Γερμανικές γενικές εκλογές Ιουλίου 1932

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Προεκλογικές αφίσες στο Βερολίνο, τον Ιούλιο του '32

Οι γερμανικές γενικές (ομοσπονδιακές) εκλογές ήταν πρόωρες εκλογές, που ακολούθησαν αυτές του 1930 και διεξήχθησαν στις 31 Ιουλίου 1932, με τη συμμετοχή 61 κομμάτων. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών ήταν ο θρίαμβος του «Εθνικοσιαλιστικού Κόμματος», (NSDAP), το οποίο κατάφερε για πρώτη φορά στην ιστορία του, να αναδειχθεί πρώτο κόμμα, με ποσοστό 37.27 %.

Το «Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα», (SPD) κατέλαβε τη δεύτερη θέση με ποσοστό 21.58 % ενώ τρίτο ήρθε και πάλι το «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας», (KPD) που σημείωσε μικρή άνοδο, με ποσοστό 14.32 %.

Ούτε και σε αυτές τις εκλογές κατέστη δυνατή η δημιουργία αυτοδύναμης κυβέρνησης, και αρνούμενα τα κόμματα να συνεργαστούν μεταξύ τους, προκηρύχθηκαν εκ νέου εκλογές για τον Νοέμβριο του 1932.

Μέχρι τις επόμενες εκλογές, καγκελάριος παρέμεινε ο Φραντς φον Πάπεν, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Χάινριχ Μπρύνινγκ, μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1932.

Η πορεία προς τις εκλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καγκελάριος Μπρύνινγκ, ο οποίος κυβερνούσε μέσω των προεδρικών διαταγμάτων επείγουσας ανάγκης που εξέδιδε και υπέγραφε ο Χίντενμπουργκ, εξέπεσε των καθηκόντων του, από τον ίδιο τον Πρόεδρο του Ράιχ, και αντικαταστάθηκε την 1η Ιουνίου του 1932 από τον γερμανό πολιτικό Φραντς φον Πάπεν, προσωπική επιλογή του συμβούλου του προέδρου Χίντενμπουργκ, στρατηγού Κουρτ φον Σλάιχερ, κορυφαίου πολιτικού παράγοντα εκείνων των χρόνων. Ο Σλάιχερ, επίσης επέλεξε τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ενώ κράτησε για τον εαυτό του τη θέση του Υπουργού Άμυνας.[1]

Η πρώτη ενέργεια του Πάπεν, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ήταν να διαλύσει -καθ' υπόδειξη του Σλάιχερ- το κοινοβούλιο και να προκηρύξει εκλογές για τις 31 του ίδιου μήνα. Η αμέσως επόμενη ενέργειά του, και αυτή καθ' υπόδειξη του Σλάιχερ, που το είχε ήδη συζητήσει με τον Χίτλερ από τον Απρίλιο αυτού του έτους, ήταν η άρση της απαγόρευσης των SA και SS, απαγόρευση που είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση Μπρύνινγκ, στις 13 Απριλίου του 1932.

Τους τελευταίους μήνες, η βία στους δρόμους της Γερμανίας και οι συμπλοκές μεταξύ εθνικοσοσιαλιστών και κομμουνιστών είχαν αυξηθεί κατά πολύ. Η άρση της απαγόρευσης έδωσε νέα ορμή στις συγκρούσεις, και αύξησε την επιθετικότητα των Εθνικοσοσιαλιστών. Ενδεικτικό του κλίματος είναι οι μάχες στους δρόμους του Αμβούργου (στο σημερινό προάστιο -τότε ανεξάρτητη πόλη- της Αλτόνα (Altona), στις 17 Ιουλίου 1932, όπου σκοτώθηκαν 18 άνθρωποι και 285 τραυματίστηκαν. Το περιστατικό έχει μείνει στην γερμανική ιστορία σαν «Η ματωμένη Κυριακή της Αλτόνα»[2].

Ψήφοι και έδρες ανά κόμμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κόμμα (ο κατάλογος περιλαμβάνει όσα κόμματα συγκέντρωσαν πάνω από 1%) Ψήφοι % Έδρες +/- εδρών (σε σχέση με τις εκλογές του 1930)

Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei, NSDAP
Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα
13,745,680 37.27 230 +123

Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας
7,959,712 21.58 133 –10

Kommunistische Partei Deutschlands, KPD
Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας
5,282,636 14.32 89 +12

Deutsche Zentrumspartei, Zentrum
Κόμμα του Κέντρου (Γερμανία)
4,589,430 12.44 75 +7

Deutschnationale Volkspartei, DNVP
Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα
2,178,024 5.91 37 –4

Bayerische Volkspartei, BVP
Λαϊκό Κόμμα της Βαυαρίας
1,192,684 3.23 22 +3

Deutsche Volkspartei, DVP
Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα
436,002 1.18 7 –23

Deutsche Staatspartei, (DStP)
Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα
371,800 1.01 4 –16
Άκυρα / Λευκά 279.727
Συνολικοί ψήφοι 37.162.081 608
Εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι/Συμμετοχή 44.211.216 84.1
Πηγή: https://web.archive.org/web/20180902054628/http://www.gonschior.de/weimar/Deutschland/RT6.html

Μετά τις εκλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ξεκάθαρη πρωτιά του κόμματος του Χίτλερ, όπως είναι φυσικό αναβαθμίζει την παρουσία του κόμματός του και του ίδιου στην πολιτική σκηνή της χώρας. Μάλιστα, το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα» διορίζει και τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου που δεν είναι άλλος από τον Χέρμαν Γκαίρινγκ. Οι διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης παραμένουν άκαρπες, αφού τα κόμματα δε συνεργάζονται μεταξύ τους, ενώ ο Χίτλερ σε συνάντηση με τον Χίντεμπουργκ ζητάει τη θέση του Καγκελάριου.[3] Ωστόσο ο Χίντενμπουργκ αρνείται. Έτσι, η κυβέρνηση Φον Πάπεν εξακολουθεί να ασκεί την διαχείριση των θεμάτων και νέες εκλογές προγραμματίζονται για τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ian Kershaw: "Hitler Hubris", εκδ. Norton, Νέα Υόρκη, 1998 σελ. 367
  2. https://www.dhm.de/lemo/kapitel/weimarer-republik/innenpolitik/blutsonntag
  3. Henry Ashby Turner: "Hitler's Thirty Days to Power", εκδ. Addison-Wesley, Νέα Υόρκη, 1996 σελ. 12.