Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη της Κωνσταντινούπολης (922)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Μάχη της Κωνσταντινούπολης διεξήχθη τον Ιούνιο του 922 στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, μεταξύ των δυνάμεων της Α΄ Βουλγαρικής αυτοκρατορίας και των Βυζαντινών κατά τη διάρκεια του Βυζαντινο-βουλγαρικού πολέμου του 913-927. Το καλοκαίρι ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός έστειλε στρατεύματα υπό τον διοικητή Σακτίκιο, για να αποκρούσει άλλη βουλγαρική επιδρομή στα περίχωρα της βυζαντινής πρωτεύουσας. Οι Βυζαντινοί εισέβαλαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο, αλλά ηττήθηκαν, όταν αντιμετώπισαν τις κύριες βουλγαρικές δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια της φυγής του από το πεδίο της μάχης, ο Σακτίκιος τραυματίστηκε θανάσιμα και απεβίωσε το επόμενο βράδυ.

Οι Βούλγαροι, οι οποίοι μέχρι το 922 είχαν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των Βαλκανίων, συνέχισαν να λεηλατούν τη βυζαντινή ύπαιθρο σχεδόν ανεμπόδιστοι. Ωστόσο, τους έλειπε η ναυτική δύναμη, για να διεξαγάγουν μία επιτυχημένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Οι επακόλουθες προσπάθειες διαπραγμάτευσης μίας Βουλγαρο-Αραβικής συμμαχίας, για μία κοινή επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, ανακαλύφθηκαν από τους Βυζαντινούς και αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία. Η στρατηγική κατάσταση στα Βαλκάνια παρέμεινε αμετάβλητη, έως ότου και οι δύο πλευρές υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης το 927, η οποία αναγνώριζε τον αυτοκρατορικό τίτλο των Βουλγάρων μοναρχών και την πλήρη ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως αυτοκέφαλου Πατριαρχείου.

Πρωταρχικές πηγές για τη μάχη είναι η συνέχεια του Χρονικού του Γεωργίου Αμαρτολού και η Σύνοψις Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη.

Κατά τη σύντομη βασιλεία του, ο βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξανδρος (βασ. 912–913) προκάλεσε σύγκρουση με τον Βούλγαρο μονάρχη Συμεών Α΄ (βασ. 893–927). Ο Συμεών Α΄, που είχε από καιρό φιλοδοξίες να διεκδικήσει έναν αυτοκρατορικό τίτλο για τον εαυτό του, βρήκε την ευκαιρία να διεξαγάγει πόλεμο.[1][2] Με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε αταξία μετά το τέλος του Αλεξάνδρου τον Ιούνιο του 913, οι Βούλγαροι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ανεμπόδιστα και ανάγκασαν την αντιβασιλεία του νηπίου Κωνσταντίνου Ζ΄ (913–959) να αναγνωρίσει τον Συμεών Α΄ ως αυτοκράτορα (καίσαρα, στα βουλγαρικά τσάρο).[2] Μετά από ανακτορικό πραξικόπημα το 914, η νέα βυζαντινή αντιβασιλεία ανακάλεσε τις παραχωρήσεις στους Βούλγαρους και κάλεσε ολόκληρο τον στρατό, συμπεριλαμβανομένων των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, για να αντιμετωπίσει τη βουλγαρική απειλή μία για πάντα. Στην αποφασιστική μάχη του Αχελώου το 917 οι βυζαντινές δυνάμεις εκμηδενίστηκαν πλήρως, αφήνοντας τους Βούλγαρους επικεφαλής των Βαλκανίων.[1] Οι ετήσιες εκστρατείες τους έφτασαν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και τον Ισθμό της Κορίνθου. Όλες οι επακόλουθες προσπάθειες αντιμετώπισης του βουλγαρικού στρατού στις Kατασύρτες, τα Θερμά Ύδατα (Aquae Calidae) και τις Πηγές έληξαν με ήττα.[3]

Παρά τη στρατιωτική του υπεροχή επί της στεριάς, ο Συμεών Α΄ γνώριζε, ότι χρειαζόταν ναυτική βοήθεια για να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Το 922 έστειλε κρυφά απεσταλμένους στον χαλίφη των Φατιμιδών Ουμπαγιάντ Αλλάχ αλ-Μοαχντί στη Mαχντία για να διαπραγματευτεί τη βοήθεια του ισχυρού αραβικού ναυτικού. Ο Συμεών Α΄ πρότεινε να μοιράσει εξίσου όλα τα λάφυρα, οι Βούλγαροι θα κρατούσαν την Κωνσταντινούπολη και οι Φατιμίδες θα κέρδιζαν τα βυζαντινά εδάφη στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία.[1][3]

A page from a medieval manuscript
Οι Βούλγαροι καίνε μία εκκλησία στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Από το Χρονικόν του Κ. Μανασσή.

Για να αποσπάσουν την προσοχή των Βυζαντινών από τις μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Άραβες, το καλοκαίρι του 922 οι Βούλγαροι ξεκίνησαν εκστρατεία στην Ανατολική Θράκη. Κατέλαβαν και φυλάκισαν μία σειρά από οχυρωμένες πόλεις στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Bιζύης.[3] Τον Ιούνιο έφτασαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και έκαψαν το Παλάτι της Θεοδώρας, που βρίσκεται στις όχθες του Κεράτιου Κόλπου.[3]

Σε απάντηση, ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (βασ. 920–944) κάλεσε τους διοικητές των ταγμάτων σε μία εορτή και τους προέτρεψε να αντιμετωπίσουν τους Βούλγαρους.[3][4][5] Την επόμενη ημέρα ένας από αυτούς, ο Σακτίκιος, ηγήθηκε της επίθεσης κατά των Βουλγάρων.[4] Ενώ οι περισσότεροι Βούλγαροι στρατιώτες διαλύθηκαν για να λεηλατήσουν την ύπαιθρο, οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο και έσφαξαν τους λίγους υπερασπιστές, που είχαν απομείνει εκεί.[3] Όταν οι κύριες βουλγαρικές δυνάμεις ενημερώθηκαν για την επίθεση, κατευθύνθηκαν πίσω στο στρατόπεδο για να εμπλακούν με τους αντιπάλους. Στον σκληρό αγώνα που ακολούθησε, οι Βούλγαροι επικράτησαν και ανάγκασαν τους Βυζαντινούς να τραπούν σε φυγή, παρά το προσωπικό θάρρος του Σακτικίου, που οι βυζαντινοί χρονικογράφοι ισχυρίζονται ότι «σκότωσε πολλούς».[4][5] Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης το άλογο του Σακτικίου κόλλησε στη λάσπη ενός ποταμού και ο Βυζαντινός διοικητής τραυματίστηκε στην έδρα και στο μηρό.[4] Οι στρατιώτες του κατάφεραν να απελευθερώσουν το άλογο από τη λάσπη και να τον φέρουν ζωντανό στις Βλαχέρνες. Ο Σακτίκιος έμεινε στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίας των Βλαχερνών, όπου και απεβίωσε το επόμενο βράδυ.[4][6]

A city map
Χάρτης της Κωνσταντινούπολης με τον Κεράτιο κόλπο στα βόρεια και τις Βλαχέρνες στα βορειοδυτικά.

Μετά τη νίκη, ο Συμεών Α΄ έστειλε επιστολές στον Οικουμενικό Πατριάρχη Νικόλαο Α΄ Μυστικό και στον συναυτοκράτορα του Ρωμανού, Κωνσταντίνο Ζ΄ a[›] για να προτείνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, πρόθεσή του ήταν να παρατείνει τις διαπραγματεύσεις μέχρι την επιστροφή των απεσταλμένων του από τους Φατιμίδες.[3] Ενώ ο Συμεών Α΄ και ο Νικόλαος Μυστικός αντάλλαξαν επιστολές, οι πολεμικές ενέργειες συνεχίστηκαν. Σε λίγες εβδομάδες ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε την Αδριανούπολη, τη σημαντικότερη πόλη της βυζαντινής Θράκης.[3] Η άλωση της Αδριανούπολης δημιούργησε φόβους στην Κωνσταντινούπολη, ότι επίκειται βουλγαρική επίθεση στην πόλη. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να εκφοβίσουν τον Συμεών Α΄ απειλώντας να υποκινήσουν τους Μαγυάρους, τους Πετσενέγους και τους Ρως του Κιέβου να επιτεθούν στη Βουλγαρία από τα βορειοανατολικά, όπως είχαν κάνει στον πόλεμο των ετών 894-896 .[1][3] Ο Συμεών ήξερε ότι αυτά ήταν κενά λόγια, διότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει αυτές τις απειλές.[3]

Στο μεταξύ, οι Βούλγαροι απεσταλμένοι έτυχαν θερμής υποδοχής από τον αλ-Μαχντί. Ο χαλίφης των Φατιμιδών αποδέχτηκε τους βουλγαρικούς όρους και έστειλε τους δικούς του απεσταλμένους στον Συμεών Α΄. Ωστόσο, στο δρόμο της επιστροφής το πλοίο τους αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι κατάφεραν να πλειοδοτήσουν των Βουλγάρων και να αποσπάσουν την προσοχή των Φατιμιδών.[3] Οι Βούλγαροι διατήρησαν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των Βαλκανίων, προσαρτώντας τη σύμμαχο του Βυζαντίου Σερβία το 924, αλλά χωρίς ναυτική υποστήριξη δεν μπόρεσαν να εξαπολύσουν μία αποφασιστική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Συμεών Α΄ το 927, όταν ο γιος του Πέτρος Α΄ (βασ. 927–969) συνήψε συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι αναγνώρισαν τον αυτοκρατορικό τίτλο των Βουλγάρων μοναρχών και την πλήρη ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως αυτοκέφαλο Πατριαρχείο, σε αντάλλαγμα για τις περισσότερες κατακτήσεις του Συμεών Α΄ στη Θράκη μετά το 917 [1].

^ a: Although after 919 Romanos I Lekapenos had assumed absolute power in the Byzantine Empire and Constantine VII had become a figurehead, Simeon I addressed his letter to Constantine VII because he considered Romanos I a usurper.[7][8]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Andreev & Lalkov 1996
  2. 2,0 2,1 Fine 1991
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 Zlatarski 1972
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 "Continuation of the Chronicle of George Hamartolos" in GIBI, vol. VI, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, p. 146
  5. 5,0 5,1 "Synopsis of Histories by John Skylitzes" in GIBI, vol. VI, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, p. 252
  6. "Synopsis of Histories by John Skylitzes" in GIBI, vol. VI, Bulgarian Academy of Sciences, Sofia, p. 253
  7. Fine 1991, σελ. 151
  8. Zlatarski 1972, σελ. 423