Ραλφ Βον Ουίλιαμς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ραλφ Βον Γουίλιαμς
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ralph Vaughan Williams (Αγγλικά)
Προφορά
Γέννηση12  Οκτωβρίου 1872[1][2][3]
Ντάουν Άμπνι
Θάνατος26  Αυγούστου 1958[1][2][3]
Λονδίνο
Τόπος ταφήςΑββαείο του Ουέστμινστερ
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένο Βασίλειο
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[4][5]
ΣπουδέςΚολέγιο Τρίνιτι
Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής
Σχολείο Τσάρτερχαουζ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιευθυντής ορχήστρας
κλασικός συνθέτης
χορογράφος
οργανίστας
παιδαγωγός
μουσικολόγος
συνθέτης μουσικών θεμάτων για κινηματογραφικές ταινίες
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο του Μπίρκμπεκ του Λονδίνου
Αξιοσημείωτο έργοΣυμφωνία αρ. 4, (Ραλφ Βων Ουίλιαμς)
5η Συμφωνία
Sir John in Love
Μια Θαλασσινή Συμφωνία
The Lark Ascending
A Pastoral Symphony
Fantasia on a Theme by Thomas Tallis
A London Symphony
Οικογένεια
ΣύζυγοςUrsula Vaughan Williams (από 1953)[6][7]
Adeline Maria Fisher (από 1897)[6][7]
ΓονείςArthur Charles Vaughan Williams[8][6] και Margaret Vaughan Williams[6]
ΣυγγενείςΚάρολος Δαρβίνος (granduncle)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΒρετανικός Στρατός
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Βραβεύσειςχρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (1930)
μετάλλιο Άλμπερτ (1955)
Walter Willson Cobbett Medal (1930)
Τάγμα της Αξίας του Ηνωμένου Βασιλείου
Ιστότοπος
www.rvwsociety.com
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ραλφ Βον Ουίλιαμς (Ralph Vaughan Williams, Ντάουν Άμπνι (Down Ampney), 12 Οκτωβρίου 1872Λονδίνο, 26 Αυγούστου 1958) ήταν Άγγλος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και οργανίστας του α’ μισού του 20ού αιώνα, από τους σημαντικότερους της εποχής του -μαζί με τον Έλγκαρ. Τα έργα του περιλαμβάνουν όπερες, μπαλέτα, μουσική δωματίου, κοσμική και θρησκευτική φωνητική μουσική και ορχηστρικές συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένων εννέα συμφωνιών, όλα αυτά σε μια δημιουργικότατη περίοδο που διήρκεσε για πάνω από πενήντα χρόνια. Επηρεασμένη σημαντικά από τη μουσική της εποχής των Τυδώρ και το αγγλικό λαϊκό τραγούδι, η παραγωγή του σηματοδότησε ριζική στροφή στη βρετανική μουσική από το γερμανο-κυριαρχούμενο ύφος που τη διακατείχε κατά τον 19ο αιώνα.

Ο Ραλφ Βων Ουίλιαμς ασχολήθηκε με όλες σχεδόν τις μουσικές μορφές, ιδιαίτερα με τη χορωδιακή παράδοση της χώρας του, όπου προσέφερε πολλά. Θεωρείται ο θεμελιωτής τής εθνικής Αγγλικής μουσικής σχολής.[9]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βων Ουίλιαμς γεννήθηκε στο Ντάουν Άμπνι (Down Ampney), μικρό χωριό της κομητείας Γκλόστερ (Gloucestershire) στη ΝΔ. Αγγλία. Ήταν το τρίτο παιδί και ο μικρότερος γιος τού Αιδεσιμότατου Άρθουρ (Arthur Vaughan Williams, 1834-1875) και της Μαργαρίτας, το γένος Ουέτζγουντ (Margaret Wedgwood, 1842-1937).[10] Οι πρόγονοί του ήταν αγγλοουαλικής καταγωγής και, κάποιοι από αυτούς, έγιναν διακεκριμένοι νομικοί ή κληρικοί.[11] Η μητέρα του ήταν μακρινή εγγονή του περίφημου αγγειοπλάστη Josiah Wedgwood, ιδρυτή της ομώνυμης εταιρίας και μακρινή ανιψιά -εξ αγχιστείας- του Δαρβίνου. Ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 1875 και η χήρα του πήρε τα παιδιά στο σπίτι της οικογένειάς της, στο Ληθ Χιλ (Leith Hill Place) του Σάρρεϋ.[12] Τα παιδιά είχαν την τύχη να βρίσκονται υπό τη φροντίδα της γκουβερνάντας νοσοκόμου, Sara Wager, που τούς δίδαξε όχι μόνον ευγενικά ήθη και καλή συμπεριφορά, αλλά και φιλελεύθερες κοινωνικές και φιλοσοφικές απόψεις.[13] Τέτοιες απόψεις συμβάδιζαν με την προοδευτική παράδοση και των δύο πλευρών της οικογένειας. Όταν ο νεαρός Ραλφ ρώτησε τη μητέρα του για το -από τότε- αμφιλεγόμενο έργο του Δαρβίνου Περί της καταγωγής των ειδών, εκείνη απάντησε: «Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες. Ο θείος Κάρολος έχει την άποψη ότι πήρε περισσότερο χρόνο, αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι 'αυτό, ο κόσμος είναι θαυμάσιος έτσι κι αλλιώς».[14]

Το 1878, σε ηλικία έξι ετών, ο Ραλφ άρχισε να κάνει μαθήματα πιάνου με τη θεία του, Σόφι (Sophy Wedgwood). Μάλιστα, δείχνοντας σημάδια του ταλέντου του, «συνέθεσε» ένα κομμάτι για πιάνο με τέσσερα μέτρα, που το ονόμασε «Η Φωλιά του Κοκκινολαίμη» (Robin’s Nest). Ωστόσο, δεν τού πολυάρεσε το πιάνο και άρχισε μαθήματα βιολιού το επόμενο έτος και, μόλις το 1880, πήρε μαθήματα μουσικής δι’ αλληλογραφίας από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και πέρασε τις σχετικές εξετάσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1883 μπήκε οικότροφος στο προπαρασκευαστικό σχολείο Φιλντ Χάους (Field House) στο Ρότινγκντιν (Rottingdean), στη νότια ακτή της Αγγλίας. Ήταν γενικά ευχαριστημένοι εκεί, παρόλο που ο ίδιος αναγκάστηκε για πρώτη φορά να υπομείνει τον κοινωνικό σνομπισμό και πολιτικό συντηρητισμό, που ήταν διαδεδομένος μεταξύ των συμμαθητών του.[15]

Το πατρικό σπίτι της οικογένειας Βων Ουίλλιαμς στο Ληθ Χιλ

Κατόπιν, πήγε σε δημόσιο σχολείο, το Τσάρτερχαους (Charterhouse) του Σάρρεϋ, τον Ιανουάριο του 1887. Οι ακαδημαϊκές και αθλητικές του επιδόσεις υπήρξαν ικανοποιητικές, η δε σχολή ενθάρρυνε τη μουσική ανάπτυξή του. Το 1888 διοργάνωσε συναυλία στην αίθουσα του σχολείου, η οποία περιελάμβανε την εκτέλεση του έργου του Πιάνο τρίο σε Σολ μείζονα (χαμένο σήμερα), με τον συνθέτη ως βιολονίστα.[12] Όσο φοιτούσε στο Τσάρτερχαους, ο Βων Ουίλιαμς ένοιωθε ότι η θρησκεία σήμαινε όλο και λιγότερα πράγματα γι’ αυτόν και, για ένα διάστημα, δήλωνε άθεος. Αυτό το συναίσθημα, αργότερα, «μαλάκωσε προς έναν χαριτωμένο «αγνωστικισμό»,[16], οπότε συνέχισε να πηγαίνει στην εκκλησία τακτικά για να αποφευχθεί η ταραχή μέσα στην οικογένεια. Πάντως, οι απόψεις του για τη θρησκεία δεν επηρέασαν την αγάπη του για την Αγγλικανική έκδοση της Βίβλου (Authorized Version) και, σύμφωνα με τα λόγια της Ούρσουλας Βων Ουίλλιαμς (Ursula Vaughan Williams), βιογράφου του συνθέτη, παρέμεινε «ένας από τους πιο ουσιαστικούς του συντρόφους κατά τη διάρκεια της ζωής του».[16]

Στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούλιο του 1890, ο Βων Ουίλλιαμς άφησε το Τσάρτερχαους και, τον Σεπτέμβριο, γράφηκε ως φοιτητής στο περίφημο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής (Royal College of Music, RCM), του Λονδίνου. Μετά από μια υποχρεωτική σειρά μαθημάτων αρμονίας με τον Φ. Γκλάντστοουν (Francis Edward Gladstone), καθηγητή εκκλησιαστικού οργάνου, αντίστιξης και αρμονίας, σπούδασε εκκλησιαστικό όργανο με τον Ο. Πάρατ (Walter Parratt) και σύνθεση με τον Χ. Πάρυ (Hubert Parry). Τον τελευταίο, ο Βων Ουίλλιαμς, θεωρούσε ίναδαλμά του [17] και έγραψε στη Μουσική Αυτοβιογραφία του (1950): Ο Πάρυ μού είπε κάποτε: «Γράψτε χορωδιακή μουσική όπως αρμόζει σε έναν Άγγλο και έναν δημοκράτη». Εμείς, οι μαθητές τού Πάρυ έχουμε κληρονομήσει, αν έχουμε σοφία, τη μεγάλη αγγλική χορωδιακή παράδοση, η οποία πέρασε διαδοχικά στους Τάλις, Μπερντ, Γκίμπονς, Πέρσελ, Μπάτισχιλ και Γκρην και αυτοί, με τη σειρά, τους μέσω των αδελφών Ουέσλεϊ στον Πάρρυ. Αυτός, έχει περάσει τη δάδα σε μας και είναι καθήκον μας να την κρατήσουμε αναμμένη.[18]

Η οικογένεια Βων Ουίλλιαμς προτιμούσε για τον Ραλφ να είχε παραμείνει στο Τσάρτερχαους για δύο ακόμη χρόνια και, στη συνέχεια, να πάει στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Δεν ήταν πεπεισμένοι ότι ήταν αρκετά ταλαντούχος για να ακολουθήσει μια καριέρα στη μουσική αλλά, ταυτόχρονα, αισθάνονταν ότι θα ήταν λάθος να τον αποτρέψουν από την προσπάθεια που κατέβαλε, και τού επέτρεψαν να πάει στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής.[19] Παρ 'όλα αυτά, μια πανεπιστημιακή εκπαίδευση αναμενόταν από αυτόν και, το 1892, έφυγε προσωρινά από το Βασιλικό Κολλέγιο και μπήκε στο Κολλέγιο Τρίνιτι (Trinity College) της ίδιας πόλης, όπου πέρασε τρία χρόνια μελετώντας μουσική και ιστορία.[12] Ανάμεσα σε αυτούς με τους οποίους απέκτησε φιλίες στο Κέιμπριτζ ήταν οι φιλόσοφοι Τζορτζ Μουρ (G. E. Moore) και Μπέρτραντ Ράσελ, ο ιστορικός Τ. Τρεβέλιαν (G. M.Trevelyan) και ο μουσικός Χ. Άλεν (Hugh Allen).[10][20] Ο Βων Ουίλιαμς, αρχικά, αισθάνθηκε «επισκιασμένος» από την διανόησή τους, αλλά έμαθε πολλά και δημιούργησε διά βίου φιλίες με αρκετούς.[21] Μεταξύ των γυναικών, με τις οποίες συναναστράφηκε κοινωνικά, ήταν και η Α. Φίσερ (Adeline Fisher), κόρη τού Χ. Φίσερ ( Herbert Fisher), παλαιού φίλου της οικογένειας Βων Ουίλλιαμς. Αυτή και ο Ραλφ μεγάλωσαν κοντά η μία με τον άλλον και, τον Ιούνιο του 1897, αφού είχαν αφήσει το Κέιμπριτζ, αρραβωνιάστηκαν.[22]

Κατά την παραμονή του στο Κέιμπριτζ, ο Βων Ουίλιαμς συνέχισε τα εβδομαδιαία μαθήματά του με τον Πάρυ, και σπούδασε σύνθεση με τον Τ. Γουντ (Charles Wood) και εκκλησιαστικό όργανο με τον Α. Γκρέι (Alan Gray). Αποφοίτησε με Bachelor στη μουσική, το 1894 και Bachelor στις Τέχνες, το επόμενο έτος.[12] Μετά την αναχώρηση από το πανεπιστήμιο επέστρεψε για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής. Ο Πάρυ, στο μεταξύ, είχε διαδεχθεί τον -διάσημο για το Μουσικό Λεξικό του-, Σερ Τ. Γκρόουβ (Sir George Grove) ως διευθυντή του Κολλεγίου, ενώ ο νέος καθηγητής σύνθεσης του Βων Ουίλιαμς ήταν ο Τ. Στάνφορντ (Charles Villiers Στάνφορντ). Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ δασκάλου και μαθητή ήταν προβληματικές. Ο Στάνφορντ, παρόλο που υπήρξε μη-παραδοσιακός στα νιάτα του είχε, βαθμιαία, μετατραπεί σε βαθιά συντηρητικό άτομο και συγκρούστηκε βίαια με το σύγχρονο πνεύμα του μαθητή του. Ο Βων Ουίλιαμς δεν είχε καμία διάθεση να ακολουθήσει την παράδοση των ειδώλων του Στάνφορντ, Μπραμς και Βάγκνερ και εναντιώθηκε στον δάσκαλό του, κάτι που ελάχιστοι μαθητές είχαν αποτολμήσει.[23] Πάντως, έγινε αμοιβαία προσπάθεια, λόγω αναγνώρισης του ταλέντου τού Βων Ουίλιαμς, να «διορθωθούν οι σκοτεινές ενορχηστρώσεις» του και η ακραία προτίμησή του για την τροπική μουσική.[24] Στη δεύτερη περίοδό του στο Βασιλικό Κολλέγιο (1895-1896), ο Βων Ουίλιαμς γνώρισε τον συμφοιτητή του Γκούσταβ Χολστ, με τον οποίο έγινε δια βίου φίλος. Ο Στάνφορντ τόνιζε στους μαθητές του την ανάγκη για αυτοκριτική, αλλά οι Βων Ουίλιαμς και Χολστ έγιναν και παρέμειναν οι πιο σημαντικοί κριτικοί, ο ένας τού άλλου. Ο καθένας θα έπαιζε την τελευταία σύνθεσή του στον άλλον, ενώ εξακολουθούσαν να εργάζονται πάνω σε αυτήν. Ο Βων Ουίλιαμς, αργότερα, παρατήρησε: «...αυτά που μαθαίνει κανείς πραγματικά σε μια ακαδημία ή ένα κολλέγιο δεν προέρχονται τόσο από τους επίσημους καθηγητές, όσο από τους συμφοιτητές του ... [συζητήσαμε] κάθε θέμα ξεκάθαρα από τον χαμηλότερο φθόγγο του κόντρα φαγκότου, μέχρι τη φιλοσοφία του μυθιστορήματος Jude the Obscure...».[25] Μάλιστα, το 1949 έγραψε για τη σχέση τους: «Ο Χολστ δήλωσε ότι η μουσική του επηρεάστηκε από αυτήν τού φίλου του. Το αντίστροφο είναι -σίγουρα- αλήθεια».[26]

Οι πρώτες συνθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βων Ουίλιαμς είχε ένα μικρό ατομικό εισόδημα που, στην αρχή της καριέρας του, συμπλήρωνε με ποικιλία μουσικών δραστηριοτήτων. Παρά το γεγονός ότι το εκκλησιαστικό όργανο δεν ήταν πολύ της αρεσκείας του, υπήρξε πολύ καλός οργανίστας και, η μόνη θέση που κατείχε ποτέ με ετήσιο μισθό, ήταν όταν έπαιξε στην εκκλησία του Αγίου Βαρνάβα, στο South Lambeth του Λονδίνου, μεταξύ 1895 και 1899, για 50 στερλίνες το χρόνο. Αντιπάθησε τη δουλειά, αλλά επειδή συνεργαζόταν στενά με μια χορωδία, απέκτησε πολύτιμη εμπειρία για τα έργα που συνέθεσε μετέπειτα.[27]

Τον Οκτώβριο του 1897, νυμφεύθηκε την Αντελίν Φίσερ και πέρασαν μαζί αρκετούς μήνες στο Βερολίνο. Εκεί, ο Βων Ουίλιαμς γνώρισε τον διάσημο Μαξ Μπρουχ και υπήρξε μαθητής του.[10] Με την επιστροφή τους, εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο, αρχικά στο Ουέστμινστερ (Westminster) και, από το 1905, στο Τσέλσι. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά.

Το 1899, ο Βων Ουίλιαμς πέρασε τις εξετάσεις για το πτυχίο του Διδάκτορα Μουσικής στο Κέιμπριτζ (Doctor of Music) και ο τίτλος απονεμήθηκε επισήμως σε αυτόν το 1901.[28] Το τραγούδι Linden Lea έγινε το πρώτο από τα έργα του που εκτυπώθηκε, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ο Τραγουδιστής (The Singer) τον Απρίλιο του 1902 και, στη συνέχεια, σε ξεχωριστές παρτιτούρες.[29] Εκτός από τη σύνθεση είχε και άλλες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Έγραψε άρθρα για μουσικά περιοδικά και για τη δεύτερη έκδοση του περίφημου Λεξικού Γκρόουβ (Grove) της Μουσικής και των Μουσικών και επιμελήθηκε τον πρώτο τόμο των Τραγουδιών Καλωσορίσματος του Πέρσελ Από το 1904 μέχρι το 1906 διετέλεσε μουσικός εκδότης του νέου βιβλίου με ύμνους, Το Αγγγλικό Υμνολόγιο (The English Hymnal), για το οποίο ο ίδιος αργότερα δήλωσε, «τώρα ξέρω ότι δύο χρόνια στενής επαφής με μερικές από τις καλύτερες (καθώς και μερικές από τις χειρότερες) μελωδίες στον κόσμο, ήταν καλύτερη μουσική παιδεία από οσοδήποτε πολλές σονάτες και φούγκες».[30] Ο Βων Ουίλιαμς αφοσιώθηκε, επίσης, στη λήψη κρισίμων μουσικών αποφάσεων για ολόκληρη την κοινότητα, βοήθησε να ιδρυθεί το ερασιτεχνικό φεστιβάλ του Ληθ Χιλ (Leith Χιλ Music Festival) το 1905, και διορίστηκε βασικός διευθυντής του, θέση που κατείχε μέχρι το 1953.[10]

Στα 1903-1904, ο Βων Ουίλιαμς ξεκίνησε τη συλλογή λαϊκών, παραδοσιακών τραγουδιών. Είχε πάντα ενδιαφέρον γι’ αυτά και, τώρα, ακολούθησε το παράδειγμα της πρόσφατης γενιάς ενδιαφερομένων, όπως του Σ. Σαρπ (Cecil Sharp) και της Λ. Μπρόουντγουντ (Lucy Broadwood), δηλαδή να ταξιδεύει στην αγγλική ύπαιθρο, να καταγράφει και να μεταγράφει παραδοσιακά τραγούδια που έλεγαν σε διάφορες περιοχές.[31] Οι συλλογές των τραγουδιών δημοσιεύθηκαν, διατηρώντας πολλά που θα μπορούσαν -διαφορετικά- να έχουν εξαφανιστεί, όπως έγινε με τις προφορικές παραδόσεις.

Ο Βων Ουίλιαμς ενσωμάτωσε ορισμένα από αυτά τα τραγούδια σε δικές του συνθέσεις και, γενικότερα, είναι σαφώς επηρεασμένος από τό τροπικό ύφος τους.[32] Αυτό το στοιχείο, μαζί με την αγάπη του για τη μουσική της εποχής των Τυδώρ και Στιούαρτ, βοήθησαν να διαμορφωθεί το ύφος της μουσικής του για το υπόλοιπο της καριέρας του.[10]

Ο Βων Ουίλλιαμς στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, το 1954

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Βων Ουίλιαμς συνέθετε σταθερά, δημιουργώντας τραγούδια, χορωδιακή μουσική, έργα μουσικής δωματίου και ορχηστρικά κομμάτια, βρίσκοντας σταδιακά τις απαρχές του ώριμου ύφους του.[33] Στις συνθέσεις του περιλαμβάνονται το συμφωνικό ποίημα Στην Εξοχή με τους Βάλτους (In the Fen Country, 1904) και η Ραψωδία του Νόρφοκ αρ. 1 (Norfolk Rhapsody No 1, 1906). Ωστόσο δεν παρέμεινε ικανοποιημένος με την τεχνική του ως συνθέτη. Αφού αναζήτησε ανεπιτυχώς να κάνει μαθήματα με τον περίφημο Έλγκαρ και τον Βενσάν ντ’ Εντί (Vincent d'Indy) στο Παρίσι, τελικά τού σύστησαν έναν συνθέτη, πιο μοντερνιστή και όχι δογματικό, τον Μωρίς Ραβέλ.[19]

Ανερχόμενη καριέρα με τον Ραβέλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ραβέλ, γενικά, ανελάμβανε λίγους μαθητές, ενώ ήταν γνωστός ως απαιτητικός δάσκαλος για εκείνους που συμφωνούσε να διδάξει.[34] Ο Βων Ουίλιαμς πέρασε τρεις μήνες στο Παρίσι, τον χειμώνα του 1907-8, κάνοντας μαθήματα μαζί του τέσσερις ή πέντε φορές κάθε εβδομάδα. Πάντως, υπάρχει ελάχιστη τεκμηρίωση των συνολικών μαθημάτων που έγιναν, όπως και ο βαθμός στον οποίο ο Γάλλος συνθέτης επηρέασε το ύφος του Ραλφ.[35] Για τον Ραβέλ, λέγεται ότι είχε δηλώσει: «[Ο Βων Ουίλλιαμς] είναι ο μόνος μου μαθητής που δεν γράφει τη μουσική μου».[19] Παρ' όλα αυτά, διάφοροι μουσικολόγοι, βρήκαν τις ορχηστρικές υφές του Βων Ουίλιαμς «ελαφρύτερες και οξύτερες» μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, όπως λ.χ. στο Κουαρτέτο εγχόρδων σε Σολ Ελάσσονα, το On Wenlock Edge, τις Σφήκες και το Μια Θαλασσινή συμφωνία.[36] Ο ίδιος ο Βων Ουίλιαμς είχε πει ότι, ο Ραβέλ τον βοήθησε να ξεφύγει από το «βαρύ αντιστικτικό τευτονικό ύφος».[37]

Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της επιστροφής του από το Παρίσι το 1908 και το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Βων Ουίλιαμς καθιερώθηκε όλο και περισσότερο στη βρετανική μουσική. Για έναν ανερχόμενο συνθέτη ήταν σημαντικό να παίρνει παραστάσεις στα μεγάλα επαρχιακά φεστιβάλ μουσικής, που προσέδιδαν δημοσιότητα και δικαιώματα εκμετάλλευσης. Το 1910, η μουσική του προβλήθηκε σε δύο από τα μεγαλύτερα και διασημότερα φεστιβάλ της Αγγλίας, με τις πρεμιέρες των έργων Φαντασία πάνω σε ένα θέμα του Τόμας Τάλις στο Φεστιβάλ Τριών Χορωδιών (The Three Choirs Festival) στον καθεδρικό ναό του Γκλόστερ, τον Σεπτέμβριο και Μια Θαλασσινή Συμφωνία στο Φεστιβάλ του Λιντς, τον επόμενο μήνα.[38][39] Τα έργα αυτά απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές ακόμη και από τους πιο αυστηρούς μουσικοκριτικούς της Αγγλίας. Μεταξύ αυτών των επιτυχιών και την έναρξη του Πολέμου, ο Βων Ουίλιαμς συνέθεσε το Μια Συμφωνία του Λονδίνου (1914). Την ίδια χρονιά έγραψε και το Ο Κορυδαλός πετώντας ψηλά, στην αρχική του μορφή για βιολί και πιάνο.[12]

Παρά την ηλικία του -ήταν σαράντα δύο ετών το 1914-, ο Βων Ουίλιαμς κατετάγη εθελοντικά κατά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Συμμετέχοντας στο Βασιλικό Ιατρικό Σώμα Στρατού (The Royal Army Medical Corps) ως απλός στρατιώτης, οδηγούσε ασθενοφόρα στη Γαλλία και, αργότερα, στην Ελλάδα. Ο συνθέτης ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από τους περισσότερους συντρόφους του, και «η κοπιαστική εργασία στα επικίνδυνα ταξίδια, κατά τις νυκτερινές ώρες με λάσπη και βροχή πρέπει να ήταν περισσότερο από ό, τι μια συνηθισμένη τιμωρία».[10] Ο πόλεμος τού άφησε ανεξίτηλα σημάδια, καθώς έχασε πολλούς συντρόφους και φίλους, συμπεριλαμβανομένου του νεαρού συνθέτη Τ. Μπάτερουορθ (George Butterworth). Το 1917, ο Βων Ουίλιαμς προήχθη ως υπολοχαγός στο βασιλικό πυροβολικό, αυτή τη φορά στην πρώτη γραμμή, στη Γαλλία, από τον Μάρτιο του 1918 και μετά. Ο συνεχής θόρυβος από τά όπλα έβλαψε σοβαρά την ακοή του και οδήγησε σε κώφωση στα κατοπινά χρόνια.[40] Μετά την ανακωχή τού 1918, υπηρέτησε ως διευθυντής μουσικής στον βρετανικό Πρώτο Στρατό (First Army), μέχρι την αποστράτευσή του, τον Φεβρουάριο του 1919.[11]

Τα χρόνια του Μεσοπολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βων Ουίλιαμς σταμάτησε να γράφει μουσική και, μετά την επιστροφή του στην πολιτική ζωή, πήρε κάποιο χρόνο πριν νοιώσει έτοιμος να συνθέσει νέα έργα. Αναθεώρησε κάποια προηγούμενα κομμάτια και έστρεψε την προσοχή του σε άλλες μουσικές δραστηριότητες. Το 1919 αποδέχτηκε την πρόσκληση από τον Χ. Άλεν (Hugh Allen), ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Πάρυ στη θέση τού διευθυντή, να διδάξει σύνθεση στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής. Παρέμεινε στις σχολές του Κολεγίου για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το 1921 διαδέχθηκε τον Άλεν ως μαέστρος της Χορωδίας Μπαχ, του Λονδίνου. Δεν ήταν παρά το 1922, όταν παρήγαγε μια σημαντική νέα σύνθεση, το Μια Ποιμενική Συμφωνία. Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο, τον Μάιο εκείνου τού έτους υπό τη διεύθυνση του Ά. Μπόουλτ (Adrian Boult), ενώ η αμερικανική πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη, τον Δεκέμβριο, δόθηκε υπό τη διεύθυνση του ιδίου τού συνθέτη.[41]

Καθ 'όλη τη δεκαετία του 1920, ο Βων Ουίλλιαμς συνέχισε να συνθέτει, να διευθύνει και να διδάσκει. Ο Κένεντι απαριθμεί σαράντα έργα πρεμιέρας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, συμπεριλαμβανομένων των συνθέσεων Λειτουργία σε Σολ Ελάσσονα (1922), Old King Cole (1923), Hugh the Drover και Sir John in Love (1924 και 1928), Flos Campi (1925 ) και Sancta Civitas (1925).[42] Ωστόσο, κατά την ίδια περίοδο, η σύζυγός του Αντελίν είχε σοβαρά αρθριτικά προβλήματα και, τα πολυάριθμα σκαλιά στο σπίτι τους στο Λονδίνο, τελικά ανάγκασαν την οικογένεια να μετακομίσει, το 1929, σε ένα πιο βολικό σπίτι, το "The White Gates", στο Ντόρκινγκ (Dorking), όπου έζησαν μέχρι τον θάνατό της Αντελίν, το 1951. Ο Βων Ουίλλιαμς, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του ως βέρο Λονδρέζο, λυπήθηκε που έφυγαν, αλλά η σύζυγός του ήθελε να ζήσει στην εξοχή, και το Ντόρκινγκ απείχε λογική απόσταση από την πρωτεύουσα.[43] Το 1932, ο Βων Ουίλιαμς εξελέγη πρόεδρος της Αγγλικής Εταιρίας Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών (English Folk Dance and Song Society). Από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, βρισκόταν στις ΗΠΑ ως επισκέπτης λέκτορας στο Κολλέγιο Bryn Mawr της Πενσυλβάνιας.[12] Τα κείμενα των ομιλιών του δημοσιεύθηκαν με τον τίτλο Εθνική Μουσική, το 1934. Εκεί, συνοψίζονται τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά πιστεύω του, πληρέστερα από οτιδήποτε είχε δημοσιευθεί προηγουμένως, και παρέμειναν υπό έκδοση για το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου τού 20ού αιώνα.[10]

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, ο Βων Ουίλιαμς είχε θεωρηθεί ως ηγετική φιγούρα στη βρετανική μουσική, ιδιαίτερα μετά το θάνατο των Έλγκαρ, Φ. Ντήλιους και Γ. Χολστ. Ο θάνατος του τελευταίου ήταν σοβαρό προσωπικό και επαγγελματικό πλήγμα γι’ αυτόν, καθώς, οι δυο τους υπήρξαν πολύ στενοί φίλοι και συνεργάτες από τα κολλεγιακά χρόνια. Μετά τον θάνατο του Χολστ, ο Βων Ουίλιαμς είχε την υποστήριξη και συνεργασία άλλων συναδέλφων, όπως του μαέστρου Ά. Μπόουλτ και του συνθέτη Τ. Φίντζι (Gerald Finzi), αλλά ο Χολστ παρέμεινε αναντικατάστατος γι’ αυτόν.[44][45] Σε μερικά από τα έργα τού Βων Ουίλιαμς, της δεκαετίας του 1930, υπάρχει κάποιος έντονα σκοτεινός, ακόμη και βίαιος «τόνος». Το μπαλέτο Ιώβ: Μια Μάσκα Χορού (1930) και η Τέταρτη Συμφωνία (1935) εξέπληξαν το κοινό και τους κριτικούς.[46] Το διάφωνο και βίαιο ύφος της Τέταρτης Συμφωνίας, που γράφηκε σε μια εποχή αυξανόμενης διεθνούς έντασης, οδήγησε πολλούς μουσικούς και μουσικοκριτικούς να υποθέσουν ότι το έργο ήταν προγραμματική μουσική. Μάλιστα οι Χ. Φος (Hubert Foss) και Φ. Χάουις (Frank Howes) την επονόμασαν ως «Η ρομαντική» και «Η φασιστική», αντίστοιχα. Ο συνθέτης απέρριψε τέτοιες «ερμηνείες» επιμένοντας ότι το έργο ήταν καθαρή μουσική, χωρίς την οποιαδήποτε προγραμματικότητα. Παρ' όλα αυτά, μερικοί μουσικοί που τον γνώριζαν καλά, συμπεριλαμβανομένων των Φος και Μπόουλτ, παρέμειναν πεπεισμένοι ότι, κάτι από το ταραγμένο πνεύμα της εποχής διαπότιζε το έργο.[47]

Καθώς η δεκαετία προχωρούσε, ο Βων Ουίλιαμς ένοιωσε να τού λείπει μουσική έμπνευση και απείχε για αρκετά χρόνια από τη σύνθεση, κάτι που είχε να συμβεί από τον καιρό του Πολέμου. Έτσι, με εξαίρεση την αντιπολεμική καντάτα Δώσε μας την Ελευθερία, το 1936, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει άλλο σημαντικό έργο μέχρι το 1941, όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη έκδοση της Πέμπτης Συμφωνίας.[10]

Το 1938, ο συνθέτης γνώρισε την Ούρσουλα Γουντ (Ursula Wood 1911-2007), σύζυγο ενός αξιωματικού του στρατού. Ήταν ποιήτρια και είχε προσεγγίσει τον συνθέτη με ένα προτεινόμενο σενάριο για ένα μπαλέτο. Παρά το ότι ήσαν και οι δύο συζευγμένοι και παρά την πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας -σχεδόν 40 χρόνια-, ερωτεύτηκαν σχεδόν από την πρώτη τους συνάντηση και διατήρησαν τη σχέση τους μυστική για περισσότερο από μία δεκαετία. Η Ούρσουλα έγινε η μούσα του, βοηθός και σύντροφός του στο Λονδίνο και, αργότερα, τον βοήθησε να φροντίσουν μαζί την πάσχουσα σύζυγό του. Το εάν η Αντελίν γνώριζε ή υποψιαζόταν, ότι η Ούρσουλα και ο Ραλφ ήταν εραστές, είναι αβέβαιο, αλλά οι σχέσεις μεταξύ των δύο γυναικών παρέμειναν φιλικές όλα αυτά τα χρόνια που γνωρίζονταν μεταξύ τους. Άλλωστε, το ενδιαφέρον και η φροντίδα του συνθέτη για τη σύζυγό του, ουδέποτε εξέλιπε, σύμφωνα με την Ούρσουλα, η οποία παραδέχτηκε το 1980 -μετά τον θάνατο του Ραλφ- ότι ζήλευε την Αντελίν για τη θέση που είχε στη ζωή του συνθέτη, ενώ η αγάπη τους ήταν αδιαμφισβήτητη.[48]

Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλάκα με απεικόνιση του συνθέτη στην εκκλησία του Ντόρκινγκ

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βων Ουίλιαμς ήταν ενεργός στην πολιτική εργασία του πολέμου, ως προεδρεύων της Επιτροπής του Υπουργείου Εσωτερικών για την Απελευθέρωση Εγκλείστων μη-Αυτοχθόνων Μουσικών (Committee for the Release of Interned Alien Musicians). Εκτός από αυτό βοήθησε, μεταξύ άλλων, την πιανίστα Μάιρα Χες (Myra Hess) στην οργάνωση των καθημερινών συναυλιών της Εθνικής Πινακοθήκης, μια επιτροπή για τους πρόσφυγες από τη Ναζιστική καταπίεση και το Συμβούλιο για την Προώθηση της Μουσικής και των Τεχνών (CEMA), πρόδρομο του Συμβουλίου Τεχνών. Μάλιστα, το 1940 συνέθεσε την πρώτη κινηματογραφική μουσική του, για την ταινία 49ος Παράλληλος, των διάσημων Βρετανών σκηνοθετών Πάουελ και Πρεσμπέργκερ.[49]

Το 1942, ο σύζυγος της Ούρσουλα πέθανε ξαφνικά από καρδιακή ανεπάρκεια. Κατόπιν πρόσκλησης τής ίδιας τής Αντελίν, η Ούρσουλα εκλήθη να μείνει με τους Βων Ουίλιαμς στο Ντόρκινγκ ως τακτικός επισκέπτης, -μερικές φορές για αρκετές εβδομάδες σε ένα χρόνο. Ο κριτικός Μ. Ουάιτ (Michael White) διατύπωσε την άποψη ότι, η Αντελίν «όρισε» με τον δικό της φιλικό τρόπο, την Ούρσουλα ως διάδοχό της στη συντροφιά του Ραλφ. Αργότερα, η Ούρσουλα έλεγε ότι, κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών και οι τρεις κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο σε κολλητά κρεβάτια, κρατώντας τα χέρια τους για κουράγιο.[50]

Το 1943, ο Βων Ουίλιαμς πραγματοποίησε την πρεμιέρα του έργου του Πέμπτη Συμφωνία στα περίφημα Proms. Το γαλήνιο ύφος της σύνθεσης, σε αντίθεση με τη θυελλώδη Τέταρτη Συμφωνία, οδήγησε ορισμένους σχολιαστές να τη θεωρήσουν ως έναν «συμφωνικό αποχαιρετισμό». Ο μουσικοκριτικός Ο. Γκλοκ (William Glock) έγραψε ότι ήταν «σαν το έργο ενός διακεκριμένου ποιητή που δεν έχει τίποτα πολύ καινούργιο να πει, αλλά το λέει σε εξαιρετικά ρέουσα γλώσσα».[51] Η μουσική που έγραψε ο συνθέτης για το BBC, για να εορτασθεί το τέλος του πολέμου, Ευχαριστίες για τη Νίκη, χαρακτηρίστηκε ως «αποφυγή του συνθέτη για οποιαδήποτε πρόταση ρητορικής σοβαροφάνειας».[52] Ωστόσο, κάθε υποψία ότι, ο υπερεβδομηκοντούτης Βων Ουίλιαμς είχε «περιέλθει σε κατάσταση γαλήνης», διαλύθηκε με τον ερχομό της Έκτης Συμφωνίας (1948), σύνθεση που περιγράφεται από τον κριτικό Γ. Πάρυ-Τζόουνς (Gwyn Parry-Jones) ως «μία από τις πιο διαταράσσουσες μουσικές εκφάνσεις του 20ου αιώνα», με την εισαγωγή της ως μια «πρωτόγονη κραυγή (sic) που βυθίζει τον ακροατή αμέσως σε έναν κόσμο επιθετικότητας και επικείμενου χάους».[53] Η Έκτη Συμφωνία, γραμμένη κοντά στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, θεωρήθηκε μέσω του pianissimo φινάλε της, ως εξαιρετική απεικόνιση ενός «ερημικού τοπίου καμένου από τα πυρηνικά όπλα». Ο συνθέτης, ωστόσο, και πάλι αντέκρουσε το σκεπτικό περί προγραμματικότητας: «...ποτέ δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν κάποιοι ότι ένας άνθρωπος μπορεί να θέλει, απλά, να γράψει ένα κομμάτι μουσικής... ».[54]

Το 1951, η Αντελίν πέθανε, σε ηλικία ογδόντα ετών. Την ίδια χρονιά, η τελευταία όπερα του Βων Ουίλιαμς, Η Πορεία του Προσκυνητή, ανέβηκε στο Covent Garden, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Βρετανίας. Οι κριτικές ήταν γεμάτες σεβασμό, αλλά το έργο «δεν είχε πιάσει την οπερατική φαντασία του κοινού».[10] Το έργο ανέβηκε ξανά το επόμενο έτος, αλλά δεν ήταν ακόμα μεγάλη επιτυχία. Ο ίδιος ο συνθέτης σχολίασε στην Ούρσουλα, «...δεν τούς αρέσει, ούτε θα τούς αρέσει, δεν θέλουν μια όπερα χωρίς ηρωίδα και ερωτικά ντουέτα. Αλλά δεν με νοιάζει, αυτό είναι που εννοούσα, και έτσι θα παραμείνει...».[55]

Τα τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Φεβρουάριο του 1953, ο Βων Ουίλιαμς νυμφεύθηκε την Ούρσουλα. Έφυγαν από το Ντόρκινγκ και νοίκιασαν ένα σπίτι στο Ρίτζεντ Παρκ του Λονδίνου. Με την ενθάρρυνση της Ούρσουλα, το ζεύγος έγινε πολύ πιο ενεργό κοινωνικά. Ο Βων Ουίλιαμς ήταν, πλέον, μια ηγετική φυσιογνωμία της βρετανικής μουσικής. Ο ίδιος και η σύζυγός του ταξίδεψαν εκτενώς στην Ευρώπη και, το 1954, επισκέφθηκαν τις ΗΠΑ για άλλη μια φορά, καθώς ο συνθέτης είχε κληθεί να μιλήσει στο Κορνέλ (Cornell) και άλλα πανεπιστήμια και να διευθύνει. Έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από μεγάλα ακροατήρια και έμεινε συγκλονισμένος από τη ζεστασιά με την οποία τον περιέβαλαν.[56] Από τα τελευταία έργα του συνθέτη, κατά τη δεκαετία του 1950, το Λεξικό Γκρόουβ κάνει ιδιαίτερη μνεία στα Τρία Τραγούδια του Σαίξπηρ (1951), τη χριστουγεννιάτικη καντάτα Hodie (1953-4), τη Σονάτα για Βιολί και, ιδιαίτερα, στα Δέκα Τραγούδια για τον Μπλέικ (1957), «ένα αριστούργημα λιτότητας και ακρίβειας».[57] Αναμφίβολα, οι 9 συμφωνίες που συνέθεσε ο Βων Ουίλλιαμς, αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς καλύπτουν ευρύ εκφραστικό πεδίο.[9]

Τίτλοι, τιμές, μνημεία και παρακαταθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βων Ουίλιαμς αρνήθηκε τον τίτλο του Ιππότη, τουλάχιστον μία φορά, ενώ αρνήθηκε και τη θέση του Διευθυντή Βασιλικής Μουσικής (Master of the King's Music), μετά τον θάνατο του Έλγκαρ. Η μοναδική τιμή που αποδέχτηκε ήταν το παράσημο του Τάγματος της Τιμής (Order of Merit), το 1935, αλλά χωρίς τιμητικό τίτλο, καθώς προτίμησε να παραμείνει απλώς ο «Δρ. Βων Ουίλιαμς», όπως ήθελε να τον αποκαλούν.[58] Ωστόσο, έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων: Επίτιμος διδάκτορας της μουσικής από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1919), το μετάλλιο Κόμπετ (Cobbett) για τις υπηρεσίες στη μουσική δωματίου (1930), το χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (1930), την υποτροφία Κολάρ (Collard) (1934, σε διαδοχή του Έλγκαρ), τιμητική υποτροφία από τα Κολλέγια Τρίνιτι και Κέιμπριτζ (1935), το βραβείο Σαίξπηρ του Πανεπιστημίου του Αμβούργου (1937), το μετάλλιο Άλμπερτ της Βασιλικής Εταιρείας Τεχνών (1955) και το Αναμνηστικό Βραβείο Χάουλαντ του Πανεπιστημίου του Γιέιλ (1954).[10][59]

Ο ανδριάντας του συνθέτη στο Ντόρκινγκ

Το Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής ανέθεσε το επίσημο πορτρέτο του συνθέτη στον διάσημο πορτρετίστα Σερ Τζέραρντ Κέλυ (Sir Gerald Kelly) (1952), το οποίο κρέμεται στο Κολέγιο. Η Πινακοθήκη του Μάντσεστερ έχει ένα χάλκινο γλυπτό τού συνθέτη από τον Επστάιν (Epstein) (1952) και στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων (NPG) υπάρχουν σχέδια από τους Τ. Φίντζι (Joyce Finzi) (1947) και Τ. Πάνετ (Juliet Pannett) (1957 και 1958). Επίσης, μια χάλκινη προτομή του συνθέτη, από τον Ν. ΜακΦαλ (David McFall) (1956) βρίσκεται Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων και στην είσοδο της αίθουσας μουσικής ανάγνωσης της Βρετανικής Βιβλιοθήκης. Ακόμη, μια προτομή στους Κήπους του Τσέλσι ( Chelsea Embankment Gardens), κοντά στο παλιό σπίτι του. Πάντως, το πιο γνωστό μνημείο του είναι ο ανδριάντας του στο Ντόρκινγκ, έργο του Ο. Φόουκ (William Fawke).

Κυριότερα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπερες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χιου ο Αγωγιάτης ή Αγάπη στις Αποθήκες (Hugh the Drover or Love in the Stocks, 1910-4, αναθ. 1924, 1956)
  • Ποιμένες των Ευφρόσυνων Ορέων (Shepherds of the Delectable Mountains, 1922)
  • Καβαλλάρηδες προς τη Θάλασσα (Riders to the Sea, 1925-1932)
  • Το Δηλητηριασμένο Φιλί ή Η Αυτοκράτειρα και ο Νεκρομάντης (Poisoned Kiss or The Empress and the Necromancer, 1927-9, αναθ. 1934-5, 1936-7, 1956-7)
  • Η Πορεία του Προσκυνητή (The Pilgrim’s Progress, 1925-1951)

Μπαλέτα και μάσκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Γηραιός Βασιλιάς Κόουλ (Old King Cole, 1923), μπαλέτο με προαιρετική χορωδία
  • Τη Νύχτα των Χριστουγέννων (On Christma’s Night, 1925-6), μάσκα
  • Ιώβ: Μια Μάσκα Χορού (Job: a Masque for Dancing, 1930), μάσκα
  • Η Γαμήλια Ημέρα (The Bridal Day, 1938-9, αναθ. 1952-3), μάσκα
  • Τα Πρώτα Χριστούγεννα (The First Nowell, 1958), Χριστουγεννιάτικο θεατρικό για σολίστες χορωδία και ορχήστρα

Ορχήστρα και κοντσέρτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Συμφωνία αρ. 1, Μια Θαλασσινή Συμφωνία (A Sea Symphony, 1903-9), για S, B, χορωδία και ορχήστρα
  • Συμφωνία αρ. 2, Μια Συμφωνία του Λονδίνου (A London Symphony, 1911-3, αναθ. 1918, 1920, 1933), για S, B, χορωδία και ορχήστρα
  • Συμφωνία αρ. 3, Μια Ποιμενική Συμφωνία (A Pastoral Symphony, 1916-21), για S, B, χορωδία και ορχήστρα
  • Συμφωνία αρ. 4 σε Φα Ελάσσονα (1931-4)
  • Συμφωνία αρ. 5 σε Ρε Μείζονα (1938-43)
  • Συμφωνία αρ. 6 σε Μι Ελάσσονα, (1944-7)
  • Ανταρκτική Συμφωνία (Sinfonia Antarctica, 1949-52), βασισμένη μερικώς στη μουσική για την κινηματογραφική ταινία Ο Σκοτ της Ανταρκτικής (Scott of the Antarctic, 1949)
  • Συμφωνία αρ. 8 σε Ρε Ελάσσονα, (1953-5)
  • Συμφωνία αρ. 9 σε Μι Ελάσσονα, (1956-7, αναθ. 1958)
  • Σερενάτα σε Λα Ελάσσονα (1898)
  • Ηρωική Τριλογία και Θριαμβικός Επίλογος (Heroic Trilogy and Triumphal Epilogue, 1900)
  • Βουκολική Σουίτα (1901)
  • Στην Εξοχή με τους Βάλτους (In the Fen Country, 1904, αναθ. 1905, 1907, 1908, 1935)
  • Ραψωδία του Νόρφοκ αρ. 1 (Norfolk Rapsody No 1, 1906, αναθ. 1914)
  • Οι Σφήκες (The Wasps, 1909), σκηνική μουσική πάνω στο έργο του Αριστοφάνη
  • Φαντασία πάνω σε ένα θέμα του Τόμας Τάλις (1910, αναθ. 1913, 1919)
  • Αγγλικά Λαϊκά Τραγούδια, σουίτα για στρατιωτική μπάντα (1923) και για μεγάλη ορχήστρα (1942), ή μπάντα χάλκινων (1956)
  • Πέντε Παραλλαγές του Πλούσιου και του Λαζάρου (Five Variants of Dives and Lazarus, 1939), για άρπα και ορχήστρα εγχόρδων
  • Κοντσέρτο Γκρόσο, για τρεις ομάδες εγχόρδων με διαφορετικό επίπεδο τεχνικής η κάθε μία (1950)
  • Ο Κορυδαλός Πετώντας Ψηλά (The Lark Ascending, 1914), για βιολί και ορχήστρα
  • Άνθος του Αγρού (Flos Campi, 1925), σουίτα για σόλο βιόλα, μικρή χορωδία και μικρή ορχήστρα (εμπνευσμένο από το Άσμα του Σολομώντος)
  • Κοντσέρτο για πιάνο σε Ντο Μείζονα (1926-31)
  • Σουίτα για βιόλα και μικρή ορχήστρα (1934)
  • Κοντσέρτο για όμποε και ορχήστρα εγχόρδων σε Λα Ελάσσονα (1944)
  • Κοντσέρτο για δύο πιάνα και ορχήστρα (1946)
  • Ρομάντσα σε Ρεb Μείζονα, για φυσαρμόνικα και ορχήστρα (1951-2)
  • Κοντσέρτο για τούμπα σε Φα Ελάσσονα (1954)

Μουσική Δωματίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πιάνο Κουιντέτο σε Ντο Ελάσσονα (1903)
  • Νυκτερινό και Σκέρτσο για κουιντέτο εγχόρδων (1906)
  • Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 1 σε Σολ Ελάσσονα (1908)
  • Κουιντέτο Φαντασία για 2 βιολιά, 2 βιόλες και τσέλο (1912)
  • Σουίτα μπαλέτου για φλάουτο και πιάνο (1913 - 1924)
  • Ρομάντσα και Ποιμενικό για βιολί και πιάνο (1914)
  • Ειδύλλιο για βιόλα και πιάνο (αχρονολόγητο, πιθανώς 1914)
  • Έξι σπουδές πάνω σε Αγγλικό Δημοτικό Τραγούδι, για βιολοντσέλο (ή κλαρίνο, βιολί, βιόλα) και πιάνο (1926)
  • Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 2 σε Λα Ελάσσονα (1942 - 1944)
  • Σονάτα σε Λα Ελάσσονα για βιολί και πιάνο (1952)
  • Πρελούδιο και φούγκα σε Ντο Ελάσσονα για εκκλησιαστικό όργανο (1921)
  • Εισαγωγή και φούγκα για δύο πιάνα (1947)

Χορωδία και ορχήστρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μια Λειτουργία του Κέιμπριτζ (A Cambridge Mass, 1899), μικρή λειτουργία για SATB, διπλή χορωδία και ορχήστρα
  • Προς την Άγνωστη Περιοχή (Towards the Unknown Region, 1905-7), για μικτή χορωδία και ορχήστρα
  • Πέντε Μυστικά Τραγούδια (Five Mystic Songs) για βαρύτονο, χορωδία και ορχήστρα, οργανοθεσία George Herbert (1911)
  • Φαντασία πάνω σε Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα για βαρύτονο, χορωδία και ορχήστρα (1912)
  • Λειτουργία σε Σολ Ελάσσονα για ασυνόδευτη χορωδία (1922)
  • Ιερή Πόλη (Sancta Civitas) ορατόριο, κυρίως από το Βιβλίο της Αποκάλυψης (1923-1925)
  • Te Deum σε Σολ Μείζονα (1928)
  • Benedicite για σοπράνο, χορωδία και ορχήστρα (1929)
  • Τρεις χορωδιακoί ύμνοι (1929)
  • Magnificat για CA, χορωδία γυναικών και ορχήστρα (1932)
  • Δος Υμίν Ειρήνην (Dona Nobis pacem), καντάτα (1936)
  • Σερενάτα στη Μουσική (Serenade to Music, 1940), για 16 σόλο φωνές και ορχήστρα, (1938)
  • Μια Ελεγεία της Οξφόρδης (An Oxford Elegy) για αφηγητή, μικτή χορωδία και μικρή ορχήστρα (1949)
  • 3 Τραγούδια του Σαίξπηρ, για SATB a capella (1951)
  • Οι Υιοί του Φωτός (The Sons of Light, 1950), καντάτα για χορωδία και ορχήστρα, κείμενο από την Ursula Vaughan Williams
  • Αυτή τη Μέρα (Hodie), καντάτα Χριστουγέννων (1954)

Τραγούδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • On Wenlock Edge, κύκλος τραγουδιών (1909) για τενόρο, πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων, σε ποίηση Α. Ε Housman
  • Ανηλεής Ομορφιά (Merciless Beauty) για τενόρο, δύο βιολιά και τσέλο (1921)
  • Δέκα Τραγούδια για τον Μπλέικ (Ten Blake Songs 1957) κύκλος τραγουδιών για υψηλή φωνή και όμποε
  • 4 Τελευταία Τραγούδια (Four Last Songs) (1954-1958) σε ποιήματα της Ursula Vaughan Williams

3 Vocalises (φωνή χωρίς λόγια) για σοπράνο και κλαρινέτο (1958)

Κινηματογραφική μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 49ος Παράλληλος (49th Parallel, 1940)
  • Η Φλαμανδική Φάρμα (The Flemish Farm, 1943)
  • Χτυπημένη Χερσόνησος (Stricken Peninsula, 1945)
  • Οι έρωτες της Τζοάνα Γκόντεν (The Loves of Joanna Godden, 1946)
  • Ο Σκοτ της Ανταρκτικής (Scott of the Antarctic, 1948)
  • Η Αγγλία της Ελισάβετ (The England of Elisabeth, 1955)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13900779b. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w67p8x4w. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13900779b. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  5. CONOR.SI. 19577443.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 «Kindred Britain»
  7. 7,0 7,1 p53185.htm#i531845. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  8. 8,0 8,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  9. 9,0 9,1 Λεωτσάκος
  10. 10,00 10,01 10,02 10,03 10,04 10,05 10,06 10,07 10,08 10,09 Frogley
  11. 11,0 11,1 Howes
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 De Savage
  13. Vaughan Williams (1964), p. 11
  14. Vaughan Williams (1964), p. 13
  15. Vaughan Williams (1964), p. 24
  16. 16,0 16,1 Vaughan Williams (1964), p. 29
  17. Vaughan Williams (1964), p. 31
  18. Foreman, p. 38
  19. 19,0 19,1 19,2 Adams, 2013
  20. Cobbe, p. 8
  21. Kennedy 1980, pp. 37-8
  22. Cobbe, p. 9
  23. Kennedy 1980, p. 19
  24. Dibble, p. 268
  25. Moore
  26. Vaughan Williams, Ralph. "Holst, Gustav Theodore (1874–1934)", Dictionary of National Biography Archive, Oxford University Press, 1949
  27. Cobbe, p. 10
  28. Kennedy 1980, p. 44
  29. Cobbe, pp. 41-2
  30. Kennedy 1980, p. 74
  31. Heaney, Michael. "Sharp, Cecil James (1859–1924)"; and de Val, Dorothy, "Broadwood, Lucy Etheldred (1858–1929)", Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press, 2008 and 2007
  32. Ottaway
  33. Kennedy 1980, p. 76
  34. Nichols, p. 67
  35. Cobbe, p. 11
  36. Kennedy 1980, p. 114
  37. Nichols, p. 68
  38. "Music", The Times, 7 September 1910, p. 11
  39. "Leeds Musical Festival", The Times, 14 October 1910, p. 10
  40. Moore, p. 54
  41. Vaughan Williams (1964), pp. 140, 143
  42. Kennedy 1980, p. 112-6
  43. Vaughan Williams (1964), pp. 171, 179
  44. Vaughan Williams (1964), p. 200
  45. Cobbe, pp. 174-5
  46. Grove online
  47. Schwartz, p. 74
  48. Neighbour, p. 337-8, 345
  49. "When is an Opera not an Opera? When it could be a Film", Musical Opinion, January 2013, p. 136
  50. White, Michael. "The merry widow", The Daily Telegraph, 4 May 2002
  51. Glock, William. "Music", The Observer, 18 July 1943, p. 2
  52. Lockspeiser, Edward. "Thanksgiving for Victory, for Soprano Solo, Speaker, Chorus and Orchestra by R. Vaughan Williams", Music & Letters, October 1945, p. 243
  53. Parry-Jones, Gwyn. "The Inner and Outer Worlds of RVW", Journal of the RVW Society, July 1995
  54. Kennedy 1980, p. 302
  55. Hayes, Malcolm. "Progress at last", The Independent, 31 October 1997
  56. "Vaughan Williams Hailed at Cornell", The New York Times, 10 November 1954, p. 42
  57. Ottaway, Hugh and Alain Frogley. "Vaughan Williams, Ralph", Grove Music Online, Oxford University Press,
  58. Vaughan Williams (1964), p. 207
  59. "Vaughan Williams, Ralph", Who Was Who, Oxford University Press, 2014

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Kennedy, Michael (1980) [1964]. The Works of Ralph Vaughan Williams (second ed.). Oxford: Oxford University Press.ISBN 978-0-19-315453-7.
  • Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1981, τόμος 15, σ. 413
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Adams, Byron (2013). "Vaughan Williams's musical apprenticeship". In Alain Frogley and Aidan Thomson. The Cambridge Companion to Vaughan Williams. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-19768-7
  • Cobbe, Hugh (ed) (2010) [2008]. Letters of Ralph Vaughan Williams. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-958764-3.
  • De Savage, Heather (2013). "Chronology". In Alain Frogley and Aidan Thomson. The Cambridge Companion to Vaughan Williams. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-19768-7
  • Dibble, Jeremy (2003). Charles Villiers Stanford: Man and Musician. Oxford and New York: Oxford University Press.ISBN 978-0-19-816383-1.
  • Foreman, Lewis (1998). Vaughan Williams in Perspective: Studies of an English Composer. Ilminster: Albion Press.ISBN 978-0-9528706-1-6.
  • Frogley, Alain. "Williams, Ralph Vaughan (1872–1958)", Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press
  • Howes, Frank. "Vaughan Williams, Ralph (1872–1958)", Dictionary of National Biography Archive, Oxford University Press, 1971
  • Moore, Jerrold Northrop (1992). Vaughan Williams: A Life in Photographs. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-816296-4
  • Neighbour, Oliver (August 2008). "Ralph, Adeline, and Ursula Vaughan Williams: Some Facts and Speculation". Music & Letters. 89: 337–345. doi:10.1093/ml/gcn042.
  • Nichols, Roger (1987). Ravel Remembered. London: Faber and Faber. ISBN 978-0-571-14986-5
  • Schwartz, Elliott (1982) [1964]. The Symphonies of Ralph Vaughan Williams. New York: Da Capo Press. ISBN 978-0-306-76137-9.
  • Ottaway, Hugh (July 1957). "Vaughan Williams's Eighth Symphony". Music & Letters. 38: 213–225.doi:10.1093/ml/xxxviii.3.213. JSTOR 730270
  • Vaughan Williams, Ursula (1964). RVW: A Biography of Ralph Vaughan Williams. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-315411-7.