Χατζή Μουράτ (Τολστόι)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χατζή Μουράτ
Στο σπίτι του πρίγκιπα Σεμιόν Βοροντσόφ
ΣυγγραφέαςΛέων Τολστόι
ΤίτλοςХаджи-Мурат
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1896
Ημερομηνία δημοσίευσης1912
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΡωσική Αυτοκρατορία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Χατζή Μουράτ (Ρωσικός τίτλος: Хаджи-Мурат) είναι νουβέλα του Λέοντα Τολστόι που γράφηκε από το 1896 έως το 1904 και δημοσιεύτηκε μεταθανάτια το 1912 σε λογοκριμένη έκδοση και το 1917 στο σύνολο.[1]

Είναι ένα από τα τελευταία έργα του Τολστόι. Η υπόθεση αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα από την εποχή του πολέμου στον Καύκασο τον 19ο αιώνα. Τα γεγονότα διαδραματίζονται το 1851-52, όταν ο Τολστόι υπηρετούσε ως αξιωματικός στον Καύκασο.[2]

Κύριος χαρακτήρας είναι ο Καυκάσιος πολεμιστής Χατζή Μουράτ (ιστορικό πρόσωπο), ήρωας των Αβάρων στον αγώνα κατά των τσαρικών στρατευμάτων και της ρωσικής εισβολής, ο οποίος, ωστόσο, για λόγους προσωπικής εκδίκησης προς τον Καυκάσιο ηγέτη ιμάμη Σαμίλ και για να σώσει την οικογένειά του που έχει απαχθεί από τον ιμάμη, αυτομόλησε στους Ρώσους.[3]

Μαζί με τα έργα Η επιδρομή (1852), Κόψιμο του δάσους, Οι Κοζάκοι (1863) και Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου αποτελούν ένα κύκλο έργων γύρω από τη δράση του ρωσικού στρατού στον Καύκασο και βασίζονται σε προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις του συγγραφέα.

Δημοσίευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαίνεται ότι ο Τολστόι είχε αποφασίσει ήδη από το 1896 να μην εκδώσει το έργο όσο ζούσε, πιστεύοντας ότι δύσκολα θα εγκρίνονταν από τη λογοκρισία. Επιπλέον, στην έκδοση που δημοσιεύτηκε στη Μόσχα το 1912 η λογοκρισία αφαίρεσε ένα κεφάλαιο που αναφερόταν στον τσάρο Νικόλαο Α' και ένα ακόμη στο οποίο περιγράφονταν η άγρια ​​σφαγή ενός τσετσενικού χωριού από τον ρωσικό στρατό μετά την παράλογη διαταγή επίθεσης του τσάρου. Το πλήρες έργο δημοσιεύθηκε το 1917.[1]

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία ξεκινά με τον Χατζή Μουράτ, Άβαρο πολεμιστή, γνωστό για τη γενναιότητά του στις μάχες κατά των Ρώσων, και δύο από τους άνδρες του να εγκαταλείπουν τον Σαμίλ, αρχηγό των Αβάρων και διοικητή των Καυκάσιων, οι οποίοι βρίσκονται σε πόλεμο με τους Ρώσους. Βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι ενός έμπιστου του Μουράτ αλλά οι ντόπιοι μαθαίνουν την παρουσία του και τον διώχνουν από το χωριό. Ο υπολοχαγός του καταφέρνει να έρθει σε επαφή με τους Ρώσους, οι οποίοι, αν και μέχρι στιγμής τον αντιμετώπιζαν σαν αντίπαλο, υπόσχονται να του χορηγήσουν άσυλο. Τελικά φτάνει στο φρούριο Βοντβιζένσκα για να ενταχθεί στις ρωσικές δυνάμεις, με την ελπίδα ότι με την υποστήριξή τους θα ανατρέψει τον Σαμίλ και θα σώσει την οικογένειά του.[4]

Στο φρούριο, ο Μουράτ γίνεται φίλος με τον νεαρό πρίγκιπα Σεμιόν Βοροντσόφ, γιο του ανώτατου διοικητή του ρωσικού στρατού στην Τσετσενία, τη σύζυγό του Μαρία και τον γιο του, και κερδίζει τη συμπάθεια των αξιωματικών, οι οποίοι αισθάνονται δέος για τη σωματική του διάπλαση και τη φήμη του, απολαμβάνουν τη συντροφιά του και τον βρίσκουν έντιμο και ειλικρινή. Συνάπτεται σύμφωνο φιλίας μεταξύ του Χατζή Μουράτ και του πρίγκιπα, το οποίο υπογράφεται σύμφωνα με το τελετουργικό της Τσετσενίας με την ανταλλαγή δώρων: ένα πολύτιμο στιλέτο δόθηκε από τον Χατζή Μουράτ στο παιδί και το προσωπικό ρολόι του Βοροντσόφ χαρίστηκε στον Μουράτ. Την πέμπτη μέρα της παραμονής του στο φρούριο, ο βοηθός του γενικού κυβερνήτη, Μιχαήλ Λόρις-Μέλικοφ φτάνει με εντολή να καταγράψει την ιστορία του Μουράτ, και ο αναγνώστης μαθαίνει το παρασκήνιο των γεγονότων που εκτίθενται στην ιστορία:[5]

Ο Χατζή Μουράτ

Ο Χατζή Μουράτ γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια στο χωριό Τσέλμες αλλά μεγάλωσε στο περιβάλλον των ντόπιιων Χαν, επειδή η μητέρα του ήταν τροφός της βασιλικής οικογένειας. Όταν ήταν 15 χρονών κηρύχθηκε ιερός πόλεμος κατά της Ρωσίας στον οποίο εντάχθηκαν οι Τσετσένοι και οι Άβαροι. Ο Μουράτ αρνήθηκε στην αρχή να λάβει μέρος, αλλά υπό την απειλή εκτέλεσης, αναγκάστηκε να συμφωνήσει. Άρχισε να ενδιαφέρεται για θρησκευτικούς λόγους (ο Χατζή Μουράτ είναι μουσουλμάνος) αλλά έδειξε δυσπιστία όταν ο ιμάμης Γκαμζάτ, οπαδός των Σούφι, κάλεσε τους Χάνους, που ήταν φιλορώσοι και εχθρικοί προς τον Σουφισμό, να συμμετάσχουν στον ιερό πόλεμο. Ο Γκαμζάτ, με την υποστήριξη του Σαμίλ, εξαπέλυσε επίθεση και σκότωσε τους Χάνους, παίρνοντας τον έλεγχο του τμήματος του Νταγκεστάν. Η σφαγή των Χάνων έστρεψε τον Χατζή Μουράτ και τον αδερφό του Οσάμα εναντίον των Γκαμζάτ και Σαμίλ, επίθεση στην οποία σκοτώθηκαν τόσο ο ιμάμης όσο και ο Οσάμα. Υπεύθυνο για τον θάνατο του αδελφού του ο Χατζή-Μουράτ θεωρούσε τον Σαμίλ, που έγινε διάδοχος του Γκαμζάτ. Αργότερα, βρέθηκε στο πλευρό του Σαμίλ και έγινε το δεξί του χέρι στον πόλεμο εναντίον της ρωσικής κατοχής του Καυκάσου. Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, ο Σαμίλ, δυσπιστώντας προς τον Χατζή Μουράτ, έχει πάρει ομήρους μέλη της οικογένειάς του. Εξηγεί στον Λόρις-Μέλικοφ ότι ζητά τη ρωσική βοήθεια για να απελευθερώσει την οικογένειά του. [6]

Ο Χατζή Μουράτ επιθυμεί επίσης να γίνει ηγέτης της Τσετσενίας, υποστηριζόμενος από τη Ρωσία. Διαβεβαιώνει τον διοικητή Βοροντσόφ ότι έχει τα μέσα να αποκαταστήσει τη ρωσική κυριαρχία στην περιοχή. Η βοήθειά του, ωστόσο, εξαρτάται από την απελευθέρωση της οικογένειάς του. Οι Ρώσοι αμέσως κατανόησαν τη θέση και τη διαπραγματευτική του ικανότητα και τον βρίσκουν το τέλειο εργαλείο για να εξουδετερώσουν τον Σαμίλ. Ωστόσο, τα σχέδια του Βοροντσόφ καταστρέφονται από τον Υπουργό Πολέμου Τσερνίσοφ, έναν αντίπαλο πρίγκιπα που τον ζήλευε, ο οποίος έπεισε τον Τσάρο Νικόλαο Α΄ ότι ο Μουράτ είναι πιθανώς κατάσκοπος.[7]

Ο Τσάρος διατάζει επίθεση στην Τσετσενία και ο Μουράτ παραμένει στο φρούριο. Εν τω μεταξύ, η μητέρα του Μουράτ, η σύζυγος και ο μεγαλύτερος γιος του, τους οποίους ο Σαμίλ κρατά αιχμαλώτους, μεταφέρονται σε μια πιο απομακρυσμένη τοποθεσία και ο Σαμίλ κάνει γνωστό ότι εάν ο Χατζή Μουράτ δεν εμφανιστεί, σε αντίποινα η μητέρα και η γυναίκα του θα ατιμαστούν και ο γιος του θα τυφλωθεί. Συνειδητοποιώντας τη θέση του (ούτε τον εμπιστεύονται οι Ρώσοι να ηγηθεί στρατού εναντίον του Σαμίλ, ούτε μπορεί να επιστρέψει στον Σαμίλ επειδή θα θανατωθεί), ο Χατζή Μουράτ αποφασίζει να φύγει από το φρούριο για να συγκεντρώσει άνδρες για να σώσει την οικογένειά του.

Σ' αυτό το σημείο η αφήγηση μεταπηδά στο χρόνο, στην άφιξη μιας ομάδας στρατιωτών στο ρωσικό φρούριο που φέρνουν το κομμένο κεφάλι του Μουράτ. Στη συνέχεια οι στρατιώτες διηγούνται την ιστορία του θανάτου του. Είχε δραπετεύσει από το ρωσικό οχυρό με τη βοήθεια πέντε ανδρών του αλλά σταμάτησαν σε ένα έλος που δεν μπορούσαν να διασχίσουν και κρύφτηκαν στους θάμνους μέχρι το πρωί. Οι Ρώσοι οργάνωσαν τη σύλληψή τους με 100 Ρώσους στρατιώτες και 200 Τσετσένους και περικύκλωσαν την περιοχή. Ο Χατζή Μουράτ και οι άνδρες του οχυρώθηκαν και πολέμησαν γενναία αλλά σκοτώθηκαν όλοι. Ένας Τσετσένος τον αποκεφάλισε και παρέδωσε το κεφάλι του στους Ρώσους.[7]

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο διαδραματίζεται κατά τον πόλεμο του Καυκάσου μεταξύ της Ρωσικής αυτοκρατορίας και των Μουσουλμάνων του Βορείου Καυκάσου που είχαν ενωθεί σε ένα στρατιωτικό-θεοκρατικό ισλαμικό κράτος, το Βόρειο Καυκάσιο Ιμαμάτο (1829 -1859) και επιθυμούσαν την ανεξαρτησία τους. Η διαμάχη για την περιοχή αναβίωσε πρόσφατα κατά τη διάρκεια του Πρώτου (1994 - 1996) και του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας (1999 - 2009).

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χατζή Μουράτ, μετάφραση: Ανδρέας Σαραντόπουλος, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1991 [8]
  • Χατζή Μουράτ, μετάφραση: Κωνσταντίνος Μακρής, εκδόσεις Γκοβόστης, 1993

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]