Φοινίκη (Ρωμαϊκή επαρχία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φοινίκη
ΧώραΡωμαϊκή Αυτοκρατορία
ΠρωτεύουσαΤύρος

Η Φοινίκη Συρία, λατινικά: Syria Phoenīcē‎‎, ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που περιελάμβανε την ιστορική περιοχή της Φοινίκης. Επισήμως δημιουργήθηκε το 194 μ.Χ. και μετά π. 394, η Φοινίκη Συρία χωρίστηκε σε Phoenice Proper (ή Phoenice Paralia) και στη Phoenice Libanensis, μία διαίρεση που παρέμεινε, έως ότου η περιοχή κατακτήθηκε από τους Μουσουλμάνους Άραβες τη δεκαετία του 630.

Διοικητική ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της διοίκησης της Ανατολής με τις επαρχίες της, όπως καταγράφεται στον ΚΑτάλογο Αξιωμάτων (Notitia Dignitatum, π. 400.

Η Φοινίκη τέθηκε υπό ρωμαϊκή κυριαρχία το 64 π.Χ., όταν ο Πομπήιος δημιούργησε την επαρχία της Συρίας. Με εξαίρεση μ;iα σύντομη περίοδο το 36–30 π.Χ., όταν ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε την περιοχή στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, η Φοινίκη παρέμεινε μέρος της επαρχίας της Συρίας στη συνέχεια. [1] Ο Aυτοκράτορας Αδριανός (βασ. 117–138) λέγεται ότι εξέτασε μία διαίρεση της υπερβολικά μεγάλης συριακής επαρχίας το 123–124 μ.Χ., αλλά τελικά μετά το 194 μ.Χ. ο Σεπτίμιος Σεβήρος (βασ. 193–211) το ανέλαβε πράγματι, διαιρώντας τις επαρχίες Κοίλη Συρία στο βορρά και Φοινίκη Συρία στον νότο. [1] Η Τύρος έγινε η πρωτεύουσα της νέας επαρχίας, αλλά ο Ελαγάβαλος (βασ. 218–222) ανέδειξε τη γενέτειρά του Έμεσα σε συμπρωτεύουσα, και οι δύο πόλεις συναγωνίστηκαν η μία την άλλη ως επικεφαλής της επαρχίας, μέχρι τη διαίρεσή της τον 4ο αι. [1]

Η επαρχία ήταν πολύ μεγαλύτερη, από την περιοχή που παραδοσιακά ονομαζόταν Φοινίκη: για παράδειγμα, πόλεις όπως η Έμεσα [α] και η Παλμύρα [β] και η βάση της Λεγεώνας III Gallica [γ] στη Ραφαναία [δ] υπάγονταν τώρα σε κυβερνήτη στην Τύρο. Βετεράνοι αυτής της στρατιωτικής μονάδας εγκαταστάθηκαν στην Τύρο, η οποία έλαβε επίσης τον βαθμό της αποικίας (colonia). [2]

Μετά το τέλος τού Ρωμαίου Αυτοκράτορα Κόμμοδου τον 2ο αι. ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο η Βέρυτος και η Σιδώνα υποστήριξαν τον Πεσκόνιο Νίγηρα. Αντίθετα η πόλη της Τύρου υποστήριξε τον Σεπτίμιο Σεβήρο, κάτι που οδήγησε τον Π. Νίγηρα να στείλει ακοντιστές και τοξότες Μαυριτανούς (Mauri) [ε], για να λεηλατήσουν την πόλη. [3] Ωστόσο ο Νίγηρας έχασε τον εμφύλιο πόλεμο, και ο Σεπτίμιος Σεβήρος αποφάσισε να δείξει την ευγνωμοσύνη του για την υποστήριξη της Τύρου, κάνοντάς την πρωτεύουσα της Φοινίκης.

Ο Διοκλητιανός (βασ. 284–305) διαχώρισε την περιφέρεια Βαταναία και την έδωσε στην Αραβία, ενώ λίγο πριν το 328, όταν αναφέρεται στον Κατάλογο της Βερόνας (Laterculus Veronensis), ο Κωνσταντίνος Α΄ (βασ. 306–337) δημιούργησε τη νέα επαρχία Augusta Libanensis έξω από το ανατολικό μισό της παλαιάς επαρχίας, που περιέκλειε την περιοχή ανατολικά του όρους Λίβανος. [4]

Φοινίκη Παραλία και Φοινίκη Λιβανησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία του Κωνσταντίνου Α΄ ήταν βραχύβια, αλλά αποτέλεσε τη βάση της εκ νέου διαίρεσης της Φοινίκης π. 394 σε Phoenice I ή Phoenice Paralia (ελληνικά: Φοινίκη Παραλία‎‎, "παράκτια Φοινίκη"), και Φοινίκη II ή Phoenice Libanensis (ελλ.: Φοινίκη Λιβανησία), με αντίστοιχες πρωτεύουσες την Τύρο και την Έμεσα. [4] Στον Κατάλογο Αξιωμάτων (Notitia Dignitatum) που γράφτηκε λίγο μετά τη διαίρεση, η Φοινίκη Ι διοικείται από έναν περιφερειάρχη (consularis), ενώ η Φοινίκη ΙΙ διοικείται από έναν διοικητή (praeses), με τις δύο επαρχίες να υπάγονται στη διοίκηση της Ανατολής. [5] Αυτό το τμήμα παρέμεινε άθικτο μέχρι τη μουσουλμανική κατάκτηση της Συρο-Παλαιστίνης τη δεκαετία του 630. [6] Υπό το Χαλιφάτο, το μεγαλύτερο μέρος των δύο Φοινικών υπάγονταν στην επαρχία της Δαμασκού, με τμήματα στο νότο και στο βορρά να βρίσκονται στις επαρχίες της Ιορδανίας και της Έμεσας αντίστοιχα. [7]

Εκκλησιαστική διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησιαστική διοίκηση παραλληλίστηκε με την πολιτική, αλλά με κάποιες διαφορές. Ο επίσκοπος της Τύρου αναδείχθηκε ως ο κατεξοχήν προκαθήμενος της Φοινίκης στα μέσα του 3ου αι. Όταν η επαρχία διαιρέθηκε π. 394, η Δαμασκός, αντί της Έμεσας, έγινε η μητρόπολη της Φοινίκης ΙΙ. Και οι δύο επαρχίες ανήκαν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, με τη Δαμασκό να ξεπερνά αρχικά την Τύρο, η θέση της οποίας αμφισβητήθηκε επίσης για λίγο από την έδρα της Βερύτου π. 450; μετά το 480/1, όμως, ο μητροπολίτης Τύρου καθιερώθηκε ως πρώτος κατά προτεραιότητα (πρωτόθρονος) όλων των μητροπολιτών, που υπάγονταν στην Αντιόχεια. [6]

Στρατός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την εποχή του Σεπτίμιου Σεβήρου, η πρακτική ήταν να ανατίθενται όχι περισσότερες από δύο λεγεώνες σε κάθε συνοριακή επαρχία, και -αν και σε ορισμένες επαρχίες μερικές φορές μία λεγεώνα θεωρούνταν επαρκής- το ανώτατο όριο δεν ξεπερνιόταν. Αυτή η πολιτική φαίνεται να συνεχίστηκε κατά τον 3ο αι. μ.Χ., όπως φαίνεται στην περίπτωση του Αυρηλιανού, που αύξησε τις φρουρές της Φοινίκης στην κανονική δύναμη δύο λεγεώνων. [8]

Κυβερνήτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Propraetorial Imperial Legates στη Phoenicia[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαρμάρινη κεφαλή του Αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου. Βρέθηκε στην Τύρο, και εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο της Βηρυτού.
Ημερομηνία Legatus Augusti pro praetore (Κυβερνήτης της αυτοκρατορικής επαρχίας)
193 – 194 Τί. Μανίλιος Φούσκος [9]
198 Κ. Βενίδιος Ρούφος Μάριος Μάξιμος Λ. Καλβινιανός
ντο. 207 Δομήτιος Λέων Προκιλλιανός
213 Δ. Πίος Κάσσιος
Μεταξύ 268 και 270 Σάλβιος Θεόδωρος
Μεταξύ 284 και 305 Λ. Αρτόριος Πίος Μάξιμος
292 – 293 Κρισπίνος

Περιφερειάρχες της Φοινίκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 4ο αι. συνολικά, είναι γνωστοί σχεδόν 30 κυβερνήτες της Φοινίκης με 23 κυβερνήτες της Φοινίκης να ασκούν τα καθήκοντά τους μεταξύ 353 και 394 [10]:

Ημερομηνία Περιφερειάρχης (Consularis)
Μεταξύ 293 και 305 Aelius Statuus
Μεταξύ 293 και 303 Σωσσιανός Ιεροκλής
Πριν από το 305 Ιούλιος Ιουλιανός
; μεταξύ 309/313 Μάξιμος
π. 323 Αχίλλειος
328 – 329 Φλ. Διονύσιος
335 Αρχέλαος
π. 337 Nόννος
342 Μαρκελλίνος
353/4 Απολλινάρις
Πριν από το 358 Δημήτριος
358 – 359 Νικέντιος [11]
(;) 359/60 Ευχρόστιος
Πριν από το 360 Ιουλιανός
360 – 361 Ανδρόνικος
Πριν από το 361 Αίλιος Κλαύδιος Δουλκίτιος
361 Ανατόλιος
π. 361/2 Πολυκλής
362 Ιουλιανός
362 – 363 Γαϊανός
363 – 364 Μάριος
364 Ουλπιανός
364 – 365 Δομνίνος
372 Λεόντιος
380 Πέτρος
382 – 383 Πρόκουλος
Πριν από το 388 Ευστάθιος
388 Ανθέριος
388 Επιφάνιος
390 Δομίτιος
391 Σεβεριανός
392 Λεόντιος

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Modern-day Homs/Hims (حمص), Syria.
  2. Arabic: تَدْمُر (Tadmur)
  3. A military unit of the Imperial Roman army
  4. Arabic: الرفنية, romanized: al-Rafaniyya; colloquial: Rafniye
  5. Latin designation for the Berber population of Mauretania, a region in the ancient Maghreb.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Eißfeldt 1941, σελ. 368.
  2. Ulpian, Digests 50.15.1.
  3. Herodian, Roman History 3.3.
  4. 4,0 4,1 Eißfeldt 1941.
  5. Notitia Dignitatum, in partibus Orientis, I
  6. 6,0 6,1 Eißfeldt 1941, σελ. 369.
  7. Blankinship 1994.
  8. Parker, “The Legions of Diocletian and Constantine,” p. 177/178.
  9. Hall, pg. 94
  10. A.H.M. Jones, J.R. Martindale, J. Morris, Prosopography of the Later Roman Empire, vol. I: AD 260–395, Cambridge 1971 (hereinafter: PLRE I), pp. 1105–1110 (fasti). For the reviews, often negative, and corrections to the first volume of PLRE, cf. A.H.M. Jones, “Fifteen years of Late Roman Prosopography in the West” (1981–95), [in:] Medieval Prosopography 17/1, 1996, pp. 263–274.
  11. Martindale, J. R. & A. H. M. Jones, "Nicentius 1", The Prosopography of the Later Roman Empire, Vol. I AD 260-395 (Cambridge: University Press, 1971), p. 628

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads. Albany, New York: State University of New York Press. ISBN 978-0-7914-1827-7.
  • Eißfeldt, Otto (1941). "Phoiniker (Phoinike)". Realencyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft. Vol. Band XX, Halbband 39, Philon–Pignus. pp. 350–379.
  • Schürer Emil, Vermes Geza, Millar Fergus, The history of the Jewish people in the age of Jesus Christ (175 B.C.-A.D. 135), Volume I, Edinburgh 1973, p. 243-266 (Survey of the Roman Province of Syria from 63 B.C. to A.D. 70).
  • Linda Jones Hall, Roman Berytus: Beirut in late antiquity (2004)
  • Martindale, J. R.; Jones, A. H. M, The Prosopography of the Later Roman Empire, Vol. I AD 260–395, Cambridge University Press (1971)