Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ισάμ
Αρχυρή δραχμή του Ισάμ
Περίοδος724-743
ΠροκάτοχοςΓιαζίντ Β΄
ΔιάδοχοςΟυαλίντ Β΄
Γέννηση691
Θάνατος6 Φεβρουαρίου 743
ΟίκοςΟμεϋαδών
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Χισάμ ιμπν Άμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν (περί το 691 - 6 Φεβρουαρίου 743) ήταν ο 10ος Χαλίφης στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών (724 - 6 Φεβρουαρίου 743).

Ο Χισάμ γεννήθηκε στην Δαμασκό, διοικητική πρωτεύουσα του Χαλιφάτου (περί το 691). Ο πατέρας του ήταν ο Χαλίφης Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν και η μητέρα του η Αΐσα κόρη του επιφανούς Χισάμ ιμπν Ισμαήλ της Μπανού Μαχζούμ, Αραβικής φυλής από τους Κουραϊσίτες. Ο Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν είχε διορίσει πολλές φορές τον πεθερό του Χισάμ ιμπν Ισμαήλ διοικητή της Μέκκας και της Μεδίνας όπου έμεινε γνωστός για τις μεγάλες του ακρότητες. Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του Χισάμ, ήταν πολύ μικρός σε ηλικία για να αναλάβει διοικητικά καθήκοντα. Την εποχή του Χαλιφάτου του αδελφού του Ουαλίντ Α΄ οδήγησε ένα ετήσιο προσκύνημα στην Χατζ, εκεί συνάντησε έναν σεβαστό απόγονο του Αλί ιμπν Αμπού Τάλιμπ. Ο ιστορικός Αμπού Τζαφάρ Μουχάμαντ ιμπν Τζαρίρ αλ-Ταμπαρί του χρεώνει μια εκστρατεία στην Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά μήκος των συνόρων του Χαλιφάτου (706), κατέκτησε μια σειρά από οχυρωμένες θέσεις.[1] Ο Χισάμ άρχισε να εκδηλώνει τις φιλοδοξίες για την άνοδο του στο Χαλιφάτο με τον θάνατο του αδελφού του Χαλίφη Σουλεϊμάν ιμπν Αμπντ αλ-Μάλικ (717). Ο Σουλεϊμάν μετά από συμβουλή του έμπιστου Ράτζα όρισε στο νεκροκρέβατο του διάδοχο τον ευσεβή ξάδελφο του Ουμάρ Β΄ αλλά το κράτησε μυστικό. Με τον θάνατο του Σουλεϊμάν ο Ράτζα ανακοίνωσε το μυστικό της διαδοχής, ο Χισάμ αντέδρασε έντονα δηλώνοντας ότι ο διάδοχος θα έπρεπε να βρίσκεται στην οικογένεια του πατέρα του, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί μόνο όταν τον απείλησε ο Ράτζα με βία.[2] Δεν έπαιξε κανέναν πολιτικό ή θρησκευτικό ρόλο την εποχή του ξαδέλφου του, καταγράφεται μόνο μια επιστολή στην οποία διαμαρτύρεται απέναντι του για την συμπειφορά του στον ίδιο και τα αδέλφια του. Τον Ουμάρ Β΄ διαδέχθηκε ο αδελφός του Χισάμ Γιαζίντ Β΄ (720-724) αλλά επίσης δεν κατείχε κανένα διοικητικό ή στρατιωτικό πόστο.[3]

Άνοδος στο Χαλιφάτο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιαζίντ Β΄ είχε στόχο να ορίσει διάδοχο τον γιο του Ουαλίντ Β΄ αλλά ο επιφανής στρατηγός Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ που εμπιστευόταν τυφλά τον έπεισε να ορίσει διάδοχο τον Χισάμ και δεύτερο διάδοχο τον Ουαλίντ Β΄. Ο Χισάμ ιμπν Άμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν ανέβηκε στον θρόνο του Χαλίφη με τον θάνατο του Γιαζίντ Β΄ τον Ιανουάριο του 724.[4] Την εποχή που πέθανε ο αδελφός του βρισκόταν σε θέρετρο στην έρημο, κοντά στην αγαπημένη θερινή κατοικία του στην Ρεσάφα.[5] Ο ταχυδρόμος του ανήγγειλε το νέο και του παρέδωσε το δαχτυλίδι του Χαλίφη, κατόπιν μετέβη στην Δαμασκό όπου τον υποδέχτηκε ο λαός και τον αναγνώρισε δημόσια.[6][7] Ο Χισάμ κληρονόμησε μια αυτοκρατορία με πολλά προβλήματα, θα τα επιλύσει με αποτελεσματικότητα επιτρέποντας στην αυτοκρατορία των Ομεϋαδών να διατηρηθεί τουλάχιστον προσωρινά. Την μεγάλη διάρκεια του Χαλιφάτου του εφάρμοσε σε πιο έντονο βαθμό τις σπουδαίες μεταρρυθμίσεις του ξαδέλφου του Ουμάρ Β΄. Ο Χισάμ ήταν όπως ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ μεγάλος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, οικοδόμησε πολλά σχολεία και μετέφρασε στα Αραβικά σπουδαία έργα ξένων λογοτεχνών και φιλοσόφων. Διέταξε την μετάφραση της Σαρίας με αυστηρότερο τρόπο, την επέβαλε ακόμα και στην οικογένεια του. Η μακρόχρονη διακυβέρνηση του ήταν αποτελεσματική, οι ικανότητες του στην αντιμετώπιση των Αραβικών φυλών αποδεικνύει την ανικανότητα του Γιαζίντ Β΄. Ο Χισάμ διέταξε επίσης τον μελετητή του Χαντίθ να γράψει το κείμενο όπως το είχε απομνημονεύσει.

Στρατιωτικές δραστηριότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον στρατιωτικό τομέα η αυτοκρατορία υπέστη μια σειρά από ταραχές ειδικά στον Καύκασο κατά των Χαζάρων και στην Υπερωξιανή. Ο Χισάμ έστειλε στρατό για να καταστείλει την εξέγερση των Ινδουιστών στο Σινδ, η καταστολή ήταν επιτυχής και ο υποκινητής της Τζάι Σινγκ εκτελέστηκε. Η καταστολή αυτή επέτρεψε στους Ομεϋάδες να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους σε ορισμένες επαρχίες της Ινδίας, κάποιες επιπλέον εισβολές από κυβερνήτες της Σινδ με στόχο να κατακτήσουν περισσότερες Ινδικές επαρχίες απέτυχαν. Οι επιδρομές απέναντι στην Βυζαντινή αυτοκρατορία συνεχίστηκαν και υπό την κυριαρχία του Χισάμ, ένας από τους πιο αμφισβητούμενους στρατηγούς του ήταν ο ετεροθαλής αδελφός του Μασλαμά. Την περίοδο 725-726 βρέθηκε σε στρατιωτική σύγκρουση με τους Βυζαντινούς, το Χαλιφάτο κατέλαβε την Καισάρεια Μαζάκα, πολέμησε επίσης τους Χαζάρους και νίκησε τον Κακάν ύστερα από έναν μήνα μάχης (728). Ο γιος του Χισάμ Μωαβίας διετέλεσε επίσης στρατιωτικός διοικητής στις ετήσιες Αραβικές επιδρομές απέναντι στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, κατέλαβε το οχυρό Σαμαλού στην Κιλικία (728). Την επόμενη χρονιά σε ναυτική επιδρομή ο Μωαβίας διοικούσε την αριστερή πτέρυγα και ο Σαΐντ ιμπν Χισάμ την δεξιά, αργότερα (731) ο Μωαβίας κατέκτησε το Θέμα Χαρσιανού στην Καππαδοκία. Ο Μωαβίας επιτέθηκε ξανά στην Βυζαντινή αυτοκρατορία (731-732), κατέλαβε τον Ακρινό και αιχμαλώτισε έναν Βυζαντινό διοικητή, ακολούθησε δεύτερη επίθεση (734-737). Ο Σουλεϊμάν ιμπν Χισάμ κατέλαβε τη Σιντίρα και ο Μασλάμα τμήμα της Καππαδοκίας (738).

Ο Θεοφάνης Ομολογητής έγραψε ότι κάποιοι Άραβες ξεκίνησαν επιδρομές (739) αλλά ηττήθηκαν στην Μάχη του Ακροϊνού. Οι εσωτερικές Βυζαντινές έριδες στις οποίες ο Κωνσταντίνος Ε΄ βρέθηκε σε σύγκρουση με τον σφετεριστή Αρτάβασδο διευκόλυναν τις επιδρομές αυτές, ο Σουλεϊμάν ιμπν Χισάμ συνέλαβε πολλούς Βυζαντινούς αιχμαλώτους (741-742). Οι Χαριζίτες προσπάθησαν να επιβάλουν την διδασκαλία τους στην βόρεια Αφρική με αποτέλεσμα να επέλθει η εξέγερση των Βερβέρων, μια ομάδα τους περικύκλωσε τον Ουάντι Σερίφ που πολέμησε με τους πιστούς του μέχρι θανάτου (740). Την επόμενη χρονιά (741) ο Χισάμ ιμπν Άμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν έστειλε έναν νέο στρατό με 27.000 Σύριους που συνετρίβη. Την επόμενη χρονιά (742) ο Χαντάλα ξεκίνησε με επιτυχία αλλά σύντομα πολιορκήθηκε στο Καϊρουάν, σε μια απελπισμένη προσπάθεια εξόδου διέλυσε τους Βερβέρους, σκότωσε χιλιάδες και αποκατέστησε την κυριαρχία των Ομεϋαδών. Ο Χισάμ αντιμετώπισε μια εξέγερση του Ζαΐντ Ιμπν Αλί εγγονού του Χουσεΐν ιμπν Αλί, η εξέγερση καταπνίγηκε από την προδοσία των κατοίκων της Κούφας που την είχαν προκαλέσει. Ο Ζαΐντ Ιμπν Αλί πήρε διαταγή να φύγει από την Κούφα, παρά το γεγονός ότι το δέχτηκε φαινομενικά παρέμεινε στην πόλη διαμένοντας σε σπίτια των οπαδών του. Ο κυβερνήτης του Ιράκ Γιουσούφ ιμπν Ομάρ αλ-Θακάφι αφού έμαθε το σχέδιο διέταξε τον λαό της Κούφας να συγκεντρωθεί μέσα στο Μεγάλο Τζαμί και ξεκίνησε την αναζήτηση του Ζαΐντ. Ο Ζαΐντ Ιμπν Αλί έφτασε με τον στρατό του και διέταξε τον κόσμο να βγει έξω από το τζαμί, στην συνέχεια απέκρουσε τα στρατεύματα του Γιουσούφ αλλά σκοτώθκε από ένα βέλος. Το σώμα του ετάφη αρχικά, αργότερα εξήχθη και του έκοψαν το κεφάλι, το έστειλαν αρχικά στον Χισάμ και τελικά στην Μεδίνα.

Η μάχη του Πουατιέ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εσωτερικές συγκρούσεις στην Ισπανία και ο τοπικός κυβερνήτης του Χισάμ στην Αλ-Άνταλους Άμπντ αλ-Ραχμάν ιμπν Αμπνταλλάχ συγκρότησε έναν μεγάλο στρατό με στόχο να κατακτήσει την Γαλλία. H πολιορκία της Μπορντώ στον Λίγηρα σηματοδότησε την έναρξη των επιθέσεων στην κεντρική Ευρώπη. Η επιδρομή έληξε οριστικά με την Μάχη του Πουατιέ (732) στην οποία ο βασιλιάς των Φράγκων Κάρολος Μαρτέλος νίκησε τους Άραβες και διέκοψε όλα τα σχέδια τους για την κατάκτηση της Ευρώπης. Η μάχη διεξήχθη μεταξύ των πόλεων Τουρ και Πουατιέ και αποτελεί ορόσημο για την Ευρωπαϊκή μεσαιωνική ιστορία, καθώς αυτή έκρινε την αποσόβηση του κινδύνου από την αραβική εξάπλωση στην Δυτική Ευρώπη. Ο Κάρολος, νικώντας κατά κράτος την Αραβικό στρατό και διακόπτοντας την Αραβική προέλαση στην καρδιά του δυτικού Ευρωπαϊκού μεσαιωνικού χώρου, εδραίωσε την ισχύ του και αποκλήθηκε "Μαρτέλος", δηλαδή "Σφυροκόπος" από το ανελέητο σφυροκόπημα των αντιπάλων του

Θάνατος και διαδοχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χισάμ ιμπν Άμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν πέθανε (6 Φεβρουαρίου 743), ο γιος του Μασλαμά ηγήθηκε στην ταφική πομπή.[8][9] Ο Χισάμ είχε προσπαθήσει να ορίσει διάδοχο του τον γιο του Μασλάμα αντί για τον ανεψιό του Αλ-Ουαλίντ ο οποίος είχε οριστεί αρχικά.[10] Οι προσπάθειες του Χισάμ μετά το Χατζ του 735 να πείσει τον Αλ-Ουαλίντ να παραιτηθεί υπέρ του Μασλαμά και να οριστεί ο ίδιος δεύτερος διάδοχος έπεσαν όλες στο κενό.[11][12][13] Ο Χισάμ προσπάθησε κατόπιν με κάθε μέσο να υπονομεύσει τον Αλ-Ουαλίντ με την υποστήριξη βετεράνου στρατιωτικού Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ.[11] Τα περισσότερα μέλη της βασιλικής οικογένειας του Χαλιφάτου και οι κυβερνήτες υποστήριζαν τον Μασλαμά, μοναδική εξαίρεση ο κυβερνήτης του Ιράκ Καλίντ, υποστήριζε τον Αλ-Ουαλίντ επειδή ο Μασλαμά πρόσβαλε τον νεκρό αδελφό του Άσαντ.[14] Ο Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ ωστόσο ο οποίος ήταν ο βασικός οπαδός στα σχέδια του πέθανε (738), με τον τρόπο αυτό ναυάγησαν τα σχέδια του και του και τον διαδέχθηκε ο Αλ-Ουαλίντ.[15] Ο Αλ-Ουαλίντ Β΄ διέταξε αμέσως τον βετεράνο ξάδελφο του Αλ-Αμπάς ιμπν αλ-Ουαλίντ να συλλάβει τους γιους του Χισάμ αλλά του απαγόρευσε να ενοχλήσει τον Μασλάμα επειδή σεβάστηκε τους παλιούς στενούς δεσμούς που είχαν μεταξύ τους.[13][16]

  1. Khleifat 1973, σ. 52
  2. Khleifat 1973, σσ. 52-53
  3. Khleifat 1973, σ. 53
  4. Khleifat 1973, σ. 54
  5. Marsham 2009, σ. 137
  6. Blankinship 1989, σ. 2
  7. Marsham 2009, σ. 136
  8. Gabrieli 1971, σ. 493
  9. Hillenbrand 1989, σ. 72
  10. Marsham 2009, σσ. 119–120
  11. 11,0 11,1 Hillenbrand 1989, σ. 89
  12. Bosworth 1994, σ. 279
  13. 13,0 13,1 Judd 2008, σ. 453
  14. Hillenbrand 1989, σσ. 90–91
  15. Marsham 2009, σ. 121
  16. Hillenbrand 1989, σ. 100
  • Blankinship, Khalid Yahya, επιμ.. (1989), The History of al-Ṭabarī, Vol. XXV: The End of Expansion. The Caliphate of Hishām A.D. 724–738/A.H. 105–120, Albany, NY: State University of New York Press, ISBN 0-88706-569-4, https://books.google.com/books?id=Mzz3raVuGg0C 
  • Blankinship, Khalid Yahya (1994), The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads, Albany, NY: State University of New York Press, ISBN 0-7914-1827-8, https://books.google.com/books?id=Jz0Yy053WS4C 
  • Hawting, G. R. (2000), The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (2nd Edition), London and New York: Routledge, ISBN 0-415-24072-7, https://books.google.com/books?id=KNczPUUdTbsC 
  • Ahmed, Asad Q. (2010). The Religious Elite of the Early Islamic Ḥijāz: Five Prosopographical Case Studies. Oxford: University of Oxford Linacre College Unit for Prosopographical Research.
  • Blankinship, Khalid Yahya, ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXV: The End of Expansion: The Caliphate of Hishām, A.D. 724–738/A.H. 105–120. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Bosworth, C. Edmund (1994). "Abū Ḥafṣ 'Umar al-Kirmānī and the Rise of the Barmakids". Bulletin of the School of Oriental and African Studies. 57 (2): 268–282.
  • Brown, Daniel W. (1996). Rethinking tradition in modern Islamic thought. Cambridge University Press. ISBN 0521570778. Retrieved 10 May 2018.
  • Gabrieli, F. (1971). "Hishām". In Lewis, B.; Ménage, V. L.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume III: H–Iram. Leiden: E. J. Brill.
  • Gordon, Matthew S.; Robinson, Chase F.; Rowson, Everett K.; Fishbein, Michael (2018). The Works of Ibn Wāḍiḥ al-Yaʿqūbī (Volume 3): An English Translation. Leiden: Brill.
  • Hawting, Gerald R. (2000). The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (Second ed.). London and New York: Routledge.
  • Hillenbrand, Carole, ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXVI: The Waning of the Umayyad Caliphate: Prelude to Revolution, A.D. 738–744/A.H. 121–126. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
  • Hinds, M. (1991). "Makhzum". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume VI: Mahk–Mid. Leiden: E. J. Brill. σσ. 137–140.
  • Intagliata, Emanuele E. (2018) [1950]. Palmyra after Zenobia AD 273-750: An Archaeological and Historical Reappraisal. Oxford: Oxbow Books.
  • Judd, Steven (July–September 2008). "Reinterpreting al-Walīd b. Yazīd". Journal of the American Oriental Society. 128 (3): 439–458.
  • Kennedy, Hugh (2004). The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century (Second ed.). Harlow: Longman.
  • Khleifat, Awad Mohammad (May 1973). The Caliphate of Hishām b. ʿAbd al-Malik (105–125/724–743) with Special Reference to Internal Problems (PhD). University of London, School of Oriental and African Studies.
  • Kilpatrick, Hilary (2003). Making the Great Book of Songs: Compilation and the Author's Craft in Abū l-Faraj al-Iṣbahānī's Kitāb al-Aghānī. London: Routledge.
  • Marsham, Andrew (2009). The Rituals of Islamic Monarchy: Accession and Succession in the First Muslim Empire. Edinburgh: Edinburgh University Press.
  • Powers, David S., ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXIV: The Empire in Transition: The Caliphates of Sulaymān, ʿUmar, and Yazīd, A.D. 715–724/A.H. 96–105. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.