Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στικταετός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στικταετός
Ενήλικος στικταετός
Ενήλικος στικταετός
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [i] [1]
Γένος: Κλαγγός (Clanga) Adamowitz, 1858
Είδος: C. clanga
Διώνυμο
Clanga clanga (Κλαγγός ο γνήσιος) [ii]
(Pallas, 1811)
Clanga clanga

Ο Στικταετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Clanga clanga και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό) [2]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [3]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Clanga, είναι εκλατινισμένη απόδοση της αρχαίας ελληνικής λέξης κλαγγός < κλαγγή «οξεία και διαπεραστική φωνή» < κλάγγω «θρηνώ, κράζω»,[4] με αναφορά στη χαρακτηριστική φωνή του πτηνού.

Τόσο η ελληνική ονομασία του είδους, όσο και η αγγλική (Great Spotted Eagle), σχετίζονται άμεσα με το χαρακτηριστικό, έντονα κηλιδωτό πτέρωμα των νεαρών ατόμων (βλ. Μορφολογία).

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό ζωολόγο και βοτανικό Π. Πάλας (Peter Simon Pallas, 1741 – 1811), ως Aquila Clanga (Ρωσία & Σιβηρία, 1811). Εμφανίζει προβληματική ταξινομική στο επίπεδο του γένους, καθόσον μέχρι το 2013, κατατασόταν στο Aquila, δηλαδή στους γνήσιους αετούς. Ωστόσο, μαζί με τον κραυγαετό, μεταφέρθηκαν στο Clanga,[5][6][7] χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η νέα κατάσταση είναι στατική, με τα διάφορα στοιχεία -κυρίως χρωμοσωμικά- να προκαλούν διαρκείς ανακατατάξεις.

Ο στικταετός έχει το είδος Αquila (Clanga) pomarina (κραυγαετό), ως τον πλησιέστερο συγγενή του. Ο κοινός τους πρόγονος φαίνεται να είχε εμφανιστεί γύρω στη μέση Πλειόκαινο Εποχή, από τους προγόνους του σημερινού Aquila (Clang) hastata, που ζει στο Ιράν, το Πακιστάν και την Ινδία. Αυτός ο «πρωτο-στικταετός» πιθανώς ζούσε στην ευρύτερη περιοχή του Αφγανιστάν, και διασπάστηκε σε έναν βόρειο και ένα νότιο κλάδο, όταν, τόσο οι παγετώνες όσο και οι έρημοι επικράτησαν στην Κ. Ασία όταν άρχισε η τελευταία εποχή των παγετώνων. Ο βόρειος κλάδος, με τη σειρά του, διαχωρίστηκε σε ανατολικό (Aquila clanga) και δυτικό (Aquila pomarina) παρακλάδι του σήμερα, πιθανώς γύρω στην Πλειόκαινο-Πλειστόκαινο Εποχή.[8]

  • Τα δύο αυτά συγγενικά είδη, ως ομάδα, είναι αρκετά διαφορετικά από τα τυπικά μέλη του γένους Aquila, τους γνήσιους αετούς. Επί πλέον, νέα χρωμοσωμικά δεδομένα έχουν δείξει ότι δεν είναι αναπαραγωγικά απομονωμένα, δηλαδή μπορούν να αναπαραχθούν μεταξύ τους και να δώσουν υβριδικούς πληθυσμούς (ιδιαίτερα οι αρσενικοί κραυγαετοί με τους θηλυκούς στικταετούς). Μάλιστα, τέτοιοι πληθυσμοί πρέπει να υπάρχουν ήδη στη φύση, με τα θηλυκά υβρίδια να τείνουν να ζευγαρώνουν με αρσενικούς κραυγαετούς.[9][10]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του Clanga clanga
Πορτοκαλί = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής
Μπλέ = Περιοχές διαχείμασης

Ο στικταετός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, που απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο, (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή), ιδιαίτερα στην κεντρική και ανατολική Παλαιαρκτική. Η ζώνη αναπαραγωγής του έχει τα δυτικά της όρια, περίπου στην Πολωνία και, μέσω Λευκορωσίας, Εσθονία, Ρωσίας και όλης της Κ. Σιβηρίας, εκτείνεται μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού, στο γεωγραφικό πλάτος της Βόρειας Κορέας, περίπου, όπου και είναι τα ανατολικά όριά της. Σε όλη αυτή τη ζώνη (μαζί με κάποιους θύλακες στο Καζακστάν), ο στικταετός έρχεται το καλοκαίρι για να αναπαραχθεί. Μερικά άτομα, ενδεχομένως, εξακολουθούν να αναπαράγονται σε Φινλανδία, Λετονία και Λιθουανία (βάση δεδομένων της λιθουανικής Ορνιθολογικής Εταιρείας το 1999), αν και αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί πρόσφατα.[3]

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ο στικταετός μεταναστεύει νότια και, ανάλογα με τις περιοχές αναπαραγωγής, διαχειμάζει σε μια ζώνη που εκτείνεται από τη νότιο Βαλκανική (προς δυσμάς) και φθάνει μέχρι τη Θάλασσα της Κίνας (ανατολικά). Κυριότεροι ενδιάμεσοι σταθμοί διαχείμασης, είναι η Ελλάδα, η Μικρά Ασία, η Συρία, ο Κόλπος της Αραβίας, η Β. Ινδία, και η Ινδοκίνα. Διαχειμάζοντα πουλιά έχουν αναφερθεί επίσης στο Χονγκ Κονγκ (Κίνα). Προς νότον υπάρχουν περιοχές διαχείμασης στην Αιθιοπία, το Σουδάν και τη Νιγηρία, ενώ, ακόμη νοτιότερα εμφανίζονται άτομα στην Κένυα και την Τανζανία.[11] Πάντως, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής, ο στικταετός είναι πολύ περιορισμένος τοπικά, δύσκολος να παρατηρηθεί (συγχέεται εύκολα με τον κραυγαετό), με τους πληθυσμούς του να βαίνουν μειούμενοι.

  • Η παρακολούθηση ενός ενήλικου ατόμου με δορυφορικό αναμεταδότη, το 1993, προκειμένου να διερευνηθεί η μεταναστευτική οδός, έδειξε 5.526 χιλιόμετρα από την περιοχή διαχείμασης στην Υεμένη, μέχρι την περιοχή αναπαραγωγής στη Δ. Σιβηρία. Το πουλί ταξίδευε 150 χιλιόμετρα, κατά μέσον όρο κάθε ημέρα, αλλά αυτό αυξήθηκε σε 280 χιλιόμετρα ανά ημέρα, όταν πέταξε μέσα από τη Μεσοποταμία.[12]

Η μετανάστευση προς νότον διαρκεί από τον Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο, ενώ η εαρινή επιστροφή από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο. Οι στικταετοί πετάνε σε πολύ μικρές ομάδες, συνήθως των 3 ατόμων, ενώ στο Μπουτάν, έχουν παρατηρηθεί και ομάδες των 10 ατόμων. Οι περιοχές διέλευσης είναι ο Βόσπορος και η Ερυθρά Θάλασσα.[13] Συνήθως, εγκαταλείπει τα εδάφη αναπαραγωγής μετά τον κραυγαετό.[14]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, το Καμερούν, το Τσαντ και τη Λιβύη, το Μπαχρέιν την Ινδονησία και την Ιαπωνία.[3]

  • Στην Ελλάδα, ο στικταετός έρχεται μόνο για να διαχειμάσει [15] (Οκτώβριος-αρχές Μαρτίου),[16] ή απλώς να διαβεί από την επικράτεια,[17] από τις περιοχές αναπαραγωγής της ΒΑ. Ευρώπης, και είναι εξαιρετικά σπάνιος σε περιοχές της κεντρικής και βόρειας χώρας (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[18] Από την Κρήτη αναφέρεται ως διαβατικός μετανάστης επισκέπτης,[19] ενώ από την Κύπρο ως τυχαίος, περιπλανώμενος επισκέπτης.[20]

Στην Ευρασία, ο στικταετός είναι μη-κοινό είδος που, ανάλογα με την περιοχή αναπαραγωγής και διαχείμασης, κινείται ανάμεσα στη ζώνη των κωνοφόρων και τη στέπα. Η ύπαρξη νερού, όμως, χαρακτηρίζει πάντα την παρουσία του, γι’αυτό συχνάζει σε δασώδεις περιοχές που γειτνιάζουν με έλη, τενάγη, βαλτώδεις και πλημμυρισμένες περιοχές, λίμνες και ποτάμια.[21] Σε ανοικτές περιοχές, παρατηρείται μόνο κατά τη μετανάστευση.[22] Συνήθως, οι στικταετοί κινούνται μέχρι τα 300 μέτρα, αλλά στις ασιατικές περιοχές μπορεί να κυνηγάνε μέχρι τα 1700 μέτρα, ενώ έχουν παρατηρηθεί κατά τη μετανάστευση και μέχρι τα 3840 μέτρα (Ιράν, Νεπάλ).[23][24]

  • Στην Ελλάδα, ο στικταετός διαχειμάζει αποκλειστικά σε παράκτιους ή ηπειρωτικούς υγροτόπους με αφθονία τροφής και συστάδες δένδρων ή δάση, απαραίτητα για να κουρνιάζει.[16][25] Ειδικά στην περιοχή του Έβρου, οι στικταετοί κουρνιάζουν σε πεύκα, περίπου 40 χιλιόμετρα μακριά από τις θέσεις αναζήτησης τροφής.[25]
Ενήλικος στικταετός εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Ο στικταετός είναι μεσαίου μεγέθους αετός, που χαρακτηρίζεται από σχετική δυσαρμονία στις αναλογίες του, με την κοντή, στρογγυλεμένη ουρά που διαθέτει.[26] Σε γενικές γραμμές είναι παρόμοιος στην εμφάνιση με τον κοντινό συγγενή του κραυγαετό, με τον οποίο μάλιστα, μοιράζεται μέρος της επικράτειάς του. Το -σχετικά μικρό για έναν αετό- κεφάλι και τα καλυπτήρια φτερά είναι πολύ σκούρα καφέ, με κάποια πορφυρή μεταλλική ανταύγεια στην περιοχή των ώμων,[18] ερχόμενα σε αντίθεση με τα πιο ανοικτόχρωμα ερετικά φτερά. Η κάτω επιφάνεια των ερετικών φτερών έχει πυκνές, σκούρες «μπάρες» που καθίστανται πιο αχνές στην άκρη, αλλά κάποια άτομα δεν τις διαθέτουν καν.[27]

  • Το ύψος της ρινοθήκης, μπροστά από το κήρωμα είναι μικρότερο από 1,7 εκατοστά (μεγαλύτερο στον κραυγαετό.[17]
  • Ο κραυγαετός έχει πιο ανοιχτόχρωμο κεφάλι και καλυπτήρια, αλλά οι ομοιότητα με τον στικταετό, συχνά οδηγεί σε λανθασμένη αναγνώρισή τους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σφάλματα στην καταγραφή των πληθυσμών τους. Αυτό περιπλέκεται περαιτέρω από περιστασιακούς υβριδισμούς μεταξύ των δύο ειδών (βλ. και Συστηματική Ταξινομική).

Η άνω επιφάνεια της ουράς εμφανίζει, κάποιες φορές, λευκή απόχρωση στην περιοχή του ουροπυγίου, σχήματος V,[26][28][29] προσφέροντας ένα σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο κατά τη ραχιαία παρατήρηση του πτηνού. Επίσης, ένα (1) ή -σπανιότερα- δύο λευκά σημάδια, ημισεληνοειδούς σχήματος, ή κόμματος (‘comma’) μπορεί να υπάρχουν στο κάτω μέρος της πτέρυγας, στη βάση των εξωτερικών πρωτευόντων ερετικών φτερών.[27]

Πολύ πιο σπάνια, εμφανίζεται μία ελαφρά χρωματική «παραλλαγή», που έχει πάρει την ονομασία fulvescens. Σ’αυτήν, το κεφάλι και το γενικότερο παρουσιαστικό έχουν κρεμ ή ανοικτό κοκκινωπό χρώμα, εκτός από τα σκουρότερα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα ερετικά φτερά.[22] Απαντά κυρίως στο δυτικό τμήμα του φάσματος κατανομής.[30]

Οι ταρσοί είναι φουντωτά πτερωμένοι (bushy ‘trousers’ [27]), ενώ το κήρωμα και τα πόδια είναι κίτρινα.[18] Η ίριδα είναι καφέ και το ράμφος μαύρο, εκτός από τη βάση του που έχει γκρίζο χρώμα. Τα ρουθούνια, όπως και στον κραυγαετό, είναι στρογγυλά.[17][27] Τα φύλα είναι όμοια στη μορφολογία, αλλά τα θηλυκά είναι αρκετά βαρύτερα από τα αρσενικά.

Νεαρός στικταετός με τα χαρακτηριστικά λευκά σημάδια στα καλυπτήρια των πτερύγων

Τα νεαρά άτομα, αποτελούν ξεχωριστή περίπτωση, καθόσον διαθέτουν έντονες ασπροκίτρινες κηλίδες στο πάνω μέρος του πτερώματός τους, στοιχείο που τα διαφοροποιεί έντονα από τα ενήλικα άτομα. Αυτές οι «κηλίδες», η μία δίπλα στην άλλη, σχηματίζουν σειρές-γραμμές [18] σε όλη την επιφάνεια των καλυπτηρίων των πτερύγων, ιδιαίτερα ορατές όταν το πουλί τις έχει κλειστές.[29] Μερικές, μάλιστα, βρίσκονται και στην περιοχή του κεφαλιού και του τραχήλου σε κάποια άτομα.[27] Επίσης η λευκή περιοχή στο ουροπύγιο είναι πλατύτερη από των ενηλίκων.[28] Τα νεαρά πουλιά αποκτούν το πλήρες πτέρωμα των ενηλίκων στα τέσσερα χρόνια, περίπου.[31]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (59-) 65 έως 72 (-74) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (153-) 160 έως 177 (-182) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 48 έως 52 εκατοστά, ♀ 51 έως 54 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: ♂ 23 έως 25 εκατοστά, ♀ 23,5 έως 27 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: ♂ 9,7 έως 10,5 εκατοστά, ♀ 9,6 έως 10,9 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ (1.600-) 1.650-1.950 γραμμάρια, ♀ 1.750-2.500 (-3.200) γραμμάρια

Πηγές:[11][17][24][26][27][28][29][30][32][33][34][35][36]

Στους τόπους αναπαραγωγής, η διατροφή αποτελείται κυρίως από μικρά έως μεσαίου μεγέθους θηλαστικά (κυρίως τρωκτικά) και πτηνά, με τα αμφίβια και τα ερπετά (σαύρες και φίδια) να ακολουθούν. Σπανιότερα επιτίθεται σε μικρά ψάρια, έντομα, ή στρέφεται σε θνησιμαία. Κατά τη χειμερινή περίοδο, η κύρια μορφή τροφής ανάλογα με την τοποθεσία, περιλαμβάνει έντομα όπως ακρίδες και τερμίτες, θνησιμαία ή σε υγρότοπους και μικρά υδρόβια πτηνά. Επίσης επιτίθεται σε μεγάλα πουλιά, όταν αυτά είναι τραυματισμένα ή ασθενικά, όπως σε πάπιες και ερωδιούς.[18]

Γενικά, η διατροφή του στικταετού είναι παρόμοια με εκείνη του κραυγαετού, αλλά με λίγο μεγαλύτερα θηράματα (μέχρι 250 γραμμάρια) και περισσότερα πουλιά. Στη Ρωσία, επικρατούν τα τρωκτικά των γενών Arvicola και Microtus, ενώ στην Ινδία οι βάτραχοι, οι φαλαρίδες και υδρόβια πτηνά. Όπως συμβαίνει και με άλλα αετόμορφα, προσελκύεται από τις πυρκαγιές για να συλλαμβάνει τα σμήνη ακρίδων που πετάνε για να σωθούν.[30]

  • Στην Ελλάδα, ο στικταετός τρέφεται κυρίως με βατράχια, μικρά θηλαστικά, πουλιά τραυματισμένα από κυνηγούς ή νεκρά, πιο σπάνια με μεγάλα έντομα και άλλα σπονδυλόζωα,[37] καθώς και θνησιμαία.[25][38]

Τεχνικές θήρευσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ευρωπαϊκός νεροποντικός (Arvicola ampibius) είναι από τα αγαπημένα εδέσματα του στικταετού

Ο στικταετός κυνηγάει σε βάλτους και υγρά λιβάδια, καθώς και κατά μήκος των παρακείμενων ποταμών, συνήθως μόνος. Προτιμάει να ερευνά το έδαφος περπατώντας και, όχι από κρυψώνα όπως ο κραυγαετός. Όταν κάνει εναέρια έρευνα, γυροπετάει σε κύκλους (soaring), από σχετικά χαμηλό ύψος και, μετά τον εντοπισμό του θηράματος, κάνει κάθετη εφόρμηση. Σε περίπτωση που η λεία είναι καλοβατικά πτηνά, τότε προσπαθεί να διασπάσει τον όγκο τους με διαδοχικές «βουτιές» και, κατόπιν, διαλέγει ένα απομονωμένο άτομο και τού επιτίθεται.

Αν και έχει τη δυνατότητα σύλληψης γρήγορων θηραμάτων, προτιμάει συνήθως τα πιο αργοκίνητα, όπως λ.χ. τις πάπιες.[18] Επίσης, κλεπτοπαρασιτεί αρκετά συχνά.[30]

Ο στικταετός είναι, γενικά, μοναχικό πτηνό ή σχηματίζει ζευγάρια. Κατά τη μετανάστευση είναι, επίσης, μοναχικός ή ταξιδεύει σε ομάδες των 2-3 ατόμων, σπανιότερα σε σμήνη. Όμως, στις περιοχές διαχείμασης είναι πιο κοινωνικός και μικρά κοπάδια μέχρι και δέκα ατόμων διαφόρων ηλικιών δημιουργούνται, και περιπολούν από κοινού το έδαφος. Έχουν αναφερθεί μεγάλες συναθροίσεις, όταν επιτίθενται σε σμήνη ακρίδων, τον Νοέμβριο στη ΒΑ. Αφρική.[30] Μπορούν επίσης να ενωθούν με άλλα αετόμορφα, όπως Milvus sp. ή Αquila nipalensis.[39]

Οι πτέρυγες του στικταετού διατηρούνται ίσιες κατά την πτήση όταν γυροπετάει, αλλά οι άκρες τους είναι ελαφρά γερμένες προς τα κάτω στο ύψος των καρπικών αρθρώσεων, όταν πλανάρει (gliding).[22] Τα φτεροκοπήματα είναι μάλλον ασθενικά και, από μικρή απόσταση, διακρίνονται 7 «δάκτυλα» (ακραία πρωτεύοντα ερετικά φτερά), αντί για 6 στον κραυγαετό.[26] Το πέταγμά του είναι πιο βαρύ και «νωθρό» από του κραυγαετού.[18]

Ο στικταετός είναι ιδιαίτερα φωνητικό είδος, κυρίως όταν αναπαράγεται και όταν σχηματίζει μικρές ομάδες. Το κάλεσμά του μοιάζει με εκείνο του κραυγαετού είναι όμως λιγότερο υψίσυχνο και μοιάζει λίγο με λεπτό «γάβγισμα» κουταβιού (sic).[29][40]

Ο στικταετός καταφθάνει στις περιοχές αναπαραγωγής στα μέσα της άνοιξης, περίπου, και η αναζήτηση ταιριού αρχίζει αμέσως. Η φωλιά που κατασκευάζεται με ξερόκλαδα, πάνω σε φυλλοβόλα δέντρα -σπάνια σε κωνοφόρα- συνήθως στα δασοόρια, έχει διάμετρο μεταξύ 70 και 110 εκατοστών και βάθος 1 μέτρο,[30] είναι δηλαδή σχετικά μικρή για το μέγεθος του πτηνού.[41] Ωστόσο, οι φωλιές χρησιμοποιούνται, συχνά, περισσότερο από μία φορά οπότε μπορεί να φθάσουν σε ύψη έως 150 εκατοστά με τη συνεχή προσθήκη υλικών. Συνήθως τις κατασκευάζουν οι ίδιοι οι γονείς, αλλά μπορεί να χρησιμοποιήσουν και τις φωλιές άλλων πουλιών, όπως πελαργών ή γερακιών.[42] Το υλικό επίστρωσης είναι χορτάρι και πράσινα κλαδιά, που επαναπροστίθενται κατά την επώαση. Βρίσκονται σε ύψος 5-25 μ. (συνήθως 8-12 μ.) από το έδαφος, στην κορυφή των δένδρων ή κοντά σε αυτήν.[30] Ωστόσο, ελλείψει δένδρων, τις κατασκευάζουν σε χαμηλούς θάμνους ενώ, στη Σιβηρική στέπα, σε χαμηλές ιτιές.[30]

Ενήλικος στικταετός (κοιλιακή όψη)

Η γέννα πραγματοποιείται συνήθως στις αρχές μέχρι τα μέσα Μαΐου, σπάνια στα τέλη Απριλίου, αν και στο Πακιστάν φωλιάζει από τον Νοέμβριο μέχρι τον Μάρτιο. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος και αποτελείται από (1-) 2 (-3) ελαφρώς υποελλειπτικά, μη-γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 67,5 Χ 54,0 χιλιοστών.[41] Η επώαση, που γίνεται μόνο από το θηλυκό, ξεκινάει από το 1ο αβγό και διαρκεί 42 έως 44 (-45) ημέρες. Σε αντίθεση με τον κραυγαετό, ο καϊνισμός δεν είναι υποχρεωτικός και, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα επιβίωσης και των 2 νεοσσών. Οι νεοσσοί πτερώνονται στις 60 ημέρες, περίπου και, το πρώτο πέταγμα γίνεται στις 63 έως 65 (-67) ημέρες, ενώ τα νεαρά πουλιά παραμένουν κοντά στη φωλιά για 3 εβδομάδες ακόμη.[41] Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 4 χρόνια, περίπου.[11]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά το μεγάλο εύρος κατανομής, ο στικταετός είναι τόσο σπάνιος και αραιά κατανεμημένος που οι αριθμοί του δεν είναι δυνατόν να υπολογισθούν με ακρίβεια. Επί πλέον, οι μικροί πληθυσμοί του φαίνεται να υποχωρούν περαιτέρω, λόγω της εκτεταμένης απώλειας των ενδιαιτημάτων του και τις συνεχείς διώξεις που υφίσταται. Στην Ευρώπη, δυτικά των Ουραλίων, ο συνολικός πληθυσμός εκτιμάται σύμφωνα με την IUCN, περίπου στα 875 αναπαραγωγικά ζευγάρια, με τα περισσότερα στοιχεία στο ασιατικό τμήμα της Ρωσίας, μέχρι στιγμής, να είναι ελάχιστα και αναξιόπιστα. Ο πληθυσμός έχει μειωθεί εδώ και δεκαετίες, καθώς οι κύριοι λόγοι είναι η καταστροφή των ενδιαιτημάτων και το παράνομο κυνήγι. Ειδικά στην Ιταλία, την Τουρκία, και τον Λίβανο, είναι πολύ συχνό φαινόμενο τα πυροβολημένα πουλιά κατά τη μετανάστευσή τους.[43]

  • Μεγάλο πρόβλημα στη συγκέντρωση ακριβών πληθυσμιακών στοιχείων, αποτελεί η δύσκολη διαφορική παρατήρηση σε σχέση με τον κραυγαετό (βλ. και Μορφολογία).[30]

Ένα από τα σημαντικότερα κράτη, όπου καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια διατήρησης του είδους είναι η Εσθονία.[44] Τα περισσότερα ζευγάρια αναπαραγωγής βρίσκονται στη Ρωσία και ακολουθούν η Λευκορωσία και η Ουκρανία.[45]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά την έλλειψη επαρκών δεδομένων, φαίνεται ότι ο στικταετός ήταν πιο διαδεδομένος κατά τον 19ο αιώνα στη χώρα. Στη δεκαετία του ’80, ο ετήσιος μέσος όρος παρατήρησης ήταν μόλις 10-15 άτομα που, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήσαν νεαρά άτομα.[46] Ακόμη και σήμερα, οι παρατηρούμενοι πληθυσμοί δεν ξεπερνούν τα 70-80 άτομα που, έστω κι έτσι, αποτελούν το 50% του διαχειμάζοντος πληθυσμού των Βαλκανίων, πλην Τουρκίας.[47]

Αποτελεί χειμερινό επισκέπτη (από Οκτώβριο μέχρι Μάρτιο) που, επειδή δεν φωλιάζει, είναι δύσκολο να παρατηρηθεί και να διερευνηθεί η συμπεριφορά του. Απαντά σε μεγάλους υγροτόπους της Κ. και Α. Μακεδονίας, Θράκης, Δ. Στερεάς και Ηπείρου.[15][16] Μάλιστα, είναι το μόνο είδος του γένους Aquila (τώρα Clanga), που συχνάζει σε υγροτόπους.[25] Σπάνια κατεβαίνει νοτιότερα φθάνοντας μέχρι την Κρήτη.[15][16][19] Τα νεαρά άτομα, διαφόρων ηλικιών, αποτελούν την πλειονότητα των παρατηρουμένων ατόμων (ποσοστό 80%).[25]

Ο συνολικός, πολύ μικρός και έντονα κυμαινόμενος, αριθμός του πληθυσμού του, έχει κατατάξει τον στικταετό, ειδικά στην Ελλάδα, στην κατηγορία Κινδυνεύοντα EN [D] είδη.[48][49]

Απειλές και μέτρα διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει ο στικταετός στην Ελλάδα, είναι η λαθροθηρία και οι συνεχιζόμενες επεμβάσεις στους βιοτόπους του (αποξηράνσεις, αποψιλώσεις παραποταμίων και παραλιμνίων δασών). Άλλες απειλές είναι η ανθρώπινη όχληση, η δηλητηρίαση από μόλυβδο που εμπεριέχεται στα κυνηγετικά σκάγια και, πιθανόν, τα δηλητηριασμένα δολώματα.[47]

Είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων για τη λαθροθηρία και η αυστηρή διαφύλαξη των υδροχαρών δασών στουυς υγροτόπους όπου συχνάζει,[50] ιδιαίτερα στον Έβρο, καθώς και η προστασία των χώρων τροφοληψίας. Επίσης, έλεγχος της χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων και απαγόρευση της χρήσης σκαγίων μολύβδου στους υγρότοπους.[47]

  • Το κυνήγι του απαγορεύεται αυστηρά (Απόφαση 414985/1985 ΥΠΓΕ).[38] Είναι προστατευόμενο είδος και ολόκληρος ο πληθυσμός που διαχειμάζει στην Ελλάδα βρίσκεται μέσα σε περιοχές του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000.[47]

Στον ελλαδικό χώρο, ο Στικταετός απαντάται και με τις ονομασίες Φωνακλάς, Κράχτης [51] και Στικτογεράκα (Κύπρος).[52]

i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Clanga, ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια (Buteoninae). Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.

ii. ^ Για τη συγκεκριμένη απόδοση, βλ. Ονοματολογία.

  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Howard and Moore, p. 112
  3. 3,0 3,1 3,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22696027/0
  4. ΠΛΜ, 34:426
  5. Howard & Moore, 4th ed.
  6. Avibase
  7. HBW(on line)
  8. Väli
  9. Helbig et al
  10. Väli & Lõhmus, 2004
  11. 11,0 11,1 11,2 planetofbirds.com
  12. Meyburg et al
  13. Ferguson-Lees & Christie, p. 727
  14. http://www.hbw.com/species/greater-spotted-eagle-clanga-clanga
  15. 15,0 15,1 15,2 ΣΠΕΕ, σ. 254
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 RDB, p. 203
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 Όντρια (Ι), σ. 79
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 18,5 18,6 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 104
  19. 19,0 19,1 Σφήκας, σ. 28
  20. Σφήκας, σ. 24
  21. Όντρια, σ. 79
  22. 22,0 22,1 22,2 Heinzel et al, p.
  23. Ferguson-Lees & Christie
  24. 24,0 24,1 Grimmett et al, p. 132
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 Handrinos & Akriotis, p. 139
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 Bruun, p. 74
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 27,5 Mullarney et al, p. 96
  28. 28,0 28,1 28,2 Heinzel et al, p. 98
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 Flegg, p. 90
  30. 30,0 30,1 30,2 30,3 30,4 30,5 30,6 30,7 30,8 Ferguson-Lees & Christie, p. 730
  31. Forsman
  32. Perrins, p. 90
  33. Scott & Forrest, p. 58
  34. http://www.ibercajalav.net
  35. ΠΛΜ, 3:162
  36. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 104, 185
  37. Alivizatos et al, 2004 & 2006
  38. 38,0 38,1 RDB, p. 204
  39. Bishop
  40. Ferguson-Lees & Christie, σ. 730
  41. 41,0 41,1 41,2 Harrison, p. 103
  42. redbook.minpriroda.by, Kasutatud 8.04.2011. (vene)
  43. 12,0 12,1 European Species Action Plan for Greater Spotted Eagle (Aquila clanga). ec.europa.eu, 1996. (PDF) Kasutatud 6.04.2011
  44. "I ja II kaitsekategooriana kaitse alla võetavate liikide loetelu". www.riigiteataja.ee, Kasutatud 7.04.2011
  45. "Greater Spotted Eagle Aquila clanga". www.birdlife.org, Kasutatud 5.04.2011. (inglise)
  46. Handrinos G., (1987)
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 267
  48. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 266, 326
  49. RDB, σ. 203
  50. RDB, σ. 204
  51. Απαλοδήμος, σ. 21
  52. http://avibase.bsc-eoc.org/
  • Αλιβιζάτος, Χ., Γκούτνερ, Β., Ρήγας, Ι., Αθανασιάδης, Α. & Ζόγκαρης, Σ. 2006. Χειμερινή οικολογία του Στικταετού (Aquila clanga) στο Δέλτα Έβρου και στους υγροτόπους Αμβρακικού. Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Ελληνικής Οικολογικής Εταιρείας & Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας, Ιωάννινα, σελ. 14-21.
  • Alivizatos, H., Papandropoulos D., & Zogaris, S. 2004. Winter diet of the Greater Spotted Eagle (Aquila clanga) in the Amvrakikos wetlands, Greece. Journal of Raptor Research 38:371-374.
  • Andreas J. Helbig, Ingrid Seibold, Annett Kocum, Dorit Liebers, Jessica Irwin, Ugis Bergmanis, Bernd U. Meyburg, Wolfgang Scheller, Michael Stubbe and Staffan Bensch: Genetic differentiation and hybridization between greater and lesser spotted eagles (Accipitriformes: Aquila clanga, A. pomarina). Journal of Ornithology, Band 146, Heft 3, 2005: S. 226-234.
  • Bishop, K. David (1999): Preliminary notes on some birds in Bhutan. Forktail 15: 87-91. PDF fulltext
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • D. Forsman: The Raptors of Europe and the Middle East – A Handbook of Field Identification. T & A D Poyser, London, 1999: S. 332–347
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Handrinos, G. (1987): The significance of Greece for migrating and wintering raptors. In “Rapaci mediterranei III”. Suppl. Ric. Biol. Selvaggina 12:99-113
  • Helbig Andreas J., Ingrid Seibold, Annett Kocum, Dorit Liebers, Jessica Irwin, Ugis Bergmanis, Bernd U. Meyburg, Wolfgang Scheller, Michael Stubbe and Staffan Bensch: Genetic differentiation and hybridization between greater and lesser spotted eagles (Accipitriformes: Aquila clanga, A. pomarina). Journal of Ornithology, Band 146, Heft 3, 2005: S. 226-234.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Meyburg, Bernd-U.; Eichaker, Xavier; Meyburg, Christiane & Paillat, Patrick (1995): Migrations of an adult Spotted Eagle tracked by satellite. Brit. Birds 88: 357-361. PDF fulltext
  • Rich, T.D.; Beardmore, C.J.; Berlanga, H.; Blancher, P.J.; Bradstreet, M.S.W.; Butcher, G.S.; Demarest, D.W.; Dunn, E.H.; Hunter, W.C.; Inigo-Elias, E.E.; Martell, A.M.; Panjabi, A.O.; Pashley, D.N.; Rosenberg, K.V.; Rustay, C.M.; Wendt, J.S.; Will, T.C. 2004. Partners in flight: North American landbird conservation plan. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca, NY.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • Väli, Ülo & Lõhmus, Asko (2000): The Greater Spotted Eagle and its conservation in Estonia. Hirundo Supplement 3: 1-50. HTML abstract
  • Väli, Ülo & Lõhmus, Asko (2004): Nestling characteristics and identification of the lesser spotted eagle Aquila pomarina, greater spotted eagle A. clanga, and their hybrids. J. Ornithol. 145(3): 256-263. doi:10.1007/s10336-004-0028-7 PDF fulltext
  • Väli, Ülo (2006): Mitochondrial DNA sequences support species status for the Indian Spotted Eagle Aquila hastata. Bull. B.O.C. 126(3): 238-242. PDF fulltext
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Σταύρακας Λευτέρης & Σπύρος Σκαρέας: Τα πουλιά της Αττικής, WildGreece Editions, 2015
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»