επίσης, οι άκρες των καλυπτηρίων φτερών της ουράς είναι μυτερές και όχι στρογγυλεμένες, ενώ τα πόδια είναι σκουρότερα. Μετά τον 1ο χειμώνα αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων, αλλά στο κάτω μέρος είναι, συνήθως, πιο ωχροκίτρινα.[13]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (25-) 26 έως 28 (-30) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 42 έως 45 (-50) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας : ♂ 16,0 ± 0,4 εκατοστά [Εύρος 15,2 – 16,6 εκατοστά (σε δείγμα Ν=194 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 15,5 ± 0,4 εκατοστά [Εύρος 15,0 – 16,3 εκατοστά (Ν=148)]
  • Βάρος: ♂ 107-136 γραμμάρια (Ν=142), ♀ 106-142 γραμμάρια (Ν=113) [22]

(Πηγές:[12][23][24][25][26][27][28][29][30][31][32][33][34][35][36]

Οι χαρακτηριστικοί λευκοί καρποί του ιξού (Viscum album) είναι το αγαπημένο έδεσμα της τσαρτσάρας

Οι τσαρτσάρες τρέφονται κυρίως με ασπόνδυλα και καρπούς. Το ζωικό διαιτολόγιο περιλαμβάνει σκουλήκια, έντομα και άλλα αρθρόποδα, γυμνοσάλιαγκες και σαλιγκάρια. Τα σαλιγκάρια, μερικές φορές, καταναλώνονται αφού θραυστεί το κέλυφός τους με «σφυροκόπημα» πάνω σε μια πέτρα, τεχνική που χρησιμοποιείται κατά κόρον από την κελαηδότσιχλα.[37] Η τσαρτάρα μπορεί να καταναλώνει και μικρά ερπετά του γένους Anguis, ενώ δεν είναι ασυνήθιστο να επιτίθεται στους νεοσσούς του κότσυφα, της κελαηδότσιχλας και του θαμνοψάλτη.[13]

Το φυτικό διαιτολόγιο περιλαμβάνει καρπούς και σπέρματα από θάμνους και δέντρα (αρκουδοπούρναρα, ελιές, τριανταφυλλιές, κερασιές, τρικουκιές κ.α.) αλλά και άνθη και βλαστούς αγρωστωδών. Συχνά, καταναλώνονται πεσμένα φρούτα, όπως μήλα και δαμάσκηνα. Οι τσαρτσάρες αναζητούν την τροφή τους εντός του ζωτικού τους χώρου και σε ανοικτές θέσεις ενώ, μερικές φορές, μοιράζονται τις περιοχές σίτισης με άλλες τσίχλες.[13]

  • Ωστόσο, οι τσαρτσάρες είναι γνωστές για την ιδιαίτερη προτίμηση που δείχνουν στους χαρακτηριστικούς καρπούς του παρασιτικού φυτού, ιξός (Viscum album), όπως υποδηλώνει η επιστημονική και αγγλική τους ονομασία (βλ. Ονοματολογία). Μάλιστα, το φυτό ωφελείται πολύ, καθότι το πτηνό είναι πολύ σημαντικό στη διασπορά του, με τα σπέρματα να εναποτίθενται στα κλαδιά των κατάλληλων δένδρων, αφού αποβληθούν από το πεπτικό σύστημα.[38]

Τα νεαρά πουλιά, αρχικά τρέφονται κυρίως με ασπόνδυλα, τα οποία συχνά συλλέγονται από τα χαμηλά φύλλα ή κάτω από θάμνους και όχι στα ανοικτά μέρη, όπως κάνουν οι ενήλικες. Οι ενήλικες μπορούν να περιφέρονται μέχρι και 1 χλμ. από τη φωλιά σε λιβάδια και χωράφια. Τα μοναχικά άτομα ή τα ζευγάρια υπερασπίζονται ένα (1) ή περισσότερα οπωροφόρα δέντρα κατά τη χειμερινή περίοδο, με τον ιξό να προτιμάται όπου είναι διαθέσιμος, και τα αρκουδοπούρναρα να αποτελούν την πρώτη επιλογή αλλού.[39] Αν και η τσαρτσάρες τρέφονται, κανονικά, στο έδαφος, η υπεράσπιση αυτών των πόρων, διασφαλίζει την τροφή για αργότερα στη σεζόν, όταν άλλα τρόφιμα αρχίζουν να σπανίζουν.[40] Η υπεράσπιση των δένδρων γίνεται εναντίον ατόμων του ίδιου είδους, άλλες τσίχλες, αλλά και πύρρουλες. Στις χρονιές που υπάρχει αφθονία σε καρπούς, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η στρατηγική αυτή μπορεί να εγκαταλειφθεί, με τις τσαρτσάρες να αναζητούν τροφή κατά σμήνη.[41]

Ηθολογία και πτήση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ενήλικα άτομα υπόκεινται σε πλήρη έκδυση μετά την αναπαραγωγή, αρχής γενομένης από τα τέλη Μαΐου και τα τέλη Ιουνίου, με ολοκλήρωση στις αρχές Οκτωβρίου. Τα νεαρά πουλιά πουλιά έχουν, επίσης, μερική έκδυση, στα καλυπτήρια του κεφαλιού και του σώματος.[13] Μετά την αναπαραγωγή η τσαρτσάρα συναθροίζεται σε μικρά σμήνη.[28] Όταν βαδίζει στο έδαφος διατηρεί σαφή, όρθια στάση με τις πτέρυγες ελαφρά γερμένες.

Η πτήση της τσαρτσάρας μοιάζει πολύ με του δρυοκολάπτη,[30] αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί κυματιστή, παρά το ενδιάμεσο κλείσιμο των πτερύγων, ανάμεσα στα φτεροκοπήματα.[28][36]

Το κελάηδημα της τσαρτσάρας είναι μελωδικό και μοιάζει πολύ με του κότσυφα, αλλά δεν έχει τη διάρκεια και έντασή του.[28] Αρθρώνεται από την κορυφή ενός δένδρου ή άλλη υπερυψωμένη θέση (perch), κυρίως από το Νοέμβριο μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Το αρσενικό είναι πιο φωνητικό νωρίς το πρωί και έχει την τάση να τραγουδάει, μερικές φορές, ακόμη και κατά τη διάρκεια, κακών καιρικών συνθηκών, γι’ αυτό και είχε την παλιά ονομασία «stormcock», «κόκορας της καταιγίδας».[13][40] Το τραγούδι μπορεί να ακουστεί σε κάθε μήνα, αν και είναι ασυνήθιστο από τον Ιούλιο έως Αύγουστο, που η τσαρτάρα υπόκειται σε έκδυση.[37]

Οι τσαρτσάρες είναι μονογαμικές και παραμένουν ως ζευγάρια όλο το έτος, στις περιοχές όπου δεν είναι μεταναστευτικές. Η περιοχή αναζήτησης τροφής είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που έχουν τα κοτσύφια ή άλλες τσίχλες. Με ζωτικό χώρο, μόνο 0,6 εκτάρια (1,5 στρέμμα), περίπου 15-17 εκτάρια (37-42 στρέμματα) χρησιμοποιούνται για τη διατροφή. Τα εδάφη συνήθως ανακαταλαμβάνονται κατά τα επόμενα έτη [42] και είναι μεγαλύτερα στα δασικά περιβάλλοντα.[43] Το αρσενικό υπερασπίζεται τον χώρο της φωλιάς και θα επιτεθεί σε τυχόν εισβολείς, συμπεριλαμβανομένων των αρπακτικών πτηνών και των κορακοειδώνι, μερικές φορές σε γάτες ή και ανθρώπους.

Η περίοδος αναπαραγωγής συνήθως ξεκινά στα μέσα Μαρτίου στη Ν. και Δ. Ευρώπη (τέλη Φεβρουαρίου στη Βρετανία), ωστόσο, στις αρχές Μαρτίου στην Αφρική,[36] αλλά όχι μέχρι τις αρχές Μαΐου στη Φινλανδία.[40] Η ωοτοκία πραγματοποιείται συνήθως δύο φορές σε κάθε περίοδο φωλιάσματος –μόνο μία (1) στη Σιβηρία.

Ενήλικη τσαρτσάρα

Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται στη διχάλα ενός δένδρου ή σε κάποιον ψηλό θάμνο, 1,5-10 μ. (-20μ. ) πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, σπανιότερα σε χαμηλό θάμνο, φυσικό φράκτη ή σε κοιλότητες βράχων και τοίχων.[44] Ο σπίνος, συχνά, φωλιάζει κοντά στην τσαρτσάρα, με την επαγρύπνησή του να τη βοηθάει, ενώ η επιθετική συμπεριφορά της τσαρτσάρας, τόν εξυπηρετεί, οπότε επωφελούνται και τα δύο είδη. Η φωλιά μια μεγάλη κυπελοειδής κατασκευή από, χονδρά κλαδιά, ξερά χόρτα, ρίζες και βρύα, επενδυμένη εσωτερικά με ένα στρώμα λάσπης και επιστρωμένη με λεπτή χλόη και φύλλα, μερικές φορές με πευκοβελόνες. Κατασκευάζεται από το θηλυκό, αν και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει. Οι φωλιές που κτίζονται νωρίς στη σεζόν αναπαραγωγής μπορεί να καταστραφούν από τις κακές καιρικές συνθήκες.

Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 5 (-6) υποελλειπτικά, γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 31,2 Χ 22,3 χιλιοστών [44] και βάρους 7,8 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[45] Η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 12 έως 15 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 12-16 ημέρες και το πρώτο πέταγμα στις 20 ημέρες, περίπου.[46] Τα νεαρά άτομα τρέφονται και από τους δύο γονείς, αλλά μπορέι να αναλάβει μόνο το αρσενικό, εάν ακολουθήσει δεύτερη γέννα.[46] Μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος, τα νεαρά άτομα μπορεί να συνοδεύουν τους γονείς τους μέχρι την έναρξη του χειμώνα.[43]

Το είδος θηρεύεται από όλα, σχεδόν, τα αρπακτικά πτηνά, όπως ο αιγωλιός, ο βαλτόμπουφος, ο χουχουριστής, ο χρυσαετός, το κιρκινέζι, η γερακίνα, ο ψαλιδιάρης, το διπλοσάινο, ο πετρίτης, το ξεφτέρι κ.α. Ακόμη, τη φωλιά λυμαίνονται γάτες και κορακοειδή, παρόλο που οι ενήλικες είναι ισχυροί υπερασπιστές και, μερικές φορές, μπορεί να επιτίθενται και σε ανθρώπους, όταν αυτοί βρίσκονται κοντά.[37]

Η τσαρτσάρα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά.[47] Στην Ελλάδα, το κυνήγι της επιτρέπεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία.[48]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του είδους αποτελούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού (50%-74%),[3] ο οποίος παρέμεινε σταθερός μεταξύ 1970-1990. Το είδος παρέμεινε, γενικά, σταθερό και στο διάστημα 1990-2000, με αύξηση στη Γερμανία που αντιστάθμισε εν μέρει τις μειώσεις αλλού. Επίσης, στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Ρωσία, οι πληθυσμοί παρέμειναν σταθεροί.[36]

Το είδος, παρά το εντατικό κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, η τάση των πληθυσμών του σε πολλές επικράτειες είναι καθοδική.[3]

Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί» για την επιβίωση του είδους), η Ισπανία, η Γερμανία, η Γαλλία και η ΠΓΔΜ.[49]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τσαρτσάρα φωλιάζει στην Ελλάδα ως μόνιμο, επιδημητικό είδος, σε όλα τα ηπειρωτικά, από τη Μακεδονία και Θράκη, μέχρι την Πελοπόννησο, ενώ στα νησιά παρατηρείται σπάνια, πιθανόν λόγω έλλειψης κατάλληλων ενδιαιτημάτων. Απαντά στη Λέσβο και Κεφαλονιά, παλαιότερα και στη Σάμο. Κινείται, συνήθως, πάνω από τα 500 μ., μέχρι τη γραμμή των δένδρων, αλλά δεν είναι ασυνήθιστο να παρατηρηθεί και στο επίπεδο της θάλασσας. Οι χειμερινοί πληθυσμοί υπόκεινται σε ισχυρές ετήσιες διακυμάνσεις που, μάλλον, δεν συνδέονται με κακές καιρικές συνθήκες στον βορρά, αφού κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από τον Οκτώβριο και Νοέμβριο.[16]

Στον ελλαδικό χώρο η Τσαρτσάρα απαντά με πολλές άλλες ονομασίες: Αερότσιχλα (Κερατέα), Βουνίσα, Βουνότσιχλα (Λακωνία), Γερακότσιχλα (επίσημη ονομασία ΕΟΕ), Δεντρότσιχλα (Παρνασσός), Διπλότσιχλα, Ιξότσιχλα, Κυργιαρίνα και Κυριαρίνα (Παρνασσός), Λατοκυριαρίνα, Τσάρα [50] και Τριζάρα (Κύπρος).[51]

i. ^ Για την προτίμηση της συγκεκριμένης ονομασίας, βλ. Ονοματολογία.

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 669
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=563619
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 http://www.iucnredlist.org/details/full/22708829/0
  4. 4,0 4,1 ΠΛΜ, 34:425
  5. Valpy, p. 513, 521
  6. Απαλοδήμος, σ. 59
  7. ΠΛΜ, 58:255
  8. Όντρια (Ι), σ. 56
  9. http://www.hbw.com/species/mistle-thrush-turdus-viscivorus
  10. 10,0 10,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22708829
  11. http://www.hbw.com/species/
  12. 12,0 12,1 Grimmett et al, p. 174
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 13,7 Clement et al
  14. 14,0 14,1 Όντρια (Ι), σ. 203
  15. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 159
  16. 16,0 16,1 16,2 Handrinos & Akriotis, p. 245
  17. Σφήκας, σ. 60
  18. Σφήκας, σ. 76
  19. Snow & Perrins, pp. 1230–1234
  20. Fuller
  21. Mason
  22. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob12020.htm
  23. Avon & Tilford, p. 108
  24. Harrison & Greensmith, p. 293
  25. Flegg, p. 186
  26. Heinzel et al, p. 274
  27. Perrins, p. 166
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 Bruun, p. 264
  29. Όντρια, σ. 203
  30. 30,0 30,1 Scott & Forrest, p. 172
  31. Singer, p. 294
  32. Mullarney et al, p. 294
  33. http://www.ibercajalav.net
  34. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  35. http://ibc.lynxeds.com/species/Greylag_goose
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 planetofbirds.com
  37. 37,0 37,1 37,2 Coward
  38. Rothschild & Clay
  39. Snow & Snow
  40. 40,0 40,1 40,2 Snow & Perrins
  41. Skórka & Wójcik
  42. del Hoyo et al
  43. 43,0 43,1 Brown & Grice
  44. 44,0 44,1 Harrison, p. 277
  45. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob12020.htm#trends
  46. 46,0 46,1 Harrison, p. 278
  47. Kear
  48. kynoclub.gr
  49. http://www.birdlife.org
  50. Απαλοδήμος, σ. 58-9
  51. http://avibase.bsc-eoc.org/
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Brown, Andy; Grice, Phil (2005). Birds in England (Poyser Country Avifaunas). London: Poyser. ISBN 0-7136-6530-0
  • Clement, Peter; Hathway, Ren; Wilczur, Jan (2000). Thrushes (Helm Identification Guides) . London: Christopher Helm Publishers. ISBN 0-7136-3940-7.
  • Coward, Thomas Alfred (1928). The Birds of the British Isles and Their Eggs: volume 1 (3rd ed.). London: Frederick Warne. OCLC 4279233.
  • del Hoyo, Josep del; Elliott, Andrew; Sargatal, Jordi; Christie, David A (eds.). Mistle Thrush. Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions.
  • Fuller, Robert J (2003). Bird Life of Woodland and Forest. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-54347-9.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
  • Jenkins, D.; Watson, A. 2000. Dates of first arrival and song of birds during 1974-1999 in mid-Deeside, Scotland. Bird Study 47: 249-251.
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Mason, Christopher F (2000). Thrushes now largely restricted to the built environment in eastern England. Diversity and Distributions 6 (4): 189–194. doi:10.1046/j.1472-4642.2000.00084.x. JSTOR 2673424.
  • Rothschild, Miriam; Clay, Theresa (1953). Fleas, Flukes and Cuckoos. A study of bird parasites. London: Collins.
  • Skórka, Piotr; Wójcik, Joanna D (2005). Population dynamics and social behavior of the Mistle Thrush Turdus viscivorus during winter. Acta Ornithologica 40 (1): 35–42. doi:10.3161/068.040.0109.
  • Snow, Barbara; Snow, David (2010). Birds and Berries (Poyser Monographs). London: Poyser. ISBN 978-1-4081-3821-2.
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.