Η επιδρομή (διήγημα)
Συγγραφέας | Λέων Τολστόι |
---|---|
Γλώσσα | Ρωσικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1852 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1853 |
Μορφή | διήγημα |
Θέμα | Πόλεμος του Καυκάσου |
Τόπος | Καυκασία |
Δημοσιεύθηκε στο | Sovremennik |
δεδομένα ( ) |
Η Επιδρομή (ρωσ. спуск) είναι ένα από τα πρώτα διηγήματα του Τολστόι των τριάντα δύο σελίδων και δώδεκα ενοτήτων, που δημοσιεύθηκε το 1852 που μαζί με τα έργα Κόψιμο του δάσους, Οι Κοζάκοι, Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου και Χατζή Μουράτ αποτελούν ένα κύκλο έργων που περιστρέφονται γύρω από τη δράση του ρωσικού στρατού στον Καύκασο. Όλα βασίζονται στην προσωπική πείρα του συγγραφέα και τις αναμνήσεις του από την εποχή που υπηρέτησε εκεί ως αξιωματικός.
Σύνοψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το βασικό θέμα των αφηγήσεων αυτού του κύκλου- η γενναιότητα των πολεμιστών- εκπορεύεται από το σύνολο των ιδεολογικών και ηθικών αναζητήσεων του νεαρού τότε Τολστόι. Οι ιδιότητες που κάνουν τους ανθρώπους γενναίους αναπτύσσονται από τον συγγραφέα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δικαιώνεται κάποιος υψηλός τους προορισμός. Η Επιδρομή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος του Μαρτίου 1853 του περιοδικού Σύγχρονος κι΄αποτελεί μια αφήγηση, σε επικό τόνο, της ζωής και της δράσης του Ρώσου στρατιώτη στις μάχες του με τις ατίθασες βουνίσιες φυλές του Καυκάσου. Τα διάφορα πρόσωπα του έργου μοιάζουν με αξιωματικούς συναδέλφους του Τολστόι. Ο λοχαγός Χλοπώφ για παράδειγμα θυμίζει τον φίλο του Χιλκόσκη, αυτόν που περιγράφει στο «ημερολόγιό του» σαν έναν «παλιό απλό στρατιώτη με απλούς τρόπους, ευγενικό, καλόκαρδο και γενναίο».
Η αμφισβήτηση της δικαίωσης του πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]μτφ. Άρης Αλεξάνδρου
Στην επιδρομή βλέπομε πως ο Τολστόι, από τα πρώτα κιόλας νεανικά χρόνια, αμφισβητεί τη δικαίωση του πολέμου. Χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταδικάσει τον πόλεμο απόλυτα και κατηγορηματικά, στο τέρμα μιας αργής πορείας, που ήταν γεμάτη σκέψη, αγώνες και πείρα. Ένα μέρος της πείρας το οφείλει και στη στρατιωτική του υπηρεσία, που άρχισε το 1851, όταν κατατάχτηκε δόκιμος αξιωματικός, και τελείωσε το 1856[1] δηλαδή μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, που έφυγε μόνος του από το στράτευμα με το βαθμό του υπολοχαγού.
Η ειλικρίνεια της σκέψης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ελευθεροστομία του συγγραφέα, η ειλικρίνεια της σκέψης του κι΄ η αναζήτηση της αλήθειας, υπήρξαν αιτία να μην κατακτήσει τις συμπάθειες των ανωτέρων του· έχασε μάλιστα κάποια προαγωγή. Έπειτα από χρόνια ο Τολστόι αστειευόταν για την καριέρα του σαν αξιωματικός, λέγοντας πως δεν κατάφερε να γίνει στρατηγός στο στράτευμα, έγινε όμως στη λογοτεχνία.
Η ιστορία των δημοσιεύσεων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά η «Επιδρομή», περικόπηκε άγρια (δέκα τρεις περικοπές ακόμα και ολοκλήρων παραγράφων σε ένα διήγημα των τριάντα δύο σελίδων) από την τσαρική λογοκρισία κι ο συγγραφέας έγραψε σχετικά στον αδελφό του Σεργκέι: «Ό,τι ήταν καλό στο διήγημα, το βγάλανε ή το ακρωτηριάσανε». Ο ποιητής Νικολάι Νεκράσοφ, διευθυντής τότε του περιοδικού Σύγχρονος, έστειλε ένα γράμμα στον Τολστόι, συνιστώντας να μ χάνει το ηθικό του από παρόμοιες ενέργειες, που είναι συνηθισμένες σε όλους τους λογοτέχνες με ταλέντο. Αργότερα ο Νεκράσοφ θα γράψει ακόμα πιο θερμά στον Τολστόι, από αφορμή μιας νέας επέμβασης της λογοκρισίας σ΄άλλο έργο του συγγραφέα: «Η δουλειά σας που ακρωτηριάστηκε αυθαίρετα δε θα πάει χαμένη. Θα μείνει για πάντα, σαν απόδειξη της δύναμης που σας κάνει να ξεστομίζετε τέτοιες βαθειές και καθαρές αλήθειες, κάτω από συνθήκες που λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν ν΄ ανθέξουν. Αυτό ακριβώς χρειάζεται σήμερα η ρωσική κοινωνία, την αλήθεια-την αλήθεια που τόσο λίγη έχει απομείνει στη λογοτεχνία του τόπου μας μετά τον θάνατο του Νικολάι Γκόγκολ». Ο Τολστόι καταλήγει στο συμπέρασμα πως υπάρχουν δύο ειδών γενναιότητες, η ηθική και η φυσική. Η πρώτη υπαγορεύεται από τη αντίληψη του καθήκοντος προς την πατρίδα σε συνδυασμό μ΄ένα ευγενικό συναίσθημα συντροφικότητας. Η δεύτερη προέρχεται από κατώτερα κίνητρα: ο αξιωματικός, για παράδειγμα, που υπηρετεί στον στρατό από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς και ριψοκινδυνεύει στις μάχες, δείχνεται βέβαια παλικάρι, μα η γενναιότητα του δεν έχει την ηθική βάση, είναι απλώς φυσική.[2]
Η επαφή με τη φύση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Θα έλεγε κανείς πως κάθε κακία θα έπρεπε να εξαφανιστεί από τις καρδιές των ανθρώπων, μόλις τους τύχαινε να έρθουν σ΄επαφή με τη φύση που είναι η άμεση έκφραση της ομορφιάς και της καλοσύνης.
Σ΄όλη τη φάλαγγα βασίλευε μια τόσο βαθιά σιωπή, που μπορούσες ν΄ακούσεις όλους τους ήχους της νύχτας, αυτούς που είναι γεμάτοι με μια μυστηριακή ομορφιά και χύνονται σαν ρυάκια από παντού για να κυλήσουν όλοι μαζί, ίδιοι μ΄ένα ποτάμι: Το μακρινό, παραπονιάρικο ουρλιαχτό των τσακαλιών, που μοιάζει άλλοτε με απελπισμένο κλάμα κι άλλοτε με γέλιο, τα ηχηρά, μονότονα τραγούδια του γρύλου, του βατράχου, των ορτυκιών γινότανε ένας γιομάτος υπέροχος ήχος που συνηθίσαμε να ονομάζουμε νυχτερινή ησυχία. Η ησυχία αυτή παραβιάζονταν ή μάλλον γινότανε ένα με τον υπόκωφο γδούπο των πετάλων και το θρόισμα του ψηλού χόρτου, που προκαλούσε η φάλαγγα με την αργοκίνητη πορεία της.[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]