Οι Κοζάκοι (Τολστόι)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι Κοζάκοι
ΣυγγραφέαςΛέων Τολστόι
ΤίτλοςКазаки
ΥπότιτλοςКавказская повесть 1852 года
Souvenirs de Sébastopol
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1862
Ημερομηνία δημοσίευσηςΙανουάριος 1863
Μορφήμυθιστόρημα
διήγημα
ΤόποςΚαυκασία
Ρωσία
LC ClassOL15698347W
LΤ ID10119042
BL Class539841
Δημοσιεύθηκε στοThe Russian Messenger[1]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι Κοζάκοι (Ρωσικά: Казаки) είναι νουβέλα του Λέοντος Τολστόι που δημοσιεύτηκε το 1863 σε συνέχειες στο περιοδικό Ρωσικός αγγελιοφόρος.[2]

Το έργο αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού Ρώσου, που αναζητώντας μια πιο αυθεντική ζωή εγκαταλείπει την ασφαλή αλλά ανούσια ζωή του και κατατάσσεται στον στρατό στην περιοχή του Καυκάσου, όπου ο ρομαντικός ήρωας ανακαλύπτει μια κοινωνία στους αντίποδες της κοσμικότητας της Μόσχας και αναπτύσσει την προσωπική του φιλοσοφία. Εξετάζονται μια σειρά από θέματα που ο συγγραφέας ανέπτυξε στα μεταγενέστερα έργα του: η διαφορά των κοινωνικών τάξεων, ο φιλειρηνισμός, η φύση της ευτυχίας και ο σκοπός του ανθρώπου στη ζωή.[3]

Ο Τολστόι άρχισε να γράφει το έργο τον Αύγουστο του 1853 και συμπεριέλαβε αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, βασισμένα εν μέρει στις εμπειρίες του από τη στρατιωτική του θητεία στον Καύκασο κατά τα τελευταία στάδια του Πολέμου του Καυκάσου.[4]

Μαζί με τα έργα Η επιδρομή (1852), Το κόψιμο του δάσους (1855), Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου (1872) και Χατζή Μουράτ (1896) αποτελούν ένα κύκλο αφηγήσεων γύρω από τη δράση του ρωσικού στρατού στον Καύκασο και βασίζονται σε προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις του συγγραφέα.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δεκαετία του 1840, ο Ντμίτρι Αντρέγιεβιτς Ολένιν, ένας 24χρονος πλούσιος νεαρός ευγενής, που δεν είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του και δεν εργάστηκε ποτέ, έφυγε από τη Μόσχα απογοητευμένος από τη ζωή στη ρωσική καλή κοινωνία για να ενταχθεί ως δόκιμος σε στρατιωτική μονάδα στον Καύκασο, με την ελπίδα να ξεφύγει από την επιπολαιότητα της καθημερινότητας και να ξεκινήσει μια νέα ζωή, θέλει να ξεχάσει το βαρύ παρελθόν του, μεταξύ άλλων ερωτικούς δεσμούς και χρέη στη χαρτοπαιξία. Φθάνοντας στον Καύκασο, ο Ολένιν μαγεύεται από τη φύση που τον περιβάλλει. Το χωριό της οχυρωματικής γραμμής στο οποίο σταθμεύει η μονάδα του κατοικείται από Κοζάκους και βρίσκεται κατά μήκος του ποταμού Τέρεκ, προσφέροντας εντυπωσιακή θέα στα γύρω βουνά. Σε μια προσπάθεια να βρει την «πληρότητα», ελπίζει αφελώς να βρει γαλήνη ανάμεσα στους «ευγενείς αγρίους» ανθρώπους του χωριού που ζουν σε αρμονία με τη φύση. Ο Τολστόι εδώ περιγράφει το χωριό και τη ζωή των Κοζάκων που υπερασπίζονταν τα σύνορα από τους Μουσουλμάνους Τσετσένους.[5]

Μετά την άφιξή του στο χωριό, ο Ολένιν έχει πολύ ελεύθερο χρόνο καθώς λόγω της αριστοκρατικής του ιδιότητας δεν του ανατίθενται καθήκοντα. Γίνεται φίλος με τον ηλικιωμένο Κοζάκο Γιέροσκα, πίνουν, συζητούν και κυνηγούν φασιανούς και κάπρους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο νεαρός Κοζάκος Λουκάσκα σκοτώνει έναν Τσετσένο που προσπαθεί να περάσει απέναντι από το ποτάμι προς το χωριό για να κατασκοπεύσει τους Κοζάκους και γίνεται ο ήρωας του χωριού. Ο Ολένιν ερωτεύεται τη Μαριάνκα, την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού, αλλά προκύπτει ηθικό δίλημμα γιατί η κοπέλα είναι δεσμευμένη με τον Λουκάσκα. Προσπαθεί να καταπνίξει τα συναισθήματά του, τελικά πείθεται ότι αγαπά τόσο τον Λουκάσκα όσο και τη Μαριάνκα για την απλότητά τους και αποφασίζει ότι ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος μόνο όταν αγαπά με αυταπάρνηση και ότι «η ευτυχία βρίσκεται όχι στο να ζει κανείς για τον εαυτό του, αλλά για τους άλλους».[4]

Ο Λέων Τολστόι, περ. 1854.

Με το νέο του ιδανικό για τη ζωή, ο Ολένιν έχει μόνο μια σκέψη στο μυαλό του: να κάνει το καλό. Ο πρώτος που επωφελήθηκε από αυτή την αλλαγή είναι ο Λουκάσκα, στον οποίο χαρίζει ένα άλογο, ο νεαρός το δέχεται αλλά ςίναι επιφυλακτικός απέναντι στον Όλενιν και τα κίνητρά του. Επιπλέον, αποφεύγει να φλερτάρει τη Μαριάνκα από φιλία για τον Λουκάσκα.

Η άφιξη ενός παλιού φίλου του Ολένιν, του πρίγκιπα Μπιελέτσκι, αλλάζει την κατάσταση. Ο Μπιελέτσκι τον υποκινεί να προσελκύσει τη Μαριάνκα και να κερδίσει την αγάπη της, έτσι την πλησιάζει αρκετές φορές. Όταν ανακοινώνεται επίσημα ο αρραβώνας του Λουκάσα και της Μαριάνκα, ο Ολένιν ωθείται να εξετάσει τα αληθινά του συναισθήματα και καταλαβαίνει ότι είναι ερωτευμένος με τη Μαριάνκα. Ωστόσο, δεν μπορεί να φανταστεί τι θα σήμαινε αυτή η αγάπη για αυτούς ως ζευγάρι και πώς θα εξελισσόταν η κοινή τους ζωή. Δεν μπορεί να διανοηθεί να επιστρέψει μαζί της στη Μόσχα, αλλά η ιδέα να μείνει στο μικρό χωριό των Κοζάκων του είναι εξίσου αδιανόητη. Ξέρει ότι,παρόλο που έχει απολαύσει τη διαμονή του εκεί και έχει μάθει πολλά για τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ευτυχισμένος αν ζούσε μόνιμα εκεί. Τελικά, σε μια στιγμή πάθους, της εξομολογείται τον έρωτά του, αυτή του λέει ότι θα του απαντήσει σύντομα.[6]

Ο Λουκάσκα τραυματίζεται θανάσιμα σε μάχη ενάντια σε Τσετσένους επιδρομείς στο χωριό. Με τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της, η Μαριάνκα συνειδητοποιεί ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να αγαπήσει πραγματικά τον Ολένιν και του λέει ότι η ζωή τους είναι πολύ διαφορετική για να είναι μαζί. Ο Ολέγκιν ζητά από τον διοικητή του αλλαγή μονάδας, αφήνοντας το χωριό και τη ζωή του εκεί πίσω. Ο Γιέροσκα είναι ο μόνος που τον αποχαιρετά.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι Κοζάκοι, γαλλοϊταλική ταινία των Βικτόρ Τουριάνσκι και Τζόρτζιο Βεντουρίνι, 1960 [7]
  • Οι Κοζάκοι, σοβιετική ταινία του Βασίλι Πρόνιν, 1961 [8]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι Κοζάκοι, μετάφραση: Γιάννης Γ. Θωμόπουλος, εκδόσεις Μίνωας, 1984
  • Οι Κοζάκοι, μετάφραση: Κοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη, 2018 [9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]