Ιστορία της Μάλτας υπό το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη
Μάλτα (Υπό την κηδεμονία του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ) | ||||||
Κράτος υποτελές στο Βασίλειο της Σικελίας με πλήρη ανεξαρτησία το 1753 | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Πρωτεύουσα | Βιτοριόζα (1530–1571) Βαλέτα (1571–1798) | |||||
Γλώσσες | Επίσημα: Ιταλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Πορτογαλικά, Γερμανικά Ανεπίσημα: Μαλτέζικα | |||||
Πολίτευμα | Εκλεγμένη μοναρχία | |||||
Μεγάλος Μάγιστρος | ||||||
- | 1530–1534 | Φιλίπ ντε Βιλιέ ντε λ΄ Ιλ-Αντάμ (πρώτος) | ||||
- | 1797–1798 | Φέρντιναντ φον Χόμπες τσου Μπολχάιμ (τελευταίος) | ||||
Ιστορία | ||||||
- | Καθιέρωση του Τάγματος στη Μάλτα | 1530 | ||||
- | Κατάληψη της Μάλτας από τη Γαλλία | 1798 | ||||
Νόμισμα | Μαλτέζικο σκούντο[1]
Άλλα νομίσματα
|
Η Μάλτα κυβερνήθηκε από το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη ως υποτελές κράτος του Βασιλείου της Σικελίας, από το 1530 έως 1798. Τα νησιά Μάλτα και του Γκόζο, καθώς και η πόλη της Τρίπολης της σημερινής Λιβύης, χορηγήθηκαν στο Τάγμα από τον Ισπανό Αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄, το 1530, μετά την απώλεια της Ρόδου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατάφερε να καταλάβει την Τρίπολη από το Τάγμα, το 1551, όμως η προσπάθεια κατάληψης της Μάλτας, το 1565, απέτυχε.
Μετά την πολιορκία του 1565, το Τάγμα αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στη Μάλτα και ξεκίνησε να κατασκευάζει μια νέα πρωτεύουσα, τη Βαλέτα. Για τους επόμενους δύο αιώνες η Μάλτα γνώρισε μια «χρυσή εποχή», που χαρακτηρίστηκε από άνθηση των τεχνών, της αρχιτεκτονικής και μιας γενικής βελτίωσης στην μαλτέζικη κοινωνία.[2] Στα μέσα του 17ου αιώνα, το Τάγμα απέκτησε τον έλεγχο ορισμένων νησιών της Καραϊβικής, καθιστώντας το έτσι ως το μικρότερο κράτος που συμμετείχε στον αποικισμό την Αμερική.
Η παρακμή του Τάγματος ξεκίνησε την δεκαετία του 1770 και, το 1792, είχε αποδυναμωθεί σοβαρά, εξαιτίας της Γαλλικής Επανάστασης. Το 1798, γαλλικά στρατεύματα, υπό τον Ναπολέοντα εισέβαλαν στη Μάλτα και εξόρισαν το Τάγμα.
16ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώιμα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη εκδιώχθηκε από τη βάση του στη Ρόδο μετά την κατάληψη αυτής από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1522. Έπειτα από επτά χρόνια περιπλάνησης στην Ευρώπη, οι Ιππότες απέκτησαν το 1530 από τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄, με την ιδιότητά του ως βασιλιά της Σικελίας, να νησιά Μάλτα και Γκόζο, καθώς και το αφρικανικό λιμάνι της Τρίπολης. Σε αντάλλαγμα οι ιππότες έπρεπε να αποστέλουν ετησίως ένα γεράκι της Μάλτας στον αυτοκράτορα κατά την Ημέρα των Ψυχών.[3][4]
Το Τάγμα εγκαταστάθηκε στην πόλη Βιτοριόζα και την έκανε πρωτεύουσά του. Το αρχαίο φρούριο γνωστό ως Κάστρουμ Μάρις ξαναχτίστηκε και πήρε την ονομασία Φρούριο του Αγίου Αγγέλου. Οι άμυνες της πόλης ενισχύθηκαν και πολλά νέα κτίρια κατασκευάστηκαν. Το Τάγμα σύντομα ξεκίνησε να κατασκευάζει το δικό του νόμισμα, το μαλτέζικο σκούντο, για τις ανάγκες των συναλλαγών.[1]
Οι Ιωαννίτες συνέχισαν τις δράσεις τους εναντίον των Μουσουλμάνων και ιδιαίτερα των Βερβερίνων πειρατών. Παρά το γεγονός ότι είχαν μόνο λίγα πλοία, τράβηξαν γρήγορα την οργή των Οθωμανών, οι οποίοι δυσαρεστήθηκαν από την επανεγκατάστασή τους. Τον Ιούλιο του 1551, οθωμανικές δυνάμεις προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν το Φρούριο του Αγίου Αγγέλου και αργότερα τη Μεδίνα. Κάποιες μέρες αργότερα κατέλαβαν το Γκόζο και κατέσφαξαν τον τοπικό πληθυσμό, μέρος του οποίου οδήγησαν σε δουλεία. Από εκεί κινήθηκαν εναντίον της Τρίπολης, την οποία κατέκτησαν τον Αύγουστο. Μετά από αυτές τις επιθέσεις, το Τάγμα προσπάθησε να επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση το Γκόζο και να ενισχύσει τις οχυρώσεις του Μεγάλου Λιμανιού. Αρκετά φρούρια χτίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων του Αγίου Έλμου και του Αγίου Μιχαήλ, ενώ η πόλη Σενγκλέα άρχισε να αναπτύσσεται γύρω από το τελευταίο οχυρό.
Κάποια στιγμή, μεταξύ του 1551 και του 1556, ανεμοστρόβιλος έπληξε τη Μάλτα και κατέστρεψε τουλάχιστον τέσσερις από τις γαλέρες του Τάγματος, ενώ σκότωσε 600 ανθρώπους. Αυτή είναι η χειρότερη φυσική καταστροφή που συνέβη ποτέ στη Μάλτα και ένας από τους πλέον θανατηφόρους ανεμοστρόβιλους στην καταγεγραμμένη ιστορία.[5]
Το 1553, ο Κάρολος Ε΄ προσέφερε άλλη μία πόλη στους Ιππότες, την Μεχντία της σημερινής Τυνησίας. Ωστόσο, το Τάγμα αρνήθηκε να πάρει τον έλεγχο της πόλης, δεδομένου ότι επιτροπή που συστάθηκε αποφάσισε ότι θα ήταν πολύ δαπανηρή για να διατηρηθεί. Ως εκ τούτου, ο αυτοκράτορας διέταξε τον αντιβασιλέα της Σικελίας, Χουάν ντε Βέγα, να καταστρέψει την Μεχντία, προκειμένου να προληφθεί η κατάληψή της από τους μουσουλμάνους. [6] Ο Ντε Βέγα πυρπόλησε την πόλη, αλλά θέλοντας να εκδικηθεί τη Μάλτα, για τη μη αποδοχή της, απαγόρευσε την εξαγωγή σίτου στο νησί. Για να το αντιμετωπίσει αυτό, ο Μεγάλος Μάγιστρος Κλωντ ντε Λα Σανγκλ, έφερε το μηχανικό Βιντσέντζο Βόγκο στη Μάλτα για την αναβάθμιση των αλευρόμυλων, προκειμένου ο πληθυσμός να μη λιμοκτονήσει.[7]
Μεγάλη πολιορκία και επακόλουθα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη επίθεση στο νησί, ο Σουλεϊμάν έστειλε το 1565 μια σημαντική δύναμη περίπου 48.000 ανδρών για να καταλάβει τη Μάλτα, την οποία κατείχαν περίπου 500 ιππότες και 5.500 στρατιώτες.[3]
Στην αρχή της επίθεσης οι Ιωαννίτες υπέστησαν μεγάλες απώλειες, καθώς οι περισσότερες από τις πόλεις καταστράφηκαν και περίπου οι μισοί ιππότες σκοτώθηκαν. Στις 18 Αυγούστου η θέση των πολιορκημένων είχε επιδεινωθεί περαιτέρω, όμως ο Μεγάλος Μάγιστρος Ζαν Παριζό ντε Βαλέτ αρνήθηκε την πρόταση των συμβούλων του να εγκαταλείψουν τη Βιτοριόζα και τη Σενγκλέα.
Στις 23 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε μια ακόμα μεγάλη επίθεση, η τελευταία σοβαρή προσπάθεια κατάκτησης, όπως αποδείχθηκε. Ωστόσο, οι απώλειες των τουρκικών δυνάμεων ήταν μεγάλες. Με εξαίρεση το Φρούριο του Αγίου Έλμου, οι οχυρώσεις παρέμεναν άθικτες. Η φρουρά κατάφερνε να επισκευάζει τις ζημιές μέρα και νύχτα. Πολλά από τα οθωμανικά στρατεύματα είχαν ασθενήσει κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, ενώ τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα τους είχαν αρχίσει να μειώνονται.
Την 1η Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί έκαναν την τελευταία τους προσπάθεια, αλλά το ηθικό τους είχε επιδεινωθεί σοβαρά, ενώ οι πολιορκημένοι είχαν αρχίσει να βλέπουν ελπίδες νίκης. Με είδηση ότι έφθασαν ενισχύσεις από τη Σικελία, διέκοψαν την πολιορκία και αποχώρησαν από το νησί στις 8 Σεπτεμβρίου. Η Μεγάλη Πολιορκία της Μάλτας θεωρείται ως αποφασιστική νίκη των ιπποτών.[8]
Η πολιορκία απεικονίζεται σε τοιχογραφίες του Ματέο Πέρες στην Αίθουσα του Αγίου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου, επίσης γνωστή ως η Αίθουσα του Θρόνου, στο Παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου στη Βαλέτα. Τέσσερις από τις αρχικές ελαιογραφίες του, που χρονολογούνται μεταξύ του 1576 και του 1581, βρίσκονται στο Κυβικό Δωμάτιο του Κουίνς Χάουζ του Γκρίνουιτς.
Τα επόμενα χρόνια μια νέα πόλη χτίστηκε, η Βαλέτα, η οποία ονομάστηκε στη μνήμη του Μεγάλου Μαγίστρου, που αντιστάθηκε στην πολιορκία. Έγινε έδρα του Τάγματος το 1571 και παραμένει πρωτεύουσα της Μάλτας μέχρι σήμερα.[9]
Το 1574 επιβλήθηκε στη Μάλτα η Ρωμαιοκαθολική Ιερά Εξέταση, όταν ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ έστειλε τον Πιέτρο Ντουζίνα ως μεσολαβητή του. Αυτή η Ιερά Εξέταση αντικατέστησε την παλιά μεσαιωνική Ιερά Εξέταση, που είχε επιβληθεί από τον Επίσκοπο του Παλέρμο.[10]
Το 1581 υπήρξε μια κρίση μεταξύ της Γενικής Μονής του Τάγματος και του Μεγάλου Μάγιστρου, Ζαν ντε λα Κασιέρ. Αυτή η κρίση κλιμακώθηκε σε ανταρσία στην οποία ο λα Κασιέρ έμεινε περιορισμένος στο Φρούριο του Αγίου Αγγέλου, ενώ ο ιππότης Ματιουρά Ρομέγκας εξελέγη νέος Μεγάλος Μάγιστρος. Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ έστειλε τον απεσταλμένο του Γκάσπαρε Βισκόντι για την επίλυση της διαφοράς. Ο λα Κασιέρ και ο Ρομέγκας κλήθηκαν στη Ρώμη, όμως και οι δύο έχασαν τη ζωή τους μέσα σε λίγο διάστημα από την άφιξή τους. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1582 εξελέγη νέος Μεγάλος Μέγιστρος ο Ουγκ Λουμπάνξ ντε Βερντάλ.[11][12]
17ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κύρια έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ του 1610 και του 1615, χτίστηκε το Υδραγωγείο του Γουινιακούρ για τη μεταφορά νερού από την Ντίνγκλι και το Ραμπάτ προς την πρωτεύουσα Βαλέτα. Αυτό το υδραγωγείο παρέμεινε σε χρήση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και οι περισσότερες από τις καμάρες του σώζονται έως σήμερα.[13]
Καθ΄ όλη τη διάρκεια του δέκατου έβδομου αιώνα οι οχυρώσεις της Μάλτας βελτιώθηκαν. Μεγάλα μέρη της Ακρόπολης του Γκόζο ανακατασκευάστηκαν μεταξύ του 1599 και του 1622. Τις δεκαετίες του 1630 και 1640 η περιοχή του Μεγάλου Λιμανιού ενισχύθηκε από την κατασκευή του Τείχους Φλοριάνα και Τείχους Αγία Μαργατίτα, που περιέκλεισαν περιοχές της Βαλέτας, της Βιτοριόζας και της Σενγκλέας. Αργότερα, τα Τείχη Κοτονέρα χτίστηκαν γύρω από τα Τείχη της Αγίας Μαργαρίτας, μεταξύ του 1670 και του 1680. Λόγω της έλλειψης κονδυλίων, τα τείχη Αγίας Μαργαρίτας και Κοτονέρα παρέμειναν ημιτελή για πολλά χρόνια. Στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα χτίστηκε το Φρούριο Ρικάζολι για να προστατεύει την είσοδο του Μεγάλου Λιμανιού, ενώ τα Φρούρια του Αγίου Έλμου και Αγίου Αγγέλου ενισχύθηκαν.
Παρά τις σημαντικές οχυρώσεις στην περιοχή του λιμανιού, από τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ακτογραμμής ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό απροστάτευτο. Το 1605, ο Πύργος Γκάρτζες χτίστηκε στο νησί Γκόζο. Τα επόμενα χρόνια, ο Αλόφ ντε Γουινιακούρ συνέχισε την αναβάθμιση των παράκτιων οχυρώσεων με την οικοδόμηση των Πύργων Γουινιακούρ, που αποτελούνταν από έξι προμαχώνες. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μεγάλου Μάγιστρου Τζιοβάνι Πάολο Λασκάρις μια σειρά από μικρότεροι πύργοι χτίστηκαν επίσης. Ο διάδοχός του Μαρτίν ντε Ρεντίν έχτισε μια σειρά από παρόμοιους πύργους. Ο τελευταίος παράκτιος πύργος που χτίστηκε ήταν ο Πύργος Ιζόπου, που κατασκευάστηκε το 1667 κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νικολά Κοτονέρ.[14]
Το 1693, ένας σεισμούς κατέστρεψε πολλά κτίρια στη Μάλτα, ιδιαίτερα στην πρώην πρωτεύουσα Μεδίνα. Ο καθεδρικός ναός της πόλης, ο οποίος είχε χτιστεί κατά τη διάρκεια της νορμανδικής κατοχής της Μάλτας, κατεδαφίστηκε, ενώ ένας νέος μπαρόκ καθεδρικός ναός χτίστηκε στη θέση του λίγα χρόνια αργότερα.[15]
Στο δέκατο έβδομο και στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα, το ναυτικό του Τάγματος ήταν στο αποκορύφωμα της ακμής του. Το Τάγμα, συνήθως μαζί με άλλες ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις, συμμετείχε σε ναυμαχίες εναντίον των Οθωμανών, όπως στο Περιστατικό της 28η Σεπτεμβρίου 1644 ή στην Μάχη των Δαρδανελίων, το 1656. Συμμετείχε επίσης στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571, υπό τη διοίκηση του Ιωάννη της Αυστρίας. Η πειρατεία έγινε, επίσης, ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας της Μάλτας μέχρι τις αρχές του της δεκαετίας του 1700.[16]
Αποικισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Τάγμα έλαβε μέρος στον αποικισμό της Αμερικής, καθώς στις 21 Μαΐου 1651 απέκτησε τέσσερα νησιά της Καραϊβικής: τον Άγιο Βαρθολομαίο, τον Άγιο Χριστόφορο, τον Άγιο Σταυρό και τον Άγιο Μαρτίνο. Αυτά τα νησιά πουλήθηκαν από τη γαλλική Εταιρεία Αμερικανικών Νήσων, η οποία μόλις είχε διαλυθεί. Το Τάγμα άσκησε διοίκηση στα νησιά μέσω του Φιλίπ ντε Λονγκβιλιέρ ντε Πουανσί, όμως πέντε έτη μετά το θάνατό του, το 1665, πωλήθηκαν στη Γαλλική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών. Αυτό σηματοδότησε το τέλος της επιρροής του Τάγματος έξω από τη Μεσόγειο Θάλασσα.[17]
18ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1714 και μετά πραγματοποιήθηκαν πολλά οχυρωματικά έργα στις ακτές της Μάλτας και του Γκόζο.[18] Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Φρούριο Σαμπρέ στο Γκόζο και το Φρούριο Τιγκνέ στο Μαρσαμξέτ.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, η μπαρόκ αρχιτεκτονική παρέμεινε δημοφιλής στη Μάλτα. Αυτό συνδέθηκε και με τους Μεγάλους Μάγιστρους Αντόνιο Μανοέλ ντε Βιλιένα και Μανοέλ Πίντο ντε Φονσέκα, οι οποίοι ήταν Πορτογάλοι. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του του ντε Βιλιένα, η πόλη της Μεδίνας ανακαινίστηκε σημαντικά σε μπαρόκ ρυθμό.[19] Άλλες σημαντικές μπαρόκ δομές που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ντε Βιλιένα περιλαμβάνουν το Φρούριο Μανοέλ και το Θέατρο Μανοέλ. Η πόλη της Φλοριάνα, επίσης, άρχισε να αναπτύσσεται αυτή την εποχή μεταξύ των Τειχών Φλοριάνα και της Βαλέτας, ενώ της δόθηκε ο τίτλος Μπόργκο Βιλιένα από τον Μεγάλο Μέγιστρο. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Πίντο, η οποία διήρκεσε από το 1741 ως το 1773, ο μπαρόκ ρυθμός παρέμεινε ισχυρός. Τυπικά κτίρια από αυτή την εποχή περιλαμβάνουν το Αουμπέρτζε ντε Καστίλε και την Προκυμαία της Βαλέτας.[20]
Το 1749, συνέβη η Συνωμοσία των Σκλάβων, στην οποία Τούρκοι δούλοι σχεδίαζαν να εξεγερθούν και να δολοφονήσουν τον Πίντο. Όμως η εξέγερση καταστάλθηκε πριν ξεκινήσει, καθώς τα σχέδιά τους διέρρευσαν στο Τάγμα.
Το 1753, ο Πίντο διακήρυξε την πλήρη κυριαρχία του Τάγματος της Μάλτας, με αποτέλεσμα να έρθει σε αντιπαράθεση με το Βασίλειο της Σικελίας του βασιλιά Καρόλου. Η διαμάχη έληξε ένα χρόνο αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου 1754, όταν η Σικελία και το Τάγμα επέστρεψαν σε κανονικές διμερείς σχέσεις. Παρά το γεγονός αυτό η Σικελία δεν ασκούσε πλέον κανένα έλεγχο επί των μαλτέζικων νησιών και ουσιαστικά το Τάγμα είχε γίνει ένα κυρίαρχο κράτος.[21]
Παρακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών του δέκατου έβδομου αιώνα, το Τάγμα παρουσίασε σταθερή παρακμή. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πτώχευσης που έφερε η διακυβέρνηση του Μανουέλ Πίντο ντε Φονσέκα, που αποστράγγισε τα οικονομικά του Τάγματος. Εξαιτίας αυτού, το Τάγμα έγινε αντιδημοφιλής ανάμεσα στους Μαλτέζους πολίτες.
Το 1775, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Φρανσίσκο Χιμένες ντε Τεξάδα, συνέβη μια εξέγερση, γνωστή ως Εξέγερση των Ιερέων. Οι αντάρτες κατάφεραν να καταλάβουν το Φρούριο του Αγίου Ελμού και το Κάβαλιερ του Αγίου Ιακώβου, όμως η εξέγερση κατεστάλη και μερικοί από τους ηγέτες εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν.[22]
Το 1792, οι κτήσεις του Τάγματος στη Γαλλία κατασχέθηκαν από το κράτος λόγω της Γαλλικής Επανάστασης, που οδήγησε το ήδη πτωχευμένο Τάγμα σε μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κρίση. Όταν ο Ναπολέων αποβιβάσθηκε στη Μάλτα τον Ιούνιο του 1798 οι ιππότες θα μπορούσαν να εισέλθουν σε μια μακρά πολιορκία, όμως παρέδωσαν το νησί σχεδόν αμαχητί.[23] Οι Γάλλοι κατείχαν τη Μάλτα μέχρι το 1800, όταν εκδιώχθηκαν από Μαλτέζους επαναστάτες, υποβοηθούμενος από τη Μεγάλη Βρετανία. Η Μάλτα, έτσι, έγινε ένα βρετανικό προτεκτοράτο και, παρόλο που η Συνθήκη της Αμιένης δήλωνε ότι θα έπρεπε να παραδοθεί πίσω στο Τάγμα των Ιωαννιτών, αυτό δεν υλοποιήθηκε. Όταν ο νέος Μεγάλος Μάγιστρος Τζιοβάνι Μπατίστα Τομάζι απαίτησε από τον Βρετανό Πολιτικό Επίτροπο Αλεξάντερ Μπολ να του επιστρέψει το Παλάτι του Μεγάλου Μέγιστρου, ο Μπολ απάντησε στις 2 Μαρτίου 1803 ότι η Βρετανία θα συνέχιζε να κατέχει στρατιωτικά το νησί και ότι το παλάτι δεν ήταν δυνατόν να εκκενωθεί, καθώς σε αυτό στεγάζονταν Βρετανοί δημόσιοι υπάλληλοι.
Η Μάλτα τελικώς έγινε μια βρετανική αποικία, το 1813, και παρέμεινε με αυτό το καθεστώς ως την ανεξαρτησία της το 1964. Τα μέλη του τάγματος διασκορπίστηκαν σε όλη την Ευρώπη, όμως στις αρχές του 19ου αιώνα οργανώθηκε εκ νέου για τη μετάδοση ανθρωπιστικών και θρησκευτικών αξιών. Το 1834, το Τάγμα, που έγινε γνωστό ως το Κυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα της Μάλτας καθιέρωσε την έδρα του στην πρώην πρεσβεία του στη Ρώμη, όπου παραμένει εκεί ως ημέρα.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «Coinage of the Knights in Malta». Central Bank of Malta. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ «The culture of Malta throughout the millenia». malta.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016.
- ↑ 3,0 3,1 «Malta History». Jimdiamondmd.com. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ «Malta History 1000 AD–present». Carnaval.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ «British & European Tornado Extremes». The Tornado and Storm Research Organisation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ Houtsma, M. Th. (1993). E. J. Brill's first encyclopaedia of Islam : 1913 – 1936. 5. Leiden: BRILL. σελ. 122. ISBN 9789004097919.
- ↑ Abela, Joe. «Claude de la Sengle (1494 - 1557)». Senglea Local Council. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ «Ottoman Siege of Malta, 1565». World History at KMLA. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2007.
- ↑ Sciberras, Sandro. «A. The Early Years of the Order of St John in Malta» (PDF). St Benedict College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 14 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ Sciberras, Sandro. «D. The Roman Inquisition in Malta» (PDF). St Benedict College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 14 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ Dandria, David (19 06 2011). «An eventful year for the Order of St John in Malta». Times of Malta. http://www.timesofmalta.com/articles/view/20110619/life-features/An-eventful-year-for-the-Order-of-St-John-in-Malta.371408. Ανακτήθηκε στις 3 11 2014.
- ↑ Dandria, David (26 06 2011). «1581 affair ended by death, diplomacy». Times of Malta. http://www.timesofmalta.com/articles/view/20110626/life-features/1581-affair-ended-by-death-diplomacy.372509. Ανακτήθηκε στις 3 11 2014.
- ↑ Ellul, Michael (3 02 2007). «Wignacourt aqueduct». Times of Malta. http://www.timesofmalta.com/articles/view/20070203/local/wignacourt-aqueduct.27666. Ανακτήθηκε στις 2015-03-01.
- ↑ Debono, Charles. «Coastal Towers». Mellieha.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ «Mdina Cathedral». Sacred Destinations. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ Sciberras, Sandro. «B. The Order's Naval Establishments» (PDF). St Benedict College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 30 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ Allen, David F. (1990). Web page by Malta Historical Society. «The Social and Religious World of a Knight of Malta in the Caribbean, c. 1632-1660». Libraries and Culture 25 (2): 147–157. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-04-13. https://web.archive.org/web/20140413125220/http://mhs.eu.pn/cc/CC08.html. Ανακτήθηκε στις 2015-03-01.
- ↑ Spiteri, Stephen C. (12 Σεπτεμβρίου 2014). «ARX - Hospitaller Coastal Batteries». militaryarchitecture.com. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ Sciberras, Sandro. «C. Some of the Order's Projects in Malta» (PDF). St Benedict College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 13 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ «Auberge de Castille». Office of the Prime Minister. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουλίου 2008.
- ↑ Zammit, Vincent (1992). Il-Gran Mastri - Ġabra ta' Tagħrif dwar l-Istorja ta' Malta fi Żmienhom - It-Tieni Volum 1680-1798. Valletta, Malta: Valletta Publishing & Promotion Co. Ltd. σελίδες 405–406.
- ↑ «Maltese Rebellion 1775». World History at KMLA. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.
- ↑ Sciberras, Sandro. «E. The Decline of the Order of St John In the 18th Century» (PDF). St Benedict College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 30 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2015.