Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από NSDAP)
Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα
Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei
ΗγέτηςΑδόλφος Χίτλερ (1921-1945)
ΠρόεδροςΆντον Ντρέξλερ (24 Φεβρουαρίου 1920 – 29 Ιουλίου 1921)
ΙδρυτήςΆντον Ντρέξλερ
Ίδρυση24 Φεβρουαρίου 1920, πριν 104 έτη (1920-02-24)
Διάλυση10 Οκτωβρίου 1945 (1945-10-10)
ΠροκάτοχοςΓερμανικο Εργατικό Κόμμα (DAP)
ΈδραBraunes Haus, Μόναχο [1]
ΕφημερίδαVölkischer Beobachter
Πτέρυγα νεολαίαςΝεολαία Χίτλερ
Φοιτητική πτέρυγαΓερμανική Εθνικοσοσιαλιστική Μαθητική Ένωση (NSDStB)
ΙδεολογίαΕθνικοσοσιαλισμός
Αντισημιτισμός
Αντικομμουνισμός
Ξενοφοβία
Αντικαπιταλισμός
Πολιτικό φάσμαΑκροδεξιά
Ύμνος"Horst-Wessel-Lied"
Παραστρατιωτικές οργανώσειςSA, SS, NSKK, NSFK
Σημαία κόμματος
[[Πολιτικό σύστημα Γερμανία]]
[[Κατάλογος πολιτικών κομμάτων Γερμανία|Πολιτικά κόμματα]]
[[Εκλογές Γερμανία|Εκλογές]]


Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (γερμ: Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei), NSDAP, γνωστό και ως Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ή Ναζιστικό Κόμμα, ήταν ακροδεξιό [2][3] πολιτικό κόμμα στη Γερμανία που έδρασε μεταξύ 1920 και 1945 και δημιούργησε και υποστήριξε την ιδεολογία του ναζισμού.

Το Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα προέκυψε από την εξτρεμιστική γερμανική εθνικιστική, ρατσιστική και λαϊκιστική παραστρατιωτική κουλτούρα των Freikorps, που πολέμησαν κατά των κομμουνιστών στη Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο [4]. Το κόμμα δημιουργήθηκε για να τραβήξει τους εργάτες μακριά από τον κομμουνισμό, προς τον εθνικό (völkisch) εθνικισμό [5]. Το κόμμα είχε μικρή λαϊκή υποστήριξη μέχρι τη Μεγάλη Ύφεση, όταν η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου και η τεράστια ανεργία οδήγησαν τους Γερμανούς στον πολιτικό εξτρεμισμό.

Το NSDAP χάρη σε μια οργανωμένη διαδικασία που ονομάστηκε «Gleichschaltung» - Ναζιστικοποίηση -, κατάφερε να θέσει εκτός νόμου όλα τα υπόλοιπα κόμματα και να αποκτήσει απόλυτη κυριαρχία σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και οικονομίας της Γερμανίας από την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1933, ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945. Οι Ναζί επεδίωξαν την ενίσχυση του γερμανικού λαού, της "Αρίας κύριας φυλής", μέσω της φυλετικής καθαρότητας και της ευγονικής, των ευρέων προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας και της υποταγής των ατομικών δικαιωμάτων, προς όφελος του συνόλου. Για την προστασία της υποτιθέμενης καθαρότητας και δύναμης της Άριας φυλής, οι Ναζί επεδίωξαν να στερήσουν τα δικαιώματα, να διαχωρίσουν και τελικά να εξοντώσουν τους Εβραίους, τους Ρομά, τους Πολωνούς, τους Σλάβους, τους σωματικά και διανοητικά ανάπηρους, τους ομοφυλόφιλους, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και τους πολιτικούς αντιπάλους.[6] Η δίωξη έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν το ελεγχόμενο από το κόμμα γερμανικό κράτος έθεσε σε κίνηση την Τελική Λύση - ένα σύστημα γενοκτονίας που οδήγησε στο θάνατο περίπου 6 εκατομμυρίων Εβραίων σε αυτό που έγινε γνωστό ως Ολοκαύτωμα.[7]

Μετά την ήττα της Γερμανίας στο πόλεμο και αφού η χώρα τέθηκε υπό το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου το κόμμα κηρύχθηκε παράνομο [8]. Συγκεκριμένα με τη διακήρυξη αριθ. 2 του Συμβουλίου Ελέγχου της 20ής Σεπτεμβρίου 1945 κηρύχτηκε εκτός νόμου.[9] ενώ οι συναφείς οργανώσεις του με τον νόμο αριθ. 2 της 10ης Οκτωβρίου 1945, χαρακτηρίστηκαν ως εγκληματικές οργανώσεις και απαγορεύτηκαν. Όσοι από τους ηγέτες του έγινε δυνατόν να συλληφθούν καταδικάστηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Τα περιουσιακά του στοιχεία κατασχέθηκαν και η γερμανική κοινωνία εκκαθαρίστηκε από τα ναζιστικά στοιχεία με μια διαδικασία γνωστή ως αποναζιστικοποίηση.

Οι ευρέως διαδεδομένες στους εθνικιστικούς κύκλους θεωρίες για τη λεγόμενη πισώπλατη μαχαιριά ήταν μέρος του ιδεολογικού υποβάθρου τόσο του DAP όσο και άλλων δεξιών κομμάτων της περιόδου.

Η ανακωχή της Κομπιένης, που σηματοδότησε την ήττα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν καταλύτης σημαντικών εξελίξεων για τη χώρα. Η Νοεμβριανή Επανάσταση που είχε ήδη ξεκινήσει κατέληξε σε έναν εμφύλιο πόλεμο που διήρκεσε ένα έτος, και που έληξε με την πτώση της Μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν υπερισχύσει στις συγκρούσεις τους με τα Φράικορπς, και τον Αύγουστο του 1919, ύστερα από Σύνοδο της Γερμανικής Εθνοσυνέλευσης για την εγκαθίδρυση νέου Συντάγματος στη χώρα, η οποία έγινε στην πόλη Βαϊμάρη, εγκαθιδρύθηκε στη χώρα το νέο κοινοβουλευτικό καθεστώς γνωστό ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Το νέο καθεστώς αντιμετώπισε εξ αρχής σημαντικά προβλήματα, προερχόμενα τόσο από την αριστερά όσο και από την άκρα δεξιά. Το βασικό πρόβλημα, όμως, προερχόταν από τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτικοί για το Γερμανικό έθνος, όσο και από τις επακόλουθες πολεμικές αποζημιώσεις που απαιτούνταν - κυρίως από την πλευρά της Γαλλίας από τη Γερμανία.

Μέσα σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση, στις 5 Ιανουαρίου 1919, οι ακροδεξιοί εθνικιστές Άντον Ντρέξλερ, Γκότφριντ Φέντερ (Gottfried Feder), Ντίτριχ Έκαρτ και Καρλ Χάρρερ (Karl Harrer) και είκοσι ακόμα μέλη, ιδρύουν το πρώτο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα.

Ήδη από τον Μάρτιο του 1918 ο Άντον Ντρέξλερ είχε σχηματίσει τη δική του ομάδα, την Ελεύθερη Επιτροπή Εργαζομένων για μια καλή ειρήνη (Freien Arbeiterausschuß für einen guten Frieden). Ο Ντρέξλερ, άνθρωπος λαϊκής καταγωγής, μέλος του μιλιταριστικού κόμματος της Γερμανικής Πατρίδας (Deutsche Vaterlandspartei) [10] ταυτιζόταν με τους εθνικιστές της περιόδου εκείνης οι οποίοι διαφωνούσαν με τους όρους της Συμφωνίας των Βερσαλλιών, θεωρώντας την ως ατιμωτική για τη Γερμανία, είχαν ανιισημιτικές, αντιμοναρχικές και αντιμαρξιστικές απόψεις και πίστευαν στην ανωτερότητα των Γερμανών, (Herrenvolk).[11] Ο Ντρέξλερ είδε την πολιτική βία και την αστάθεια στη Γερμανία ως αποτέλεσμα της έλλειψης επαφής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με τις μάζες, ιδίως τις κατώτερες τάξεις. [11] Πίστευε στην ανάγκη της σύνθεσης του εθνο-εθνικισμού με μια μορφή οικονομικού σοσιαλισμού, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα λαϊκό εργατικό κίνημα με εθνικιστικό προσανατολισμό που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την άνοδο του κομμουνισμού και των διεθνιστικών πολιτικών.[12]

Τον Δεκέμβριο του 1918, ο Καρλ Χάρρερ (δημοσιογράφος και μέλος της Εταιρείας της Θούλης) έπεισε τον Ντρέξλερ και αρκετούς άλλους να σχηματίσουν τον Πολιτικό Κύκλο Εργασίας (Politischer Arbeiter-Zirkel). [13].

Από αυτόν τον πυρήνα προέκυψε τον Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, (Deutsche Arbeiterpartei, DAP). Αρχικά, ο Ντρέξλερ ήθελε να ονομάσει το Κόμμα «Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα», οι υπόλοιποι, όμως, και κυρίως ο Χάρρερ, αντέδρασαν στον όρο «Σοσιαλιστικό», τον οποίο πέτυχαν να απαλείψουν. Ο Ντρέξλερ ξεκαθάρισε ότι σε αντίθεση με τους μαρξιστές το κόμμα υποστήριζε τη μεσαία τάξη και ότι η σοσιαλιστική πολιτική του είχε ως στόχο να δώσει προσφέρει ευρεία κοινωνική πρόνοια στους Γερμανούς πολίτες που θεωρούνταν μέρος της άριας φυλής[11] . Μέσω της ανακατονομής των κερδών προς όφελος των ασθενέστερων η Γερμανία θα γινόταν μια ενιαία κοινότητα του (Volksgemeinschaft) και όχι μια κοινωνία διαιρεμένη κατά μήκος ταξικών και κομματικών γραμμών[14].

Χρυσή καρφίτσα μέλους του DAP

Το DAP ήταν μια σχετικά μικρή ομάδα με λιγότερα από 60 μέλη [14]. Παρ΄όλα αυτά, προσέλκυσε την προσοχή των Αρχών. Έτσι, τον Ιούλιο του 1919, ο Αδόλφος Χίτλερ ο οποίος δούλευε ήδη ως πράκτορας πληροφοριών για την Ράιχσβερ εκλήθη να διεισδύσει στο DAP προκειμένου να διαπιστωθεί o χαρακτήρας και οι επιδιώξεις της ομάδας.[15]

Αν και ο Χίτλερ αρχικά δεν εντυπωσιάστηκε - το κόμμα ήταν ακόμα ανοργάνωτο και λειτουργούσε περισσότερο ως όμιλος πολιτικών συζητήσεων και ανταλλαγής απόψεων - ωστόσο, η θεματολογία των συζητήσεων και οι απόψεις που εκφράζονταν ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τις δικές του, και έτσι συνέχισε να εμφανίζεται στις εκδηλώσεις. Σε μια τέτοια εκδήλωση, που έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1919 στην πίσω αίθουσα της μπυραρίας Sterneckerbräu, ο Χίτλερ λογομάχησε έντονα με έναν άλλο επισκέπτη, τον καθηγητή Μπάουμαν (Baumann) ο οποίος εξέφρασε μεταξύ άλλων και την άποψη ότι η Βαυαρία θα έπρεπε να αποσχιστεί από την Πρωσία και να ιδρύσει ένα νέο νοτιογερμανικό έθνος με την Αυστρία. Οι ρητορικές ικανότητες του Χίτλερ, εντυπωσίασαν το κοινό, και ο Άντον Ντρέξλερ του έστειλε επίσημη πρόσκληση να ενταχτεί στο κόμμα. [16], που ο Χίτλερ τελικά, αποδέχτηκε. Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Χίτλερ, έγιναν μέλη του κόμματος ο Ερνστ Ρεμ, ο τότε φοιτητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, Ρούντολφ Ες, ο Χανς Φρανκ και ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ που θεωρείται ο φιλοσοφικούς νους του κόμματος. Όλοι τους ήταν έγιναν αργότερα σημαντικοί συντελεστές του ναζιστικού καθεστώτος.[17]

Πρόγραμμα του Κόμματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 24 Φεβρουαρίου 1920 ο Αδόλφος Χίτλερ - που εν τω μεταξύ είχε αναλάβει επικεφαλής της προπαγάνδας του κόμματος[18]- εκφώνησε την πιο σημαντική έως τότε ομιλία του, παρουσιάζοντας δημόσια το πρόγραμμα του κόμματος. Η συγκέντρωση -που την παρακολούθησαν 2000 άτομα - έγινε στην μπυραρία Staatliches Hofbräuhaus του Μονάχου όπου διαβάστηκαν τα 25 σημεία του μανιφέστου που είχαν συντάξει οι Ντρέξλερ, Φέντερ και ο Χίτλερ.[19]
Το πλήρες κείμενο του Προγράμματος αυτού είναι το εξής:

Το Πρόγραμμα του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος έχει σχεδιαστεί ως περιορισμένης διάρκειας. Οι ηγέτες του δεν έχουν την πρόθεση, όταν οι στόχοι που αναφέρονται εδώ επιτευχθούν, να θέσουν νέους, απλά για να αυξήσουν, με τεχνητό τρόπο, τη δυσαρέσκεια της λαϊκής μάζας και να επιβεβαιώσουν τη συνέχεια ύπαρξης του Κόμματος.

1. Απαιτούμε την ένωση ολόκληρης της Γερμανίας σε μια Μείζονα Γερμανία πάνω στη βάση του εθνικού αυτοπροσδιορισμού.

2. Απαιτούμε ισότητα δικαιωμάτων του Γερμανικού Λαού στις σχέσεις του με άλλα Έθνη και την κατάργηση των συνθηκών των Βερσαλλιών και του Σεν Ζερμέν (Saint-Germain).

3. Απαιτούμε γη και χώρο (αποικίες) για τη διατροφή του λαού μας και την εγκατάσταση του πλεονάζοντος πληθυσμού.

4. Μόνο μέλη του Έθνους μπορούν να είναι πολίτες του Κράτους. Μόνον αυτοί με γερμανικό αίμα, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, μπορούν να είναι μέλη του Έθνους. Συνεπώς, κανείς Εβραίος δεν μπορεί να ανήκει στο Έθνος.

5. Οι μη πολίτες μπορούν να ζουν στη Γερμανία ως επισκέπτες και πρέπει να υπόκεινται στην περί ξένων νομοθεσία.

6. Του δικαιώματος του εκλέγειν την Κυβέρνηση και τα νομοθετικά όργανα του Κράτους πρέπει να απολαμβάνουν οι πολίτες του Κράτους και μόνον. Απαιτούμε, κατά συνέπεια, όλα τα δημόσια αξιώματα, οιουδήποτε τύπου, είτε εντός του Ράιχ είτε σε ελάσσονες περιοχές, να μην αποδίδονται σε άλλους ει μη σε πολίτες του Κράτους. Είμαστε αντίθετοι προς τη διεφθαρμένη κοινοβουλευτική τακτική της πλήρωσης κρατικών θέσεων σύμφωνα με κομματικές πεποιθήσεις και χωρίς αναφορά στον χαρακτήρα ή στις ικανότητες.

7. Απαιτούμε το Κράτος να εκπληρώσει το πρωταρχικό του καθήκον για να εξασφαλίσει τα προς το ζην σε όλους τους πολίτες του. Αν αποδειχθεί αδύνατη η διατροφή ολόκληρου του πληθυσμού, οι μη πολίτες πρέπει να απελαθούν από το Ράιχ.

8. Η μετανάστευση όλων των μη Γερμανών προς τη χώρα πρέπει να απαγορευθεί. Απαιτούμε όλοι οι μη Γερμανοί, που εισήλθαν στη χώρα μετά τις 2 Αυγούστου 1914, να κληθούν να εγκαταλείψουν άμεσα τη Γερμανία.

9. Όλοι οι πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.

10. Πρέπει να είναι πρωταρχικό καθήκον κάθε πολίτη να εκτελεί χειρωνακτική ή νοητική εργασία. Οι δραστηριότητες κάθε ατόμου δεν πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με το γενικό συμφέρον, αλλά πρέπει να συμπλέουν με το γενικό πλαίσιο της κοινότητας και για το καλό του συνόλου. Κατά συνέπεια, απαιτούμε: την κατάργηση της υποδούλωσης στους τόκους.

11. Την κατάργηση εισοδημάτων που δεν προέρχονται από εργασία.

12. Με την προοπτική των τρομακτικών θυσιών ζωών και περιουσιών που απαιτεί από κάθε έθνος ένας πόλεμος, ο ατομικός πλουτισμός από τον πόλεμο πρέπει να θεωρείται ως έγκλημα κατά του Έθνους. Απαιτούμε, κατά συνέπεια, την άμεση κατάσχεση όλων των κερδών που προήλθαν από τον πόλεμο.

13. Απαιτούμε την εθνικοποίηση όλων των εταιρειών που έχουν συμπήξει ενώσεις σχηματίζοντας τραστ.

14. Απαιτούμε τη διανομή των κερδών μεγάλων βιομηχανικών εταιρειών.

15. Απαιτούμε εκτεταμένη ανάπτυξη της ασφάλισης των ατόμων μεγάλης ηλικίας.

16. Απαιτούμε τη δημιουργία και διατήρηση υγιούς μεσαίας τάξης, την άμεση κοινωνικοποίηση των μεγάλων πολυκαταστημάτων και την παραχώρησή τους, με φθηνό αντίτιμο, σε μικρεμπόρους και ότι ο υπέρτατος σεβασμός θα επιδειχθεί στους μικρεμπόρους με την πρόταξη των Κρατικών και Κοινοτικών διαταγμάτων.

17. Απαιτούμε αναδιανομή της γης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Έθνους μας και την ψήφιση νόμου για την απαλλοτρίωση γαιών με σκοπό την κοινοτική τους χρήση χωρίς αντάλλαγμα, την κατάργηση της εκμίσθωσης γης και την απαγόρευση κάθε κερδοσκοπίας από τη χρήση γης.

18. Απαιτούμε την αμείλικτη δίωξη όσων οι δραστηριότητες θίγουν το δημόσιο συμφέρον. Οι κοινοί εγκληματίες, οι τοκογλύφοι, οι κερδοσκόποι κλπ., πρέπει να τιμωρούνται με θάνατο, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων ή φυλετικής καταγωγής.

19. Απαιτούμε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, το οποίο υπηρετεί μια υλιστική παγκόσμια τάξη, να αντικατασταθεί από το κοινό Γερμανικό Δίκαιο.

20. Το Κράτος πρέπει να αναλάβει εκτεταμένη ανασυγκρότηση του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος (με σκοπό να καταστεί αυτό προσβάσιμο σε κάθε ικανό και σκληρά εργαζόμενο Γερμανό, δίνοντάς του τη δυνατότητα ανώτερης εκπαίδευσης και επιτυγχάνοντας, έτσι, πρόοδο). Το αναλυτικό πρόγραμμα όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων οφείλει να ευθυγραμμιστεί με τις πρακτικές απαιτήσεις της καθημερινής ζωής. Το σχολείο οφείλει να παράσχει στον μαθητή, εκκινώντας από την πρώτη ένδειξη ευφυίας του, την κατανόηση του Έθνους και του Κράτους (μέσω της μελέτης των πολιτικών υποθέσεων). Απαιτούμε η μόρφωση χαρισματικών παιδιών από φτωχές οικογένειες, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη ή το επάγγελμά τους, να αναλαμβάνεται από το Κράτος.

21. Το Κράτος πρέπει να διασφαλίσει ώστε τα επίπεδα υγείας του Έθνους να ανέλθουν, προστατεύοντας μητέρες και παιδιά, απαγορεύοντας την παιδική εργασία, ενισχύοντας τη φυσική δύναμη μέσω νομοθεσίας για υποχρεωτική γυμναστική και άθληση και με την εκτεταμένη υποστήριξη συλλόγων εμπλεκομένων στη φυσική αγωγή των νέων.

22. Απαιτούμε την κατάργηση του μισθοφορικού στρατού και τη δημιουργία ενός λαϊκού στρατού.

23. Απαιτούμε σύννομη διαμάχη της σκόπιμης πολιτικής ψευδολογίας και της διασποράς της μέσω του Τύπου. Για τη δημιουργία ενός Εθνικού Γερμανικού Τύπου απαιτούμε:

  • Όλοι οι εκδότες και συντάκτες/συνεργάτες των Γερμανόφωνων εφημερίδων να ανήκουν στο Έθνος
  • Ότι καμία μη Γερμανική εφημερίδα δεν μπορεί να κυκλοφορήσει χωρίς εκπεφρασμένη έγκριση του Κράτους. Δεν πρέπει να τυπώνεται στη Γερμανική γλώσσα.
  • Οι μη-Γερμανοί πρέπει να εμποδίζονται από τον Νόμο να συμμετέχουν οικονομικά ή να επηρεάζουν Γερμανικές εφημερίδες και η ποινή για παράβαση αυτού του Νόμου πρέπει να είναι η απαγόρευση έκδοσης της εφημερίδας και η άμεση απέλαση των εμπλεκομένων μη-Γερμανών. Η έκδοση εφημερίδων που δεν προωθούν την εθνική πρόοδο πρέπει να απαγορεύεται. Απαιτούμε τη δια Νόμου δίωξη όλων των τάσεων της τέχνης και της λογοτεχνίας που διαφθείρουν την εθνική ζωή και την απαγόρευση πολιτιστικών εκδηλώσεων που παραβιάζουν αυτή την απαίτηση.

24. Απαιτούμε ελευθερία όλων των θρησκευτικών δογμάτων ανά την Επικράτεια, υπό την προϋπόθεση ότι δεν απειλούν την ύπαρξή της και δεν προσβάλλουν το δημόσιο αίσθημα της Γερμανικής φυλής. Το Κόμμα υποστηρίζει το χριστιανικό δόγμα, αλλά δεν προσαρτά εαυτό σε κανένα συγκεκριμένο δόγμα. Αντιμάχεται την Ιουδαϊκή - υλιστική νοοτροπία, εσωτερική και εξωτερική, και είναι πεπεισμένο ότι το Έθνος μας μπορεί να επιτύχει την αέναη υγεία μόνο επί τη βάσει της εξής αρχής: Το κοινό συμφέρον είναι υπεράνω του ατομικού συμφέροντος.

25. Για να υλοποιηθούν όλα τα σημεία αυτού του Προγράμματος, απαιτούμε τη δημιουργία ισχυρής κεντρικής διακυβέρνησης του Ράιχ, την άνευ όρων εξουσία του πολιτικού Κεντρικού Κοινοβουλίου σε ολόκληρο το Ράιχ και τις οργανώσεις του και τον σχηματισμό Ενώσεων βασισμένων σε κοινωνικά και επαγγελματικά κριτήρια για την εκτέλεση των Νόμων που ψηφίζονται από το Ράιχ σε όλα τα επιμέρους Γερμανικά κρατίδια.

Οι ηγέτες του Κόμματος υπόσχονται να εργαστούν ακατάπαυστα - μέχρι και να θυσιάσουν τη ζωή τους - για να υλοποιήσουν το παρόν Πρόγραμμα.[20]

Το πρόγραμμα του κόμματος σύμφωνα με την κριτική θεώρηση του ιστορικού Ουίλιαμ Σίρερ [21], ήταν ένα συνονθύλευμα φτηνής προπαγάνδας αρεστής στους εργάτες, την κατώτερη μεσαία τάξη και τους αγρότες. Ωστόσο, επισημαίνει ότι πολλά από τα σημεία του προγράμματος ο Χίτλερ τα εννοούσε πράγματι και μάλιστα μόλις δόθηκαν οι ευκαιρίες τα πραγματοποίησε:

Συγκεκριμένα, το σημείο 2 που απαιτούσε την ένωση όλων των Γερμανών σε μια Μείζονα Γερμανία, έγινε πράξη όταν προσαρτήθηκε η Αυστρία με τα 6.000.000 των Γερμανών της, όταν κατελήφθη η Σουδητία με τα 3.000.000 των Γερμανών της και όταν απαιτήθηκε η επιστροφή του Ντάντσιχ και των άλλων γερμανικών περιοχών που είχαν αποδοθεί στην Πολωνία - που ήταν μάλιστα και η αιτία για την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με την γερμανική επίθεση στη Πολωνία. [21] Αλλά και τα σημεία 4, 5 και 6 που αφορούν στην εχθρότητα και στους περιορισμούς των Εβραίων έγιναν πράξη, που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα. Επίσης, τα σημεία 2 και 25 πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά την ανάληψη της Καγκελαρίας: Καταγγέλθηκε η Συνθήκη των Βερσαλλιών και του Σαιν Ζερμέν και δημιουργήθηκε μια πανίσχυρη κεντρική εξουσία που ήθελε να καθορίζει όλες τις πλευρές της ζωής των Γερμανών. [21]

Για να αυξήσει την απήχησή του σε μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, την 1η Απριλίου 1920 το DAP άλλαξε το όνομά του σε NSDAP "Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei" «Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» Η λέξη σοσιαλιστικό προστέθηκε από την εκτελεστική επιτροπή του κόμματος παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του Χίτλερ, προκειμένου να βοηθήσει στην απήχηση στους αριστερούς εργάτες [22].

Η επίσημη εφημερίδα του κόμματος Λαϊκός Παρατηρητής (Vöklischer Beobachter), φύλλο Μαρτίου 1920

Μέχρι το τέλος του 1920, τα μέλη του κόμματος αυξήθηκαν σε 2.000. [23] Αυτή η αλματώδης αύξηση οφειλόταν τόσο στην προσωπική δουλειά των Χίτλερ και Ρεμ που στρατολογούσαν συνεχώς νέα μέλη όσο και στην ρητορική ικανότητα του Χίτλερ που έθελγε πολλούς από τους ακροατές του.[24]

Το ταλέντο του Χίτλερ ως ρήτορα και η ικανότητά του να προσελκύει νέα μέλη, τον κατέστησαν σύντομα κυρίαρχη φιγούρα. Κατάφερε να εξουδετερώσει την ανταρσία που ξέσπασε στο Κόμμα κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στο Βερολίνο, με την απειλή της παραίτησης από αυτό. Όλοι συνειδητοποίησαν ότι ήταν αναντικατάστατος και έτσι ενέδωσαν στην απαίτησή του να αναλάβει αυτός την Προεδρία του Κόμματος.[25] Η στρατηγική του Χίτλερ αποδείχθηκε επιτυχής- σε ένα ειδικό συνέδριο του κόμματος στις 29 Ιουλίου 1921, αντικατέστησε τον Ντρέξλερ από πρόεδρο του κόμματος με 533 ψήφους υπέρ και 1 κατά.[26] Η επιτροπή διαλύθηκε και ο Χίτλερ έλαβε σχεδόν απόλυτες εξουσίες στο κόμμα ως μοναδικός ηγέτης του[26]. Ο Χίτλερ απαιτεί, και τελικά παίρνει, τον τίτλο του «Ηγέτη» (Φύρερ, Führer). Το Κόμμα διέρχεται μια σειρά εσωτερικών συγκρούσεων, μέσα από τις οποίες ο Χίτλερ καταφέρνει να περάσει τη βασική του επιδίωξη, την «Αρχή του Ηγέτη» (Führerprinzip), την οποία θα τηρήσει απαρέγκλιτα μέχρι τον θάνατό του, το 1945: Ο Χίτλερ είναι ο μόνος Ηγέτης στο Κόμμα και μόνος αυτός αποφασίζει τόσο για την πολιτική του όσο και για τη στρατηγική του.

Το 1921 επίσης δημιουργεί την παραστρατιωτική οργάνωση «Sturmabteilung» (επί λέξει «Θυελλώδεις μαχητές»), γνωστή ως SA ή «φαιοχίτωνες» (λόγω του φαιού χρώματος των υποκαμίσων τους). Σκοπός της SA είναι οι συγκρούσεις (μερικές φορές ένοπλες) με αντίστοιχες οργανώσεις των άλλων Κομμάτων, κυρίως της Αριστεράς.

Το βιβλιάριο μέλους του NSDAP

Η αύξηση των μελών του Κόμματος συνεχίζεται με γοργό ρυθμό. Η οικονομική συγκυρία , καθώς στη Γερμανία έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα οικονομικά προβλήματα που δημιουργούν οι πολεμικές αποζημιώσεις, ευνοεί το Κόμμα καθώς οι δυσαρεστημένοι αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς. Στη Βαυαρία όπως και σε ολόκληρη τη Γερμανία οι λαϊκές μάζες αποδοκιμάζουν και τους Φιλελεύθερους και στους Σοσιαλιστές.

Τον Ιανουάριο του 1923, η Γαλλία κατέλαβε τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της Γερμανίας να ανταποκριθεί στις πληρωμές των αποζημιώσεων.

Αυτό οδήγησε σε οικονομικό χάος, στην παραίτηση της κυβέρνησης του Βίλχελμ Κούνο και στην προσπάθεια του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) να οργανώσει επανάσταση. Η αντίδραση σε αυτά τα γεγονότα ήταν μια έξαρση του εθνικιστικού συναισθήματος. Τα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος αυξήθηκαν σε περίπου 20.000,[27] σε σύγκριση με τις 6.000 στις αρχές του 1922.[[28] ] Οι χαώδεις συνθήκες της παραπαίουσας δημοκρατίας της Βαιμάρης οδήγησαν τον Χίτλερ να σκεφτεί ότι μια επανάσταση που θα ανέτρεπε την δημοκρατία ήταν όχι μόνο εφικτή αλλά και επιβεβλημμένη. Το παράδειγμα του Μπενίτο Μουσολίνι με την πορεία προς τη Ρώμη ήταν πολύ πρόσφατο και πολύ αξιοζήλευτο για να μην το μιμηθεί ο Χίτλερ. Σύμφωνα με το σχέδιό του, αφού θα ένωνε υπό την ηγεσία του όλες τις εθνικιστικές δεξιές και ακροδεξιές οργανώσεις θα έπαιρνε πραξικοπηματικά την εξουσία πρώτα στο κρατίδιο της Βαυαρίας και μετά, με τη βοήθεια της Ράιχσβερ (βοήθεια που θα εξασφάλιζε ο Έριχ Λούντεντορφ) θα καταλάμβανε και την εξουσία στο Βερολίνο.[29] Στη Βαυαρία το κρατίδιο κηρύσεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ενεργοποιώντας το άρθρο 64 του Συντάγματος της Βαυαρίας ο Πρωθυπουργός Eugen von Knilling παραδίδει την εξουσία σε μια Τριανδρία με επικεφαλής τον Gustav Ritter von Kahr ως Επίτροπο του Κράτους. [30] Η Τριανδρία αρνείται να υπακούσει στις διαταγές του Βερολίνου και τότε την κατάσταση αναλαμβάνει να διευθετήσει ο στρατηγός Σέεκτ, αρχηγός της Ράιχσβερ, με στρατιωτικά μέσα. [31] Όταν ο στρατηγός πληροφορεί την Τριανδρία ότι θα επέμβει στρατιωτικά για να αποκαταστήσει τη νόμιμη τάξη, αυτοί υπαναχωρούν, μη θέλοντας να οδηγήσουν τα πράγματα σε εμφύλιο πόλεμο. Τότε ο Χίτλερ αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να δράσει προκειμένου να ωθήσει τα πράγματα στη ρήξη.

Τη νύχτα της 8ης Νοεμβρίου 1923, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης περίπου 3000 πολιτών στην μπυραραρία Bürgerbräukeller, ομάδες των Ταγμάτων Εφόδου με τον Χίτλερ επικεφαλής κραδαίνοντας το πιστόλι του, ορμούν στην συγκέντρωση και περιορίζουν την Τριανδρία στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί ο Χίτλερ προσπαθεί να τους πείσει να συμμετάσχουν και να στελεχώσουν την επανάστασή του.[32] Όταν δεν το κατάφερε ανακοίνωσε στην αίθουσα ότι η βαυαρική κυβέρνηση κατελύθη και ότι εκεί στο Μόναχο γεννήθηκε μια νέα εθνική κυβέρνηση με πολιτικό αρχηγό τον Χίτλερ και στρατιωτικό αρχηγό τον Λούντεντορφ. Ωστόσο το πραξικόπημα ήταν τόσο ανοργάνωτο που κανείς εκτός από τον Ρεμ δεν είχε φροντίσει να καταλάβει κανένα κυβερνητικό κτίριο. Η Ράιχσβερ ακόμα και μπροστά στον Λούντεντορφ αρνήθηκε να συμμετάσχει και το πραξικόπημα κατελύθη εν τη γεννέση του.

Τις επόμενες ημέρες ο Χίτλερ, ο Λούντεντορφ και όλα τα ηγετικά στελέχη του Κόμματος (εκτός των Γκαίρινγκ και Ες) συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, ενώ το Κόμμα απαγορεύτηκε. Όλοι οι συλληφθέντες διχάστηκαν επί εσχάτη προδοσία, μια κατηγορία που τιμωρείται με ισόβια στο βαυαρικό ποινικό κώδικα. Παρόλα αυτά, οι ποινές ήταν ήπιες. Ο Λούντεντορφ αθωώθηκε ενώ ηη μεγαλύτερη ποινή που την έλαβε ο Χίτλερ ήταν πενταετή κάθειρξη. Κατά το διάστημα της παραμονής του στη φυλακή, έγραψε το «Ο Αγών Μου». Την 20η Δεκεμβρίου 1924 απελευθερώθηκε

Γκέρινγκ, Γκέμπελς, Χίτλερ. 1932. Φωτ. Γερμανικού Ομοσπονδιακού Αρχείου

Το διάδοχο Κόμμα είναι πλέον χωρίς Ηγέτη. Κατά την περίοδο 1924 - 25 το «Γερμανικό Κόμμα» διασπάται σε δύο σκέλη. Ηγέτης του ενός γίνεται ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ονομάζοντάς το «Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα της Ελευθερίας». Παρά την αρχική καταδίκη του σε πενταετή φυλάκιση, ο Χίτλερ αποφυλακίζεται στις 24 Δεκεμβρίου 1924, έχοντας εκμεταλλευθεί το διάστημα της φυλάκισής του για να συγγράψει το βιβλίο του «Ο Αγών μου». Το πραξικόπημα και η δίκη του, όμως, έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα, και το Κόμμα γίνεται ευρύτερα γνωστό σε ολόκληρη τη Γερμανία. Ο Χίτλερ ασχολείται πλέον με την επανίδρυση του διαλυμένου Κόμματος, πράγμα το οποίο φέρνει λαμπρά σε πέρας. Η αποτυχία του πραξικοπήματος, ωστόσο, έχει αλλάξει την πρακτική που σκέπτεται να ακολουθήσει εφεξής ο Ηγέτης του Κόμματος: Αποκηρύσσει τη δια της βίας κατάληψη της εξουσίας και, αντίθετα, στρέφει όλες του τις προσπάθειες για την επικράτησή του στις εθνικές εκλογές. Ακολουθεί, πλέον, τη «στρατηγική της νομιμότητας» για να κατακτήσει την εξουσία με νόμιμα μέσα. Το Ναζιστικό Κόμμα έχει, το 1925, δύο «πτέρυγες» οργανωτικού χαρακτήρα, το «Σώμα της Πολιτικής Ηγεσίας» (Korps der politischen Leiter) και την πτέρυγα των «κοινών» μελών (Parteimitglieder). Στην ηγετική ομάδα αναπληρωτής ηγέτης είναι ο Ρούντολφ Ες, ο οποίος, όμως, δεν έχει πραγματική ισχύ στο Κόμμα: Ύστερα από τον ίδιο τον Χίτλερ, ηγετικές φυσιογνωμίες του Ναζιστικού Κόμματος είναι οι Χίμλερ, Γκέμπελς και Γκέρινγκ.

Στις εκλογές του Μαΐου 1924 το NSDAP δεν σημειώνει μεγάλη επιτυχία: Κερδίζει 12 μόλις έδρες στο Ράιχσταγκ, έναντι 131 του Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPD) και 45 του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD). Το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα οδηγεί τον Χίτλερ, ο οποίος αποφυλακίζεται και επανιδρύει το Κόμμα, να επιχειρήσει μεγαλύτερα ανοίγματα προς τις λαϊκές μάζες. Το πρώτο άνοιγμα, που πραγματοποιείται το 1925, είναι ο διαχωρισμός του Κόμματος από την SA, καθώς το μεγάλο βάρος ρίχνεται στις νόμιμες δραστηριότητές του. Ευρύτερο άνοιγμα πραγματοποιείται καθώς το Κόμμα δέχεται πλέον, ως μέλη, και γυναίκες. Η SA και η SS, που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 1925 ως Σωματοφυλακή του Ηγέτη, με επικεφαλής τον Χίμλερ, αναφέρονται πλέον όχι ως Κομματικές οργανώσεις, αλλά ως «υποστηρικτικές ομάδες», και όλα τα μέλη τους υποχρεώνονται να εγγραφούν ως τακτικά μέλη στο Κόμμα για να παραμείνουν σε αυτές.

Εν τω μεταξύ το Κόμμα περνά τα όρια της Βαυαρίας. Επεκτείνεται και αποκτά οπαδούς και σε άλλα κρατίδια, όπως στη Νυρεμβέργη της Βυρτεμβέργης, όπου προεξάρχον στέλεχος είναι ο Γιούλιους Στράιχερ με την εφημερίδα του Der Stürmer, στην Ανατολική Πρωσία, την Πομερανία, το Σλέσβιχ-Χολστάιν κ.ά. Στις εκλογές του Μαΐου 1928 το NSDAP παίρνει μόνο το 2,6% των ψήφων και κερδίζει 12 έδρες. Το 1929 ο αριθμός των μελών του Κόμματος έχει φθάσει τις 130.000.

Για τα γερμανικά πληθυσμιακά δεδομένα, εν τούτοις, ο αριθμός αυτός δεν είναι σημαντικός. Ίσως το Ναζιστικό Κόμμα να μην είχε φτάσει ποτέ στην εξουσία, αν δεν έπληττε και τη Γερμανία η διεθνής οικονομική κρίση (το «Κραχ»), που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 1929 και έπληξε ολόκληρη την Ευρώπη. Στα τέλη της δεκαετίας των '20 ο πληθωρισμός στη Γερμανία έχει φτάσει σε τρομακτικά ύψη, όπως και η ανεργία. Συντείνουν σε αυτό και οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών.[33] Τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας είναι διασπασμένα και αδυνατούν να παράσχουν λύση στην οικονομική ανέχεια, που πλήττει ολοένα και περισσότερους απλούς πολίτες και μικρές επιχειρήσεις. Η πολιτική του Χίτλερ, στο σημείο αυτό, είναι να αποδώσει στους Εβραίους οικονομικούς παράγοντες και στους Μπολσεβίκους τα δεινά της χώρας. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1930 το NSDAP παίρνει το 18,3% των ψήφων, εκλέγει 107 βουλευτές στο Ράιχσταγκ και αναδεικνύεται δεύτερο Κόμμα, ύστερα από το Σοσιαλιστικό (SPD). Ο Χίτλερ έχει καταφέρει να αναδείξει το Ναζιστικό Κόμμα σε κόμμα εξουσίας, ενώ ο ικανότατος στην προπαγάνδα Γκέμπελς ασχολείται με τη διαμόρφωση της δημόσιας εικόνας του Ηγέτη.

Προεκλογική εκστρατεία των Προεδρικών εκλογών. Βερολίνο, 10 Απριλίου 1932. Φωτ. Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο[νεκρός σύνδεσμος]

Το 1931 και το 1932 η πολιτική κρίση βαθαίνει στη χώρα, καθώς η οικονομική κρίση είναι στο απόγειό της. Το 1932 ο Χίτλερ βάζει υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας με αντίπαλο τον Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Στον πρώτο γύρο καταφέρνει να συγκεντρώσει το 30% έναντι 49% του Χίντενμπουργκ και στον δεύτερο συγκεντρώνει περίπου 37%, χάνοντας την εκλογή από τον Χίντενμπουργκ, που συγκεντρώνει το 53%. Οι εκλογές αυτές αποτελούν ένα είδος δημοσκόπησης τόσο για το Κόμμα όσο και για τον Ηγέτη του. Από τον πολιτικό λόγο του Κόμματος έχει πέσει σε δεύτερη μοίρα ο έντονος αντισημιτισμός (χωρίς, ασφαλώς, να απαλειφθεί ποτέ ολοσχερώς). Οι Γερμανοί δίνουν την ψήφο τους στον Χίτλερ κατά κύριο λόγο επειδή υπόσχεται να αναθερμάνει την Οικονομία (χωρίς, ωστόσο, να εξαγγείλει συγκεκριμένα μέτρα) και επειδή υπόσχεται να αποκαταστήσει τον Νόμο και την τάξη. Αυτό είναι σημαντικό για τους πολίτες, καθώς η SA, αριθμώντας ήδη 400.000 μέλη, είναι μια από τις αντιμαχόμενες οργανώσεις (και τα άλλα μεγάλα Κόμματα, SPD και KPD, διαθέτουν αντίστοιχες ομάδες κρούσης), που μετατρέπουν πολλές γερμανικές πόλεις κυριολεκτικά σε πεδία μάχης. Κυρίως, όμως, υπόσχεται να αποκαταστήσει το Γερμανικό γόητρο, το οποίο είχε ταπεινωθεί από τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Κανένα στέλεχός του, βεβαίως, δεν παραλείπει να αναφέρει ότι το Κόμμα θα προστατεύσει (η έκφραση που χρησιμοποιείται είναι «θα σώσει») τη χώρα από την «Κομμουνιστική απειλή».

Νέες εκλογές διεξάγονται τον Ιούλιο του 1932. Ο επικεφαλής της Προπαγάνδας του Κόμματος δρ. Γκέμπελς και η ρητορική δεινότητα του Χίτλερ καταφέρνουν να εκτοξεύσουν το ποσοστό του NSDAP στο 37,4% και 230 έδρες στο Ράιχσταγκ, φέρνοντάς το στην πρώτη θέση στη Γερμανία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνει 14,6% αλλά, όπως είναι φυσικό, ο σχηματισμός Κυβέρνησης συνασπισμού είναι αδύνατος, καθώς οι ιδεολογικές διαφορές των δύο Κομμάτων είναι αγεφύρωτες. Σχηματίζονται, έτσι, Κυβερνήσεις μειοψηφίας, που αδυνατούν να επιλύσουν τα οξύτατα προβλήματα της Οικονομίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν αναγνωρίζει ως κύριο αντίπαλο το NSDAP αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα, κι αυτό κάνει χαλαρότερη την αντιπολίτευση απέναντι στους Ναζιστές.

Προεκλογικό περίπτερο του Ναζιστικού Κόμματος. Απρίλιος 1932. Φωτ. Γερμανικού Ομοσπονδιακού Αρχείου

Ο Καγκελάριος Φραντς φον Πάπεν προκηρύσσει νέες εκλογές για τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ελπίζοντας να επιτύχει συσχετισμούς που να επιτρέπουν σχηματισμό ισχυρής Κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα για το NSDAP προκαλεί έκπληξη: Το ποσοστό του πέφτει στο 33% και 196 έδρες. Σε αυτό συνέβαλε η μερική υποχώρηση της οικονομικής κρίσης αλλά και ο φόβος των ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης, που το είχαν υποστηρίξει στις προηγούμενες εκλογές, ότι πράγματι το NSDAP μπορεί να ερχόταν στην εξουσία. Οι Ναζιστές, από την άλλη, έλαβαν το μήνυμα των εκλογών: Έπρεπε να πάρουν την εξουσία τώρα, πριν τα ποσοστά του Κόμματος μειωθούν ακόμη περισσότερο. Απαιτούν από τον Πρόεδρο να ονομάσει τον Χίτλερ Καγκελάριο, αφού είναι ο ηγέτης του πρώτου Κόμματος στις εκλογές. Ο φον Πάπεν, ο διάδοχός του Κουρτ φον Σλάιχερ και πολλοί μεγαλοεπιχειρηματίες, όπως οι Κρουπ, πιέζουν τον - σφοδρά αντιτιθέμενο - Χίντενμπουργκ προς αυτή την κατεύθυνση. Τελικά ο Πρόεδρος ενδίδει και ονομάζει τον Χίτλερ Καγκελάριο στις 30 Ιανουαρίου 1933. Στις 27 Φεβρουαρίου ξεσπά η πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ, και το Κόμμα κατηγορεί τους Κομμουνιστές, καθώς συλλαμβάνεται στον τόπο της πυρκαγιάς ως υπεύθυνος ο νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe). Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη θέση του και πείθει τον πρόεδρο φον Χίντενμπουργκ να εκδώσει το λεγόμενο «Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ», με το οποίο αναστέλλονται οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες του γερμανικού λαού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύσσεται εκτός Νόμου, οι ηγέτες του συλλαμβάνονται, τα μέλη του διώκονται.

Έχοντας απαλλαγεί από ένα βασικό ιδεολογικό αντίπαλο, ο Χίτλερ προκαλεί νέες εκλογές το Μάρτιο του 1933, με σκοπό να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Οι εκλογές διεξάγονται με τον Χίτλερ Καγκελάριο και το αποτέλεσμα δίνει το 44% των ψήφων και 288 έδρες στο NSDAP. Έχοντας υποστηρικτή το μικρό Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP), οι Εθνικοσοσιαλιστές επιτυγχάνουν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (52%). Η κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος αρχίζει. Θα λήξει μόνον με τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, το Μάιο του 1945.

Στατιστική εκλογών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ημερομηνία Ψήφοι (σε εκατομμύρια) Ποσοστό
20 Μαΐου 1928  0.81  2,6%
14 Σεπτεμβρίου 1930  6,41 18,3%
31 Ιουλίου 1932 13,75 37,3%
6 Νοεμβρίου 1932 11,74 33,1%
5 Μαρτίου 1933 17,28 43,9%

Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα είχε δομή σε σχήμα πυραμίδας. Στην κορυφή βρισκόταν ο Πρόεδρος και Ηγέτης (Φύρερ), που είχε την απόλυτη εξουσία. Όλα τα υπόλοιπα αξιώματα ήταν υποδεέστερα και έπρεπε να πράττουν σύμφωνα με τις οδηγίες του. Υπό τον Χίτλερ οι Ράιχσλάιτερ (Reichsleiter), οι «καθοδηγητές του Ράιχ» θα γίνουν μέλη της «Καγκελαρίας του Φύρερ» και ο αριθμός τους ανέρχεται σταδιακά στους 18. Είχαν εξίσου μεγάλη δύναμη όπως και οι Ράιχσμίνιστερ (Reichsminister), οι Υπουργοί δηλαδή του Κράτους, και αυτό οδήγησε πολλές φορές σε επιθυμητές, για τον Χίτλερ, μάχες ανταγωνισμού.

Το NSDAP χωριζόταν (σε σειρά μεγέθους) σε Περιφέρειες (τα λεγόμενα Γκάουε ( Gaue)), Κύκλους (Κράιζε, (Kreise)), Τοπικές Ομάδες (Ορτσγκρούπεν, Ortsgruppen), Πυρήνες (Τσέλεν, Zellen) και Μπλοκ (Blocks). Ένα Μπλοκ ήταν η μικρότερη οργανωτική μονάδα και αντιστοιχούσε σε περίπου 40 με 60 νοικοκυριά.

Με τις οργανώσεις και τα συνδεόμενα σωματεία, το NSDAP κατάφερε να εισχωρήσει σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και να παρακολουθεί τον πληθυσμό. Ο κοινωνικός έλεγχος πετύχαινε κυρίως διαμέσου των τοπικών οργανώσεων, των πυρήνων και των μπλοκ του NSDAP, καθώς είχε δικαίωμα βέτο σε προαγωγές δημοσίων υπαλλήλων, υποψηφίων για θέσεις στο Δημόσιο και σε αιτήσεις για κοινωνική βοήθεια.

Στο Κόμμα υπάγονταν οι παρακάτω οργανώσεις:

Ορισμένες οργανώσεις είχαν δική τους νομική οντότητα και περιουσία. Και αυτές συνδέονταν με το κόμμα:

  1. Steves 2010, σελ. 28.
  2. Fritzsche 1998, σελ. 143,185,193,204-205,210.
  3. Eatwell, Roger (1997). Fascism : a history. New York: Penguin Books. σελίδες xvii–xxiv, 21, 26–31, 114–40, 352. ISBN 0-14-025700-4. OCLC 37930848. 
  4. Grant 2004, σελίδες 30–34, 44.
  5. Mitchell 2008, σελ. 47.
  6. Gigliotti & Lang 2005, σελ. 14.
  7. Evans 2008, σελ. 318.
  8. Elzer 2003, σελ. 602.
  9. Kontrollratsgesetz Nr. 2: Auflösung und Liquidierung der Naziorganisationen. Amtsblatt des Kontrollrats in Deutschland S. 19.
  10. Shirer 1991, σελ. 34.
  11. 11,0 11,1 11,2 Spector 2004, σελ. 137.
  12. Griffen 1995, σελ. 105.
  13. Kershaw 2008, σελ. 82.
  14. 14,0 14,1 Fest 1979, σελίδες 37–38.
  15. Kershaw 2008, σελίδες 71–82.
  16. Kershaw 2008, σελ. 75.
  17. Jaman 1956, σελ. 88.
  18. Jaman 1956, σελ. 89.
  19. Shirer 1991, σελ. 37.
  20. «School History, UK». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2009. 
  21. 21,0 21,1 21,2 Σίρερ, σελίδες 80-81.
  22. Mitcham 1996, σελ. 68.
  23. Kershaw 2008, σελ. 89.
  24. Fest 1979, σελ. 40.
  25. Kershaw 2008, σελ. 102.
  26. 26,0 26,1 Kershaw 2008, σελίδες 83, 103.
  27. Kershaw 2008, σελ. 110.
  28. Childers 2001a, 29:00-30:00.
  29. Kershaw 2008, σελ. 126.
  30. Kershaw 2008, σελίδες 125–126.
  31. Σίρερ 1960, σελ. 119.
  32. Σίρερ 1960, σελ. 124.
  33. «School History, UK». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2009. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]