Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρεσάφα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 35°37′40″N 38°45′23″E / 35.62778°N 38.75639°E / 35.62778; 38.75639

Ρεσάφα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ρεσάφα
35°37′40″N 38°45′23″E
ΧώραΣυρία
Διοικητική υπαγωγήΔιαμέρισμα της Ράκκα
Υψόμετρο300 μέτρα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ρεσάφα (αραβικά: الرصافة‎‎) ή Ρουσάφα, γνωστή στη βυζαντινή εποχή ως Σεργιόπολις (και Σεργιούπολις) και για σύντομο χρονικό διάστημα ως Αναστασιόπολις, ήταν πόλη, η οποία βρισκόταν στη ρωμαϊκή επαρχία Ευφρατησία, στη σύγχρονη Συρία. Είναι ένας αρχαιολογικός χώρος, ο οποίος βρίσκεται νοτιοδυτικά της πόλης Ράκκα και του ποταμού Ευφράτη.

Ο ιστορικός Προκόπιος περιγράφει μακροσκελώς τους προμαχώνες και τα κτίρια, που ανεγέρθηκαν εκεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α'.[1] Τα τείχη της πόλης, τα οποία διατηρούνται ακόμη καλά, έχουν μήκος πάνω από 487 μέτρα και πλάτος περίπου 305 μέτρα. Στρογγυλοί ή τετραγωνικοί πύργοι είχαν ανεγερθεί περίπου κάθε 30 μέτρα. Υπάρχουν επίσης ερείπια μιας εκκλησίας με τρεις αψίδες.

Η Ρεσάφα αντιστοιχεί στην ακκαδική Ρασάππα και τη βιβλική Ρεζέφ (Μετάφραση των Εβδομήκοντα, κοινή ελληνική: Ράφες), η οποία αναφέρεται στο βιβλίο Ησαΐας της Αγίας Γραφής[2][3][4]:

Οι πηγές με σφηνοειδή γραφή δίνουν τους όρους Rasaappa, Rasappa και Rasapi.

Ο Πτολεμαίος την αποκαλεί Ρεσάφα. Στον ύστερο ρωμαϊκό Χάρτη του Πόιτινγκερ, ονομάζεται Risapa.[2] Στο Notitia dignitatum, ονομάζεται Rosafa.

Ο Προκόπιος γράφει ότι ονομαζόταν Σεργιόπολη από τον Άγιο Σέργιο.[5]

Η τοποθεσία χρονολογείται από τον 9ο αιώνα π.Χ., όταν χτίστηκε στρατιωτικός καταυλισμός από τους Ασσύριους. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ήταν ένα φυλάκιο ερήμου οχυρωμένο για υπεράσπιση εναντίον της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών και σταθμός στην Διοκλητιανή Οδό.[6] Άκμασε, καθώς η τοποθεσία του στις διαδρομές των καραβανιών, που συνδέουν το Χαλέπι, τη Δούρα-Ευρωπό και την Παλμύρα, ήταν ιδανική. Η Ρεσάφα δεν είχε πηγή ή τρεχούμενο νερό, οπότε εξαρτιόταν από μεγάλες κιστέρνες, που μάζευαν τα νερά από τις βροχές του χειμώνα και της άνοιξης.

Βόρεια πύλη της πόλης, τοποθεσία του ανακτόρου και της αυλής του Χισάμ.

Η Ρεσάφα βρισκόταν στην περιοχή των Ρωμαιοπερσικών πολέμων και ως εκ τούτου ήταν μια καλά αμυνόμενη πόλη, που είχε τεράστια τείχη, που την περιέβαλλαν. Είχε επίσης ένα φρούριο.

Τον 4ο αιώνα, έγινε προσκυνηματική πόλη για τους Χριστιανούς, που έρχονταν για τη λατρεία του Αγίου Σέργιου, ενός χριστιανού Ρωμαίου στρατιώτη, που λεγόταν ότι είχε μαρτυρήσει εκεί κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού. Μια εκκλησία χτίστηκε για να σηματοδοτήσει τον τάφο του και η πόλη μετονομάστηκε σε Σεργιόπολη. Πράγματι, έγινε, μετά την Ιερουσαλήμ, "το πιο σημαντικό κέντρο προσκυνήματος στη Βυζαντινή Ανατολή κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο", με ιδιαίτερη απήχηση στους ντόπιους Άραβες, ειδικά στους Γασσανίδες.[6]

Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα, οι φυλετικοί Άραβες σύμμαχοι Μπαχρά των Γασσανίδων ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη της Ρεσάφα και του ιερού της από νομάδες κακοποιούς και τους Λαχμίδες της Μεσοποταμίας. [7]

Η πόλη χάθηκε από τους Ρωμαίους τον 7ο αιώνα, όταν οι Άραβες κέρδισαν την τελική νίκη στη Μάχη του ποταμού Γιαρμούκ το έτος 636. Τον όγδοο αιώνα, ο χαλίφης των Ομεϋάδων Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ Μαλίκ (βασιλ. 724-743) έκανε την πόλη την αγαπημένη του κατοικία και έχτισε πολλά ανάκτορα γύρω από αυτήν.[8]

Η πόλη εγκαταλείφθηκε τελικά τον 13ο αιώνα, όταν οι Μογγόλοι και οι Τούρκοι εισέβαλαν στην περιοχή.

Στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, η πόλη καταλήφθηκε από το Ισλαμικό Κράτος, προτού απελευθερωθεί από κυβερνητικές δυνάμεις στις 19 Ιουνίου 2017 κατά τη διάρκεια της επίθεσης στη νότια Ράκκα. [9]

Εκκλησιαστική ιστορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ερείπια της Σεργιόπολης.

Ο πρώτος επίσκοπος της Σεβαστόπολης διορίστηκε λίγο μετά το 431 από τον Ιωάννη της Αντιόχειας, παρά την αντίθεση του Μητροπολίτη της Ιεράπολης Βαμβύκης, από τον οποίο εξαρτιόταν μέχρι τότε η εκκλησία. Αργότερα, ο Μαριανός παρακολούθησε μια Σύνοδο της Αντιόχειας.

Η μητρόπολη της Σεργιόπολης είχε αποκτήσει αυτόν τον τίτλο από τον Αυτοκράτορα Αναστάσιο Α '. Στη Β' Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553, ο Αβραάμ υπέγραψε ως Μητροπολίτης. Οι εύνοιες του Αναστάσιου έδωσαν στην πόλη το όνομα Αναστασιόπολις, το οποίο διατηρούσε ακόμη στις αρχές του έβδομου αιώνα. Ο Επίσκοπος Κάνδιδος, κατά τη στιγμή της περσικής πολιορκίας της πόλης από τον Χοσρόη Α' (το 543), εξαγόρασε 1.200 αιχμαλώτους για διακόσια κιλά χρυσού [10] και το 1093 ο Μητροπολίτης Συμεών αποκατέστησε τη μεγάλη Βασιλική, κάτι που μαρτυρεί τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του χριστιανισμού στην πόλη.[11]

  1. "De edificiis", II, ix
  2. 2,0 2,1 Catholic Encyclopedia (1907), loc.cit.
  3. Παλαιά Διαθήκη, Ησαΐας, κεφ. 27:12
  4. Wildberger, Hans. Isaiah: Isaiah 28-39. Fortress Press. σελίδες 410, 418. ISBN 978-1-4514-0935-2. 
  5. Procopius, History of the Wars, 2.5
  6. 6,0 6,1 Frankfurter, David (1998). Pilgrimage and Holy Space in Late Antique Egypt. BRILL. σελ. 379. ISBN 90-04-11127-1. 
  7. Shahid, Irfan (2002). Byzantium and the Arabs in the Sixth Century, Volume 2, Part 1. Washington, D.C.: Dumbarton Oaks Research Library and Collection. σελ. 119. ISBN 0-88402-284-6. 
  8. Bowersock, Glen· Brown, Peter (1999). Late Antiquity: A Guide to the Postclassical World. Harvard University Press. σελ. 676. ISBN 978-0-674-51173-6. 
  9. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2020. 
  10. Procopius, "De bello pers." II, 5, 20
  11. E J Brill, First Encyclopaedia of Islam: 1913-1936, p.1184