Βασάραβα Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασάραβα Α΄
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Basarab Întemeietorul (Ρουμανικά)
Γέννηση1271[1] ή Δεκαετία του 1280[1]
Θάνατος1352[1]
Καμπουλούνγκ
Χώρα πολιτογράφησηςΒλαχία
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταRege
Οικογένεια
ΤέκναΘεοδώρα της Βλαχίας
Νικολάε Αλεξάντρου
ΓονείςThocomerius
ΟικογένειαΟίκος των Βασαράβων
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςβοεβόδας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμονάρχης
Κατάλογος ηγεμόνων της Βλαχίας
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βασάραβα Α΄ (Basarab I), επίσης γνωστός ως Βασάραβα ο Ιδρυτής ήταν βοεβόδας και στη συνέχεια ο πρώτος ανεξάρτητος ηγεμόνας της Βλαχίας και έζησε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Πολλές λεπτομέρειες της ζωής του είναι αβέβαιες. Αν και το όνομά του είναι Τουρκογενούς προέλευσης, πηγές του 14ου αιώνα ομοφώνως δηλώνουν ότι ήταν Βλάχος. Ο Βασαράβα ανέλαβε την εξουσία πριν από το 1324, αλλά οι συνθήκες της ανάληψης αυτής είναι άγνωστες. Σύμφωνα με δύο δημοφιλείς θεωρίες διαδέχθηκε είτε τον πατέρα του Θοκομέριο είτε το μυθικό ιδρυτή της Βλαχίας Ράντου Νεγκρού.

Ένα βασιλικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 26 Ιουλίου 1324 είναι το πρώτο έγγραφο που αναφέρει το Βασαράβα. Σύμφωνα με αυτό υπαγόταν στον Κάρολο Α΄ της Ουγγαρίας ως βοεβόδας της Βλαχίας. Ο Βασαράβα "παρέβη τον όρκο του προς το Άγιο Στέμμα της Ουγγαρίας" το 1325. Κατέλαβε το Βανάτο του Σεβέριν και εισέβαλε στις νότιες περιοχές του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Υποστήριξε την επίθεση του Μιχαήλ Ασέν Γ΄ της Βουλγαρίας κατά του Βασιλείου της Σερβίας, αλλά οι ενωμένοι στρατοί τους ηττήθηκαν στη Μάχη του Βέλμπαζντ στις 28 Ιουλίου 1330. Αμέσως μετά ο Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας εισέβαλε στη Βλαχία, αλλά οι Βλάχοι έστησαν ενέδρα και σχεδόν εκμηδένισαν τα βασιλικά στρατεύματα στη Μάχη της Ποσάδα,μεταξύ 9 και 12 Νοεμβρίου 1330.

Η Μάχη της Ποσάδα τερμάτισε την ουγγρική κυριαρχία στη Βλαχία και έτσι ιδρύθηκε το πρώτο ανεξάρτητο ρουμανικό πριγκηπάτο. Οι απόγονοι του Βασαράβα κυβέρνησαν τη Βλαχία για τουλάχιστον δύο αιώνες. Η περιοχή της Βεσσαραβίας, που βρίσκεται ανάμεσα στα ποτάμια Δνείστερο και Προύθο, πήρε το όμομά της από τη δυναστεία του Βασαράβα .

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βασάραβα ήταν γιος του Θοκομέριου, σύμφωνα με διάταγμα που συνέταξε ο Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας το 1332. Η κοινωνική θέση του Θοκομέριου δεν μπορεί να καθοριστεί. Μια επιστημονική υπόθεση είναι ότι καταγόταν από τον Σενεσλάου, Βλάχο άρχοντα των μέσων του 13ου αιώνα. Ο ιστορικός Βλαντ Γκεργκέσκου γράφει ότι ο Θοκομέριος ήταν ο πιθανός διάδοχος του Μπάρμπατ, ηγεμόνα της Ολτένιας, του τέλους του 13ου αιώνα. Ο ιστορικός Τούντορ Σαλαγκεάν υποστηρίζει ότι ο Θοκομέριος ήταν "τοπικός ηγεμόνας."

Το όνομα του Βασάραβα είναι Τουρκογενούς προέλευσης. Το πρώτο του μέρος είναι η μετοχή ενεστώτος του ρήματος μπασ- ("καταπιέζω, κυριαρχώ, κυβερνώ"). Το δεύτεροταιριάζει με τον τουρκικό τιμητικό τίτλο αμπα ή ομπα("πατέρας, παλαιότερος συγγενής"), που μπορεί να αναγνωριστεί σε Κουμανικά ονόματα, όπως Τερτερόμπα, Αρσλανάπακαι Ούρσομπα. Το όνομα του Βασάραβα υποδηλώνει ότι ήταν από καταγωγή Κουμάνων ή Πετσενέγων, αλλά αυτή η υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί. [8] [10] [11] Τουλάχιστον τέσσερα βασιλικά έγγραφα του 14ου αιώνα αναφέρονται στο Βασάραβα ως Βλάχο. Ο Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας αναφέρθηκε σε αυτόν ως "Βασάραβα, τον άπιστο Βλάχο" μας το 1332.

Ο Πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ απευθύνθηκε στο Βασάραβα ως «αφοσιωμένο καθολικό πρίγκιπα» σε επιστολή του, που γράφτηκε την 1η Φεβρουαρίου 1327. Την ίδια μέρα ο Πάπας έστειλε παρόμοιες επιστολές στον Κάρολο Α΄ της Ουγγαρίας και στους ανώτερους υπαλλήλους του, όπως ο Τόμας Ζέσενι, Βοεβόδας της Τρανσυλβανίας και ο Μικς Ακος, Μπαν της Σλαβονίας, ζητώντας τους να υποστηρίξουν τις ενέργειες των Δομινικανών εναντίον των «αιρετικών» . Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Νέαγκου Τζουβάρα αυτή η αλληλογραφία με την Αγία Έδρα αποδεικνύει ότι ο Βασάραβα ήταν Καθολικός, που μαρτυρεί επίσης την Κουμανική καταγωγή του, επειδή οι Κουμάνοι είχαν βαφτιστεί Καθολικοί. Οι ιστορικοί Ματέι Καζάκου και Νταν Μουρεσάν απορρίπτουν τη θεωρία του Τζουβάρα, λέγοντας ότι όλες οι άλλες πηγές αποδεικνύουν ότι ο Βασάραβα ήταν Ορθόδοξος. Για παράδειγμα, το Εικονογραφημένο Χρονικό]], που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1350, αναφερόταν στον Βασαράβα ως "άπιστο σχισματικό."

Ηγεμόνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βοεβόδας του Κάρολου Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λεπτομέρειες της ανόδου του Βασάραβα είναι ασαφείς. Πρώιμα Ρουμανικά χρονικά αποδίδουν την ίδρυση της Βλαχίας στον θρυλικό Ράντου Νέγκρου. Σύμφωνα με Βλαχικά χρονικά του 17ου αιώνα, ο Νέγκρου, αφού αναχώρησε από το Φιγκίρας, έφτασε στη Βλαχία το 1290 ή το 1292, συνοδευόμενος από "πολλούς". Ένα από αυτά τα χρονικά, το Istoria Ţării Româneşti, αναφέρει ότι το "Βασάραβ " ήταν το επώνυμο μιας οικογένειας βογιάρων της Ολτενίας (Δυτική Βλαχία), που αποδέχτηκε την κυριαρχία του Ράντου Νέγκρου μετά την «αφίππευσή» του. Ο ιστορικός Νεάγκου Τζουβάρα συνδέει αόριστα το Βασάραβα (ή, εναλλακτικά, τον πατέρα του) με το Ράντου Νέγκρου· Ο Λαουρέντσιου Ρίντβαν αναφέρει ότι ο Βασάραβα είτε εκθρόνισε είτε ειρηνικά διαδέχθηκε το Ράντου Νέγκρου μεταξύ 1304 και 1324. Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Βλαντ Γκεοργκέσκου, αναφέρουν ότι ο Βασάραβα διαδέχθηκε τον πατέρα του, Θοκομέριο, γύρω στο 1310.

Ο Βασάραβα αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε βασιλικό έγγραφο που εκδόθηκε από τον Κάρολο Α΄ της Ουγγαρίας στις 26 Ιουλίου 1324, όπου περιγραφόταν ως «ο βοεβόδας μας της Βλαχίας». Αυτό δείχνει ότι ο Κάρολος θεωρούσε το Βασάραβα ως πιστό υποτελή εκείνη την εποχή. Ο ιστορικός Ιστβαν Βάζαρι αναφέρει ότι ο Βασάραβα δέχτηκε την κυριαρχία του Καρόλου μόνο αφού ο βασιλιάς αποκατέστησε την βασιλική εξουσία στο Βανάτο του Σεβερίν, Ουγγρική συνοριακή επαρχία, το 1321. Σε αντάλλαγμα για την αφοσίωσή του, επικυρώθηκε η κατοχή του Φρουρίου του Σεβερίν από το Βασάραβα, σύμφωνα με τους ιστορικούς Τούντορ Σαλαγκέαν και Ατίλα Μπάρανι.

Προς την ανεξαρτησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη της Ποσάδα (Βιεννέζικο αντίγραφο του Ουγγρικού Εικονογραφημένου Χρονικού)
Ο Βασιλιάς Κάρολος Α΄ υποχωρώντας κατά τη Μάχη της Ποσάδα

Ένα βασιλικό έγγραφο με χρονολογία 18 Ιουνίου 1325 καταγράφει ότι ένας άνθρωπος ονόματι Στέφανος, που ήταν γιος ενός Κουμάνου κόμη στην Ουγγαρία, δήλωσε ότι ο βασιλιάς ήταν ασθενέστερος από το Βασάραβα και "δεν έφτανε ούτε μέχρι τον αστράγαλό του". Το ίδιο έεγραφο περιγράφει το Βασάραβα ως "άπιστο στο Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας", που δείχνει ότι ο Βασάραβα είχε προδώσει το στέμμα. Βασιλικό έγγραφο του 1329 μνημονεύει το Βασάραβα, μαζί με τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και τους Τατάρους, ως εχθρό που "[έκανε] εχθρικές επιδρομές" γύρω από τη Μεχάντια. Ο Βασάραβα φαίνεται να είχε ελέγξει πλήρως το Βανάτο του Σεβερίν μεταξύ 1324 και 1330, δεδομένου ότι τα βασιλικά έγγραφα δεν ανέφεραν κανένα Μπαν του Σεβερίν κατά την περίοδο αυτή. Σε επιστολή του γραμμένη το 1327, ο Πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ αναφερόταν στα «εδάφη του Βασιλείου της Ουγγαρίας που είχαν υποταγεί» στο Βασάραβα.

Ο Μιχαήλ Ασέν Γ΄, Τσάρος της Βουλγαρίας, επιτέθηκε στη Σερβία το 1330. Συνοδεόταν από τον "ηγέτη των Γιαζ", μαζί με τα βοηθητικά στρατεύματα Βλάχων και "μαύρων Τατάρων". Σύμφωνα με Σερβικές πηγές και επιστολή του Στέφανος Δουσάν, που έγινε βασιλιάς της Σερβίας το 1331, ο Βασάραβα οδήγησε προσωπικά το στρατό του στη Σερβία για να βοηθήσει τον ασέν. Οι Σέρβοι έτρεψαν σε φυγή τον ενωμένο στρατό του Μιχαήλ Ασέν και των συμμάχων του στη Μάχη του Βελμπάζντ στις 28 Ιουλίου 1330. Ο Σίσιμαν σκοτώθηκε ενώ υποχωρούσε από το πεδίο της μάχης.

Επωφελούμενος από την κατάσταση αδυναμίας των συμμάχων του Βασάραβα, ο Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας αποφάσισε να επαναφέρει την κυριαρχία του στη Βλαχία. Σύμφωνα με βασιλικό έγγραφο που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά τα γεγονότα, ο Κάρολος ήθελε να επανακτήσει "μεθοριακά εδάφη" που ο Βάσαραβα "παρανόμως" κατείχε στη Βλαχία. Εισέβαλε στην Ολτενία, κατέλαβε το Φρούριο Σεβερίν και διόρισε τον Ντένις Ζέσι Μπαν του Σεβέριν το Σεπτέμβριο του 1330. Σύμφωνα με το Εικονογραφημένο Χρονικό ο Βασάραβα προσέφερε 7000 «ασημένια νομίσματα» ως αποζημίωση, μαζί με ετήσιο φόρο στο βασιλιά. Υποσχέθηκε επίσης να στείλει έναν από τους γιους του στη βασιλική αυλή στο Βίσεγκραντ.

Ωστόσο ο Κάρολος αρνήθηκε την προσφορά του Βασάραβα, λέγοντας ότι «είναι ο βοσκός του ποιμνίου μου και θα τον τραβήξω από τα γένεια του από τη ρίζα». Ο Κάρλος συνέχισε την εκστρατεία του, αλλά αυτός και οι στρατιώτες του υπέφεραν από την πείνα καθώς πορεύονταν προς την Κουρτέα ντε Αρτζες μέσω μιας αραιοκατοικημένης περιοχής. Ο Κάρολος υποχρεώθηκε να υπογράψει ανακωχή με το Βασάραβα και ο βασιλικός στρατός άρχισε να υποχωρεί από τη Βλαχία. Στις 9 Νοεμβρίου, όμως, οι Βλάχοι έστησαν ενέδρα στο βασιλιά και τους στρατιώτες του σε ένα στενό πέρασμα στα Νότια Καρπάθια. Παραμονεύοντας στα βράχια πάνω από την κοιλάδα οι Βλάχοι έρριξαν βέλη και βράχους πάνω στο στρατό. Η μάχη διήρκεσε μέχρι τις 12 Νοεμβρίου. Ο βασιλικός στρατός αποδεκατίστηκε και ο βασιλιάς Κάρολος διέφυγε μόλις και μετά βίας. Ο ιστορικός Σαλαγκεάν γράφει ότι ο Βασάραβα απέκρουσε την εισβολή του Καρόλου χωρίς βοήθεια από τους συμμάχους του. Έγγραφο του 1351 του Λουδοβίκου Α΄ της Ουγγαρίας, γιος και διάδοχος του Καρόλου, αναφέρει ότι παγανιστές "γείτονες και στρατός που σχηματίστηκε από άλλους άπιστους υποτελείς" στον Κάρολο υποστήριξαν το Βασάραβα κατά τον πόλεμο, υποδηλώνοντας ότι Τάταροι πολέμησαν βοηθώντας το Βασάραβα. Ωστόσο η αξιοπιστία της αναφοράς, γραμμένης δεκαετίες μετά τα γεγονότα, είναι αβέβαιη.

Ανεξάρτητος ηγεμόνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιολογικές έρευνες δείχνουν ότι μετά την καταστροφή της πρωτεύουσάς του Κουρτέα ντε Αρτζες κατά την εκστρατεία του Καρόλου Α΄, ο Βασάραβα μετέφερε την έδρα του στο Τσίμπουλουγκ. Η νίκη του Βασάραβα στη Μάχη της Ποσάδα επέτρεψε την εφαρμογή μιας ενεργού εξωτερικής πολιτικής. Υποστήριξε τις προσπάθειες του γαμπρού του, Ιβάν Αλεξάνταρ, να καταλάβει το βουλγαρικό στέμμα, που το πέτυχε το Φεβρουάριο του 1331. Με την υποστήριξη του Βασάραβα, ο Ιβάν Αλεξάνταρ αγωνίστηκε με επιτυχία εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1331 και το 1332. Σύμφωνα με το Σαλαγκεάν ο Βασάραβα φέρεται ότι κατέλαβε το φρούριο Σεβερίν στις αρχές της δεκαετίας του 1330.

Η ανοικοδόμηση της Κουρτέα ντε Αρτζες άρχισε μετά το 1340, με την ανέγερση νέων οχυρώσεων και νέου ανακτόρου. Η κατασκευή της Πριγκιπικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου άρχισε επίσης κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βασάραβα, αλλά ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του. Ο Βασάραβα φαίνεται να έχει κάνει το γιο του, Νικολάε Αλεξάντρου, συνηγεμόνα του γύρω στο 1344. Ο Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας, που είχε διαδεχθεί τον Κάρολο Α΄ το 1342, βάδισε στη νοτιοανατολική Τρανσυλβανία το καλοκαίρι του 1344. Για να αποτρέψει μια εκστρατεία εναντίον της Βλαχίας ο Νικολάε Αλεξάντρου επισκέφθηκε το Λουδοβίκο Α΄ και του ορκίστηκε πίστη, σύμφωνα με το σχεδόν σύγχρονό του χρονικό του Γιάνος Κουκουλέι. Τα Βλαχικά στρατεύματα υποστήριξαν την επίθεση του Αντρας Λάκφι κατά των Μογγόλων το 1345, σύμφωνα με ένα Βλάχικο χρονικό, αλλά ο ιστορικός Βίκτορ Σπινέι απορρίπτει αυτή την αναφορά. Σύμφωνα με έγγραφο του εγγονού του, Βλάντισλαβ Α΄ της Βλαχίας, ο Βασάραβα πέθανε το έτος 6860 του Βυζαντινού ημερολογίου, δηλαδή 1351 ή 1352 μ.Χ.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα δίπτυχο από το Τσίμπουλουγκ περιέχει μια αναφορά στο " Βοεβόδα Βασάραβα και στη σύζυγό του Μαργκίτα". Παρόλο που το δίπτυχο (πο αναθεωρήθηκε και ανανεώθηκε το 1710) μπορεί να περιέχει κάποιο καταγραφικό λάθος, οι ιστορικοί τείνουν να δέχονται ότι η σύζυγος του Βασάραβα ονομαζόταν Μαργκίτα (από το Μαργαρίτα). Σύμφωνα με τη Βλαχική λαϊκή παράδοση η Μαργκίτα ήταν η Καθολική σύζυγος του θρυλικού ιδρυτή της Βλαχίας, Ράντου Νέγκρου. Λέγεται ότι είχε ανεγείρει μια Καθολική εκκλησία στο Τσίμπουλουγκ και αυτοκτόνησε μετά την καταστροφή της εκκλησίας σύμφωνα με διαταγή του συζύγου της.

Στην επιστολή του σχετικά με τη Μάχη του Βελμπάζντ, ο Στέφανος Δουσάν ανέφερε ότι ο Βασάραβα ήταν "ο πεθερός του Τσάρου Αλεξάνταρ της Βουλγαρίας", φανερώνοντας ότι η κόρη του Βασάραβα Θεοδώρα ήταν σύζυγος του Ιβάν Αλεξάνταρ της Βουλγαρίας. Ο ιστορικός Βάζαρι αναφέρει ότι ο Βασάραβα την πάντρεψε με τον Ιβάν Αλεξάνταρ γύρω στο 1323 για να ενισχύσει τη συμμαχία του με τη Βουλγαρία. Γέννησε παιδιά αλλά ο Ιβάν Αλεξάνταρ την εγκατέλειψε και παντρεύτηκε μια προσήλυτη Εβραία, τη Σάρα-Θεοδώρα, τη δεκαετία του 1350. Ο γιος και διάδοχός του, Νικόλαος Αλέξανδρος, διέκοψε τη συμμαχία του Βασάραβα με τη Βουλγαρία.

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πριγκιπική Εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Κουρτέα ντε Αρτζες

Η νίκη του Βασάραβα στη μάχη της Ποσάδα αποτέλεσε σημείο καμπής στην ιστορία της Βλαχίας. Ο Σαλαγκεάν γράφει ότι η νίκη «επικύρωσε την ανεξαρτησία της Βλαχίας από το Ουγγρικό στέμμα» και άλλαξε το διεθνές της καθεστώς. Ο Γκεοργκέσκου περιγράφει τη Βλαχία ως το «πρώτο ανεξάρτητο Ρουμανικό πριγκιπάτο». Μολονότι οι βασιλιάδες της Ουγγαρίας συνέχιζαν να απαιτούν πίστη από τους βοεβόδες της Βλαχίας, ο Βασάραβα και οι διάδοχοί του ενέδωσαν μόνο προσωρινά το 14ο αιώνα.

Οι απόγονοι του Βασάραβα κυβέρνησαν τη Βλαχία για τουλάχιστον δύο αιώνες. Παραδείγματα των απογόνων του είναι ο Μίρτσεα ο Πρεσβύτερος και ο Βλαντ Τσέπες. Ο Νεάγκοε Βασάραβα, μέλος της οικογένειας βογιάρων Κραγιοβέστι, κατασκεύασε μια γενεαλογία για να αποδείξει ότι ήταν απόγονος του Βασάραβα και υιοθέτησε το "Βασάραβα " ως οικογενειακό του όνομα μετά την ανάρρησή του το 1512.

Από τα μέσα του 14ου αιώνα τα Βουλγαρικά, Ουγγρικά, Μολδαβικά και Σερβικά χρονικά χρησιμοποιούσαν το όνομα "Βασάραβα " όταν αναφέρονταν στη Βλαχία. Από τον επόμενο αιώνα και μετά η νότια περιοχή της χώρας μεταξύ των ποταμών Δνείστερου και Προύθου ονομαζόταν Βασαραβία. Μετά την προσάρτηση της Βασαραβίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1812, η ​​περιοχή μετονομάστηκε σε Βεσσαραβία. Η περιοχή αποτελεί πλέον μέρος της Μολδαβίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Προκάτοχος
Θωκομέριος
Πρίγκιπας της Βλαχίας

13101352
Διάδοχος
Νικολάε Αλεξάντρου