Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χωραφόχηνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χωραφόχηνα
Ενήλικη χωραφόχηνα
Ενήλικη χωραφόχηνα
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)
Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)
Υποοικογένεια: Χηνίνες (Anserinae) [1]
Γένος: Χην (Anser) [i] Brisson, 1760 M
Είδος: A. fabalis
Διώνυμο
Anser fabalis (Χην ο αγροδίαιτος) [ii]
(Latham, 1787)
Υποείδη

Anser fabalis fabalis
Anser fabalis johanseni
Anser fabalis middendorffi
Anser fabalis rossicus
Anser fabalis serrirostris

Anser fabalis

Η Χωραφόχηνα είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, μία από τις αγριόχηνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Anser fabalis και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[1][2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A. a. fabalis (Latham, 1787).[1]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [3]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, που έδωσε το θέμα για την ονομασία του πτηνού σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (αρχ. ινδ. hamsá, γερμ. και ολλανδ. gans, αγγλοσαξ. gēs > geese, νορβ. gås, κ.α).[4][5]

Αλλά και η αντίστοιχη ελληνική λέξη, χήνα, έχει την ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghăns, με τον αρχικό δωρικό τύπο χανς -ός. Αργότερα, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος, αντέκταση του φωνήεντος και αναλογικά προς τις πλάγιες πτώσεις, παρήχθη η ονομασία χην -ός, που δικαιολογεί το αρσενικό γένος του ουσιαστικού (ίδια περίπτωση μην < ρίζα mens «μήνας»).[4]

Ο όρος fabalis στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι λατινικός, με ρίζα τη λέξη faba «καρπός ψυχανθούς, χέδρωψ, κύαμος, φασίολος» και χρησιμοποιείται υπό την ευρεία του έννοια, δεν υποδηλοί δηλαδή κάποιο συγκεκριμένο φυτό, αλλά οιονδήποτε καρπό της οικογενείας Fabaceae (Leguminosae). Τον όρο αυτό δανείστηκε η σύγχρονη ελληνική γλώσσα («φάβα») [6] και, αρχικά, σήμαινε οποιοδήποτε τύπο οσπρίου και όχι μόνο τη γνωστή φάβα.

  • Η συγκεκριμένη αναφορά δημιουργεί προβλήματα στην απόδοση της επιστημονικής ονομασίας fabalis (κυριολ. «κυαμοειδής, χεδρωποειδής, λεγουμοειδής < λεγούμι») δεδομένου ότι, δεν αρκεί μόνον η λεκτική απόδοση αλλά και η πραγματική της σημασία. Άλλωστε, η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, bean goose, παρουσιάζει τα ίδια προβλήματα. Το 1858 ο A. Strickland κατέθεσε την άποψη ότι, ο συγκεκριμένος λατινικός όρος σχετίζεται με τη συνήθεια του πτηνού να συγχρονίζει τη φθινοπωρινή άφιξή του με την καρποφορία και συγκομιδή διαφόρων φυτών της οικογενείας Fabaceae, με τους οποίους τρέφεται [7] και, γι’ αυτό, δόθηκε η συγκεκριμένη ονομασία στο είδος.
  • Η ίδια, περίπου, αναφορά γίνεται και στην ελληνική λαϊκή ονομασία, μόνο που δεν υπάρχει αυτή η εξειδίκευση στους καρπούς των χεδρωπών. Έτσι, η απόδοση «αγροδίαιτος» είναι απολύτως τεχνητή και χρησιμοποιείται καταχρηστικά, ασχέτως εάν -ορθά- αναφέρεται στα ενδιαιτήματα του πτηνού.

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο φυσικό και φυσιοδίφη Τ. Λέιδαμ (John Latham 1740 – 1837), υπό την ονομασία Anas Fabalis (Μ. Βρετανία, 1787).[7] Αργότερα μεταφέρθηκε στο -προϋπάρχον- γένος Anser, που είχε προτείνει ο Γάλλος ζωολόγος Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806).

Η συστηματική ταξινομική του είδους έχει προβλήματα, που επιτείνονται από τις συχνές διασταυρώσεις μεταξύ των επί μέρους taxa. Αναγνωρίζονται 5 υποείδη, με βάση διαφοροποιητικά στοιχεία στο ράμφος και στο μέγεθος σώματος (βλ. Πίνακα υποειδών), αλλά ορισμένοι ταξινομικοί φορείς αναγνωρίζουν μόνον 2 -για την ακρίβεια 2 ομάδες- μεταξύ των οποίων η AOU, με βάση τα ενδιαιτήματα αναπαραγωγής (τάιγκα [υποείδη 1-3] ή αρκτική τούνδρα [υποείδη 4-5]).

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου και, συγκεκριμένα, στην Παλαιαρκτική οικοζώνη, καταλαμβάνοντας βορειότερα και ψυχρότερα οικοσυστήματα από εκείνα της σταχτόχηνας.

Στην Ευρώπη, απαντά σε πολύ διάσπαρτους -και μικρούς σε έκταση- θύλακες σε πολλές χώρες, αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό. Απουσιάζει από την Ισλανδία, μεγάλο τμήμα της Σκανδιναβίας, τις χώρες της Βαλτικής και όλο, σχεδόν, το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά και στην υπόλοιπη ήπειρο, η διαχείμαση πραγματοποιείται σε συγκεκριμένες, μη συμπαγείς περιοχές, με το νότιο όριο κατανομής να φθάνει στη Β. Ελλάδα.

Η Ασία είναι η -σχεδόν- αποκλειστική επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε ευρεία και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Β. Ρωσία στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής της τάιγκα και των υποαρκτικών περιοχών, φθάνει μέχρι την απώτατη ΒΑ. Ρωσία και τις ιαπωνικές ακτές στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι τη ΝΑ Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, ως χειμερινός επισκέπτης. Ξεχωριστοί θύλακες διαχείμασης υπάρχουν στην Κ. Ασία (Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν).[8]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Anser fabalis fabalis Β Ευρώπη και ΒΚ Σιβηρία (τάιγκα, από Σκανδιναβία στα δυτικά, ανατολικά προς Ουράλια Όρη) Δ, Κ και ΝΑ Ευρώπη και απώτατη ΝΔ Ασία Μεγάλο μέγεθος, μακρύ και λεπτό ράμφος με ευρεία πορτοκαλί λωρίδα
2 Anser fabalis johanseni Δ Σιβηρία (τάιγκα και δασική τούνδρα, ανατολικά των Ουραλίων, προς Βαϊκάλη) Ιράν, Τουρκμενιστάν, Δ Κίνα Μεγάλο μέγεθος, μακρύ και λεπτό ράμφος με στενή πορτοκαλί λωρίδα
3 Anser fabalis middendorffi τάιγκα Α Σιβηρίας, ανατολικά προς Τρανσβαϊκαλία Α Κίνα, Ιαπωνία Πολύ μεγάλο μέγεθος, μακρύ και παχύ ράμφος με στενή πορτοκαλί λωρίδα
4 Anser fabalis rossicus Β Ρωσία, ΒΔ Σιβηρία (τούνδρα από Χερσόνησο Κανίν, ανατολικά προς Χερσόνησο Ταϊμίρ Δ και Κ Ευρώπη, ΝΔ Ασία Μικρό μέγεθος, κοντόχονδρο ράμφος με στενή πορτοκαλί λωρίδα
5 Anser fabalis serrirostris τούνδρα ΒΑ Σιβηρίας από το Δέλτα του Λένα ανατολικά προς Αναντίρ Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία Μεγάλο μέγεθος, μακρύ και παχύ ράμφος με στενή πορτοκαλί λωρίδα

Πηγές:[1][8][9]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όπως όλες οι αγριόχηνες, οι χωραφόχηνες ταξιδεύουν σε σχηματισμούς V

Η χωραφόχηνα, αντίθετα με τη σταχτόχηνα, είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, ανάλογα με τα γεωγραφικά πλάτη, αποδημεί συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος.

Μετά την αναπαραγωγή οι χωραφόχηνες υποβάλλονται σε αλλαγή πτερώματος, οπότε καθίστανται ανίκανες προς πτήση, για περίοδο ενός (1) μηνός, περίπου, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου.[10] Γι’ αυτό τον σκοπό, κάποιοι πληθυσμοί πραγματοποιούν εκτεταμένες μεταναστεύσεις προς βορρά,[11] ενώ οι περισσότεροι συγκεντρώνονται σε μεγάλα σμήνη κοντά σε ανοικτό νερό.[10] Το είδος αναχωρεί από τους τόπους αναπαραγωγής του, μετά από αυτή την περίοδο αλλαγής πτερώματος, στις αρχές Σεπτεμβρίου, φθάνοντας στις θέσεις διαχείμασης από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τον Οκτώβριο.[12]

  • Ταξιδεύει κατά σμήνη με τη γνωστή εφαρμογή της διάταξης σε σχήμα V, όπου στην κορυφή υπάρχει μόνο ένα (1) άτομο και τα υπόλοιπα στοιχίζονται διαγωνίως δεξιά και αριστερά.[13]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από την Ισλανδία, την Ιρλανδία και τη Μάλτα, από το Μαρόκο, την Αλγερία και την Αίγυπτο, από το Νεπάλ και τη Μιανμάρ, αλλά και από τις ΗΠΑ.[3]

Στην Ελλάδα, η χωραφόχηνα απαντά αποκλειστικά ως διαχειμάζον είδος, στη βόρεια χώρα (Δεκέμβριος-Μάρτιος).[14][15] (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως τυχαίος επισκέπτης.[16]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, απαντά σε λίμνες, ποτάμια και ρυάκια, στην υψηλή αρκτική τούνδρα ή στα μεγάλα δάση της τάιγκας.[17] Οι πληθυσμοί της τάιγκας δείχνουν προτίμηση για τα δάση σημύδας και ερυθρελάτης με τυρφώνες,[12] ενώ εκείνοι της τούνδρας φωλιάζουν στα παχιά στρώματα με βρύα, γρασίδι ή θάμνους,[18] κοντά σε πλημμυρισμένα ποτάμια (αλλά πάνω από τα επίπεδα των πλημμυρών),[11][12] στα νησιά της Αρκτικής και στις αρκτικές παράκτιες περιοχές.[12]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά και κατά τη διέλευση, το είδος απαντά σε βάλτους και γεωργική γη [17] (λιβάδια, καλλιέργειες, ορυζώνες),[11] υγρούς στεπώδεις λειμώνες,[12] πλημμυρισμένα εδάφη, ποτάμια και παράκτια αβαθή.[19] Ωστόσο, κουρνιάζει και σε λίμνες, ποτάμια και πλημμυρισμένα εδάφη στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.[11]

Στην Ελλάδα, η χωραφόχηνα απαντά κυρίως σε λιβάδια και καλλιεργημένους αγρούς.[14]

Ενήλικη χωραφόχηνα φωτογραφημένη σε ζωολογικό κήπο

Η χωραφόχηνα είναι μέσου προς μεγάλου μεγέθους αγριόχηνα, μικρότερη και σκουρότερη από τη σταχτόχηνα -αν και πολλά άτομα έχουν μεγαλύτερο εκπέτασμα πτερύγων-, με ομοιόμορφο σταχτογκριζωπό χρωματισμό πτερώματος χωρίς κάποια έντονα διαγνωστικά στοιχεία. Στις πτέρυγες ξεχωρίζουν οι λευκές άκρες στα σκούρα τριτεύοντα ερετικά και στα άνω καλυπτήρια. Από απόσταση, δύσκολα διακρίνεται από τη σταχτόχηνα αλλά, πέρα από το μέγεθος, η άνω επιφάνεια του εμπρόσθιου τμήματος των πτερύγων είναι σκούρα, χωρίς να κάνει έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη πτέρυγα. Επίσης, η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι, επίσης, σκούρα. Αρκετά άτομα φέρουν λευκό δακτύλιο που περιβάλλει τη βάση του ράμφους. Το ράμφος είναι πάντοτε πορτοκαλί, με μαύρο χρώμα στη βάση και το άκρο του, αλλά η «ποσότητα» του πορτοκαλί χρώματος ποικίλλει πολύ έτσι, ώστε σε άλλα άτομα να εμφανίζεται εντελώς πορτοκαλί, ενώ σε άλλα εντελώς μαύρο. Η κοιλιά είναι λευκή, χωρίς μελανά σημεία ή ραβδώσεις. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι πορτοκαλί (για διαφορές μεταξύ των επί μέρους υποειδών, βλ. Πίνακα). Στα μεγάλα σμήνη της Β. Ευρώπης, εμφανίζονται πολλές ενδιάμεσες μορφές.[20]

Τα φύλα είναι παρόμοια σε μοτίβα και χρωματισμούς, αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες, αλλά οι ταρσοί και τα πόδια τους είναι ανοικτόχρωμα κιτρινωπά.[21]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (66-) 69 έως 88 (-89) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (140-) 142 έως 159 (-174) εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 1,97 έως 4,1 κιλά ♀ 2,00 έως 3,47 κιλά

(Πηγές:[21][22][23][24][25][26][20][27][28][29][30][31][32][33]

Οι σταχτόχηνες είναι φυτοφάγα πτηνά, με τη διατροφή να αποτελείται από πόες, γρασίδι, κύπερους (Cyperus spp.),[17] και βρύα.[18] Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου συμπληρώνεται με καρπούς Empetrum ή Vaccinium spp.[17] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι χωραφόχηνες αναζητούν την τροφή τους κυρίως σε γεωργικές εκτάσεις σπαρμένες με σιτηρά, φασόλια, πατάτες,[17] καρότα [7] και βλαστάρια δημητριακών.[11]

Το είδος παραμένει αγελαίο κατά τη διάρκεια του χειμώνα [12] (αν και αυτό συμβαίνει σε μικρότερα, χαλαρά σμήνη από πολλά άλλα είδη χήνας),[19] και κουρνιάζει κοντά στις περιοχές σίτισης,[12] σε σμήνη μικτών ειδών, σε λίμνες, ποτάμια και πλημμυρισμένες εκτάσεις.[11] Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αγριόχηνες, οι χωραφόχηνες αναζητούν την τροφή τους νωρίς το πρωί ή αργά το σούρουπο.[26]

Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται στην τάιγκα φωλιάζουν στις αρχές Μαΐου, ενώ εκείνοι που αναπαράγονται στην τούνδρα έναν (1) μήνα αργότερα, στις αρχές Ιουνίου.[11][17] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Το φώλιασμα γίνεται κατά μοναχικά ζευγάρια, συνήθως με τις φωλιές διάσπαρτες,[19] αν και υπάρχουν περιπτώσεις φωλιάσματος κατά μικρές ομάδες.[17]

Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται μέσα στη χαμηλή βλάστηση, συνήθως σε λοφίσκους και όχθες ελεύθερες από χιόνι και νερά που προέρχονται από την τήξη του, πιο σπάνια, στη βάση ενός δένδρου ή μεταξύ των θάμνων. Η φωλιά βρίσκεται συνήθως κοντά στο νερό, αλλά μπορεί να είναι έως και 1 χιλιόμετρο μακριά.[33] Είναι μια ρηχή κοιλότητα που επιστρώνεται με βρύα, λειχήνες και μικρά φτερά.[34] κατασκευασμένη ως επί το πλείστον από το θηλυκό, αν και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει περιστασιακά. Οι φωλιές προηγουμένων ετών επαναχρησιμοποιούνται, αλλά με νέα επίστρωση.[33]

Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-7) υποελλειπτικά ή οβάλ αβγά, διαστάσεων 83,8 Χ 55,3 χιλιοστών [34] και βάρους 146 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 9% είναι κέλυφος.[35] Η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο ή προτελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό (το αρσενικό παραμένει σε επιφυλακή σε κοντινή απόσταση από τη φωλιά) και διαρκεί 27 έως 29 ημέρες, περίπου.

Οι νεοσσοί (χηνάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν, ενώ αναζητούν μόνοι την τροφή τους υπό την επιτήρηση των γονέων. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 56 ημέρες, περίπου.[25] Τα νεαρά άτομα παραμένουν με τους γονείς τους κατά τη διάρκεια του 1ου φθινοπώρου και του 1ου χειμώνα, μεταναστεύουν μαζί τους την άνοιξη, αλλά ανεξαρτητοποιούνται πριν επιστρέψουν στους τόπους αναπαραγωγής. Αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα στα 3 χρόνια, περίπου.[33]

Οι πληθυσμοί της χωραφόχηνας υπέστησαν μεγάλη μείωση κατά το παρελθόν λόγω του εντατικού κυνηγιού [11][17][36] και της απώλειας των ενδιαιτημάτων τους.[12] Αλλά επήλθε και υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων τους λόγω πετρελαϊκής ρύπανσης,[36][37] αποστράγγισης, εξόρυξης τύρφης, αλλαγής πρακτικών διαχείρισης (π.χ. μείωση της βόσκησης σε λιβάδια που οδηγεί στην υπερανάπτυξη βλάστησης) και της αποψίλωσης δασών, ιδιαίτερα στις αναπαραγωγικές περιοχές στη Ρωσία,[37] τη Νορβηγία και τη Σουηδία.[12] Το είδος κινδυνεύει, επίσης, από την ανθρώπινη όχληση [12] και είναι επιρρεπές σε δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία.[38]

Η χωραφόχηνα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά.[11] Στην Ελλάδα, το κυνήγι της δεν επιτρέπεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία.[39]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, η τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική.[3]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χωραφόχηνα όχι μόνον δεν φωλιάζει στην Ελλάδα, αλλά παρατηρείται σπάνια, ακόμη και τον χειμώνα. Στο μακρινό παρελθόν (19ος αιώνας) είχε αναφερθεί ελάχιστες φορές από τη Μακεδονία και το Δέλτα του Αχελώου, ενώ στις δεκαετίες 1960-1980, οι χειμερινές καταγραφές περιορίζονταν στη Δοϊράνη, το Δέλτα του Έβρου και τη Λήμνο. Γενικά, τα στοιχεία είναι ελλιπή αλλά, ούτως ή άλλως, αποτελεί σπάνιο χειμερινό επισκέπτη για την Ελλάδα.[40]

Στον ελλαδικό χώρο η Χωραφόχηνα απαντά και με τις ονομασίες Καμπόχηνα και Σταρόχηνα.[41]

i. ^ Για το γένος του ουσιαστικού Χην, βλ. Ονοματολογία.

ii. ^ Για την καταχρηστική απόδοση του συγκεκριμένου όρου, βλ. Ονοματολογία.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Howard and Moore, p. 62
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175024
  3. 3,0 3,1 3,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22679875/0
  4. 4,0 4,1 ΠΛΜ, 61:513
  5. Valpy, p. 25
  6. ΠΛΜ, 59:476
  7. 7,0 7,1 7,2 http://www.hbw.com/species/bean-goose-anser-fabalis
  8. 8,0 8,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22679875
  9. http://www.hbw.com/species/
  10. 10,0 10,1 Scott & Rose
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 11,6 11,7 11,8 Kear
  12. 12,00 12,01 12,02 12,03 12,04 12,05 12,06 12,07 12,08 12,09 Madge & Burn
  13. Scott & Forrest, p. 48
  14. 14,0 14,1 Όντρια (Ι), σ. 56
  15. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 151, 197
  16. Σφήκας, σ. 98
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 17,6 17,7 del Hoyo et al
  18. 18,0 18,1 Johnsgard
  19. 19,0 19,1 19,2 Snow & Perrins
  20. 20,0 20,1 Mullarney et al, p. 18
  21. 21,0 21,1 Flegg, p. 60
  22. Dunning
  23. Grimmett et al, p. 54
  24. Heinzel et al, p. 56
  25. 25,0 25,1 Perrins, p. 76
  26. 26,0 26,1 Bruun, p. 50
  27. Όντρια, σ. 56
  28. Scott & Forrest, p. 50
  29. Singer, p. 95
  30. http://www.ibercajalav.net
  31. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  32. http://ibc.lynxeds.com/species/Greylag_goose
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 planetofbirds.com
  34. 34,0 34,1 Harrison, p. 76
  35. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob1570.htm#trends[νεκρός σύνδεσμος]
  36. 36,0 36,1 Nikolaeva et al
  37. 37,0 37,1 Grishanov
  38. Kwon et al
  39. kynoclub.gr
  40. Handrinos & Akriotis, p. 112
  41. Απαλοδήμος, σ. 20
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • Dunning, John B., Jr., ed. (1992). CRC Handbook of Avian Body Masses. CRC Press. ISBN 978-0-8493-4258-5.
  • Grishanov, D. 2006. Conservation problems of migratory waterfowl and shorebirds and their habitats in the Kaliningrad region of Russia. In: G. Boere, C. Galbraith and D Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 356. The Stationary Office, Edinburgh, U.K.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
  • Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
  • Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 1: general chapters; species accounts (Anhima to Salvadorina) . Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Kwon, Y.K., Wee, S.H. and Kim, J.H. 2004. Pesticide Poisoning Events in Wild Birds in Korea from 1998 to 2002. Journal of Wildlife Diseases 40(4): 737-740.
  • Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
  • Nikolaeva, N.G., Spiridonov, V.A. and Krasnov, Y.V. 2006. Existing and proposed marine protected areas and their relevance for seabird conservation: a case study in the Barents Sea region. In: G. Boere, C. Galbraith and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 743-749. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Vickery, J. A.; Gill, J. A. 1999. Managing grassland for wild geese in Britain: a review.Biological Conservation 89: 93-106.