Χέρμπερτ Ιούστις Ουίνλοκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χέρμπερτ Ιούστις Ουίνλοκ
Γέννηση1  Φεβρουαρίου 1884[1]
Ουάσινγκτον
Θάνατος26  Ιανουαρίου 1950[1]
Βενετία
ΥπηκοότηταΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Χάρβαρντ
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ερευνητικός τομέαςΑιγυπτιολογία, ανασκαφή και λογοτεχνία
Αξίωμαδιευθυντής μουσείου
Ιδιότητααρχαιολόγος, ανθρωπολόγος, αιγυπτιολόγος, έφορος, ιστορικός της τέχνης και συγγραφέας

O Χέρμπερτ Ιούστις Ουίνλοκ (Herbert Eustis Winlock, 1 Φεβρουαρίου 1884, Ουάσινγκτον – 26 Ιανουαρίου 1950, Βενετία της Φλόριντα), ήταν Αμερικανός Αιγυπτιολόγος που εργάστηκε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης σε όλη τη διάρκεια της αιγυπτιολογικής σταδιοδρομίας του. Ο Ουίνλοκ έδρασε σε μία εποχή που το έργο του Μητροπολιτικού Μουσείου ως χρηματοδότης των ανασκαφών στην Αίγυπτο, βρισκόταν στην καρδιά της "χρυσής εποχής" του. Η προσφορά του ίδιου στην ανάπτυξη της Αιγυπτιολογίας υπήρξε μεγάλη, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά στην αναπαράσταση του "γενεαλογικού δέντρου" των Αιγύπτιων ηγεμόνων του Μέσου Βασιλείου. Ένα μεγάλο κομμάτι της συλλογής των αιγυπτιακών έργων τέχνης του Μητροπολιτικού Μουσείου προοέρχεται από τις δικές του αρχαιολογικές αποστολές, κυρίως από τις ανασκαφές του στις Θήβες, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια στις έρευνες του νεκρικού ναού της Χατσεψούτ και του Μεντουχοτέπ Β'.[2][3]

Ο Ουίνλοκ ήταν ο γιός της Alice Broom και του William Crawford Winlock, που εργαζόταν ως βοηθός γραμματέα στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν. Αποφοίτησε με άριστα από το Χάρβαρντ, όπου ειδικεύτηκε στην Αιγυπτιολογία. Ο Albert Morton Lythgoe, ιδρυτής του τμήματος Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων στο Μουσείο της Βοστώνης και στο Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης, ήταν ο μέντοράς του.[4] Ο Lythgoe, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, τον κάλεσε να δουλέψει μαζί του στις ανασκαφές στην Αίγυπτο και έτσι ο Ουίνλοκ δεν άργησε να γίνει το νεότερο μέλος της εξερευνητικής αποστολής του Μητροπολιτικού Μουσείου, το 1906, στη βασιλική νεκρόπολη του Λιστ, 25 μίλια νότια του Καΐρου. Αργότερα, μετατέθηκε στην Όαση Κάργκα, 100 μίλια δυτικά του Λούξορ, όπου συμμετείχε στην αποκατάσταση του ναού του Άμωνα.[5]

Το 1911, ο Ουίνλοκ ξεκίνησε να ανασκάπτει τον νεκρικό ναό του Φαραώ Μεντουχοτέπ Β΄ (2055 – 2004 π.Χ.) της  11ης Δυναστείας στο Ντέιρ ελ-Μπαχάρι, στην Κοιλάδα των Βασιλέων. Εκεί, ανακάλυψε τους τάφους 60 στρατιωτών, θυμάτων της μάχης της Ηρακλεόπολης, που ενταφιάστηκαν σε λινά σάβανα τα οποία ήταν διακοσμημένα με τη βασιλική δέλτο του Φαραώ Mεντουχοτέπ Β'.[6] Στις 17 Μαρτίου 1920, ο Γουίνλοκ ανακάλυψε τον τάφο του Μεκετρέ, ενός ανώτατου αξιωματούχου του Mεντουχοτέπ Β', όπου βρέθηκαν πολλά ξύλινα ταφικά ομοιώματα.[7]

Στο Ντεΐρ-ελ-Μπάχρι, ο Ουίνλοκ ολοκλήρωσε την καριέρα του στο ανασκαφικό πεδίο, το 1932, και επιστρέφοντας στις Η.Π.Α. διορίστηκε διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου. Όπως σχολιάστηκε στο εγκώμιό του μετά το θάνατό του το 1950, ο Ουίνλοκ είχε την σπάνια ικανότητα "να μεταφέρει τον εαυτό του μέσα σε έναν αρχαίο πολιτισμό και να δίνει ζωή ξανά σε ένα κομμάτι του, για τους συγχρόνους του".

O νεκρικός ναός της Χατσεψούτ στην Κοιλάδα των Βασιλέων στο Ντέιρ ελ-Μπαχάρι. Στα αριστερά διακρίνεται και ο ναός του Μεντουχοτέπ Β'. Σε αυτό το μέρος ο Χέρμπερτ Ουίνλοκ αφιέρωσε τα περισσότερα χρόνια του ερευνητικού του έργου (1911 - 1931). Μεταξύ 1930 και της έναρξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στη θέση αυτή έλαβε χώρα ένα τεράστιο αναστηλωτικό πρόγραμμα, που συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του πολέμου.

Ο Ουίνλοκ συνέβαλε σημαντικά στον σχεδιασμό ενός θεαματικού έργου, του λεγόμενου "Dig House" ("Σπίτι των Ανασκαφών") του Μητροπολιτικού Μουσείου, κοντά στην Κοιλάδα των Βασιλέων, ένα μέρος όπου διέμενε κατά τη διάρκεια του χειμώνα, έχοντας συντροφιά την συγγραφέα και με καταγωγή από τη Βοστώνη σύζυγό του, Helen Chandler Winlock (1887 - 1972) και τις δύο μικρές κόρες τους, Frances και Barbara. Το ζευγάρι είχε αποκτήσει ακόμη ένα παιδί, τον William, που όμως πέθανε σε ηλικία μόλις δύο ετών (1917).[8]

Το "Dig House" που είναι περισσότερο γνωστό ως «το Σπίτι των Αμερικανών», ήταν το "αρχηγείο" για τον ίδιο και τους διακεκριμένους αρχαιολόγους της ομάδας του, αρκετοί από τους οποίους είχαν βοηθητικό ρόλο στη διερεύνηση του τάφου του Τουταγχαμών, όταν ανακαλύφθηκε από τον Χάουαρντ Κάρτερ το 1922. Ο Ουίνλοκ είχε στενή σχέση με αυτήν την ανακάλυψη και, ως κοντινός φίλος του Carter, "παγιδεύτηκε" στο απατηλό παιχνίδι της πολιτικής διαμάχης που δημιουργήθηκε μόλις ανοίχθηκε ο θρυλικός τάφος KV62.

Ως επακόλουθο της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης του 1929, οι χρηματοδοτήσεις για τις ανασκαφές στην Αίγυπτο άρχισαν να στερεύουν και οι ετήσιες ερευνητικές αποστολές στις Θήβες σταμάτησαν. Ο Ουίνλοκ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, όπου υπηρέτησε ως διευθυντής από το 1932 έως τη συνταξιοδότησή του, το 1939. Παρέμεινε στη θέση του ως επίτιμος διευθυντής μέχρι το θάνατό του.[9] Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ενδιαφέρον του για τον Τουταγχαμών και τους μύθους που άνθιζαν γύρω από αυτόν κυνηγώντας τον, παρέμεινε έντονο. Αμφισβητούσε σταθερά τις θεωρίες περί ύπαρξης μίας κατάρας η οποία ακολουθούσε όλους όσους επισκέπτονταν τον τάφο αυτό ή εκείνους που ασχολούνταν με την έρευνά του – και συνέχισε να υποστηρίζει την άποψη αυτή ακόμη και όταν μία μεγάλη τραγωδία χτύπησε την πόρτα της δικής του οικογένειας. Η κόρη του Francis που επισκέπτονταν τον τάφο του φαραώ μαζί με τον πατέρα της, αρρώστησε από φυματίωση και μέσα σε δύο χρόνια πέθανε, τον Νοέμβριο του 1935, σε ηλικία μόλις 21 ετών.[10] Το βιβλίο του Ουίνλοκ "Tutankhamun's Funeral" (η κηδεία του Τουταγχαμών),[11] με εισαγωγή γραμμένη από την Γερμανίδα Αιγυπτιολόγο Dorothea Arnold, δημοσιεύθηκε το 1941, μετά τη συνταξιοδότησή του. Πρόκειται για μία αναδρομή στα θαυμαστά γεγονότα που ο ίδιος έζησε στην Κοιλάδα των Βασιλέων και συγκεκριμένα το 1908, τα οποία και αφηγείται, γεγονότα που - εν καιρώ - εφοδίασαν τον Χάουαρντ Κάρτερ με σημαντικά για την έρευνά του συμπεράσματα που τον βοήθησαν να "ξεκλειδώσει" τα μυστικά του φαραωνικού τάφου. Το βιβλίο "Tutankhamun's Funeral" είναι ένα εκπληκτικό έργο, καθώς ο ίδιος, εκτός από σπουδαίος αρχαιολόγος, υπήρξε και ένας προικισμένος συγγραφέας. Είναι ένα βιβλίο που μεταφέρει τον αναγνώστη πίσω στην εποχή των μεγάλων αρχαιολογικών ανακαλύψεων στην Αίγυπτο, μία εποχή που ζωντανεύει ξανά μέσα από το έργο αυτό, που παράλληλα διαπνέεται από μία στοιχειωμένη μελαγχολία.

Έργα του Ουίνλοκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά) SNAC. w6s76102. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης, Excavations throughout Met History, 1870 - present, Temple of Hatshpsut, Thebes.
  3. Roehrig C. H., Dreyfus R., Keller C. A., Hatshepsut: from Queen to Pharao, 2005, Thomas J. Watson Library Digital Collections, The Metropolitan Museum of Art, New York.
  4. Genealogy.com, Alice Broom - William Crawford Winlock - Herbert Eustis Winlock.
  5. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης, Excavations throughout Met History, 1870–present, Lisht, Kharga Oasis, Thebes.
  6. Winlock H. E., The slain soldiers of Neb-hep-et-Rē'Mentu-hotpe. The Metropolitan Museum Digital collections.
  7. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης, Excavations throughout Met History, 1870 - present, Tombs of Meketre and Wah, Thebes.
  8. Massachusetts Historical Society, πληροφορίες για την οικογένεια της Helen Chandler Winlock.
  9. Εφημερίδα New York Times (27 Ιανουαρίου 1950), Η είδηση του θανάτου του Χέρμπερτ Ουίνλοκ.
  10. Historic Saranac Lake, Local Wiki, "Frances Winlock".
  11. Winlock, Herbert E., with an introduction by Dorothea Arnold (2010), "Tutankhamun's Funeral", The Metropolitan Museum Of Art, New York.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]