Gneisenau (θωρηκτό)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Gneisenau
Το Gneisenau το 1939.
Πληροφορίες
Τύπος και κλάσηΘωρηκτό κλάσης Scharnhorst.
ΟνομασίεςΈφερε το όνομα του Πρώσου στρατάρχη Άογκουστ Νάιντχαρντ φον Γκνάιζεναου (August Neidhardt von Gneisenau).[1]
ΝαυπηγείοDeutsche Werke
Έναρξη ναυπήγησης6 Μαΐου 1935
Καθέλκυση8 Δεκεμβρίου 1936
Ένταξη σε υπηρεσία21η Μαΐου 1938
Παροπλισμός1η Ιουλίου 1942
Δίδυμα σκάφηScharnhorst
Γενικά χαρακτηριστικά
Εκτόπισμακανονικό: 32.600 t (32.100 LT)
πλήρες: 38.700 t (38.100 LT)
Μήκος229,8 m
Πλάτος30 m
Βύθισμα9,9 m
ΠρόωσηΤο προωστικό σύστημα απέδιδε έως και 163.660 shp.
Ταχύτητα31 kn
Αυτονομία6200 ναυτικά μίλια με ταχύτητα πλεύσης 19 kn
Πλήρωμα56 αξιωματικοί
1613 υπαξιωματικοί και ναύτες
Οπλισμός9 πυροβόλα των 28 cm
12 πυροβόλα των 15 cm
14 πυροβόλα των 10,5 cm
16 πυροβόλα των 37 mm
10 (αργότερα 16) πυροβόλα των 20 mm
τορπιλοσωλήνες των 533 mm
ΘωράκισηΘωρακισμένη ζώνη: 350 mm
Κατάστρωμα: 50-105 mm
Πύργοι κύριων πυροβόλων:200-360 mm
Γέφυρα: 350 mm
Σημειώσεις
Μετέφερε τρία αναγνωριστικά υδροπλάνα Arado Ar 196 και διέθετε καταπέλτη για την απονήωσή τους.
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Gneisenau (Γερμανική προφορά: ˈɡnaɪ̯zənaʊ̯) ήταν γερμανικό ταχύ θωρηκτό (αναφέρεται επίσης και ως καταδρομικό μάχης) της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν το δεύτερο και τελευταίο πλοίο της κλάσης του, στην οποία περιλαμβάνονταν επίσης το αδελφό Scharnhorst. Ναυπηγήθηκε στις εγκαταστάσεις της Deutsche Werke στο Κίελο, με τις εργασίες να ξεκινούν στις 6 Μαΐου 1935 και την καθέλκυσή του να λαμβάνει χώρα στις 8 Δεκεμβρίου του επόμενου έτους. Όταν ολοκληρώθηκε, τον Μάιο του 1938, ήταν οπλισμένο με εννέα πυροβόλα των 28 cm τα οποία ήταν εγκατεστημένα ανά τρία σε τρεις πύργους. Παρόλο που εν μέσω της ναυπήγησης του Gneisenau είχε εγκριθεί σχέδιο αντικατάστασης των όπλων αυτών από έξι ισχυρότερα πυροβόλα των 38 cm, εν τέλει το όλο εγχείρημα δεν ευοδώθηκε διότι κρίθηκε πως ο αναγκαίος επανασχεδιασμός θα ήταν εκτεταμένος. Πρόθεση του Kriegsmarine ήταν να προχωρήσει η αλλαγή των πυροβόλων τον χειμώνα του 1940-41, όμως το ξέσπασμα του παγκοσμίου πολέμου σήμανε το οριστικό τέλος του εγχειρήματος αυτού.[2]

Στα αρχικά στάδια του πολέμου το Gneisenau επιχειρούσε από κοινού με το Scharnhorst, πραγματοποιώντας αρκετές αποστολές στον Ατλαντικό με αντικειμενικό σκοπό να πλήξουν τη βρετανική εμπορική ναυτιλία. Κατά την πρώτη τους αποστολή, τα δύο πλοία βύθισαν το βρετανικό επιδρομικό Rawalpindi έπειτα από σύντομη ναυμαχία. Τα δύο θωρηκτά έλαβαν επίσης μέρος στην Επιχείρηση Βεζερύμπουνγκ (γερμ. Unternehmen Weserübung), τη γερμανική εισβολή στη Νορβηγία. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στα νορβηγικά νερά, τα Gneisenau και Scharnhorst ναυμάχησαν με το βρετανικό καταδρομικό μάχης HMS Renown και κατάφεραν να βυθίσουν το αεροπλανοφόρο Glorious. Το Gneisenau δέχτηκε πλήγματα από το Renown και αργότερα τορπιλίστηκε από το υποβρύχιο HMS Clyde.

Επόμενη σημαντική στιγμή στην επιχειρησιακή πορεία του Gneisenau ήταν η επιχείρηση «Βερολίνο», έπειτα από την οποία παρέμεινε -όπως και το Scharnhorst- στη Βρέστη. Εκεί δέχτηκαν πολλές επιθέσεις από τη RAF και το Gneisenau υπέστη πολλαπλά πήγματα, κατέστη όμως εφικτή η επισκευή του. Στις αρχές του 1942 τα δύο θωρηκτά πραγματοποίησαν τον εξεραιτικά παράτολμο διάπλου της Μάγχης και κατάφεραν να επιστρέψουν στη Γερμανία. Παρέμειναν στο Κίελο για δεξαμενισμό και εκτεταμένες επισκευές. Τη νύχτα της 26ης Φεβρουαρίου, ενώ βρίσκονταν ακόμα στο Κίελο, δέχτηκαν αεροπορική επίθεση από τη RAF και κατά τη διάρκεια αυτής μία βόμβα διέτρησε το θωρακισμένο κατάστρωμα του Gneisenau και ανατίναξε την εμπρόσθια αποθήκη πυρομαχικών του, προξενώντας εκτενέστατες ζημιές και έχοντας σαν συνέπεια να χαθούν πολλές ζωές. Οι αναγκαίες επισκευές ήταν τόσο χρονοβόρες που αποφασίστηκε η ανακατασκευή του πλοίου και η αντικατάσταση των εννέα πυροβόλων των 28 cm από έξι των 38 cm. Τα όπλα των 28 cm αφαιρέθηκαν και χρησιμοποίηθηκαν σε παράκτιες αμυντικές εγκαταστάσεις, όμως η ανακατασκευή του πλοίου δεν ολοκληρώθηκε έπειτα από σχετική διαταγή του Χίτλερ το 1943. Στις 27 Μαρτίου 1945 οι Γερμανοί το βύθισαν εσκεμμένα στην είσοδο του λιμανιού της Γκντίνιας προκειμένου να παρεμποδίσουν την είσοδο σε αυτό. Τελικά το κύτος του Gneisenau διαλύθηκε για σκραπ το 1951.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάγραμμα του Gneisenau ως είχε τον Φεβρουάριο του 1942.

Το Gneisenau είχε εκτόπισμα 32600 t (32100 LT) με κανονικό φορτίο και 38700 t (38100 LT) με πλήρες. Το ολικό του μήκος ήταν 229,8 m και το πλάτος του 30 m, ενώ το βύθισμά του έφθανε τα 9,9 m. Το προωστικό σύστημα απέδιδε έως και 163.660 shp, χάρη στους οποίους μπορούσε να φθάσει σε μέγιστη ταχύτητα 31,3 kn κατά τη διάρκεια των δοκιμών του. Το πλήρωμά του αποτελούνταν από 56 αξιωματικούς και 1613 υπαξιωματικούς και ναύτες, με τους αριθμούς αυτούς να αυξάνονται την περίοδο του πολέμου σε 60 και 1780 αντιστοίχως. Όταν είχε ρόλο ναυαρχίδας ναυτικής μοίρας, μετέφερες δέκα επιπλέον αξιωματικούς και 61 υπαξιωματικούς και ναύτες.[3]

Ο κύριος οπλισμός αποτελούνταν από εννέα πυροβόλα των 28 cm τα οποία ήταν εγκατεστημένα σε τρεις πύργους. Οι δύο πύργοι ήταν εγκατεστημένοι μπροστά από την υπερκατασκευή και ο τρίτος πίσω της. Ο δευτερεύων οπλισμός αποτελούνταν από δώδεκα πυροβόλα των 15 cm, ενω αντιαεροπορική κάλυψη παρείχαν δεκατέσσερα όπλα των 10,5 cm, δεκαέξι των 37 mm και δέκα (στην αρχική διαμόρφωση) των 20 mm. Σταδιακά ο αριθμός των πυροβόλων των 20 mm αυξήθηκε σε 38. Το Gneisenau διέθετε επίσης έξι τορπιλοσωλήνες των 533 mm που προέρχονταν από τα ελαφρά καταδρομικά Nürnberg και Leipzig.[3] Οι τορπιλοσωλήνες εγκαταστάθηκαν το 1942.[3]

Η θωρακισμένη ζώνη του ήταν πάχους 350 mm στο κεντρικό της τμήμα, όπου προστάτευε τις αποθήκες πυρομαχικών και το προωστικό σύστημα. Το κατάστρωμα προστατεύονταν από θωράκιση πάχους 40 mm-105 mm και οι πύργοι των κύριων πυροβόλων από θωράκιση 360 mm στο εμπρόσθιο τμήμα τους και 200 mm στα πλευρά τους. Η γέφυρα προστατεύονταν από θωράκιση 350 mm στα πλευρά.[3]

Επιχειρησιακή ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Gneisenau παραγγέλθηκε ως «Ersatz Hessen» προκειμένου να αντικαταστήσει το παλαιό θωρηκτό Hessen.[3] H Deutsche Werke στο Κίελο ανέλαβε τη ναυπήγησή του, με τις εργασίες να ξεκινούν στις 6 Μαΐου 1935.[4] Καθελκύστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1936,[5] ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1938 και οι δοκιμές του ξεκίνησαν την 21η του ίδιου μήνα[6] με κυβερνήτη τον Έριχ Φέρστε (Erich Förste).[7][6] Ένα σοβαρό πρόβλημα που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των δοκιμών ήταν πως υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες ήταν εντονότατη η εισροή υδάτων σε τμήματά του, ιδίως στην πλώρη. Αυτό είχε σαν συνέπεια να υποστούν ζημιές τα ηλεκτρικά συστήματα του εμπρόσθιου κύριου πύργου πυροβόλων. Αποφασίστηκε η επιστροφή του πλοίου στο ναυπηγείου προκειμένου να πραγματοποιηθεί εκτεταμένη ανακατασκευή της πλώρης. Με τη νέα της μορφή ονομάστηκε «πλώρη του Ατλαντικού».[8] Οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 και το Gneisenau κρίθηκε πλέον πλήρως επιχειρησιακό.[8]

Πρώτοι μήνες του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούνιο του 1939 απέπλευσε για δοκιμές στον Ατλαντικό. Δεδομένου ότι δεν είχε ξεσπάσει ακόμη ο πόλεμος, έφερε κατά κύριο λόγο εκπαιδευτικά βλήματα. Την 4η Σεπτεμβρίου, τρεις ημέρες έπειτα από την έναρξη της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία και μία ημέρα αφότου η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε με την σειρά της τον πόλεμο στη Γερμανία, το Gneisenau δέχτηκε επίθεση από δεκατέσσερα βομβαρδιστικά Vickers Wellington χωρίς όμως να υποστεί κάποιο πλήγμα.[9] Τον Νοέμβριο του 1939 ο Χάραλντ Νέτζμπαντ (Harald Netzbandt) διαδέχτηκε τον Φέρστε ως κυβερνήτης του πλοίου.[7]

Η πρώτη πολεμική αποστολή του Gneisenau άρχισε την 21η Νοεμβρίου υπό τον ναύαρχο Βίλχελμ Μάρσαλ (Wilhelm Marschall).[9] Από κοινού με το Scharnhorst, το ελαφρύ καταδρομικό Köln και εννέα αντιτορπιλικά απέπλευσαν για να πραγματοποιήσουν περιπολία στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ισλανδίας και Νήσων Φερόες. Στόχος της επιχείρησης ήταν η δύναμη αυτή να προσελκύσει προς το μέρος της ικανό αριθμό βρετανικών ναυτικών δυνάμεων, προκειμένου να διευκολυνθεί το καταδιωκόμενο εκείνη την περίοδο Admiral Graf Spee που βρισκόταν στον νότιο Ατλαντικό. Δύο ημέρες έπειτα από τον απόπλου εντόπισαν το βρετανικό επιδρομικό HMS Rawalpindi, με το Scharnhorst να βάλει πρώτο εναντίον του και το Gneisenau να ακολουθεί οκτώ λεπτά αργότερα. Το βρετανικό πλοίο πολύ σύντομα τυλίχθηκε στις φλόγες και βυθίστηκε και το Scharnhorst ανέλαβε να περισυλλέξει ναυαγούς. Η διάσωση αυτών διακόπηκε διότι έφθασε στην περιοχή το καταδρομικό HMS Newcastle στον νότιο Ατλαντικό, γεγονός που οδήγησε στην άμεση απόσυρση της γερμανικής δύναμης. Τους κατεδίωξαν τέσσερις συμμαχικές κύριες μονάδες επιφανείας, συγκεκριμένα τα βρετανικά θωρηκτά HMS Hood, Nelson και Rodney καθώς και το γαλλικό Dunkerque. Οι Γερμανοί έφθασαν στις 27 Νοεμβρίου στο Βιλχελμσχάφεν (Wilhelmshaven), όμως τα δύο θωρηκτά τους υπέστησαν σημαντικές αβαρίες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών.[9]

Το Gneisenau στάλθηκε στο Κίελο για δεξαμενισμό προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες επισκευές, στις οποίες περιλαμβάνονταν και δεύτερη ανακατασκευή της πλώρης, ενώ τον Ιανουάριο του 1940 πραγματοποιήθηκαν δοκιμές στη Βαλτική. Επέστρεψε στη Βόρεια Θάλασσα μόλις την 4η Φεβρουαρίου, διότι σώρευση πάγου είχε διακόψει την κυκλοφορία μέσω του καναλιού του Κιέλου.[10] Το διάστημα 18-20 Φεβρουαρίου έλαβε μέρος στην επιχείρηση Νόρντμαρκ.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Schmalenbach, σελ. 221.
  2. Garzke & Dulin, σελ. 178.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Gröner, σελ. 31.
  4. Campbell, σελ. 43.
  5. Williamson, σελίδες 14–15.
  6. 6,0 6,1 Gröner, σελ. 32.
  7. 7,0 7,1 Williamson, σελ. 19.
  8. 8,0 8,1 Williamson, σελ. 15.
  9. 9,0 9,1 9,2 Garzke & Dulin, σελ. 134.
  10. Garzke & Dulin, σελ. 135.
  11. Rohwer, σελ. 15.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]